Δευτέρα, 29 Νοεμβρίου, 2010 Απ’ όσες πληροφορίες φθάνουν σε γνώση μας, σχετικά με την εξέλιξη των δημοσιονομικών μεγεθών, είναι βέβαιον πως υπάρχει μια μεγάλη απόκλιση από τους στόχους του Μνημονίου του έτους 2010, τόσο στο χρέος, όσο και στο έλλειμμα, που υπερβαίνει την πρόβλεψη του προϋπολογισμού του 2011 και που το ακριβές μέγεθός της θα το μάθουμε στο α΄ τρίμηνο του 2011, οπότε και θα καταστεί αναγκαίο το τέταρτο Μνημόνιο, με νέες περικοπές, πέρα από τα 6,2 δισ. ευρώ του προϋπολογισμού, που σήμερα εκτιμώνται σε 2-3 μονάδες του ΑΕΠ. Είναι επίσης φανερό πως η κυβέρνηση, με πολιτικά και μόνο κριτήρια, προσπαθεί να εμφανίσει μια διαφορετική εικόνα, παρουσιάζοντας λίγη λίγη την πραγματικότητα και καλλιεργεί μια αίσθηση πως κινούμεθα προς την έξοδο από την κρίση, ενώ, αντίθετα, τα στοιχεία δείχνουν πλέον πως η κρίση βαθαίνει ακόμη περισσότερο.
Η κατάσταση έφθασε πλέον στο απροχώρητο. Πρέπει να αντιληφθούμε ότι με την πολιτική αυτή, η πτώχευση για τη χώρα μας, με τη μορφή της αναδιάρθρωσης του χρέους, είναι προ των θυρών. Είναι επίσης βέβαιο πως μια δύσκολη κατάσταση όπως αυτή που διαμορφώνεται στη χώρα μας το τέλος του 2010, αλλά και αυτή που προαναγγέλλεται για το 2011, μπορεί, καταρχήν, να αντιμετωπισθεί πιο αποτελεσματικά στο πλαίσιο μιας ευρύτερης πολιτικής συναίνεσης των πολιτικών κομμάτων και της κοινωνίας, των κοινωνικών εταίρων και όλων των κοινωνικών δυνάμεων.
Σ’ αυτό, ως θέμα αρχής, δεν μπορεί ίσως να διαφωνήσει κανείς. Αλλωστε ο Αντώνης Σαμαράς από την αρχή κινήθηκε με αυτήν τη συναινετική λογική, αντίθετα με την κυβέρνηση που πολιτεύτηκε εκδικητικά, θέτοντας ακόμα και θέμα πρόωρης προσφυγής στις κάλπες στις περιφερειακές εκλογές. Ωστόσο, το κρίσιμο ερώτημα που τίθεται σήμερα είναι σε ποια πολιτική μπορεί να υπάρξει συναίνεση, ποιος είναι ο στόχος και ποιες οι πολιτικές που οδηγούν στον στόχο αυτό.
Για να επιτευχθεί συνεννόηση, σε διακομματική βάση, οφείλει η κυβέρνηση, που έχει και την πρωτοβουλία των κινήσεων, πάνω απ’ όλα να πει την αλήθεια σε όλους και να πάψει να χρησιμοποιεί διάφορα τεχνάσματα, είτε για να την αποφύγει είτε για να την καθυστερήσει είτε για να την αποκρύψει. Συνεννόηση, σε κάθε άλλη βάση, θα σημαίνει προσχώρηση στις κυβερνητικές θέσεις, κάτι που πρέπει να αποκλείσουμε κατηγορηματικά, διότι οι θέσεις αυτές δεν έχουν επιτύχει τον στόχο τους.
Θα είναι δε δείγμα ωριμότητας και ειλικρινούς διάθεσης, η κυβέρνηση να δεχθεί σήμερα ότι δεν πέτυχε τους στόχους της, ότι το συγκεκριμένο Μνημόνιο, όπως συμφωνήθηκε και εφαρμόσθηκε, δεν οδηγεί σε έξοδο από την κρίση, ότι τα δημοσιονομικά μεγέθη, όπως διαμορφώνονται το 2010, είναι ανεξέλεγκτα και ότι με αυτήν την κατάσταση η απώλεια της οικονομικής ανεξαρτησίας της χώρας θα επεκτείνεται και θα μεγαλώνει με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται σε πολιτικό αλλά και διπλωματικό επίπεδο, επηρεάζοντας άμεσα και αρνητικά τη διεθνή θέση και εικόνα της Ελλάδας. Μια τέτοια παραδοχή θέλει τόλμη και ειλικρίνεια και σε καμία περίπτωση δεν δείχνει αδυναμία. Ούτε ως τέτοια μπορεί να εκληφθεί από τις δυνάμεις της αντιπολίτευσης. Οι καιροί είναι ιδιαίτεροι και επικίνδυνοι για τέτοιες προσεγγίσεις.
Αντίθετα, με την παραδοχή αυτή, η κυβέρνηση δηλώνει βούληση και αποφασιστικότητα να κινηθεί δυναμικά προς τα εμπρός, χωρίς φοβίες και προκαταλήψεις, διαμορφώνοντας ένα πολιτικό περιβάλλον συνεννόησης. Μόνο σ’ αυτήν τη βάση μπορούν να δημιουργηθούν προϋποθέσεις συναίνεσης των πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων σε μια καθαρά εθνική προσπάθεια. Μόνον έτσι μπορούμε, έστω και καθυστερημένα, να καταρτίσουμε μία Νέα Εθνική Ατζέντα.
Η συναίνεση προϋποθέτει μια νέα πολιτική πρόταση για την έξοδο της χώρας από την οικονομική κρίση. Δεν μπορεί να γίνει στη σημερινή βάση που, αποδεδειγμένα πλέον, είναι μια ατελέσφορη πολιτική που οδήγησε στην αποτυχία. Με λήψη συνεχώς νέων επαχθών αντιλαϊκών μέτρων, χωρίς αναπτυξιακή προοπτική, σαν αυτά που ετοιμάζει τώρα η κυβέρνηση για τέταρτη φορά στο ίδιο έτος και θα αναγκασθεί να τα επαναλάβει το επόμενο έτος. Κάτι τέτοιο δεν το αντέχει και δεν μπορεί να το δεχθεί πλέον ο κόσμος.
Αυτό, σε καμία περίπτωση δεν ακυρώνει τις προσπάθειες που έγιναν, κυρίως για τον περιορισμό των δημοσίων δαπανών, όπως επίσης και για τη μείωση των ελλειμμάτων του ευρύτερου δημοσίου τομέα. Χρειάζονται όμως και άλλες πολιτικές. Πολιτικές βαθιών τομών και αλλαγών. Στην ελληνική κοινωνία έχει ωριμάσει το αίτημα για μια εθνική πολιτική διεξόδου από την κρίση, με νέο σχέδιο.
Το πολιτικό μας σύστημα δεν μπορεί να μένει αδιάφορο ή να κωφεύει. Αυτές τις ώρες κρίνεται από τον κόσμο αυστηρά αλλά δίκαια. Η δε ενεργός αποχή στους δύο γύρους των εκλογών ήταν το προειδοποιητικό σήμα πριν από το ηχηρό χαστούκι προς όλους. Η επόμενη ημέρα της κρίσεως πρέπει να βρει την Ελλάδα ενωμένη, το κράτος πιο λειτουργικό και σύγχρονο, την οικονομία πιο αισιόδοξη και την κοινωνία με αίσθημα ασφάλειας. Σαν πρώτο βήμα κοινής εθνικής πορείας προς την κατεύθυνση του μετασχηματισμού του πολιτικού μας συστήματος και της ανασυγκρότησης της ελληνικής πολιτείας, θα ήταν ο συναινετικός ορισμός της επόμενης Βουλής ως Αναθεωρητικής.
Το τελευταίο που μετράει αυτόν τον καιρό, είναι η απάντηση στο ερώτημα «τις πταίει;». Γιατί η απάντηση είναι αυτονόητη και απλή. Ολοι. Ολοι φταίμε για εδώ που φτάσαμε και οι πολιτικοί πάνω απ’ όλους και γι’ αυτό πρέπει να συνεννοηθούμε για τους τρόπους εξόδου από την κρίση. Και στο ερώτημα, όπως αποδεικνύεται, δεν απαντούν οι εξεταστικές ούτε ο σκληρός διχαστικός λόγος.
Κάποτε πρέπει να μάθουμε να «συνωμοτούμε» για το εθνικό συμφέρον και το καλό του τόπου. Και αυτό προϋποθέτει μια άλλη πολιτική κουλτούρα, που θα έχει ως οδηγό την αντίληψη ότι η Δημοκρατία είναι η πολιτική τέχνη της σύνθεσης και ότι δεν μπορεί να λειτουργεί μόνο κάτω από όρους συνταγματικής και νομοθετικής τυπικότητας. Τα όσα ζήσαμε και ζούμε, μας προσφέρουν υλικό για περισυλλογή, για ειλικρινείς παραδοχές και δείχνουν τον δρόμο για τη διαμόρφωση κοινών πολιτικών που οδηγούν στη νέα αρχιτεκτονική της ελληνικής πολιτείας.
Και ο δρόμος είναι ένας. Αυτός της εθνικής συνεννόησης. Και αυτός ο δρόμος προϋποθέτει ειλικρίνεια λόγων, προθέσεων και ενεργειών. Προϋποθέτει ως οδηγό την εθνική ευθύνη. Αυτός ο δρόμος μπορεί να οδηγήσει στην εθνική συνεννόηση και τη συναίνεση.
Πηγή: Καθημερινή, Tου Δημητρη Aβραμοπουλου*
* Ο κ. Δημήτρης Αβραμόπουλος είναι αντιπρόεδρος της Ν.Δ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου