Τετάρτη, 30 Μαρτίου, 2011
Οι συνεχείς υποβαθμίσεις από τους οίκους αξιολόγησης ανεβάζουν τον πήχη της ελληνικής χρεοκοπίας σε ιδιαίτερα ανησυχητικά επίπεδα, ανέφερε χθες η «Financial Times» («Φαϊνάνσιαλ Τάιμς»).
Συγκεκριμένα, το δημοσίευμα επισήμανε τον «πόλεμο» ανάμεσα στις κυβερνήσεις και στους οίκους αξιολόγησης που προκαλεί ένταση στους επενδυτές και ανησυχία στις αγορές.
Το άρθρο ξεκινάει με τις υποχρεώσεις του Ελληνα Υπουργού Οικονομικών. «O Γιώργος Παπακωνσταντίνου έχει πολλά στο μυαλό του αυτή τη στιγμή. Τις τελευταίες ημέρες, ο Ελληνας Υπουργός Οικονομικών προχωράει το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων των 50 δισ. ευρώ, αψηφώντας ακόμα μία αποτυχία στη μάχη κατά των χρόνιων ασθενών εισπράξεων των φόρων και παράλληλα παλεύοντας με την αντίληψη των επενδυτών για μια επικείμενη αθέτηση πληρωμών του ελληνικού χρέους».
Παράλληλα, πρόσθετε, βρήκε χρόνο να προβεί σε έκτακτη δισέλιδη επιστολή κατά του Moody’s, για την απόφασή της να υποβαθμίσει την Ελλάδα, στο ίδιο επίπεδο με αυτές του Standard & Poor’s, σε «Β1» ή «Β+», μία κίνηση που η Αθήνα χαρακτήρισε «αδικαιολόγητη» και «ακατανόητη».
Επίσης, ανέφερε:
Οι νέες προτάσεις από τις Βρυξέλλες, που περιλαμβάνουν προειδοποίηση 72 ώρες πριν από μία τυχόν υποβάθμιση, έχουν προκαλέσει εκτεταμένο συναγερμό. Το αποτέλεσμα θα έχει μεγάλες συνέπειες για τις κυβερνήσεις και τους επενδυτές σε παγκόσμιο επίπεδο. Οι κυβερνήσεις είναι οι μεγαλύτεροι οφειλέτες στην κεφαλαιαγορά, εκδίδοντας περισσότερα από 8.000 δισ. δολάρια του χρέους -62% του συνόλου- το 2009, σύμφωνα με τον Moody’s. Και δεν είναι μόνο τα φορτία χρέους των περιφερειακών κρατών της Ευρώπης που αποτελούν την αιτία αυτής της κατάστασης. Ορισμένοι επενδυτές ήδη σκέφτονται την τύχη των μεγαλύτερων δυτικών οικονομιών, όπως είναι οι ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο.
Την ίδια ώρα, πολλοί επενδυτές παραπονούνται ότι οι οργανισμοί αξιολόγησης κινούνται πάρα πολύ αργά, υποστηρίζοντας ότι οι αξιολογήσεις που βασίζονται στην αγορά που προκύπτουν από τις τιμές ομολόγων ή τα credit default swaps (CDS) είναι πιο επίκαιροι.
Για παράδειγμα, το επιπλέον κόστος για την Ελλάδα να δανειστεί πάνω από τη Γερμανία για 5ετή ομόλογα είναι περίπου 13%, πράγμα που σημαίνει ότι η πιθανότητα αθέτησης πληρωμών είναι 67%, σύμφωνα με την JPMorgan.
Αντίθετα, τα ιστορικά ποσοστά αθέτησης υποχρεώσεων άνω των 5 ετών για την Β1 διαβάθμιση της Moody’s, για την Ελλάδα, είναι μόλις 20%.
Εξετάζοντας την ιστορία της ευρωζώνης, παρατηρεί κανείς ότι τόσο οι επενδυτές όσο και οι οργανισμοί αξιολόγησής της ήταν υπερβολικά αισιόδοξοι σχετικά με τις προοπτικές πολλών περιφερειακών οικονομιών, κρίνοντάς τους λίγο διαφορετικά από τη Γερμανία, κατά καιρούς.
Ο Τσαρλς Γουΐπλοζ από το Πανεπιστήμιο Διεθνών Σπουδών της Γενεύης, είπε σχετικά: «Τα προβλήματα δεν βρίσκονται ακριβώς στις εταιρείες αξιολόγησης, αλλά στο ένστικτο των χρηματοπιστωτικών αγορών που αντιδρούν πάρα πολύ έντονα στις υποβαθμίσεις. Αυτό δημιουργεί την εντύπωση ότι οι οργανισμοί ευθύνονται για τη συνακόλουθη αστάθεια. Αφού δανειστεί όμως μία χώρα από τις αγορές, θα πρέπει να αποδεχθεί αυτές τις αντιδράσεις. Εάν η Ελλάδα δεν είχε ένα τόσο μεγάλο δημόσιο χρέος, οι εταιρείες αξιολόγησης δεν θα την υποβάθμιζαν».
Σε έναν κόσμο στον οποίο οι χώρες της ευρωζώνης είναι όλο και περισσότερο ετερογενείς, οι επενδυτές πρέπει να κατανοήσουν όχι μόνο δημοσιονομικά και οικονομικά θέματα, αλλά ακόμη και την εσωτερική πολιτική του κάθε έθνους.
Ενας άλλος παράγοντας που περιπλέκει μετά την οικονομική κρίση, είναι η θολή γραμμή μεταξύ δημόσιου τομέα και των υποχρεώσεων αυτών των τραπεζών, που πολλές κυβερνήσεις εγγυώνται το χρέος των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων τους.
Ωστόσο, μετά τους ευρωπαϊκούς κανόνες που τέθηκαν σε ισχύ πέρυσι με τους οργανισμούς αξιολόγησης να είναι πιο διαφανείς για το πώς να αποδίδουν τις αξιολογήσεις, η ΕΕ έχει προτείνει ένα νέο ευρωπαϊκό οργανισμό αξιολόγησης, για την ενίσχυση του ανταγωνισμού σε έναν τομέα όπου κυριαρχούν οι Moody’ς και S&P, με τον Fitch στην τρίτη θέση.
«Είμαι υπέρ σε ό,τι βελτιώνει τη διαφάνεια και οδηγεί σε μεγαλύτερο ανταγωνισμό για τους οργανισμούς», δήλωσε στη «FT» («Φαϊνάνσιαλ Τάιμς») ο κ. Παπακωνσταντίνου.
Ο Νταν Μόρις, στρατηγικός αναλυτής της JPMorgan Asset Management, από την πλευρά του, υποστηρίζει ότι: «Οι οργανισμοί αυτοί είναι ένας εύκολος αποδιοπομπαίος τράγος. Σχεδόν αναπόφευκτα (σ.σ. μετά την υιοθέτηση των ευρωπαϊκών κανόνων) θα υπάρξει μια υπερβολική αντίδραση. Η επιρροή τους θα ρυθμίζεται πιθανόν προς τα κάτω, το οποίο θα αποτελεί ένα πρόβλημα τελικά».
Πηγή: Εθνικός Κήρυξ & «Financial Times»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου