Παρασκευή, 22 Ιουνίου, 2012
Η κεφαλαιοποίηση και αξιοποίηση πιθανών μελλοντικών επιτευγμάτων της ελληνικής οικονομίας, δίχως αμφιβολία, αναδεικνύει την ανάγκη για ένα νέο ολοκληρωμένο μοντέλο δημοσιονομικής διαχείρισης της χώρας μας. Άλλωστε, η ανάγκη μίας τέτοιας μεταρρύθμισης υπαγορεύεται από τις εξελίξεις τόσο σε ευρωπαϊκό επίπεδο όσο και σε εθνικό.
Οι αδυναμίες των δημόσιων οργανισμών όσον αφορά την εξαγωγή δημοσιονομικών στατιστικών στοιχείων και καίριων δεικτών, η αναποτελεσματική διασύνδεση του έργου των ελεγκτικών φορέων της κεντρικής διοίκησης και οι πρόσφατες περιπτώσεις αντιφατικής πολιτικής από τα δύο μεγάλα πολιτικά κόμματα στο ζήτημα κύρωσης ισολογισμού – απολογισμού, ξεκάθαρα αποσαφηνίζουν τις απαιτούμενες παρεμβάσεις για τη δημοσιονομική θωράκιση του κράτους. Δίχως αμφιβολία, η επικείμενη συνταγματική αναθεώρηση προσφέρει μία τέτοια δυνατότητα.
Στο πλαίσιο αυτό, θα ήταν ωφέλιμο όποιο μεταρρυθμιστικό πλάνο να θεμελιωθεί σε στοχευμένα και αλληλένδετα μέτρα, προβλέποντας την πλήρη διασύνδεση της χρηματοδότησης των δημοσίων οργανισμών με την τήρηση των υποχρεώσεων τους αλλά και στον καθορισμό συγκεκριμένων θεσμικών κριτηρίων σε όλα τα στάδια του δημοσιονομικού ελέγχου. Υπερβάσεις προϋπολογισμού σε επίπεδο οργανισμών, περιπτώσεις κακοδιαχείρισης, μη παροχή πληροφοριών, αποκλίσεις από στόχους ποσοτικούς και ποιοτικούς θα μπορούσαν να συνεπάγονται περικοπή πόρων για το ακόλουθο έτος. Παράλληλα, θα μπορούσε να επιδιωχθεί η κατηγοριοποίηση των οργανισμών σε βαθμίδες «ρίσκου» βάσει της συχνότητας περιπτώσεων αθέτησης των υποχρεώσεων τους, κατηγοριοποίηση που θα καθόριζε και το ανώτατο επιτρεπτό όριο της χρηματοδότησης τους κατά τα επόμενα οικονομικά έτη. Απαραίτητη προϋπόθεση φυσικά αποτελεί και η επικαιροποίηση του θεσμικού πλαισίου για την επιστροφή μη δικαιολογημένων δαπανών από τους οργανισμούς στον κρατικό προϋπολογισμό.
Είναι σαφές πως με τις παραπάνω προτάσεις επιδιώκεται η μεταφορά του κινήτρου της ορθής οικονομικής και διοικητικής διαχείρισης στον ίδιο τον οργανισμό τόσο σε βραχυπρόθεσμο όσο και σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα. Επιπρόσθετα, δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για τη δημιουργία εκτενών βάσεων στατιστικών δεδομένων οι οποίες και θα επιτρέπουν το σχεδιασμό και τη χάραξη στρατηγικής, έχοντας ως γνώμονα αφ’ ενός μεν το ποιοτικό όφελος του πολίτη αφ’ ετέρου δε την αριστοποίηση της διαχείρισης των δημόσιων πόρων.
Σε επίπεδο κεντρικής διακυβέρνησης, ζητούμενο αποτελεί η ουσιαστική διασύνδεση του έργου του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους και του Ελεγκτικού Συνεδρίου με την ελληνική Βουλή. Στην περίπτωση αυτή, οι εκθέσεις των προαναφερόμενων φορέων που συνοδεύουν την κατάθεση του ετήσιου Απολογισμού - Ισολογισμού θα πρέπει να αποκτήσουν τέτοια βαρύνουσα σημασία ώστε η καταγραφή παρατυπιών να θέτει ζήτημα διαχείρισης του προϋπολογισμού και να συνιστά βάση απόρριψης της κύρωσης του. Αρκεί να αναφερθεί πως στο παρελθόν το Ελεγκτικό Συνέδριο διαπίστωσε παραβιάσεις στην εκτέλεση του Προϋπολογισμού, οι οποίες προφανώς δεν θεωρήθηκαν τόσο σημαντικές ώστε να θέσουν την κύρωση υπό περαιτέρω αξιολόγηση. Φυσικά, η ορθή εκτέλεση του προϋπολογισμού και των σχετικών κριτηρίων διαχείρισης θα μπορούσε να συνεπάγεται την τυπική και μόνο κύρωση από την Ολομέλεια της Βουλής.
Στην παρούσα συγκυρία η Ελλάδα καλείται να ανακτήσει την εμπιστοσύνη των διεθνών αγορών και των εταίρων. Δίχως αμφιβολία ένα τέτοιο μεταρρυθμιστικό έργο θα προσέφερε ένα σαφέστατο δείγμα αναδιοργάνωσης του κράτους και απομάκρυνσης από πρακτικές που θα επέτειναν την αβεβαιότητα. Θα αποτελούσε παράλληλα και ένα πολιτικό μήνυμα. Εάν όμως η ανταγωνιστικότητα και η προσέλκυση επενδύσεων συνιστούν καίριες προκλήσεις για τη χώρα μας, τότε δεν θα πρέπει να υποτιμηθεί η προωθούμενη αρχή της αιρεσιμότητας, στο πλαίσιο του κοινοτικού προϋπολογισμού 2014-2020, που θα καθιστά τις δημοσιονομικές και όχι μόνο υπερβάσεις παράγοντα μείωσης της διαθέσιμης χρηματοδότησης από τα Διαρθρωτικά Ταμεία. Το ελληνικό κράτος, όμως, έχει άλλον ένα λόγο να επιζητά ένα πλαίσιο δημοσιονομικής σταθερότητας δεδομένης πάντα της συμβολής της στην ενίσχυση της εθνικής ανταγωνιστικότητας.
Δεν θα ήταν υπερβολή να τονισθεί πως η βιωσιμότητα του ελληνικού κράτους είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την αναμόρφωση του πλαισίου της δημοσιονομικής διαχείρισης του. Αποτελεί έργο με άμεσα πολλαπλασιαστικά οφέλη για την αξιοπιστία, τη σταθερότητα και την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας. Κυριότερα όμως αποδεικνύει ρεαλιστική προσέγγιση και αντίληψη των διεθνών προκλήσεων και εξελίξεων. Η συγκυρία είναι κατάλληλη, τα διδάγματα από τα λάθη του παρελθόντος ποικίλα και οι κατευθύνσεις ξεκάθαρες. Απομένει το ελληνικό κράτος να αποδείξει την ενδεδειγμένη θέληση και ωριμότητα.
Πηγή: ΤΟ ΒΗΜΑ, Γιώργος Σαρελάκος
Στο πλαίσιο αυτό, θα ήταν ωφέλιμο όποιο μεταρρυθμιστικό πλάνο να θεμελιωθεί σε στοχευμένα και αλληλένδετα μέτρα, προβλέποντας την πλήρη διασύνδεση της χρηματοδότησης των δημοσίων οργανισμών με την τήρηση των υποχρεώσεων τους αλλά και στον καθορισμό συγκεκριμένων θεσμικών κριτηρίων σε όλα τα στάδια του δημοσιονομικού ελέγχου. Υπερβάσεις προϋπολογισμού σε επίπεδο οργανισμών, περιπτώσεις κακοδιαχείρισης, μη παροχή πληροφοριών, αποκλίσεις από στόχους ποσοτικούς και ποιοτικούς θα μπορούσαν να συνεπάγονται περικοπή πόρων για το ακόλουθο έτος. Παράλληλα, θα μπορούσε να επιδιωχθεί η κατηγοριοποίηση των οργανισμών σε βαθμίδες «ρίσκου» βάσει της συχνότητας περιπτώσεων αθέτησης των υποχρεώσεων τους, κατηγοριοποίηση που θα καθόριζε και το ανώτατο επιτρεπτό όριο της χρηματοδότησης τους κατά τα επόμενα οικονομικά έτη. Απαραίτητη προϋπόθεση φυσικά αποτελεί και η επικαιροποίηση του θεσμικού πλαισίου για την επιστροφή μη δικαιολογημένων δαπανών από τους οργανισμούς στον κρατικό προϋπολογισμό.
Είναι σαφές πως με τις παραπάνω προτάσεις επιδιώκεται η μεταφορά του κινήτρου της ορθής οικονομικής και διοικητικής διαχείρισης στον ίδιο τον οργανισμό τόσο σε βραχυπρόθεσμο όσο και σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα. Επιπρόσθετα, δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για τη δημιουργία εκτενών βάσεων στατιστικών δεδομένων οι οποίες και θα επιτρέπουν το σχεδιασμό και τη χάραξη στρατηγικής, έχοντας ως γνώμονα αφ’ ενός μεν το ποιοτικό όφελος του πολίτη αφ’ ετέρου δε την αριστοποίηση της διαχείρισης των δημόσιων πόρων.
Σε επίπεδο κεντρικής διακυβέρνησης, ζητούμενο αποτελεί η ουσιαστική διασύνδεση του έργου του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους και του Ελεγκτικού Συνεδρίου με την ελληνική Βουλή. Στην περίπτωση αυτή, οι εκθέσεις των προαναφερόμενων φορέων που συνοδεύουν την κατάθεση του ετήσιου Απολογισμού - Ισολογισμού θα πρέπει να αποκτήσουν τέτοια βαρύνουσα σημασία ώστε η καταγραφή παρατυπιών να θέτει ζήτημα διαχείρισης του προϋπολογισμού και να συνιστά βάση απόρριψης της κύρωσης του. Αρκεί να αναφερθεί πως στο παρελθόν το Ελεγκτικό Συνέδριο διαπίστωσε παραβιάσεις στην εκτέλεση του Προϋπολογισμού, οι οποίες προφανώς δεν θεωρήθηκαν τόσο σημαντικές ώστε να θέσουν την κύρωση υπό περαιτέρω αξιολόγηση. Φυσικά, η ορθή εκτέλεση του προϋπολογισμού και των σχετικών κριτηρίων διαχείρισης θα μπορούσε να συνεπάγεται την τυπική και μόνο κύρωση από την Ολομέλεια της Βουλής.
Στην παρούσα συγκυρία η Ελλάδα καλείται να ανακτήσει την εμπιστοσύνη των διεθνών αγορών και των εταίρων. Δίχως αμφιβολία ένα τέτοιο μεταρρυθμιστικό έργο θα προσέφερε ένα σαφέστατο δείγμα αναδιοργάνωσης του κράτους και απομάκρυνσης από πρακτικές που θα επέτειναν την αβεβαιότητα. Θα αποτελούσε παράλληλα και ένα πολιτικό μήνυμα. Εάν όμως η ανταγωνιστικότητα και η προσέλκυση επενδύσεων συνιστούν καίριες προκλήσεις για τη χώρα μας, τότε δεν θα πρέπει να υποτιμηθεί η προωθούμενη αρχή της αιρεσιμότητας, στο πλαίσιο του κοινοτικού προϋπολογισμού 2014-2020, που θα καθιστά τις δημοσιονομικές και όχι μόνο υπερβάσεις παράγοντα μείωσης της διαθέσιμης χρηματοδότησης από τα Διαρθρωτικά Ταμεία. Το ελληνικό κράτος, όμως, έχει άλλον ένα λόγο να επιζητά ένα πλαίσιο δημοσιονομικής σταθερότητας δεδομένης πάντα της συμβολής της στην ενίσχυση της εθνικής ανταγωνιστικότητας.
Δεν θα ήταν υπερβολή να τονισθεί πως η βιωσιμότητα του ελληνικού κράτους είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την αναμόρφωση του πλαισίου της δημοσιονομικής διαχείρισης του. Αποτελεί έργο με άμεσα πολλαπλασιαστικά οφέλη για την αξιοπιστία, τη σταθερότητα και την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας. Κυριότερα όμως αποδεικνύει ρεαλιστική προσέγγιση και αντίληψη των διεθνών προκλήσεων και εξελίξεων. Η συγκυρία είναι κατάλληλη, τα διδάγματα από τα λάθη του παρελθόντος ποικίλα και οι κατευθύνσεις ξεκάθαρες. Απομένει το ελληνικό κράτος να αποδείξει την ενδεδειγμένη θέληση και ωριμότητα.
Πηγή: ΤΟ ΒΗΜΑ, Γιώργος Σαρελάκος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου