Κατά τα άλλα στην Κίνα έχουν κομμουνισμό.
Νέες αποκαλύψεις που αφορούν στον τρόπο πλουτισμού των μελών της οικογένειας του Κινέζου πρωθυπουργού Γουέν Τζιαμπάο, φέρνει στη δημοσιότητα η εφημερίδα «New York Times» με χθεσινό πρωτοσέλιδο δημοσίευμά της.Πιο συγκεκριμένα, η εφημερίδα αναφέρει ότι ο επικεφαλής μιας ασφαλιστικής εταιρείας που αντιμετώπιζε σοβαρά οικονομικά προβλήματα πίεζε Κινέζους αξιωματούχους προκειμένου να εξαιρεθεί από νόμους που απαιτούσαν τη διάλυση της εταιρείας, λίγο μετά την οικονομική κρίση που έπληξε την Ασία στα τέλη της δεκαετίας του 1990.
Η επιβίωση της ασφαλιστικής εταιρείας «Ping An» ήταν επισφαλής το φθινόπωρο του 1999. Απευθείας εκκλήσεις για βοήθεια προς την εταιρεία είχαν γίνει και στον Γουέν, που τότε ήταν αναπληρωτής πρωθυπουργός, αλλά και στον επικεφαλής της Κεντρικής Τράπεζας της Κίνας.
«Υποβάλλουμε ταπεινό αίτημα ο αναπληρωτής πρωθυπουργός να τεθεί επικεφαλής της προσπάθειας συντονισμού του ζητήματος από υψηλότερο επίπεδο», έγραφε ο Μα Μίνγκζε, πρόεδρος της «Ping An» σε επιστολή του προς τον Γουέν, η οποία περιήλθε στην κατοχή της «New York Times».
Η ιστορία έδειξε ότι η «Ping An» όχι μόνο δεν διαλύθηκε, αλλά στην πορεία έγινε μια από τα μεγαλύτερες εταιρείες παροχής οικονομικών υπηρεσιών της Κίνας, με αξία σήμερα μεγαλύτερη από κολοσσούς όπως η «AIG», η «Metlife» και η «Prudential». Και παρασκηνιακά, οι μετοχές τής εν λόγω εταιρείας που άξιζαν δισεκατομμύρια δολάρια αμέσως μετά την ανάκαμψή της, αγοράστηκαν από συγγενείς του Γουέν.
Πριν από ένα περίπου μήνα, η εφημερίδα «New York Times» με επίσης πρωτοσέλιδο δημοσίευμά της είχε αναφέρει ότι οι συγγενείς του Γουέν, που έγινε πρωθυπουργός της Κίνας το 2003, έγιναν πολύ πλούσιοι μετά την αναρρίχηση εκείνου στα ύπατα αξιώματα, αγοράζοντας μετοχές σε τουριστικά θέρετρα, τράπεζες, κοσμηματοπωλεία, εταιρείες τηλεπικοινωνιών και άλλες εταιρείες.
Η έρευνα ωστόσο, της «New York Times» έχει καταδείξει ότι η μεγαλύτερη πηγή πλούτου για τους συγγενείς του Γουέν, ήταν οι μετοχές της «Ping An» που αγοράστηκαν περίπου οχτώ μήνες αφότου επετράπη στην εταιρεία να μην διαλυθεί όπως προέβλεπε η κινεζική νομοθεσία.
Πολύ πριν οι περισσότεροι επενδυτές μπορούσαν να αγοράσουν μετοχές της «Ping An», η «Taihong», μια εταιρεία που θα ετίθετο σύντομα υπό έλεγχο από τους συγγενείς του Γουέν, απέκτησε ένα μεγάλο μερίδιο στην «Ping An». Οι μετοχές αγοράστηκαν τον Δεκέμβριο του 2002 για το ένα τέταρτο της τιμής που ένας άλλος μεγάλος επενδυτής -η βρετανική τράπεζα HSBC- κατέβαλε για τις μετοχές της μόλις δύο μήνες νωρίτερα, σύμφωνα με συνεντεύξεις και δημόσιες εγγραφές.
Μέχρι τον Ιούνιο του 2004, οι μετοχές που κατέχονται από τους συγγενείς του Γουέν είχαν ήδη τετραπλασιαστεί σε αξία, πριν καν η εταιρεία μπει στο Χρηματιστήριο του Χονγκ Κονγκ. Και μέχρι το 2007, τα αρχικά 65 εκατομμύρια δολάρια επένδυσης της «Taihong» θα άξιζαν 3,7 δισ. δολάρια.
Εταιρικά αρχεία δείχνουν ότι οι μετοχές των συγγενών του Γουέν στην εν λόγω επένδυση πιθανότατα έφτασε τα 2,2 δισ. δολάρια στα τέλη του 2007, το τελευταίο έτος κατά το οποίο τα αρχεία των μετόχων της «Taihong» ήταν διαθέσιμα στο κοινό. Επειδή η εταιρεία δεν εμφανίζεται πλέον στις δημόσιες δηλώσεις της «Ping An», δεν είναι σαφές εάν οι συγγενείς του Γουέν εξακολουθούν να κατέχουν μετοχές.
Δεν είναι επίσης γνωστό αν ο Γουέν ή ο επικεφαλής της Κεντρικής Τράπεζας εκείνη την εποχή, Ντάι Ξιανγκλόνγκ, παρενέβησαν προσωπικά για λογαριασμό της «Ping An» προκειμένου η τελευταία να εξαιρεθεί από την κείμενη νομοθεσία. Ενα άλλο ερώτημα που παραμένει αναπάντητο είναι αν ο Γουέν γνώριζε ότι οι συγγενείς του είχαν στην κατοχή τους αυτές τις μετοχές.
Ωστόσο, εσωτερικά έγγραφα της «Ping An» και της κυβέρνησης, αλλά και συνεντεύξεις με τραπεζίτες και πρώην υψηλόβαθμα στελέχη της εταιρείας, δείχνουν ότι τόσο το γραφείο του αναπληρωτή πρωθυπουργού, όσο και η Κεντρική Τράπεζα, ήταν μεταξύ των ρυθμιστικών Αρχών που εμπλέκονται στις συναντήσεις που είχαν γίνει για το θέμα της «Ping An». Επίσης όπως προκύπτει, είχαν εξουσία να υπογράφουν για κάτι τέτοιο.
Μόνο δύο μεγάλα κρατικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα είχαν λάβει παρόμοιες εξαιρέσεις, ρινίσματα δείχνουν, ενώ τρεις μεγάλες κρατικές ασφαλιστικές εταιρείες της Κίνας αναγκάστηκαν να διαλυθούν. Πολλές από τις μεγάλες τράπεζες της χώρας συμμορφώθηκαν με την απαίτηση διάλυσης -που τέθηκε σε εφαρμογή μετά την οικονομική κρίση, λόγω των ανησυχιών για τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος- και προχώρησαν σε πώληση περιουσιακών στοιχείων τους σε άλλα θεσμικά όργανα.
Υπενθυμίζεται ότι στο προηγούμενο δημοσίευμα της «New York Times» γινόταν λόγος για τον «κρυμμένο πλούτο» του πρωθυπουργού Γουέν Τζιαμπάο. Το δημοσίευμα προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων στην Κίνα, με αποτέλεσμα να έχει διαταχθεί έρευνα για τις καταγγελίες. Σύμφωνα με τα αναλυτικά στοιχεία που δημοσιεύθηκαν η σύζυγος του Πρωθυπουργού είναι σήμερα μια από τις πλουσιότερες επιχειρηματίες της χώρας. Διευθύνοντας κρατικές επιχειρήσεις εξόρυξης διαμαντιών που αργότερα ιδιωτικοποιήθηκαν, η Ζανγκ Μπεϊλί βοήθησε συγγενείς της να αποκτήσουν πλειοψηφικά πακέτα σε μια σειρά επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην ασφάλιση, την τεχνολογία και την αγορά ακινήτων.
Το δημοσίευμα αναφέρει ακόμη ότι ο γιος του Γουέν πούλησε μια εταιρεία στον τομέα της υψηλής τεχνολογίας στον πλουσιότερο επιχειρηματία του Χονγκ Κονγκ για 10 εκατομμύρια δολάρια και στη συνέχεια χρησιμοποίησε το κεφάλαιο για να ιδρύσει την «New Horizon Capital», η οποία σήμερα θεωρείται η μεγαλύτερη χρηματιστηριακή εταιρεία της Κίνας.
Η «New York Times», πάντως, επεσήμανε ότι «μέχρι στιγμής δεν γνωρίζουμε αν οι πολιτικές αποφάσεις που πήρε κατά τη διάρκεια της θητείας του ο 70χρονος Πρωθυπουργός οδήγησαν τελικά στο να πλουτίσει ο ίδιος και οι συγγενείς του, ωστόσο, η έρευνα δείχνει ότι πολλά από τα πλούτη του, προέρχονται από τομείς της οικονομίας τους οποίους ήλεγχε ο Γουέν».
«Μόλις ο Γουέν έγινε πρωθυπουργός, η γυναίκα του πούλησε κάποιες από τις επενδύσεις που είχε σε διαμάντια και προχώρησε σε ‘νέα πράγματα’», είπε στην εφημερίδα στέλεχος μεγάλης κινεζικής εταιρείας που έχει συνεργαστεί με την οικογένεια και ο οποίος ζήτησε να μην κατονομαστεί, φοβούμενος αντίποινα από την κυβέρνηση.
Εταιρικά αρχεία δείχνουν μάλιστα ότι στα τέλη της δεκαετίας του 1990, πολλοί πλούσιοι Κινέζοι επιχειρηματίες άρχισαν να αγοράζουν μεγάλα μερίδια από εταιρείες, που συχνά προέρχονταν από τους συγγενείς του Γουέν, και στη συνέχεια τους βοηθούσαν να τα επανεπενδύσουν σε άλλες εταιρείες.
Πηγή: New York Times, Ε. Κ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου