Η ιστορία μας ξεκινάει πριν 20 χρόνια περίπου. Πίσω στις αρχές του ‘90. Είναι η ηλικία όπου ένα παιδί αντιλαμβάνεται τους αριθμούς. Τους αντιλαμβάνεται και μπορεί να τους μεταχειριστεί για να κάνει πράξεις. Ουσιαστικά η ηλικία που το παιδί καταλαβαίνει τους αριθμούς και τους εξηγεί έρχεται μετά από 5 ακόμα χρόνια. 15 χρονών περίπου είναι η ηλικία όπου κάποιος μαθητής ή μαθήτρια μπορεί να εκμεταλλευτεί τα μαθηματικά και να ερμηνεύσει επιπλέον φαινόμενα που συμβαίνουν γύρω του. Εκεί αρχίζει και το μάθημα της Οικονομικής Θεωρίας. Ασαφής τίτλος.
Μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα επικρατούσε η άποψη ότι τα παιδιά, ανεξαρτήτως ηλικίας, μπορούν να σκέφτονται όπως οι μεγάλοι. Έτσι, η διδασκαλία και ειδικότερα των Μαθηματικών στα σχολεία, τόσο στους μικρότερους, όσο και στους μεγαλύτερους μαθητές, ήταν παρόμοια. Όλα αυτά, όμως, άλλαξαν, όταν έκανε την εμφάνισή του ο Ελβετός Jean Piaget με το έργο του για τα στάδια της νοητικής ανάπτυξης. Ο Piaget, μελετώντας τα αποτελέσματα ενός τεστ ευφυΐας, που έκανε στο πειραματικό σχολείο του Παρισιού, παρατήρησε ότι τα παιδιά μιας ορισμένης ηλικίας έκαναν παρόμοια λάθη, τα οποία ήταν ποιοτικά διαφορετικά από τα λάθη των παιδιών μεγαλύτερης ή μικρότερης ηλικίας.
Αυτό το στάδιο που μας ενδιαφέρει από τη σειρά διαδοχής των σταδίων ανάπτυξης του Piaget είναι το Στάδιο των αφηρημένων λογισμών.
Σε αυτήν την παιδαριώδη ηλικία επιλέγεις το μήνυμα που θέλεις να περάσεις στους συνομιλητές σου. Αντιλήφθηκα λοιπόν, ότι στα χρόνια της ανάπτυξης για την Ελλάδα ντρεπόμασταν να ταυτιστούμε με φτωχό και να μας λυπηθούν. Αποφεύγαμε να εκτεθούμε ότι δεν είχαμε λεφτά, και ας μην υπήρχαν. Οι οικογένειες διακατέχονταν από ένα κατοχικό σύνδρομο και με παβλωφικά αντανακλαστικά αποταμίευαν κάθε τέλος του μήνα. Διήρκεσε πολύ αυτό το τροπάριο ώσπου να φουσκώσουν οι τραπεζικοί λογαριασμοί και μαζί με αυτούς το γόητρο του Ελληνικού λαού που έβγαινε από μια γύψινη μεταπολίτευση και εισερχόταν σε μια Ευρωπαϊκή Ένωση με συνδαιτυμόνες κράτη «πολλαπλών ταχυτήτων».
Εκεί στην κόψη αυτού του αιώνα και στον ερχομό ενός νέου, αποσυνδέθηκε το παρελθόν από το παρόν και το μέλλον. Άλλαξε γραμμή πλεύσης το Ελληνικό «μοτίβο» της εποχής. Ο μαθητής μεγάλωνε και εισερχόταν στον κόσμο του προσποιητού. Τα όνειρα αγοράζονταν πλέον. Το άπιαστο παιδικό όνειρο γινόταν απτό. Το άυλο έπαιρνε σάρκα στην ανατολή του ήλιου. Το χρήμα το εξαγόραζε. Η σύγκριση πλέον ξεφεύγει από τα σύνορα του γείτονα του απέναντι πεζοδρομίου και ταξιδεύει πέρα από τα σύνορα της χώρας. Σε μια τέτοια εκστασιασμένη κίνηση του νου, ο Ελληνας της αλλαγής και της ανάπτυξης φαίνεται μικρός. Αλλά η πεποίθηση που τον διακατέχει ως περήφανου λαού των ωθεί στην αμέλεια.
Μέσα σε όλη αυτή την ασυνάφεια χάνεται το μέτρο σύγκρισης και ο καταναλωτικός οργασμός ξεχύνεται στην Ελλάδα. Διασπά δεσμούς και αναστολές. Ο οικογενειακός κορβανάς αναγάγεται σε κρατικό. Η ανακύκλωση των ονείρων οδηγεί σε μεγαλύτερη αποσάθρωση του συστήματος συντήρησης της οικογένειας και οι αριθμοί απλώς δε βγαίνουν.
Παραλογισμός σε όλο του το μεγαλείο. Ο Ελληνας στον 21ο αιώνα μεμψιμοιρεί ότι δεν υπάρχουν λεφτά, παρ’ όλο που οι πράξεις του αποδεικνύουν ακριβώς το αντίθετο. Το αναγκαία πλέον θεωρούνται δεδομένα, όμως τα δευτερεύοντα είναι αυτά που λείπουν από κάθε σπίτι. Τα μη αναγκαία. Καλπάζουμε στους ρυθμούς της απόγνωσης και ξεχνιόμαστε με υλικά αποκτημένα. Οι αριθμοί πάλι δεν βγαίνουν όμως.
Παραλογιζόμαστε συνεχώς και συνεχίζουμε να σκεπάζουμε τις ανάγκες με τα μη αναγκαία.
Εθελοτυφλούμε και αφήνουμε ευκαιρίεςς να περνάνε. Βυθιζόμαστε στο λάθος μέχρι να αποδειχθεί σωστό. Το λάθος παραμένει λάθος. Έρχεται τώρα ο καιρός που το έχουμε μπροστά μας. Το λάθος μας όμως μετατοπίζεται στους συνδαιτυμόνες μας, και εκείνοι είναι οι λυτρωτές μας. Κοινός παρονομαστής είναι ότι οι αριθμοί δε βγαίνουν. Λύσεις ακούγονται πολλές καμιά όμως αρεστή. Η αίσθηση που μας διακατέχει είναι ότι επιστρέφουμε εκεί από όπου ξεκινήσαμε. Πριν από 20 χρόνια. Η ανάπτυξη μάς πήγε στην αρχή ή η μανιώδης κατανάλωση μας πήγε στην αρχή του τέλους; Τα ερωτήματα πολλά.
Η επόμενη γενιά θα χρειαστεί να τα απαντήσει, έχοντας στις αποσκευές της, όλα τα αποφευχθέντα παραδείγματα.
Π. Σοφρώνας
Μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα επικρατούσε η άποψη ότι τα παιδιά, ανεξαρτήτως ηλικίας, μπορούν να σκέφτονται όπως οι μεγάλοι. Έτσι, η διδασκαλία και ειδικότερα των Μαθηματικών στα σχολεία, τόσο στους μικρότερους, όσο και στους μεγαλύτερους μαθητές, ήταν παρόμοια. Όλα αυτά, όμως, άλλαξαν, όταν έκανε την εμφάνισή του ο Ελβετός Jean Piaget με το έργο του για τα στάδια της νοητικής ανάπτυξης. Ο Piaget, μελετώντας τα αποτελέσματα ενός τεστ ευφυΐας, που έκανε στο πειραματικό σχολείο του Παρισιού, παρατήρησε ότι τα παιδιά μιας ορισμένης ηλικίας έκαναν παρόμοια λάθη, τα οποία ήταν ποιοτικά διαφορετικά από τα λάθη των παιδιών μεγαλύτερης ή μικρότερης ηλικίας.
Αυτό το στάδιο που μας ενδιαφέρει από τη σειρά διαδοχής των σταδίων ανάπτυξης του Piaget είναι το Στάδιο των αφηρημένων λογισμών.
Σε αυτήν την παιδαριώδη ηλικία επιλέγεις το μήνυμα που θέλεις να περάσεις στους συνομιλητές σου. Αντιλήφθηκα λοιπόν, ότι στα χρόνια της ανάπτυξης για την Ελλάδα ντρεπόμασταν να ταυτιστούμε με φτωχό και να μας λυπηθούν. Αποφεύγαμε να εκτεθούμε ότι δεν είχαμε λεφτά, και ας μην υπήρχαν. Οι οικογένειες διακατέχονταν από ένα κατοχικό σύνδρομο και με παβλωφικά αντανακλαστικά αποταμίευαν κάθε τέλος του μήνα. Διήρκεσε πολύ αυτό το τροπάριο ώσπου να φουσκώσουν οι τραπεζικοί λογαριασμοί και μαζί με αυτούς το γόητρο του Ελληνικού λαού που έβγαινε από μια γύψινη μεταπολίτευση και εισερχόταν σε μια Ευρωπαϊκή Ένωση με συνδαιτυμόνες κράτη «πολλαπλών ταχυτήτων».
Εκεί στην κόψη αυτού του αιώνα και στον ερχομό ενός νέου, αποσυνδέθηκε το παρελθόν από το παρόν και το μέλλον. Άλλαξε γραμμή πλεύσης το Ελληνικό «μοτίβο» της εποχής. Ο μαθητής μεγάλωνε και εισερχόταν στον κόσμο του προσποιητού. Τα όνειρα αγοράζονταν πλέον. Το άπιαστο παιδικό όνειρο γινόταν απτό. Το άυλο έπαιρνε σάρκα στην ανατολή του ήλιου. Το χρήμα το εξαγόραζε. Η σύγκριση πλέον ξεφεύγει από τα σύνορα του γείτονα του απέναντι πεζοδρομίου και ταξιδεύει πέρα από τα σύνορα της χώρας. Σε μια τέτοια εκστασιασμένη κίνηση του νου, ο Ελληνας της αλλαγής και της ανάπτυξης φαίνεται μικρός. Αλλά η πεποίθηση που τον διακατέχει ως περήφανου λαού των ωθεί στην αμέλεια.
Μέσα σε όλη αυτή την ασυνάφεια χάνεται το μέτρο σύγκρισης και ο καταναλωτικός οργασμός ξεχύνεται στην Ελλάδα. Διασπά δεσμούς και αναστολές. Ο οικογενειακός κορβανάς αναγάγεται σε κρατικό. Η ανακύκλωση των ονείρων οδηγεί σε μεγαλύτερη αποσάθρωση του συστήματος συντήρησης της οικογένειας και οι αριθμοί απλώς δε βγαίνουν.
Παραλογισμός σε όλο του το μεγαλείο. Ο Ελληνας στον 21ο αιώνα μεμψιμοιρεί ότι δεν υπάρχουν λεφτά, παρ’ όλο που οι πράξεις του αποδεικνύουν ακριβώς το αντίθετο. Το αναγκαία πλέον θεωρούνται δεδομένα, όμως τα δευτερεύοντα είναι αυτά που λείπουν από κάθε σπίτι. Τα μη αναγκαία. Καλπάζουμε στους ρυθμούς της απόγνωσης και ξεχνιόμαστε με υλικά αποκτημένα. Οι αριθμοί πάλι δεν βγαίνουν όμως.
Παραλογιζόμαστε συνεχώς και συνεχίζουμε να σκεπάζουμε τις ανάγκες με τα μη αναγκαία.
Εθελοτυφλούμε και αφήνουμε ευκαιρίεςς να περνάνε. Βυθιζόμαστε στο λάθος μέχρι να αποδειχθεί σωστό. Το λάθος παραμένει λάθος. Έρχεται τώρα ο καιρός που το έχουμε μπροστά μας. Το λάθος μας όμως μετατοπίζεται στους συνδαιτυμόνες μας, και εκείνοι είναι οι λυτρωτές μας. Κοινός παρονομαστής είναι ότι οι αριθμοί δε βγαίνουν. Λύσεις ακούγονται πολλές καμιά όμως αρεστή. Η αίσθηση που μας διακατέχει είναι ότι επιστρέφουμε εκεί από όπου ξεκινήσαμε. Πριν από 20 χρόνια. Η ανάπτυξη μάς πήγε στην αρχή ή η μανιώδης κατανάλωση μας πήγε στην αρχή του τέλους; Τα ερωτήματα πολλά.
Η επόμενη γενιά θα χρειαστεί να τα απαντήσει, έχοντας στις αποσκευές της, όλα τα αποφευχθέντα παραδείγματα.
Π. Σοφρώνας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου