Αλλάζουν ταυτότητα οι ουτοπικές κοινότητες που έναν αιώνα πριν εδραιώθηκαν για να προωθήσουν την κοινοβιακή ζωή και την ιδεολογία του σιωνισμού
Για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νέοι
Τρίτη, 31 Αυγούστου, 2010
ΜΕ ΑΒΕΒΑΙΟ μέλλον κλείνουν εφέτος 100 χρόνια τα κιμπούτς, οι ισραηλινές κολεκτίβες που αποτέλεσαν τη ραχοκοκαλιά του κράτους του Ισραήλ. Ξεκίνησαν σαν ουτοπικές κοινότητες, οργανωμένες σε σοσιαλιστικά και δημοκρατικά πρότυπα, για να προωθήσουν την ιδεολογία του σιωνισμού. Τα μέλη τους, αν και διανοούμενοι, καλλιεργούσαν την άγονη γη για να «την αναστήσουν», ώσπου τους ξεπέρασε η εποχή. Και αναγκάστηκαν να ιδιωτικοποιηθούν. Σήμερα πολλοί τα επικρίνουν επειδή έχουν απομακρυνθεί υπερβολικά από την ιδεολογία των πρώτων κιμπούτς. Για να μπορέσουν να επιζήσουν άλλα 100 χρόνια πρέπει να μεταλλαχθούν σε κάτι τελείως διαφορετικό, που δεν θα μπορεί πλέον να αποκαλείται κιμπούτς.
«Πήγα σε κιμπούτς σε ηλικία 18 ετών, τη δεκαετία του ΄60, με σκοπό να μάθω την εβραϊκή γλώσσα και να γνωρίσω την κοινοβιακή ζωή» λέει στο «Βήμα» η ιστορικός Ρένα Μόλχο . «Ολοι απευθύνονταν ο ένας στον άλλον στον ενικό,με το μικρό τους όνομα,όποια ηλικία και αν είχαν, και αποκαλούνταν “χαβέρ” που σημαίνει “σύντροφος”- εξ ου και η χάβρα”. Κάθε σύντροφος εργαζόταν οκτώ ώρες κάνοντας εκ περιτροπής όλες τις εργασίες.Τα πάντα ήταν δωρεάν.Τα αυτοκίνητα ανήκαν σε όλα τα μέλη, δεν υπήρχε η έννοια της ιδιοκτησίας.Τι γινόταν αν κάποιος ήθελε να πάει σε μια συναυλία στο Τελ Αβίβ;Εδινε την ημερομηνία της παράστασης και το κιμπούτς φρόντιζε να του εξασφαλίσει εισιτήριο.Παράλληλα γραφόταν σε μια λίστα για να πάρει σειρά προτεραιότητας ώστε να χρησιμοποιήσει ένα αυτοκίνητο για τη μετάβασή του.Καθένας ήξερε τι δικαιούταν τον μήνα».
Τα παιδιά κοιμούνταν σε κοιτώνες με παιδαγωγούς και επισκέπτονταν τους γονείς τους λίγες ώρες το απόγευμα. Η πρακτική αυτή που διήρκεσε ως τα μέσα της δεκαετίας του ΄70 επικρίθηκε έντονα αργότερα
Ως τα μέσα της δεκαετίας του ΄70, τα παιδιά ζούσαν χωριστά από τους γονείς τους. Κοιμούνταν σε κοιτώνες με παιδαγωγούς και επισκέπτονταν τους γονείς τους λίγες ώρες το απόγευμα, προκειμένου αυτοί να είναι απερίσπαστοι να οικοδομήσουν το σοσιαλιστικό ιδεώδες- πρακτική που επικρίθηκε έντονα αργότερα. «Οι περισσότεροι άνθρωποι που μεγάλωσαν με αυτό τον τρόπο λένε ότι στερήθηκαν την παιδική τους ηλικία,τραυματίστηκαν.Κάθε βράδυ πήγαιναν να κοιμηθούν με έναν φύλακα,μπορούσαν να κλαίνε επί ώρες μόνα τους,χωρίς να έρθει κανείς να τα παρηγορήσει» μας λέει τηλεφωνικά η ισραηλινή δημοσιογράφος Αβιράμα Γκολάν.
Τόσο τα κιμπούτς όσο και το ίδιο, το Ισραήλ «τα έφτιαξαν πρώην διανοούμενοι με αριστερή ιδεολογία» συνεχίζει η Μόλχο. Στην αρχή όμως ήταν όλοι αγρότες. Στη συνέχεια αναγκάστηκαν να προσαρμοστούν στις εξελίξεις και να ανοίγουν εργοστάσια, σχολεία και άλλες υπηρεσίες- πάντα συλλογικά. «Η ευημερία του Ισραήλ συνετέλεσε στην παρακμή τους» προσθέτει, εκφράζοντας σοβαρές αμφιβολίες για το ότι έχουν μέλλον στην αυθεντική μορφή τους.
Απαντώντας στις ανάγκες της εποχής, τα κιμπούτς ιδιωτικοποιήθηκαν. Το ταμείο συνεχίζει να είναι κοινό- ακόμη και όσα μέλη εργάζονται εκτός κιμπούτς παραδίδουν τον μισθό τους- όμως οι υπηρεσίες που παρέχονταν δωρεάν, όπως τα γεύματα στην κοινή τραπεζαρία, σήμερα προσφέρονται αντί αντιτίμου.
«Σε ηλικία 12 ετώνοι γονείς μου με έστειλαν από την Ελλάδα σε κιμπούτς για να πάω σχολείο. Εμεινα εκεί από το 1959 ως το 1966» μας λέει ο δημοσιογράφος Ζαν Κοέν. «Εμείς οι μαθητέςδουλεύαμε 4,5 ώρες κάθε πρωί για να μάθουμε μια τέχνηαγροτικές εργασίες,ξυλουργική...και από τις 13.45 ως τις 18.00 κάναμε τα μαθήματα του σχολείου.Σήμερα υπάρχουν ελάχιστα κιμπούτς που ακολουθούν αυτό το πρότυπο». Το κιμπούτς στο οποίο έζησε απείχε τότε 50 μέτρα από τα ιορδανικά σύνορα, ενώ σήμερα πέφτει στο κέντρο της Ιερουσαλήμ. Εχει πουλήσει τις αγροτικές εκτάσεις του για να φτιαχτούν πολυκατοικίες και λειτουργεί πλέον ως ξενώνας. «Σήμερα δεν θα έστελνα το παιδί μου σε κιμπούτς» αναφέρει.
Από τους 12 στους 120.000
Πισίνες και άλλες ανέσεις στα εύπορα ιδιωτικοποιημένα κιμπούτς
Το πρώτο κιμπούτς, ονόματι Ντεγκάνια, ιδρύθηκε το 1910 από 12 εβραίους (10 άνδρες και δύο γυναίκες) που έφυγαν από τη Ρωσία για να γλιτώσουν το πογκρόμ. Η οθωμανική Παλαιστίνη είχε αφιλόξενο περιβάλλον: η Γαλιλαία ήταν ελώδης, οι λόφοι της Ιουδαίας βραχώδεις και ο Νότος της χώρας καλυπτόταν από την έρημο Νεγκέβ.
Οι εβραίοι αγόραζαν φθηνά την άγονη γη την οποία αποκαλούσαν «πεθαμένη» και είχαν όνειρό τους να την αναστήσουν αποξηραίνοντας τα έλη και φυτεύοντάς τη. Ο τύφος και η χολέρα θέριζαν, οι βεδουίνοι έκαναν επιδρομές- το λογικό ήταν να ζουν συλλογικά για να επιζήσουν.
Μετά τον Α Δ Παγκόσμιο Πόλεμο και την πτώση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η έλευση των Βρετανών στην περιοχή ευνόησε τους εβραίους, διότι χαλάρωσαν τους περιορισμούς στην αγορά παλαιστινιακής γης. Τα κιμπούτς πολλαπλασιάστηκαν και μεγάλωσαν. Το Εΐν Χαρόντ, που ιδρύθηκε μόλις 10 χρόνια μετά το Ντεγκάνια, ξεκίνησε με 215 μέλη. Τα κιμπούτς έπαιξαν ρόλο στον καθορισμό των συνόρων του κράτους του Ισραήλ, που ιδρύθηκε το 1948, και συνέβαλαν κατά πολύ στις τάξεις των ειδικών μονάδων του στρατού.
Στη δεκαετία του ΄80, κατά την οικονομική κρίση του Ισραήλ, κόντεψαν να καταρρεύσουν οικονομικά. Για δύο δεκαετίες παράπαιαν. Η έμφαση μετατοπίστηκε από το συλλογικό στο ατομικό. Ωσπου την τελευταία δεκαετία άρχισαν να μετατρέπονται σε ιδιωτικές επιχειρήσεις, να ανοίγουν εργοστάσια και να προσφέρουν υπηρεσίες επί πληρωμή. Σήμερα υπάρχουν 273 κιμπούτς (τα 16 θρησκευτικά) όπου ζουν 120.000 άτομα (το 1,6% του ισραηλινού πληθυσμού) και συμβάλλουν κατά 10% στην ισραηλινή οικονομία. Το 2007 καταγράφηκε πρώτη φορά σε μια εικοσαετία άνοδος στον συνολικό αριθμό των μελών.
Ο ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ ΤΟΥ «ΤΖΑΜΠΑ» ΕΣΒΗΣΕ
* Από το 1910ως τα τέλη του 20ού αιώνατα μέλη εργάζονταν ανάλογα με τις δυνατότητές τους και ελάμβαναν ανάλογα με τις ανάγκες τους. * Είχαν όλοι τον ίδιο μισθό.Το φαγητό, τα σπίτια, τα αυτοκίνητα, τα τσιγάρα, τα προφυλακτικά, τα κλιματιστικά, οι τηλεοράσεις μοιράζονταν δωρεάν. * Στη δεκαετία του ΄60τα κιμπούτς ευημερούσαν και τότε απέκτησαν τις περισσότερες πισίνες. Για τα παιδιά προσφέρονταν από πάνες ως μαθήματα πιάνου.
* Σήμερα υπάρχουν διαφοροποιήσεις στις απολαβές: το 69% κερδίζει κάτω από 1.450 ευρώκαι το 11% πάνω από 2.500 ευρώτον μήνα.
* Η στέγαση και η Παιδεία παραμένουν συλλογική ευθύνη. Τα συνολικά έσοδα των 273 κιμπούτς φθάνουν τα 6,6 δισ.ευρώ.
* Και τότε και σήμερα,όσοι εργάζονται εκτός κιμπούτς παραδίδουν στην ομάδα τον μισθό τους.Πληρώνουν για το φαγητό και άλλες υπηρεσίες.
ΑΒΙΡΑΜΑ ΓΚΟΛΑΝ: «Δεν ξέραμε τι θα πει εγώ»
«Στις δεκαετίες του ΄50 και του ΄60τα μέλη των κιμπούτς έκαναν αγροτικές δουλειές,αποτελούσαν όμως την αφρόκρεμα της ισραηλινής κοινωνίας» λέει η Αβιράμα Γκολάν , δημοσιογράφος της «Χααρέτζ» και συγγραφέας του μπεστ σέλερ «Τα κοράκια», το οποίο αναφέρεται σε μια γυναίκα μεγαλωμένη σε κιμπούτς. Η ίδια περνούσε τα καλοκαίρια στα κιμπούτς που ίδρυσαν οι θείοι της. «Εκείνη την εποχήθεωρούσαν την οικογένεια “μπουρζουά”,γι΄ αυτό χώριζαν τα παιδιά από τους γονείς.Τα ξαδέλφια μου δεν μπορούσαν καν να προφέρουν τη λέξη “εγώ”- “Τι θες για πρωινό; ” “Θέλουμε αβγά”. Τα πάντα ήταν συλλογικά. Είχαν μια παιδική ηλικία απαλλαγμένη από τις οικογενειακές πιέσεις,ζούσαν όμως σε ένα πολύ αυστηρό και απαιτητικό σύστημα.
Η μεγάλη αλλαγή επήλθε στο τέλος της δεκαετίας του ΄70,όταν το δεξιό Λικούντ κέρδισε έδαφος έναντι των Εργατικών. Τότε εκφράστηκε όλη η οργή των νεοφερμένων μεταναστών που θεωρούσαν ότι τα μέλη των κιμπούτς τούς αντιμετώπιζαν με σνομπισμό- και είναι αλήθεια:πολλοί εργάζονταν στα κιμπούτς αλλά δεν τους επιτρεπόταν η είσοδος στην τραπεζαρία.Επωφελήθηκε ο ηγέτης της Δεξιάς Μεναχέμ Μπεγκίν, ο οποίος τους απηύθυνε την περίφημη φράση που έχει μείνει ως σήμερα:“Εσείς υποφέρετε μια ζωή,ενώ οι πλούσιοι των κιμπούτς απολαμβάνουν τις πισίνες τους”». Η Γκολάν θεωρεί ότι η ιδιωτικοποίηση των κιμπούτς ισοδυναμεί με κατάρρευση της ιδεολογίας τους και έχει μια πολύ σκληρή διάσταση: «Ανθρωποι ηλικιωμένοι βρέθηκαν σε πολύ άσχημη θέση όταν έπρεπε να πληρώνουν τα γεύματα στο κιμπούτς όπου έτρωγαν δωρεάν μια ζωή. Τα υπόλοιπα μέλη έλεγαν:“Ας τους ζήσουν τα παιδιά τους, γιατί πρέπει να τους πληρώνουμε εμείς;”. Θεωρεί επίσης ότι τα κιμπούτς «βγάζουν συχνά προς τα έξω τη χειρότερη πλευρά των ανθρώπων:φθόνο, κουτσομπολιό...
Στις μικρές κοινωνίες μπορούν να γίνουν πολλά καλά, αλλά και πολλά κακά».
ΧΑΓΚΑΪ ΑΛΟΝ: ο αμετανόητος της ιδιωτικοποίησης «Ο παππούς μου ίδρυσε ένα από τα πρώτα κιμπούτς τη δεκαετία του ΄30» λέει ο Χαγκάι Αλόν, γέννημα θρέμμα κιμπούτς. Επικεφαλής εταιρείας που παρέχει οικονομικές συμβουλές στα κιμπούτς, ανήκει στην τελευταία γενιά που μεγάλωσε χωριστά από τους γονείς. «Κοιμόμουν μαζί με τα άλλα παιδιά» λέει. «Λάβαμε εξαιρετική κοινωνική και πολιτιστική παιδεία και μάθαμε στην ομαδικότητα». Σήμερα, πατέρας δύο μικρών παιδιών, στο κιμπούτς που έχει ιδρύσει στη Γαλιλαία συνδυάζει οικογενειακή ζωή και κοινωνική εκπαίδευση για τα ανήλικα. Από το κιμπούτς του παππού του αποχώρησε επειδή επιθυμούσε «προσαρμογή στον 21ο αιώνα.Το πραγματικό ερώτημα δεν είναι αν πρέπει να ιδιωτικοποιηθούν τα κιμπούτς, αλλά πώς θα διατηρήσουμε την αλληλεγγύη.Στις δεκαετίες του ΄40 και του ΄50 ήταν λογικό όλα τα χρήματα να τα διαχειρίζεται το κιμπούτς. Αν πραγματοποιήσουμε αλλαγές χωρίς να πλήξουμε την αλληλεγγύη, τα κιμπούτς έχουν λαμπρό μέλλον.Ο πυρήνας της ιδεολογίας θα παραμείνει, αλλά η οργάνωση θα προσαρμοστεί στις σημερινές ανάγκες.
Η γη που απέκτησαν οι πρώτες κοινότητες ήταν άγονη. Μπορούμε να δημιουργήσουμε σύγχρονα κιμπούτς, ελκυστικά για τους νέους, που παρέχουν μεγάλο βαθμό ελευθερίας.Οσοι επιλέγουν να ζήσουν σε κιμπούτς σήμερα είναι εκείνοι που αναζητούν έναν εναλλακτικό τρόπο ζωής ο οποίος δεν περιστρέφεται μόνο γύρω από τα χρήματα. Το 25%-30% των μελών εργάζονται εκτός κιμπούτς και παραδίδουν τον μισθό τους σε αυτό» . Τι γίνεται όμως αν θέλουν να πάνε ένα ταξίδι ή να αγοράσουν κάτι για τον εαυτό τους; «Μέρος του προϋπολογισμού διοχετεύεται στις οικογένειες για να αποφασίσουν πώς θα το ξοδέψουν. Το κιμπούτς χειρίζεται την Παιδεία και τον πολιτισμό, αλλά τελευταίως η τάση είναι όλο και περισσότερα χρήματα να κατευθύνονται προς τα μέλη».
ΧΟΝΕΪΝΤΑ ΓΚΑΝΙΜ: «Είναι ιμπεριαλισμός»
«Για τους Παλαιστινίουςτα κιμπούτς συνδέονται με τα ιστορικά και εθνικά ζητήματα» λέει η δρ Χονέιντα Γκάνιμ , ερευνήτρια του Κέντρου Μαντάρ για Ισραηλινές Μελέτες στη Ραμάλα. «Πολλά κιμπούτς ιδρύθηκαν σε παλαιστινιακή γη την οποία κατέσχεσαν παρανόμως. Αυτό αντικατοπτρίζει τις πραγματικές κοινωνικές και ανθρωπιστικές αξίες τους.Εμπεριέχουν μια αντίφαση και δείχνουν το κυνικό πρόσωπο του σιωνισμού:από τη μια πλευρά υμνούν τις ανθρωπιστικές, σοσιαλιστικές και κοινοτικές αξίες,αλλά από την άλληκαταπατούν τα δικαιώματα των Παλαιστινίων.
Γι΄ αυτό, για εμάς τους Παλαιστινίους τα κιμπούτς συχνά παραπέμπουν στην καταστροφή μας.
Τα κιμπούτς,ως πιονιέροι της σιωνιστικής ιδεολογίας,βοήθησαν στην ίδρυση του κράτους του Ισραήλ.Πριν από το 1938έκαναν την ίδια δουλειά που κάνουν σήμερα οι ισραηλινοί οικισμοί στη Δυτική Οχθη- άλλωστε οι έποικοι λέ νε ότι πραγματοποιούν το όνειρο του σιωνισμού.Το τίμημα και στις δύο περιπτώσεις είναι η εκδίωξη των Παλαιστινίων από τη γη τους.
Η αλήθεια είναι ότι ανάμεσα στα μέλη των κιμπούτς υπάρχει μεγαλύτερη αποδοχή του δικαιώματος των Παλαιστινίων να αποκτήσουν κράτος αλλά,αν κοιτάξουμε τη συνολικότερη εικόνα,τα κιμπούτς αποτέλεσαν τη βάση της ίδρυσης του κράτους του Ισραήλ στη γη των Παλαιστινίων. Ο σοσιαλισμός και η ζωή στην κοινότητα συνθέτουν μια όμορφη εικόνα,όμως πόσους Παλαιστινίους εκδίωξαν;».
Στην παρατήρηση ότι πολλά κιμπούτς του πρώτου μισού του 20ού αιώνα αγόρασαν τη γη τους από Παλαιστίνιους, η Γκάνιμ απαντά: «Αυτό είναι ένα από τα χειρότερα δημαγωγικά επιχειρήματα: μόνο το 2% της παλαιστινιακής γης αγοράστηκε, το υπόλοιπο 98% υφαρπάχθηκε» .
Πηγή: ΤΟ ΒΗΜΑ