Δευτέρα, 28 Νοεμβρίου, 2011
Μεγάλα στοιχήματα το νέο Μνημόνιο και η ανταλλαγή ομολόγων
Με όλα τα σενάρια για το μέλλον της Ευρωζώνης στο τραπέζι, από τη σωτηρία έως τη διάσπαση ή ακόμη και τη διάλυσή της, για την Ελλάδα είναι μονόδρομος να στοιχηματίσει στην επιβίωση του ευρώ και να αποδυθεί σε έναν αγώνα δρόμου τους επόμενους μήνες, προκειμένου να εξασφαλίσει τη θέση της στη νέα αρχιτεκτονική της οικονομικής και νομισματικής ένωσης.
Μετά την υπογραφή Σαμαρά, η εκταμίευση της 6ης δόσης έχει πάρει τον δρόμο της και εντός της πρώτης εβδομάδας του Δεκεμβρίου θα καταβληθούν τα 8 δισ. ευρώ από την Ευρωζώνη και το ΔΝΤ. Ωστόσο, οι μείζονες στόχοι της κυβέρνησης του κ. Λουκά Παπαδήμου είναι μπροστά, δηλαδή η υπογραφή του νέου Μνημονίου και -το σημαντικότερο ίσως- η ανταλλαγή των ελληνικών ομολόγων, με απομείωση της αξίας τους κατά 50%. Εάν το δεύτερο σχέδιο για τη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα στο νέο πακέτο βοήθειας προς την Ελλάδα (PSI+) αποτύχει, όπως το πρώτο, το ελληνικό θέμα ανοίγει εκ νέου, με πιθανή κατάληξη ένα τρίτο PSI που θα ισοδυναμεί με κανονική και ανεξέλεγκτη χρεοκοπία. «Σε περίπτωση αποτυχίας, η επόμενη ημέρα είναι άγνωστη. Πιθανότατα, θα τεθεί εκ νέου το θέμα της βιωσιμότητας του χρέους» λέει κυβερνητικό στέλεχος, που είναι σε θέση να παρακολουθεί από κοντά τις εξελίξεις.
Κορυφαίο τραπεζικό στέλεχος εκτιμά ότι για να έχει πιθανότητες επιτυχίας το PSI+ θα πρέπει η συμμετοχή των ιδιωτών να ανέλθει στο 90%, δηλαδή να έχουν ομόλογα αξίας 185 δισ. ευρώ, επί συνόλου 206 δισ. ευρώ. Οτιδήποτε λιγότερο θα απαιτήσει πιο δραστικές κινήσεις που ωστόσο θα αναστείλουν τον εθελοντικό χαρακτήρα του εγχειρήματος και θα πυροδοτήσουν τα ασφάλιστρα κινδύνου. Στο τραπέζι υπάρχουν οι εξής εναλλακτικές:
1. Eφαρμογή των λεγόμενων Collective Action Clauses (CACs), δηλαδή της υποχρεωτικής, διά νόμου, συμμετοχής της μειοψηφίας, εάν μια σημαντική πλειοψηφία των ιδιωτών επενδυτών, π.χ. της τάξης του 70%, δεχθεί να συμμετάσχει εθελοντικά. Η απόφαση για θεσμοθέτηση των CACs θα ληφθεί στο τέλος Δεκεμβρίου ή στις αρχές Ιανουαρίου, εάν καμφθούν οι αντιρρήσεις της Γαλλίας και άλλων χωρών που φοβούνται τις επιπτώσεις.
2. Η επαναγορά των ομολόγων που έχει αποκτήσει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα από τη δευτερογενή αγορά στην τιμή κτήσης. Πρόκειται για τη λιγότερο πιθανή λύση.
Οι πιθανότητες αποτυχίας του PSI είναι σημαντικές. Κατ’ αρχάς τις δύο πλευρές, ελληνικό Δημόσιο και τράπεζες, χωρίζει μεγάλη απόσταση. Το Δημόσιο προτείνει να αντικαταστήσει κάθε 100 ευρώ υφιστάσμενων ομολόγων με νέα ομόλογα ονομαστικής αξίας 35 ευρώ και καταβολή μετρητών 15 ευρώ. Σε συνδυασμό με το χαμηλό επιτόκιο (4,5% - 5%) για τα νέα ομόλογα, η πρόταση οδηγεί σε απώλειες της τάξης του 70% σε όρους καθαρής παρούσας αξίας (NPV). Οι τράπεζες αποδέχονται κούρεμα 50% στην ονομαστική αξία των ομολόγων και αντί μετρητών ζητούν 30 δισ. ευρώ σε εγγυήσεις. Επίσης, τα νέα ομόλογα να έχουν επιτόκιο 8%. Με αυτόν τον τρόπο περιορίζουν τις ζημιές τους σε όρους καθαρής παρούσας αξίας στο 52% - 54%.
Την Τρίτη θα διεξαχθεί στις Βρυξέλλες ένας ακόμη γύρος διαπραγματεύσεων μεταξύ των εκπροσώπων του ελληνικού Δημοσίου και της διαπραγματευτικής ομάδας που έχουν συγκροτήσει οι τράπεζες και στην οποία συμμετέχουν από το εγχώριο τραπεζικό σύστημα στελέχη της Εθνικής και της Alpha - Eurobank. Παράλληλα, το Δημόσιο διαπραγματεύεται κατά μόνας με μεγάλους πιστωτές, ώστε να διαμορφώσει την τελική προσφορά του.
Εκτός από τους όρους, η διστακτικότητα των ιδιωτών επενδυτών ενισχύεται από την επέκταση της κρίσης και σε μεγάλες χώρες της Ευρωζώνης. Πολλές ξένες τράπεζες θεωρούν ότι η εθελοντική συμμετοχή θα δημιουργήσει ένα κακό προηγούμενο. Για παράδειγμα, οι γαλλικές τράπεζες αντέχουν «εθελοντικά» το κούρεμα των αξίας 9 δισ. ευρώ ελληνικών ομολόγων, ακόμη και με τους ευνοϊκούς όρους που ζητεί η Ελλάδα, αλλά δεν θέλουν να υποβληθεί ανάλογο αίτημα από τη Ρώμη για τα αξίας 600 δισ. ευρώ ιταλικών ομολόγων.
Επίσης, εάν η Γαλλία χάσει την αξιολόγηση ΑΑΑ, τότε θα μειωθούν τα ήδη ανεπαρκή κεφάλαια που μπορεί να αντλήσει το EFSF, άρα και οι δυνατότητες χρηματοδότησης των κρατών. Συνεπώς, οι εξελίξεις στην Ευρωζώνη και η επέκταση της κρίσης καθιστούν ολισθηρό και επικίνδυνο έναν άγνωστο δρόμο.
Παράκαμψη μέσω Σένγκεν Με διμερείς διακρατικές συμφωνίες στα πρότυπα της συνθήκης Σένγκεν του 1985 θέλουν να προχωρήσουν η Γερμανία και η Γαλλία στην οικονομική και δημοσιονομική Ενωση, ώστε να παρακάμψουν τη χρονοβόρα διαδικασία αναθεώρησης των συνθηκών και να αντιδράσουν όσο το δυνατόν γρηγορότερα στην πίεση που ασκούν στην Ευρωζώνη οι αγορές. Σύμφωνα με δημοσίευμα της Bild, που επικαλείται διπλωματικές πηγές στο Βερολίνο, η Γερμανίδα καγκελάριος Αγκελα Μέρκελ και ο Γάλλος πρόεδρος Νικολά Σαρκοζί έχουν συμφωνήσει να παρουσιάσουν τις προτάσεις τους γι’ αυτό στη σύνοδο κορυφής του Βερολίνου στις 8 και 9 Δεκεμβρίου, ενώ στόχος είναι οι πρώτες διμερείς συμφωνίες ανάμεσα στα εθνικά κράτη να υπογραφούν τον Ιανουάριο ή τον Φεβρουάριο του 2012.
Οπως είχαν την ευκαιρία να διαπιστώσουν οι δημοσιογράφοι που είχαν επαφές με τη γερμανική ηγεσία στο Βερολίνο, οι Γερμανοί θεωρούν ως τον μόνο ενδεδειγμένο τρόπο αντίστασης στην πίεση των αγορών την αντιμετώπιση του προβλήματος στη ρίζα του, δηλαδή την άρση της δημοσιονομικής κυριαρχίας των κρατών-μελών σε μια τέτοια κατεύθυνση που θα τις αποτρέπει από το να δημιουργούν νέα χρέη. Ωστόσο, η διαδικασία αναθεώρησης των συνθηκών είναι εξαιρετικά χρονοβόρα και οι Γερμανοί θεωρούν ότι θα πρέπει να επιταχυνθεί. Πηγές της καγκελαρίας υποστήριζαν μάλιστα ότι θα πρέπει να ολοκληρωθεί σε μερικούς μήνες. Το πρότυπο της συνθήκης Σένγκεν, με διμερείς συμφωνίες ανάμεσα στα κράτη-μέλη είναι μια μέθοδος επιτάχυνσης της διαδικασίας, έστω και αν απειλεί να δημιουργήσει μια δημοσιονομική και οικονομική Ενωση α λα καρτ. Εννοείται ότι σε αυτή την περίπτωση οι χώρες που αντιμετωπίζουν έντονα δημοσιονομικά προβλήματα θα αντιμετωπίσουν και ενδεχόμενο πρόβλημα απομόνωσης από τις υπόλοιπες.
Πηγή: Καθημερινή, Βασιλη Ζηρα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου