Δευτέρα, 25 Ιουνίου, 2012
Η παράταση της διάρκειας της δημοσιονομικής προσαρμογής είναι ίσως το μοναδικό ζήτημα που μπορεί να διαπραγματευτεί η ελληνική κυβέρνηση με την τρόικα, έχοντας πολλές πιθανότητες επιτυχίας, υπό τις σημερινές προϋποθέσεις. Συγκεκριμένα, αυτό που θα επιδιώξει η ελληνική πλευρά είναι να παραταθεί κατά δύο χρόνια το πρόγραμμα ώστε να μειωθεί το έλλειμμα κάτω από το 3% του ΑΕΠ το 2016, αντί του 2014. Η τρόικα είναι ανοικτή σε αυτή τη συζήτηση και μάλιστα θεωρεί ότι είναι η μοναδική «λογική» αλλαγή που μπορεί να γίνει.
Υπάρχουν, όμως, δύο «αγκάθια»:
1. Από πού θα προέλθει η επιπλέον χρηματοδότηση της Ελλάδας κατά περίπου 20 δισ. ευρώ για τα επιπλέον δύο χρόνια. Κάποιες χώρες της Ευρωζώνης δεν είναι διατεθειμένες αυτή τη στιγμή να συζητήσουν νέο δάνειο προς την Ελλάδα. Ωστόσο, ακόμα κι αν βρεθούν τα επιπλέον κεφάλαια, η κυβέρνηση θα πρέπει να αποφασίσει για το εάν θα αξιοποιήσει τα νέα δάνεια για να «χαλαρώσει» τα μέτρα λιτότητας ή εάν θα συνεχίσει στον δρόμο των σκληρών μέτρων, χρησιμοποιώντας την επιπλέον χρηματοδότηση για αναπτυξιακά έργα και προστασία των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων. Στην πρώτη περίπτωση, δεδομένου ότι για να μειωθεί το έλλειμμα κάτω από το 3% του ΑΕΠ, η Ελλάδα θα έχει στη διάθεσή της συνολικά τέσσερα χρόνια (2013-2016) αντί δύο (2013-2014), θα μπορεί να περιορίσει τα μέτρα που πρέπει να λάβει υπό την έννοια ότι μπορεί να τα υλοποιήσει σε μεγαλύτερο βάθος χρόνου. Δηλαδή, να μην εξειδικεύσει στο νέο Μεσοπρόθεσμο μέτρα περικοπής δαπανών ύψους 11,7 δισ. ευρώ έως το 2014, αλλά να τα δρομολογήσει έως το 2016. Ετσι, αντί να αποφασίσει μέτρα ύψους 7 δισ. ευρώ για το 2013, θα μπορεί να εφαρμόσει μέτρα ύψους περίπου 3 δισ. ευρώ. Επί της ουσίας, θα γίνει ηπιότερη η δημοσιονομική προσαρμογή, κάτι που εκτιμάται ότι θα «περάσει» πιο εύκολα στους πολίτες που ήδη έχουν υποστεί σημαντικές απώλειες στα εισοδήματά τους.
Στη δεύτερη περίπτωση, από τη στιγμή που θα βρεθούν τα επιπλέον 20 δισ. ευρώ που απαιτούνται για τη χρηματοδότηση της επιμήκυνσης του χρόνου μείωσης του ελλείμματος, η κυβέρνηση θα μπορούσε να επιλέξει τα κεφάλαια αυτά να τα κατευθύνει προς την ανάπτυξη και την κοινωνική προστασία. Τόσο οι αναπτυξιακές πρωτοβουλίες, όσο και η ενίσχυση των αδύναμων ομάδων της κοινωνίας που πλήττονται από την κρίση (κυρίως η αντιμετώπιση της ανεργίας και ειδικά των νέων σε ηλικία) είναι στις προτεραιότητες. Το ζήτημα είναι από πού θα βρεθούν τα κεφάλαια για να προωθηθούν δράσεις προς αυτή την κατεύθυνση. Η χρήση της επιπλέον χρηματοδότησης θα μπορούσε να είναι μία λύση, αλλά ταυτόχρονα η κυβέρνηση θα πρέπει να αποφασίσει σκληρά μέτρα λιτότητας για το σύνολο της επόμενης τετραετίας.
2. Πώς θα εξασφαλιστεί η μείωση του χρέους στο 120% του ΑΕΠ το 2020 (από 160,6% του ΑΕΠ φέτος), δεδομένου ότι η προσαρμογή θα παραταθεί και τα πρωτογενή πλεονάσματα που θα μείωναν το χρέος, θα αργήσουν. Η λύση σε αυτό το πρόβλημα θα μπορούσε να είναι διπλή.
l Πρώτον, να αποποιηθεί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) τα κέρδη της επί των ελληνικών ομολόγων που κατέχει. Τα ομόλογα αυτά τα είχε αγοράσει η ΕΚΤ σε τιμή που αναλογεί περίπου στο 60% της ονομαστικής αξίας των ομολόγων και η Ελλάδα τα αποπληρώνει στο 100%. Αρα, η Κεντρική Τράπεζα θα μπορούσε να μην έχει κέρδη και αυτά να χρησιμοποιηθούν για την ονομαστική μείωση του ελληνικού χρέους.
l Δεύτερον, να λάβει η Ευρωζώνη την απόφαση να γίνονται οι ανακεφαλαιοποιήσεις των τραπεζών από μία ευρωπαϊκή αρχή και όχι από τα κράτη-μέλη. Για παράδειγμα, τα 50 δισ. ευρώ που θα δανειστεί η Ελλάδα για τον σκοπό αυτό, να τα δανειστούν απευθείας οι τράπεζες από την ευρωπαϊκή αρχή (είτε αυτή είναι η ΕΚΤ, είτε ο ευρωπαϊκός μηχανισμός στήριξης). Ετσι, δεν θα αυξηθεί το ελληνικό χρέος κατά 50 δισ. ή περίπου 25% του ΑΕΠ. Πάντως, και οι δύο λύσεις απαιτούν πολιτική απόφαση από την Ευρωζώνη.
Για όλους τους παραπάνω λόγους, η διαπραγμάτευση που ξεκινά μέσα στην ερχόμενη εβδομάδα αναμένεται ότι θα είναι εξαιρετικά κρίσιμη για τη χώρα και θα δώσει ένα πρώτο δείγμα γραφής, σχετικά με το τι έχει να αντιμετωπίσει η νέα κυβέρνηση.
Πηγή: Καθημερινή, Σωτηρης Nικας
Η παράταση της διάρκειας της δημοσιονομικής προσαρμογής είναι ίσως το μοναδικό ζήτημα που μπορεί να διαπραγματευτεί η ελληνική κυβέρνηση με την τρόικα, έχοντας πολλές πιθανότητες επιτυχίας, υπό τις σημερινές προϋποθέσεις. Συγκεκριμένα, αυτό που θα επιδιώξει η ελληνική πλευρά είναι να παραταθεί κατά δύο χρόνια το πρόγραμμα ώστε να μειωθεί το έλλειμμα κάτω από το 3% του ΑΕΠ το 2016, αντί του 2014. Η τρόικα είναι ανοικτή σε αυτή τη συζήτηση και μάλιστα θεωρεί ότι είναι η μοναδική «λογική» αλλαγή που μπορεί να γίνει.
Υπάρχουν, όμως, δύο «αγκάθια»:
1. Από πού θα προέλθει η επιπλέον χρηματοδότηση της Ελλάδας κατά περίπου 20 δισ. ευρώ για τα επιπλέον δύο χρόνια. Κάποιες χώρες της Ευρωζώνης δεν είναι διατεθειμένες αυτή τη στιγμή να συζητήσουν νέο δάνειο προς την Ελλάδα. Ωστόσο, ακόμα κι αν βρεθούν τα επιπλέον κεφάλαια, η κυβέρνηση θα πρέπει να αποφασίσει για το εάν θα αξιοποιήσει τα νέα δάνεια για να «χαλαρώσει» τα μέτρα λιτότητας ή εάν θα συνεχίσει στον δρόμο των σκληρών μέτρων, χρησιμοποιώντας την επιπλέον χρηματοδότηση για αναπτυξιακά έργα και προστασία των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων. Στην πρώτη περίπτωση, δεδομένου ότι για να μειωθεί το έλλειμμα κάτω από το 3% του ΑΕΠ, η Ελλάδα θα έχει στη διάθεσή της συνολικά τέσσερα χρόνια (2013-2016) αντί δύο (2013-2014), θα μπορεί να περιορίσει τα μέτρα που πρέπει να λάβει υπό την έννοια ότι μπορεί να τα υλοποιήσει σε μεγαλύτερο βάθος χρόνου. Δηλαδή, να μην εξειδικεύσει στο νέο Μεσοπρόθεσμο μέτρα περικοπής δαπανών ύψους 11,7 δισ. ευρώ έως το 2014, αλλά να τα δρομολογήσει έως το 2016. Ετσι, αντί να αποφασίσει μέτρα ύψους 7 δισ. ευρώ για το 2013, θα μπορεί να εφαρμόσει μέτρα ύψους περίπου 3 δισ. ευρώ. Επί της ουσίας, θα γίνει ηπιότερη η δημοσιονομική προσαρμογή, κάτι που εκτιμάται ότι θα «περάσει» πιο εύκολα στους πολίτες που ήδη έχουν υποστεί σημαντικές απώλειες στα εισοδήματά τους.
Στη δεύτερη περίπτωση, από τη στιγμή που θα βρεθούν τα επιπλέον 20 δισ. ευρώ που απαιτούνται για τη χρηματοδότηση της επιμήκυνσης του χρόνου μείωσης του ελλείμματος, η κυβέρνηση θα μπορούσε να επιλέξει τα κεφάλαια αυτά να τα κατευθύνει προς την ανάπτυξη και την κοινωνική προστασία. Τόσο οι αναπτυξιακές πρωτοβουλίες, όσο και η ενίσχυση των αδύναμων ομάδων της κοινωνίας που πλήττονται από την κρίση (κυρίως η αντιμετώπιση της ανεργίας και ειδικά των νέων σε ηλικία) είναι στις προτεραιότητες. Το ζήτημα είναι από πού θα βρεθούν τα κεφάλαια για να προωθηθούν δράσεις προς αυτή την κατεύθυνση. Η χρήση της επιπλέον χρηματοδότησης θα μπορούσε να είναι μία λύση, αλλά ταυτόχρονα η κυβέρνηση θα πρέπει να αποφασίσει σκληρά μέτρα λιτότητας για το σύνολο της επόμενης τετραετίας.
2. Πώς θα εξασφαλιστεί η μείωση του χρέους στο 120% του ΑΕΠ το 2020 (από 160,6% του ΑΕΠ φέτος), δεδομένου ότι η προσαρμογή θα παραταθεί και τα πρωτογενή πλεονάσματα που θα μείωναν το χρέος, θα αργήσουν. Η λύση σε αυτό το πρόβλημα θα μπορούσε να είναι διπλή.
l Πρώτον, να αποποιηθεί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) τα κέρδη της επί των ελληνικών ομολόγων που κατέχει. Τα ομόλογα αυτά τα είχε αγοράσει η ΕΚΤ σε τιμή που αναλογεί περίπου στο 60% της ονομαστικής αξίας των ομολόγων και η Ελλάδα τα αποπληρώνει στο 100%. Αρα, η Κεντρική Τράπεζα θα μπορούσε να μην έχει κέρδη και αυτά να χρησιμοποιηθούν για την ονομαστική μείωση του ελληνικού χρέους.
l Δεύτερον, να λάβει η Ευρωζώνη την απόφαση να γίνονται οι ανακεφαλαιοποιήσεις των τραπεζών από μία ευρωπαϊκή αρχή και όχι από τα κράτη-μέλη. Για παράδειγμα, τα 50 δισ. ευρώ που θα δανειστεί η Ελλάδα για τον σκοπό αυτό, να τα δανειστούν απευθείας οι τράπεζες από την ευρωπαϊκή αρχή (είτε αυτή είναι η ΕΚΤ, είτε ο ευρωπαϊκός μηχανισμός στήριξης). Ετσι, δεν θα αυξηθεί το ελληνικό χρέος κατά 50 δισ. ή περίπου 25% του ΑΕΠ. Πάντως, και οι δύο λύσεις απαιτούν πολιτική απόφαση από την Ευρωζώνη.
Για όλους τους παραπάνω λόγους, η διαπραγμάτευση που ξεκινά μέσα στην ερχόμενη εβδομάδα αναμένεται ότι θα είναι εξαιρετικά κρίσιμη για τη χώρα και θα δώσει ένα πρώτο δείγμα γραφής, σχετικά με το τι έχει να αντιμετωπίσει η νέα κυβέρνηση.
Πηγή: Καθημερινή, Σωτηρης Nικας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου