Σάββατο, 12 Ιανουαρίου, 2013
Μερικοί, όταν ανοίξουν το στόμα τους να κηρύξουν ή να ομιλήσουν έστω σε κάποια κοινωνική ομήγυρη, δεν ξέρουν τι λένε. Μιλούμε για κυριολεκτική πνευματική φτώχεια. Λένε ό,τι τους κατεβεί στο κεφάλι εκείνη τη στιγμή, ρηχότητες, κοινολογίες και κενολογίες, επαναλήψεις κουραστικές και συνάμα μία ατέρμονη δεοντολογία κουνώντας μάλιστα και το δάκτυλό τους πως πρέπει να κάνετε αυτό και πρέπει να κάνετε εκείνο, καθώς απευθύνονται στους πιστούς, οι οποίοι υποφέρουν από την βάσανο της ανίας και της ανιαρότητας του ομιλητή ιεροκήρυκά τους ή μάλλον αεροκήρυκα θα ταίριαζε καλύτερα.
Ας αφήσουμε δε που μερικοί τρομοκρατούν τους πιστούς με τις απειλές και περιγραφές περί κόλασης και κολαστηρίων αν δεν κάνουν αυτό ή αν δεν κάνουν εκείνο, μεταποιώντας την Ορθόδοξη πίστη σ’ ένα εξάμβλωμα ιδεοληπτικής Ορθοδοξολογικής τρομολαγνείας.
Ενα νομικίστικο και ηθικιστικό ιδεολόγημα ενός Θεού τρομοκράτη και τιμωρού, ο Οποίος είναι έτοιμος να ρίξει πυρ στα κεφάλια των «αμαρτωλών». Φαίνεται να ξεχνούν αυτοί οι ημιμαθείς χρυσοκάνθαροι τσαρλατάνοι, οι οποίοι φορτώνονται με χρυσό και άργυρο και μανδύες τετραρχικούς για να προσευχηθούν στον ταπεινό και με ακάνθινο στεφάνι στο κεφάλι σταυρωμένο Χριστό, πως η Εκκλησία δεν είναι μια κάστα καθαρών και αναμάρτητων γιατί οι αμαρτωλοί θα μέναμε απ’ έξω. Κι ακόμα, ξεχνούν πως ο Θεός είναι αγάπη, όχι απλώς έχει αγάπη, η οποία μπορεί να χωρέσει και συγχωρέσει τις ανθρώπινες αστοχίες.
Οι πιο πολλοί μάλιστα κήρυκες ιερείς και μητροπολίτες το φέρνουν από εδώ, το φέρνουν από εκεί, στο τέλος καταλήγουν στο να ζητούν από τους πιστούς να δώσουν όλο και περισσότερα χρήματα «για το καλό της κοινότητας και την εξάπλωση του Ευαγγελίου», χρησιμοποιώντας μάλιστα την τετριμμένη πια φράση «δια τας ανάγκας της Εκκλησίας».
Η νέα γενιά, η οποία διαθέτει πανεπιστημιακή μόρφωση και απαρτίζεται από νέους επιστήμονες, γιατρούς, δικηγόρους, καθηγητές, οικονομολόγους, με επίπεδο και κριτική σκέψη, με βάθος και στοχασμό, μ’ άλλα λόγια είναι σκεπτόμενοι άνθρωποι, δεν μπορούν να ανεχτούν πλέον αυτές τις εξέχουσες μετριότητες με τα γραφικά και ρηχά λογίδριά τους.
Εχει γίνει πλέον ανέκδοτο ανάμεσα σε πιστούς οι οποίοι διαθέτουν παιδεία, γνώσεις και γνώμη, το διαρκώς επαναλαμβανόμενο κήρυγμα μητροπολίτη, ο οποίος έχει κολλήσει σαν χαλασμένος φωνόγραφος στο φρέαρ του Ιακώβ, με το οποίο παρομοιάζει την Ορθοδοξία σε κάθε περίπτωση, ενώ πότε -πότε χρησιμοποιεί και την παραβολή του κοντού Ζακχαίου που ανέβηκε πάνω στο δέντρο για να δει τον Χριστό.
Μιλούμε για αστεία πράγματα από αστείους πραγματικά ομιλητές και κήρυκες, οι οποίοι είναι προτιμότερο να μη λένε τίποτε, αντί να λένε ανοησίες και να προσβάλλουν την Ορθόδοξη πίστη μας, αλλά και τη νοημοσύνη μας και να κάνουν τον κόσμο να γελά μαζί τους.
Υπάρχουν, ευτυχώς, και μερικές εξαιρέσεις, ιερέων ως επί το πλείστον, που κατορθώνουν να αρθρώνουν κηρυγματικό λόγο ουσίας, Χριστοκεντρικό και Εκκλησιοκεντρικό, με θεολογικό υπόβαθρο, με σωστή δομή αλλά και ορθή εκφορά λόγου.
Είναι αυτοί οι οδυνηρά λίγοι οι οποίοι τολμούν και υποψιάζονται αυτό που είναι Εκκλησία, από αυτό που δεν είναι. Η Εκκλησία ως το Δείπνο της Ευχαριστίας στο οποίο υπάρχουμε και συνυπάρχουμε αγαπόντες και αγαπόμενοι μεταξύ μας και με τον Χριστό, κι έτσι γινόμαστε συμμέτοχοι και κοινωνοί του δείπνου Του ως αδελφοί ομότροποι και ομότροφοι. Ο αντίποδας σ’ αυτό είναι η Εκκλησία ως ένας ατομικός θρησκευτισμός ικανοποίησης ψυχολογικών ορμέφυτων, δηλαδή ένα φολκλορικό θέαμα και άκουσμα δραματουργικό έστω.
Ισως να ακουστεί λίγο παράξενο αλλά θα τολμήσω να το πω πως η θρησκεία ως ένα είδος ατομοκεντρικής θωράκισης από φόβο μπροστά στο άγνωστο και βίαιο του θανάτου, βρίσκεται στους αντίποδες της Εκκλησίας, η οποία επαγγέλλεται και πραγματώνει την όντως ζωή, την απαλλαγμένη από τη φθορά και τον θάνατο. Κι ακόμα, οφείλουμε να διαχωρίσουμε αυτό που είναι πίστη, δηλαδή μία ολοκληρωτική αγαπητική και ελεύθερη εμπιστοσύνη - σύναψη σχέσης με τον Θεό, από αυτό που δεν είναι, δηλαδή μία θεωρητική αποδοχή «θρησκευτικών» πληροφοριών κατά τρόπο νοησιαρχικό ή συναισθηματικό.
Πηγή: Εθνικός Κήρυξ
Σειρά του Θεόδωρου Καλμούκου
Ενα θέμα για το οποίο συχνά συζητούν οι πιστοί και αφοσιωμένοι ομογενείς μας μέλη των ενοριών-κοινοτήτων είναι τα κηρύγματα και οι ομιλίες μητροπολιτών και ιερέων. Οι άνθρωποί μας μιλούν και επισημαίνουν τη φτώχεια του λόγου που χαρακτηρίζει, δυστυχώς, τους πιο πολλούς από αυτούς, αλλά και το γεγονός ότι δεν έχουν συναίσθηση εαυτού ώστε να καθίσουν κάτω να μελετήσουν και να προετοιμαστούν, αφού δεν μπορούν να γεννήσουν και να εκφράσουν λόγο ουσίας σοβαρό και βαθυστόχαστο από μόνοι τους.Μερικοί, όταν ανοίξουν το στόμα τους να κηρύξουν ή να ομιλήσουν έστω σε κάποια κοινωνική ομήγυρη, δεν ξέρουν τι λένε. Μιλούμε για κυριολεκτική πνευματική φτώχεια. Λένε ό,τι τους κατεβεί στο κεφάλι εκείνη τη στιγμή, ρηχότητες, κοινολογίες και κενολογίες, επαναλήψεις κουραστικές και συνάμα μία ατέρμονη δεοντολογία κουνώντας μάλιστα και το δάκτυλό τους πως πρέπει να κάνετε αυτό και πρέπει να κάνετε εκείνο, καθώς απευθύνονται στους πιστούς, οι οποίοι υποφέρουν από την βάσανο της ανίας και της ανιαρότητας του ομιλητή ιεροκήρυκά τους ή μάλλον αεροκήρυκα θα ταίριαζε καλύτερα.
Ας αφήσουμε δε που μερικοί τρομοκρατούν τους πιστούς με τις απειλές και περιγραφές περί κόλασης και κολαστηρίων αν δεν κάνουν αυτό ή αν δεν κάνουν εκείνο, μεταποιώντας την Ορθόδοξη πίστη σ’ ένα εξάμβλωμα ιδεοληπτικής Ορθοδοξολογικής τρομολαγνείας.
Ενα νομικίστικο και ηθικιστικό ιδεολόγημα ενός Θεού τρομοκράτη και τιμωρού, ο Οποίος είναι έτοιμος να ρίξει πυρ στα κεφάλια των «αμαρτωλών». Φαίνεται να ξεχνούν αυτοί οι ημιμαθείς χρυσοκάνθαροι τσαρλατάνοι, οι οποίοι φορτώνονται με χρυσό και άργυρο και μανδύες τετραρχικούς για να προσευχηθούν στον ταπεινό και με ακάνθινο στεφάνι στο κεφάλι σταυρωμένο Χριστό, πως η Εκκλησία δεν είναι μια κάστα καθαρών και αναμάρτητων γιατί οι αμαρτωλοί θα μέναμε απ’ έξω. Κι ακόμα, ξεχνούν πως ο Θεός είναι αγάπη, όχι απλώς έχει αγάπη, η οποία μπορεί να χωρέσει και συγχωρέσει τις ανθρώπινες αστοχίες.
Οι πιο πολλοί μάλιστα κήρυκες ιερείς και μητροπολίτες το φέρνουν από εδώ, το φέρνουν από εκεί, στο τέλος καταλήγουν στο να ζητούν από τους πιστούς να δώσουν όλο και περισσότερα χρήματα «για το καλό της κοινότητας και την εξάπλωση του Ευαγγελίου», χρησιμοποιώντας μάλιστα την τετριμμένη πια φράση «δια τας ανάγκας της Εκκλησίας».
Η νέα γενιά, η οποία διαθέτει πανεπιστημιακή μόρφωση και απαρτίζεται από νέους επιστήμονες, γιατρούς, δικηγόρους, καθηγητές, οικονομολόγους, με επίπεδο και κριτική σκέψη, με βάθος και στοχασμό, μ’ άλλα λόγια είναι σκεπτόμενοι άνθρωποι, δεν μπορούν να ανεχτούν πλέον αυτές τις εξέχουσες μετριότητες με τα γραφικά και ρηχά λογίδριά τους.
Εχει γίνει πλέον ανέκδοτο ανάμεσα σε πιστούς οι οποίοι διαθέτουν παιδεία, γνώσεις και γνώμη, το διαρκώς επαναλαμβανόμενο κήρυγμα μητροπολίτη, ο οποίος έχει κολλήσει σαν χαλασμένος φωνόγραφος στο φρέαρ του Ιακώβ, με το οποίο παρομοιάζει την Ορθοδοξία σε κάθε περίπτωση, ενώ πότε -πότε χρησιμοποιεί και την παραβολή του κοντού Ζακχαίου που ανέβηκε πάνω στο δέντρο για να δει τον Χριστό.
Μιλούμε για αστεία πράγματα από αστείους πραγματικά ομιλητές και κήρυκες, οι οποίοι είναι προτιμότερο να μη λένε τίποτε, αντί να λένε ανοησίες και να προσβάλλουν την Ορθόδοξη πίστη μας, αλλά και τη νοημοσύνη μας και να κάνουν τον κόσμο να γελά μαζί τους.
Υπάρχουν, ευτυχώς, και μερικές εξαιρέσεις, ιερέων ως επί το πλείστον, που κατορθώνουν να αρθρώνουν κηρυγματικό λόγο ουσίας, Χριστοκεντρικό και Εκκλησιοκεντρικό, με θεολογικό υπόβαθρο, με σωστή δομή αλλά και ορθή εκφορά λόγου.
Είναι αυτοί οι οδυνηρά λίγοι οι οποίοι τολμούν και υποψιάζονται αυτό που είναι Εκκλησία, από αυτό που δεν είναι. Η Εκκλησία ως το Δείπνο της Ευχαριστίας στο οποίο υπάρχουμε και συνυπάρχουμε αγαπόντες και αγαπόμενοι μεταξύ μας και με τον Χριστό, κι έτσι γινόμαστε συμμέτοχοι και κοινωνοί του δείπνου Του ως αδελφοί ομότροποι και ομότροφοι. Ο αντίποδας σ’ αυτό είναι η Εκκλησία ως ένας ατομικός θρησκευτισμός ικανοποίησης ψυχολογικών ορμέφυτων, δηλαδή ένα φολκλορικό θέαμα και άκουσμα δραματουργικό έστω.
Ισως να ακουστεί λίγο παράξενο αλλά θα τολμήσω να το πω πως η θρησκεία ως ένα είδος ατομοκεντρικής θωράκισης από φόβο μπροστά στο άγνωστο και βίαιο του θανάτου, βρίσκεται στους αντίποδες της Εκκλησίας, η οποία επαγγέλλεται και πραγματώνει την όντως ζωή, την απαλλαγμένη από τη φθορά και τον θάνατο. Κι ακόμα, οφείλουμε να διαχωρίσουμε αυτό που είναι πίστη, δηλαδή μία ολοκληρωτική αγαπητική και ελεύθερη εμπιστοσύνη - σύναψη σχέσης με τον Θεό, από αυτό που δεν είναι, δηλαδή μία θεωρητική αποδοχή «θρησκευτικών» πληροφοριών κατά τρόπο νοησιαρχικό ή συναισθηματικό.
Πηγή: Εθνικός Κήρυξ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου