Αθλητισμός
Γιατί η ελληνική Σούπερ Λίγκα είναι το πρωτάθλημα με το υψηλότερο ποσοστό ξένων μεταξύ των ευρωπαϊκώνΔευτέρα, 23, Αυγούστου, 2010
Η απαίτηση των παραγόντων για άμεσα αποτελέσματα, η υποταγή των προπονητών, οι πολλοί ξένοι τεχνικοί και τα παιχνίδια των ατζέντηδων. Τι αποκαλύπτει ο μάνατζερ παικτών κ. Παπαδόπουλος
Παράδεισος για τους ξένους ποδοσφαιριστές αποδεικνύεται το ελληνικό πρωτάθλημα. Εκατοντάδες ξεμπαρκάρουν ετησίως στη χώρα μας, ζώντας οι ίδιοι το όνειρο μιας καλύτερης ζωής και οι ελληνικές ομάδες τους την ψευδαίσθηση μιας πλασματικής πραγματικότητας. Οι μέχρι στιγμής νεοαποκτηθέντες μεσσίες από το εξωτερικό ξεπερνούν τους 100 και ενώ απομένουν δέκα ημέρες από το τέλος της μεταγραφικής περιόδου. Μαζί με τους εναπομείναντες από το περασμένο πρωτάθλημα, αγγίζουν τον αριθμό των 250.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία που δημοσιοποίησε πρόσφατα η Σούπερ Λίγκα, από τους 467 ποδοσφαιριστές που αγωνίστηκαν στο τελευταίο πρωτάθλημά της, οι 255 ήταν αλλοδαποί και οι 212 Ελληνες. Από το πλήθος των αλλοδαπών οι 181 είχαν διαβατήριο χώρας-μέλους της Ευρωπαϊκής Ενωσης, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι απαραιτήτως και ευρωπαίοι πολίτες, ενώ 74 εκπροσώπησαν τον υπόλοιπο κόσμο. Εν ολίγοις στη Βαβέλ του ελληνικού πρωταθλήματος εργάστηκαν πέρυσι ποδοσφαιριστές από 46 χώρες, με τους Ιταλούς να έχουν τα πρωτεία (39), ακολουθούμενοι από τους Ισπανούς (26), Γάλλους (24), Βραζιλιάνους (22), Αργεντινούς (15), Πορτογάλους (15) και Κροάτες (15).
Μακράν πρώτη η Ελλάδα
Η αναλογία ξένων- ελλήνων παικτών είναι 55%- 45%, ποσοστό το οποίο καθιστά το ελληνικό πρωτάθλημα το πιο ξενομανές μεταξύ των ευρωπαϊκών πρωταθλημάτων. Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία τα οποία έδωσε στη δημοσιότητα ο Πανελλήνιος Σύνδεσμος Αμειβομένων Ποδοσφαιριστών, το ποσοστό των ξένων παικτών σε εννέα ευρωπαϊκά πρωταθλήματα είναι πολύ κάτω από το αντίστοιχο ελληνικό. Ακόμα και στην Πορτογαλία η οποία λόγω της γλώσσας έχει την πρόσβαση στην αγορά της Βραζιλίας, το ποσοστό των ξένων ανέρχεται σε 49,8%.
Τους λιγότερους Ελληνες και τους περισσότερους ξένους στο ρόστερ τους είχαν πέρυσι ο ΠΑΟΚ και ο Αρης, δύο ομάδες με παράδοση κατά το παρελθόν στην ανάδειξη ταλέντων. Ο ΠΑΟΚ είχε πέρυσι επτά Ελληνες και 21 ξένους και ο Αρης οκτώ Ελληνες και 22 ξένους. Οι αναλογίες αυτές θα παραμείνουν περίπου ίδιες και εφέτος. Ο μεν ΠΑΟΚ έδιωξε τρεις ξένους και απέκτησε δύο, ο δε Αρης έδιωξε οκτώ και απέκτησε επτά. Το ρεκόρ απόκτησης ξένων παικτών την τρέχουσα μεταγραφική περίοδο κατέχει ο Ολυμπιακός ο οποίος πρόσθεσε στον ρόστερ του 11 ξένους και ούτε έναν Ελληνα. Την ίδια πολιτική ακολούθησαν ο Αστέρας Τρίπολης, ο Ηρακλής και ο Ολυμπιακός Βόλου που αγόρασαν από εννέα ξένους, ο Πανσερραϊκός που απέκτησε οκτώ και η Ξάνθη με τον Πανιώνιο με έξι.
Την ίδια ώρα η αφρόκρεμα των χιλιάδων παιδιών που κατακλύζουν τις ποδοσφαιρικές ακαδημίες, έχει όλο και λιγότερες ευκαιρίες να κερδίσει τα προς το ζην κάνοντας το χόμπι της επάγγελμα. Οι λόγοι που οι ομάδες προτιμούν τους ξένους είναι πολλοί και όχι αποκλειστικά οικονομικοί. Αφορούν τον τρόπο που διοικούνται οι ομάδες και την υποταγή των προπονητών στις απαιτήσεις των παραγόντων, τον ρόλο τον οποίο διαδραματίζουν οι μάνατζερ σε κάποιες ομάδες, τους πολλούς ξένους προπονητές που εργάζονται στο ελληνικό πρωτάθλημα και οι οποίοι εμπιστεύονται τους παίκτες που γνωρίζουν ή εκείνους που τους πασάρουν οι προσωπικοί τους μάνατζερ, αλλά και την πίεση την οποία οι οπαδοί ασκούν στις διοικήσεις των ομάδων απαιτώντας εδώ και τώρα τίτλους και αποτελέσματα.
Μάνατζερ παικτών και προπονητών με ιστορία δεκαετιών στο ελληνικό ποδόσφαιρο, ο κ. Πασχάλης Παπαδόπουλος μιλώντας στο «Βήμα» προσπαθεί να προσεγγίσει το φαινόμενο μέσα από τις δικές του εμπειρίες. «Η προτίμηση στους ξένους παίκτεςδυστυχώς δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο. Η πίεση την οποία ασκούν οι παράγοντες για το σήμερα αδιαφορώντας για το αύριο,είναι φρικτή. Δεν υπάρχουν προπονητές με προσωπικότητα και όραμα οι οποίοι θα πατήσουν πόδι και θα απαιτήσουν να τους αφήσουν να σχεδιάσουν την ομάδα με προοπτική τριών- τεσσάρων χρόνων. “Πολύ θα ήθελα να σε βάλω στο παιχνίδι, αλλά φοβάμαι τον πρόεδρο για το ρίσκο που θα πάρω”είπε πρόσφατα προπονητής Α΄ Εθνικής σε νεαρό ποδοσφαιριστή. Οι προπονητές δεν ρισκάρουν,παρ΄ ότι τα τελευταία χρόνια σχεδόν όλες οι ομάδες κάνουν πολύ καλή δουλειά στις ακαδημίες συγκεντρώνοντας ταλέντα από όλη τη χώρα και δουλεύοντας επαγγελματικά και επιστημονικά μαζί τους. Παραδέχτηκα τον Νιόπλια ο οποίος πήρε τον Ιωαννίδη από τον Ηρακλή ενώ δίνει ευκαιρίες στον επίσης πιτσιρικά Μαρίνο, όταν θα μπορούσε να ζητήσει και να αγοράσει οποιονδήποτε ξένο ήθελε στις θέσεις τους.Επιτρέπεται ο ΠΑΟΚ να μη θέλει τον Αραμπατζή ο οποίος πέρυσι χτυπούσε την πόρτα της Εθνικής ανδρών και να προτιμάει στη θέση του τον Τυνήσιο Μπουσαϊντί;» αναρωτιέται ο έμπειρος μάνατζερ.
Τα αίτια του φαινομένου
Οσο για τα αίτια αυτής της ξενομανίας των ελληνικών ομάδων, επισημαίνει: «Οταν οι διοικήσεις και οι οπαδοί απαιτούν άμεσα αποτελέσματα, οι προπονητές, γνωρίζοντας ότι σε κάθε παιχνίδι θα παίζουν το κεφάλι τους κορόνα- γράμματα, προτιμούν τους έτοιμους ξένους παίκτες, τους οποίους επιπλέον μπορούν να αλλάξουν ανά πάσα στιγμή. Κάποτε προτιμούσαν τους ξένους πιθανόν γιατί ήταν φτηνοί και επέτρεπαν υπερτιμολογήσεις. Τώρα δεν έχουν κανέναν λόγο να αγνοούν ακόμη και τα ταλέντα των εθνικών ομάδων παίδων, νέων και Ελπίδων που στις διεθνείς διοργανώσεις τα πηγαίνουν πολύ καλά. Αν δεν κάνουν λάθος πώς θα μάθουν ποιο είναι το σωστό. Τι σύστημα να μάθουν όταν κάθε λίγο και λιγάκι δουλεύουν με άλλον προπονητή. Κυρίως οι λεγόμενες μικρές ομάδες θα πρέπει να τολμήσουν και να δουν το αύριο σε άλλες βάσεις. Η Λάρισα με τα δικά της παιδιά κατέκτησε πρωτάθλημα. Πέρυσι με τους δεκάδες ξένους απέφυγε στο παρά πέντε τον υποβιβασμό».
Πηγή: ΤΟ ΒΗΜΑ, ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΕΩΡΓΑΚΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου