Τρίτη, 20 Μαρτίου, 2012
Οι ερευνητές δεν έκαναν λάθος ως προς την παρέμβαση: υπάρχουν πολλές ενδείξεις ότι στον εγκέφαλο ενός δίγλωσσου και τα δύο γλωσσικά συστήματα είναι ενεργά ακόμη και όταν το εν λόγω άτομο χρησιμοποιεί μόνο μία γλώσσα, δημιουργώντας έτσι καταστάσεις στις οποίες ένα σύστημα εμποδίζει το άλλο. Αλλά αυτή η παρέμβαση, οι ερευνητές ανακαλύπτουν πλέον, δεν είναι τόσο ένα μειονέκτημα όσο μια ευλογία μεταμφιεσμένη. Πιο συγκεκριμένα, αναγκάζει τον εγκέφαλο να προχωρήσει στην επίλυση εσωτερικών συγκρούσεων, δίνοντας στο μυαλό μια προπόνηση που ενισχύει τους γνωστικούς μυς του.
Οι δίγλωσσοι, για παράδειγμα, φαίνεται να είναι πιο έμπειροι από τους μονόγλωσσους στην επίλυση ορισμένων ειδών διανοητικών παζλ. Σε μια μελέτη του 2004 από τους ψυχολόγους Ελεν Μπιάλιστοκ και Μισέλ Μάρτιν-Ρι, δίγλωσσα και μονόγλωσσα παιδιά προσχολικής ηλικίας κλήθηκαν να ταξινομήσουν μπλε κύκλους και κόκκινα τετράγωνα που παρουσιάζονταν στην οθόνη ενός υπολογιστή σε δύο ψηφιακούς κάδους - ο ένας σημειωνόταν με ένα μπλε τετράγωνο και ο άλλος σημειωνόταν με έναν κόκκινο κύκλο.
Στην πρώτη δοκιμασία, τα παιδιά έπρεπε να ταξινομήσουν τα σχήματα με βάση το χρώμα, τοποθετώντας τους μπλε κύκλους στον κάδο που σημειωνόταν με το μπλε τετράγωνο και τα κόκκινα τετράγωνα στο καλάθι που σημειωνόταν με τον κόκκινο κύκλο. Και οι δύο ομάδες έκαναν αυτό με ανάλογη ευκολία.
Στη συνέχεια, τα παιδιά κλήθηκαν να ταξινομήσουν με βάση το σχήμα, το οποίο ήταν πιο δύσκολο, γιατί απαιτεί την τοποθέτηση των εικόνων σε ένα δοχείο που σημειωνόταν με αντικρουόμενο χρώμα. Οι δίγλωσσοι ήταν ταχύτεροι στην εκτέλεση αυτής της άσκησης.
Τα συγκεντρωτικά στοιχεία από μια σειρά τέτοιων μελετών δείχνουν ότι η δίγλωσση εμπειρία βελτιώνει τη λεγόμενη εκτελεστική λειτουργία του εγκεφάλου - ένα σύστημα διοίκησης που κατευθύνει την προσοχή των διαδικασιών που χρησιμοποιούμε για τον σχεδιασμό, την επίλυση προβλημάτων και την εκτέλεση διαφόρων άλλων διανοητικώς απαιτητικών εργασιών. Οι διαδικασίες αυτές περιλαμβάνουν το να αγνοεί κάποιος τους περισπασμούς και να παραμένει συγκεντρωμένος, το να αλλάζει την προσοχή του εσκεμμένα από το ένα πράγμα στο άλλο και να κρατά πληροφορίες στο μυαλό - όπως να θυμάται μια σειρά από οδηγίες κατά την οδήγηση.
Γιατί η διαμάχη ανάμεσα σε δύο ταυτόχρονα ενεργά συστήματα γλώσσας βελτιώνει αυτές τις πτυχές της νόησης; Μέχρι πρόσφατα, οι ερευνητές πίστευαν ότι το πλεονέκτημα των δίγλωσσων προερχόταν κυρίως από την ικανότητά τους για «αναστολή», που ακονιζόταν με την άσκηση της καταστολής ενός συστήματος γλώσσας: η καταστολή αυτή, θεωρήθηκε ότι βοηθούσε να εκπαιδεύσει το μυαλό του δίγλωσσου να αγνοεί περισπασμούς σε άλλα πλαίσια. Αλλά αυτή η εξήγηση φαίνεται να είναι όλο και περισσότερο ανεπαρκής, δεδομένου ότι οι μελέτες έχουν δείξει πως οι δίγλωσσοι έχουν καλύτερες επιδόσεις από τους μονόγλωσσους, ακόμη και σε εργασίες που δεν απαιτούν την «αναστολή».
Η βασική διαφορά μεταξύ δίγλωσσων και μονόγλωσσων μπορεί να είναι πιο βασική: μια αυξημένη ικανότητα να παρακολουθούν το περιβάλλον. «Οι δίγλωσσοι πρέπει να αλλάζουν τη γλώσσα αρκετά συχνά - μπορεί να μιλούν στον πατέρα τους στη μία γλώσσα και στη μητέρα τους σε άλλη», λέει ο Aλμπερτ Κόστα, ένας ερευνητής στο Πανεπιστήμιο «Pompea Fabra» στην Ισπανία. «Απαιτεί να παρακολουθεί τις αλλαγές γύρω του με τον ίδιο τρόπο που παρακολουθεί το περιβάλλον κατά την οδήγηση», συνέχισε ο ίδιος.
Σε μια μελέτη που συνέκρινε δίγλωσσους που μιλούσαν γερμανικά και ιταλικά με μονόγλωσσους που μιλούσαν ιταλικά κατά τη διάρκεια ασκήσεων παρακολούθησης, ο κ. Κόστα και οι συνεργάτες του διαπίστωσαν ότι τα δίγλωσσα άτομα, όχι μόνο είχαν καλύτερες επιδόσεις, αλλά και το έκαναν με μειωμένη δραστηριότητα σε περιοχές του εγκεφάλου που εμπλέκονται στην παρακολούθηση, επισημαίνοντας ότι αυτοί ήταν πιο αποτελεσματικοί σε αυτό.
Η δίγλωσση εμπειρία φαίνεται να επηρεάζει τον εγκέφαλο από την παιδική ηλικία μέχρι το γήρας (και υπάρχει λόγος να πιστεύουμε ότι μπορεί να ισχύει και για όσους μαθαίνουν μια δεύτερη γλώσσα αργότερα στη ζωή τους).
Σε μια μελέτη του 2009 με επικεφαλής τον Αγκνες Κόβατς της Διεθνούς Σχολής Ανωτάτων Σπουδών στην Τεργέστη της Ιταλίας, μωρά 7 μηνών που εκτέθηκαν σε δύο γλώσσες από τη γέννησή τους συγκρίθηκαν με μωρά που είχαν εκτεθεί σε μια μόνο γλώσσα.
Σε μια πρώτη σειρά πειραμάτων, στα βρέφη δόθηκε ένα ηχητικό σύνθημα και στη συνέχεια εμφανίστηκε μια μαριονέτα από τη μία πλευρά της οθόνης. Και οι δύο ομάδες βρεφών έμαθαν να κοιτάζουν προς την πλευρά της οθόνης εν αναμονή της κούκλας. Αλλά σε μια μεταγενέστερη σειρά πειραμάτων, όταν η μαριονέτα άρχισε να εμφανίζεται στην απέναντι πλευρά της οθόνης, τα μωρά που είχαν εκτεθεί σε ένα δίγλωσσο περιβάλλον γρήγορα έμαθαν να μεταφέρουν το βλέμμα τους στη νέα κατεύθυνση, ενώ τα άλλα μωρά δεν το έκαναν.
Οι επιδράσεις της διγλωσσίας επεκτείνονται και στην τρίτη ηλικία. Σε μια πρόσφατη μελέτη από 44 δίγλωσσους τρίτης ηλικίας (μιλούσαν Αγγλικά και Ισπανικά), οι επιστήμονες με επικεφαλής τον νευροψυχολόγο Ταμάρ Γκολάν του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια, Σαν Ντιέγκο, διαπίστωσαν ότι τα άτομα με υψηλότερο βαθμό διγλωσσίας ήταν πιο ανθεκτικά από τα υπόλοιπα στην εμφάνιση της άνοιας και άλλων συμπτωμάτων της νόσου του Αλτσχάιμερ: όσο υψηλότερος είναι ο βαθμός της διγλωσσίας, τόσο πιο αργά εκδηλώνονται τα σημάδια της άνοιας.
Κανείς δεν αμφέβαλε ποτέ τη δύναμη της γλώσσας. Αλλά ποιος θα μπορούσε να φανταστεί ότι οι λέξεις που ακούμε και οι προτάσεις που φτιάχνουμε μπορεί να αφήνουν τόσο βαθιά αποτυπώματα;
Πηγή: Ε.Κ. ΝΥΤ
Το να μιλάει κανείς δύο γλώσσες και όχι μόνο μία έχει προφανή πρακτικά οφέλη σε έναν όλο και πιο παγκοσμιοποιημένο κόσμο. Παράλληλα, όμως τα τελευταία χρόνια, οι επιστήμονες έχουν αρχίσει να καταδεικνύουν ότι τα πλεονεκτήματα της διγλωσσίας είναι ακόμη πιο θεμελιώδη και δεν περιορίζονται μόνο στο να μπορεί κάποιος να συνομιλεί με ένα ευρύτερο φάσμα ανθρώπων.
Οι επιστήμονες μάλιστα έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το να είναι κάποιος δίγλωσσος αυτό τον κάνει πιο έξυπνο. Αυτό μπορεί να έχει μια βαθιά επίδραση στο μυαλό του ανθρώπου, βελτιώνοντας τις γνωστικές δεξιότητες που δεν σχετίζονται με τη γλώσσα και παράλληλα θωρακίζοντας τον ανθρώπινο εγκέφαλο κατά της άνοιας σε μεγαλύτερη ηλικία.
Αυτή η άποψη για τη διγλωσσία είναι εξαιρετικά διαφορετική από την αντίληψη που υπήρχε για τη διγλωσσία σε μεγάλο μέρος του 20ού αιώνα. Οι ερευνητές, οι εκπαιδευτικοί και οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής για πολύ καιρό θεωρούσαν τη δεύτερη γλώσσα ως μια παρέμβαση (από την άποψη των γνωστικών δυνατοτήτων) που εμπόδιζε την ακαδημαϊκή και την πνευματική ανάπτυξη ενός παιδιού.Οι ερευνητές δεν έκαναν λάθος ως προς την παρέμβαση: υπάρχουν πολλές ενδείξεις ότι στον εγκέφαλο ενός δίγλωσσου και τα δύο γλωσσικά συστήματα είναι ενεργά ακόμη και όταν το εν λόγω άτομο χρησιμοποιεί μόνο μία γλώσσα, δημιουργώντας έτσι καταστάσεις στις οποίες ένα σύστημα εμποδίζει το άλλο. Αλλά αυτή η παρέμβαση, οι ερευνητές ανακαλύπτουν πλέον, δεν είναι τόσο ένα μειονέκτημα όσο μια ευλογία μεταμφιεσμένη. Πιο συγκεκριμένα, αναγκάζει τον εγκέφαλο να προχωρήσει στην επίλυση εσωτερικών συγκρούσεων, δίνοντας στο μυαλό μια προπόνηση που ενισχύει τους γνωστικούς μυς του.
Οι δίγλωσσοι, για παράδειγμα, φαίνεται να είναι πιο έμπειροι από τους μονόγλωσσους στην επίλυση ορισμένων ειδών διανοητικών παζλ. Σε μια μελέτη του 2004 από τους ψυχολόγους Ελεν Μπιάλιστοκ και Μισέλ Μάρτιν-Ρι, δίγλωσσα και μονόγλωσσα παιδιά προσχολικής ηλικίας κλήθηκαν να ταξινομήσουν μπλε κύκλους και κόκκινα τετράγωνα που παρουσιάζονταν στην οθόνη ενός υπολογιστή σε δύο ψηφιακούς κάδους - ο ένας σημειωνόταν με ένα μπλε τετράγωνο και ο άλλος σημειωνόταν με έναν κόκκινο κύκλο.
Στην πρώτη δοκιμασία, τα παιδιά έπρεπε να ταξινομήσουν τα σχήματα με βάση το χρώμα, τοποθετώντας τους μπλε κύκλους στον κάδο που σημειωνόταν με το μπλε τετράγωνο και τα κόκκινα τετράγωνα στο καλάθι που σημειωνόταν με τον κόκκινο κύκλο. Και οι δύο ομάδες έκαναν αυτό με ανάλογη ευκολία.
Στη συνέχεια, τα παιδιά κλήθηκαν να ταξινομήσουν με βάση το σχήμα, το οποίο ήταν πιο δύσκολο, γιατί απαιτεί την τοποθέτηση των εικόνων σε ένα δοχείο που σημειωνόταν με αντικρουόμενο χρώμα. Οι δίγλωσσοι ήταν ταχύτεροι στην εκτέλεση αυτής της άσκησης.
Τα συγκεντρωτικά στοιχεία από μια σειρά τέτοιων μελετών δείχνουν ότι η δίγλωσση εμπειρία βελτιώνει τη λεγόμενη εκτελεστική λειτουργία του εγκεφάλου - ένα σύστημα διοίκησης που κατευθύνει την προσοχή των διαδικασιών που χρησιμοποιούμε για τον σχεδιασμό, την επίλυση προβλημάτων και την εκτέλεση διαφόρων άλλων διανοητικώς απαιτητικών εργασιών. Οι διαδικασίες αυτές περιλαμβάνουν το να αγνοεί κάποιος τους περισπασμούς και να παραμένει συγκεντρωμένος, το να αλλάζει την προσοχή του εσκεμμένα από το ένα πράγμα στο άλλο και να κρατά πληροφορίες στο μυαλό - όπως να θυμάται μια σειρά από οδηγίες κατά την οδήγηση.
Γιατί η διαμάχη ανάμεσα σε δύο ταυτόχρονα ενεργά συστήματα γλώσσας βελτιώνει αυτές τις πτυχές της νόησης; Μέχρι πρόσφατα, οι ερευνητές πίστευαν ότι το πλεονέκτημα των δίγλωσσων προερχόταν κυρίως από την ικανότητά τους για «αναστολή», που ακονιζόταν με την άσκηση της καταστολής ενός συστήματος γλώσσας: η καταστολή αυτή, θεωρήθηκε ότι βοηθούσε να εκπαιδεύσει το μυαλό του δίγλωσσου να αγνοεί περισπασμούς σε άλλα πλαίσια. Αλλά αυτή η εξήγηση φαίνεται να είναι όλο και περισσότερο ανεπαρκής, δεδομένου ότι οι μελέτες έχουν δείξει πως οι δίγλωσσοι έχουν καλύτερες επιδόσεις από τους μονόγλωσσους, ακόμη και σε εργασίες που δεν απαιτούν την «αναστολή».
Η βασική διαφορά μεταξύ δίγλωσσων και μονόγλωσσων μπορεί να είναι πιο βασική: μια αυξημένη ικανότητα να παρακολουθούν το περιβάλλον. «Οι δίγλωσσοι πρέπει να αλλάζουν τη γλώσσα αρκετά συχνά - μπορεί να μιλούν στον πατέρα τους στη μία γλώσσα και στη μητέρα τους σε άλλη», λέει ο Aλμπερτ Κόστα, ένας ερευνητής στο Πανεπιστήμιο «Pompea Fabra» στην Ισπανία. «Απαιτεί να παρακολουθεί τις αλλαγές γύρω του με τον ίδιο τρόπο που παρακολουθεί το περιβάλλον κατά την οδήγηση», συνέχισε ο ίδιος.
Σε μια μελέτη που συνέκρινε δίγλωσσους που μιλούσαν γερμανικά και ιταλικά με μονόγλωσσους που μιλούσαν ιταλικά κατά τη διάρκεια ασκήσεων παρακολούθησης, ο κ. Κόστα και οι συνεργάτες του διαπίστωσαν ότι τα δίγλωσσα άτομα, όχι μόνο είχαν καλύτερες επιδόσεις, αλλά και το έκαναν με μειωμένη δραστηριότητα σε περιοχές του εγκεφάλου που εμπλέκονται στην παρακολούθηση, επισημαίνοντας ότι αυτοί ήταν πιο αποτελεσματικοί σε αυτό.
Η δίγλωσση εμπειρία φαίνεται να επηρεάζει τον εγκέφαλο από την παιδική ηλικία μέχρι το γήρας (και υπάρχει λόγος να πιστεύουμε ότι μπορεί να ισχύει και για όσους μαθαίνουν μια δεύτερη γλώσσα αργότερα στη ζωή τους).
Σε μια μελέτη του 2009 με επικεφαλής τον Αγκνες Κόβατς της Διεθνούς Σχολής Ανωτάτων Σπουδών στην Τεργέστη της Ιταλίας, μωρά 7 μηνών που εκτέθηκαν σε δύο γλώσσες από τη γέννησή τους συγκρίθηκαν με μωρά που είχαν εκτεθεί σε μια μόνο γλώσσα.
Σε μια πρώτη σειρά πειραμάτων, στα βρέφη δόθηκε ένα ηχητικό σύνθημα και στη συνέχεια εμφανίστηκε μια μαριονέτα από τη μία πλευρά της οθόνης. Και οι δύο ομάδες βρεφών έμαθαν να κοιτάζουν προς την πλευρά της οθόνης εν αναμονή της κούκλας. Αλλά σε μια μεταγενέστερη σειρά πειραμάτων, όταν η μαριονέτα άρχισε να εμφανίζεται στην απέναντι πλευρά της οθόνης, τα μωρά που είχαν εκτεθεί σε ένα δίγλωσσο περιβάλλον γρήγορα έμαθαν να μεταφέρουν το βλέμμα τους στη νέα κατεύθυνση, ενώ τα άλλα μωρά δεν το έκαναν.
Οι επιδράσεις της διγλωσσίας επεκτείνονται και στην τρίτη ηλικία. Σε μια πρόσφατη μελέτη από 44 δίγλωσσους τρίτης ηλικίας (μιλούσαν Αγγλικά και Ισπανικά), οι επιστήμονες με επικεφαλής τον νευροψυχολόγο Ταμάρ Γκολάν του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια, Σαν Ντιέγκο, διαπίστωσαν ότι τα άτομα με υψηλότερο βαθμό διγλωσσίας ήταν πιο ανθεκτικά από τα υπόλοιπα στην εμφάνιση της άνοιας και άλλων συμπτωμάτων της νόσου του Αλτσχάιμερ: όσο υψηλότερος είναι ο βαθμός της διγλωσσίας, τόσο πιο αργά εκδηλώνονται τα σημάδια της άνοιας.
Κανείς δεν αμφέβαλε ποτέ τη δύναμη της γλώσσας. Αλλά ποιος θα μπορούσε να φανταστεί ότι οι λέξεις που ακούμε και οι προτάσεις που φτιάχνουμε μπορεί να αφήνουν τόσο βαθιά αποτυπώματα;
Πηγή: Ε.Κ. ΝΥΤ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου