|
Δευτέρα, 26 Αυγούστου, 2013 |
Ο πρόεδρος του Ιδρύματος Νιάρχου κ. Ανδρέας Δρακόπουλος μιλάει για την κρίση, το Κέντρο Πολιτισμού, τους πολιτικούς, τους επιχειρηματίες. |
|
Συνέντευξη στον Αλέξη Παπαχελά |
|
|
|
Ο Ανδρέας Δρακόπουλος είναι πρόεδρος του Ιδρύματος «Σταύρος Νιάρχος» και στη συνέντευξή του στην «Κ» μιλάει για το μεγάλο έργο του Φαλήρου, τον ρόλο που πρέπει να παίξουν οι λεγόμενοι ταγοί της ελληνικής κοινωνίας στην αντιμετώπιση της κρίσης, τη σημασία της φιλανθρωπίας σε μια στιγμή που το κράτος πρόνοιας καταρρέει και τον ρόλο που πρέπει να αναλάβει η κοινωνία πρόνοιας. Ο κ. Δρακόπουλος είναι ιδιαίτερα καυστικός έναντι της ελληνικής επιχειρηματικής τάξης, που κατά τη γνώμη του δεν στέκεται στο ύψος των περιστάσεων και δεν εκπληρώνει επαρκώς τις υποχρεώσεις της έναντι της πατρίδας της και της κοινωνίας. Αναφέρεται στην πρόκληση της διαχείρισης του Πάρκου, της Λυρικής και της Εθνικής Βιβλιοθήκης, ενώ χαρακτηρίζει κομμάτι τού χθες το Μέγαρο Μουσικής και το πώς δημιουργήθηκε και εξελίχθηκε. Τέλος, ο κ. Δρακόπουλος εξηγεί το δικό του όραμα για το πώς η Αθήνα θα μπορούσε να εξελιχθεί σε κορυφαίο τουριστικό προορισμό, σαν τη Βαρκελώνη, όταν τελειώσει το έργο του Ιδρύματος και ταυτόχρονα ολοκληρωθεί η ανάπλαση του παραλιακού μετώπου.
– Αυτή τη στιγμή κατασκευάζεται ένα σημαντικό έργο στην Αθήνα, αλλά σε πολλούς δεν είναι ακόμη γνωστό ποια θα είναι η τελική του μορφή, σε ποιον θα ανήκει, πότε θα είναι έτοιμο κ.λπ.
– Το βασικό είναι ότι το έργο ανήκει στο ελληνικό Δημόσιο και ότι το διαχειρίζεται ένας Οργανισμός, μια μη κερδοσκοπική Α.Ε., στην οποία έχει παραχωρηθεί η χρήση της γης, που ανήκει, φυσικά, στο Δημόσιο. Ο Οργανισμός ελέγχεται αυτή τη στιγμή κατά 100% από το Ιδρυμα, που πληρώνει τα πάντα (μελέτες, κατασκευή, εξοπλισμό). Η συμφωνία με το κράτος είναι ότι στο τέλος του 2015, οπότε υπολογίζουμε ότι θα τελειώσει το έργο, θα το παραδώσουμε μαζί με την Α.Ε. στο ελληνικό Δημόσιο. Το ελληνικό Δημόσιο θα είναι ο μοναδικός κύριος του έργου. Το Ιδρυμα θα αποσυρθεί εντελώς. Το μόνο είναι ότι εμείς έχουμε το δικαίωμα να προχωρήσουμε στη στελέχωση του Οργανισμού. Βάσει του συμβολαίου δωρεάς που έχουμε κάνει, το οποίο έχει κυρωθεί με νόμο, το Δημόσιο θα πρέπει για πέντε χρόνια να τηρήσει όσα θα έχουμε ήδη συμφωνήσει. Αναφέρομαι, φυσικά, στον Οργανισμό που θα αναλάβει τη συντήρηση και τη λειτουργία του όλου Κέντρου Πολιτισμού, καθώς και τη διοργάνωση δράσεων και εκδηλώσεων, κυρίως στο Πάρκο. Η Βιβλιοθήκη και η Λυρική θα είναι, ούτως ή άλλως, εντελώς αυτόνομες. Οπότε το κύριο ζήτημα που τίθεται είναι αν είναι ικανό το Δημόσιο να λειτουργήσει σωστά το έργο, όταν θα έχει τον πλήρη έλεγχό του. Εκεί, λοιπόν, κατά τη γνώμη μου, έχεις δύο πράγματα: το πρώτο είναι τελείως φιλοσοφικό· ως Ελληνας πιστεύω ότι δεν επιτρέπεται να μη μπορεί να «τρέξει» το κράτος πυλώνες του πολιτισμού και της χώρας, όπως είναι η Εθνική Λυρική Σκηνή και η Εθνική Βιβλιοθήκη, με ό,τι αυτό σημαίνει. Κι εκεί νομίζω γίνεται η εύκολη παρεξήγηση. Λέγοντας «τρέξιμο» δεν εννοούμε μόνο χρήματα. Κι αυτό το λέω γιατί σε όλες τις συζητήσεις που γίνονται στην επιτροπή που υπάρχει μεταξύ του Ιδρύματος, εκπροσώπων των αρμοδίων υπουργείων και των δύο φορέων, και η οποία συνεδριάζει κάθε μήνα, όλοι μιλούν για οικονομική υποστήριξη. Δεν είναι, όμως, έτσι. Φτιάξτε την υποδομή, φτιάξτε το νομοθετικό πλαίσιο, βάλτε διευθυντή, σιγουρέψτε ότι και η Βιβλιοθήκη και η ΕΛΣ είναι υγιείς οργανισμοί στο επίπεδο που μπορούν. Δεν μπορεί να είναι όλα τέλεια, το ξέρω, αλλά πρέπει να μπει κάποια τάξη. Μετά θα έρθουν και τα χρήματα, εγώ το πιστεύω αυτό. Θα έρθουν από το κράτος, θα έρθουν από τρίτους, αλλά θα βοηθήσουμε και εμείς. Εμείς το δίνουμε, αλλά πρέπει να μπορεί και η κοινωνία και το κράτος να αντεπεξέλθουν, να κάνουν δηλαδή τα βασικά. Να «τρέξει», να είναι καθαρό, να πηγαίνει ο κόσμος, να είναι προορισμός. Αυτό είναι το βασικό και πρέπει όλοι να βοηθήσουν, ο καθένας με τον δικό του τρόπο. Οικονομική υποστήριξη θα έχει. Θα βοηθήσουμε και εμείς οικονομικά μέχρι να πάρει μπροστά, αλλά δεν θα είμαστε αυτοί που θα λειτουργήσουμε τους δύο αυτούς οργανισμούς στο συνολικό έργο. Ομως, αν δεν μπορεί το κράτος να «τρέξει» τους άλλους δύο οργανισμούς, τότε θα έχουμε σοβαρά προβλήματα.
– Εχει αντιληφθεί το πολιτικό προσωπικό την πρόκληση για να κάνει τη δουλειά που πρέπει και να είναι έτοιμο το κράτος να διαχειρισθεί το έργο;
– Σαν σύστημα και θεσμικά, όχι. Ατομικά μόνο. Και πρέπει να ομολογήσω ότι και ο Κώστας Καραμανλής προσωπικά είχε αντιληφθεί, νομίζω, τη σπουδαιότητα του έργου και βοήθησε πολύ την εποχή εκείνη να ξεκινήσουν όλες οι διαδικασίες, αλλά τώρα την έχει αντιληφθεί και ο Σαμαράς ακόμη περισσότερο, τόσο σαν αυτοτελές έργο, όσο και σαν μέρος του ξεκινήματος της καινούργιας Ελλάδας. Να χτίσουμε μια καινούργια Ελλάδα. Και αυτό το έργο είναι ένα πρώτο, αλλά σημαντικό βήμα μιας γενικής προσπάθειας και αλλαγής νοοτροπίας. Δεν μένουμε μόνο στο να φαίνονται όλα ωραία, αλλά πιστεύουμε πάρα πολύ στην όλη διαδικασία κατασκευής του έργου αυτού. Αξιοκρατικά, με προσοχή σε περιβαλλοντικά θέματα και με σεβασμό στο να γίνονται όλα σωστά και με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Και τώρα που θα ανοίξει το κέντρο επισκεπτών, επιδιώκουμε να μπορέσουμε να ανοίξουμε το μεγάλο έργο στο κοινό μία φορά κάθε δύο εβδομάδες, μέσω παρουσίασης και εν συνεχεία περιήγησης, ώστε να μάθει και το κοινό για το έργο και για το πώς χτίζεται.
– Υπάρχει, βέβαια, ο κίνδυνος εάν το κράτος θα μπορέσει να το συντηρήσει όλο αυτό οικονομικά, μήπως καταλήξει ένα κέλυφος, όπως κινδυνεύει να γίνει σήμερα το Μέγαρο Μουσικής;
– Ναι, βέβαια. Οποιος το αρνηθεί αυτό σημαίνει ότι είναι εκτός πραγματικότητας. Εάν η Ελλάδα πάει χειρότερα οικονομικά, που δεν το νομίζω, τότε πράγματι υπάρχει αυτός ο κίνδυνος. Είναι ένα στοίχημα για όλους τους Ελληνες. Δεν είναι μόνο ένα στοίχημα για το Ιδρυμα «Σταύρος Νιάρχος». Βέβαια, για το Ιδρυμα είναι μια πολύ μεγάλη δωρεά, αλλά δεν παύει να είναι ένα από τα πολλά τα οποία κάνει. Σαν μέγεθος είναι τεράστιο αυτό το έργο. Και οικονομικά είναι τεράστιο. Αλλά εμείς κάνουμε τη δουλειά μας. Αυτή είναι η δουλειά μας: να βοηθάμε σε διάφορους τομείς και μετά να προχωράμε.
Τώρα, το Μέγαρο, που με ρωτήσατε. Νομίζω ότι και αυτό έχει ενδιαφέρον. Γιατί για μένα εκφράζει μιαν άλλη, παλαιότερη εποχή. Και λόγω του πώς χτίστηκε και πώς φτιάχτηκε, αλλά και λόγω του τι σκοπό είχε και έχει. Για μένα, εκεί που είναι τώρα, αργοπεθαίνει. Δεν είμαι από αυτούς που ισχυρίζονται ότι αφού υπάρχει το Κέντρο Πολιτισμού, δεν πρέπει να υπάρχει το Μέγαρο. Αλλά οι οργανισμοί πρέπει να εξελίσσονται. Αυτή τη στιγμή, το Μέγαρο θα μπορούσε να γίνει πράγματι ένα πολιτιστικό κέντρο για όλη την Ελλάδα, να το χρησιμοποιούν οργανισμοί και φίλοι, να υπάρχει ζωή.
– Υπήρξε συζήτηση κάποια στιγμή ότι θα έπρεπε η Λυρική να έχει πάει στο Μέγαρο και να γίνει κάτι άλλο στο Φάληρο, όπου υποτίθεται ότι υπάρχει η υποδομή για μια Λυρική.
– Δεν έχω ιδέα. Σε σχέση με το πώς αρχίσαμε, εμείς δεν πήγαμε να ζητήσουμε να γίνει Λυρική. Ηρθαν σε εμάς. Και έτυχε να υπάρχει η δυνατότητα να γίνει ταυτόχρονα και η Νέα Βιβλιοθήκη στον χώρο που παραχώρησε το κράτος. Ετσι μπορέσαμε να κάνουμε κάτι για την εκπαίδευση και για τον πολιτισμό.
– Οσο ήταν στον σχεδιασμό αυτό το έργο, ακούστηκαν πολλές κριτικές, μέχρι και θεωρίες συνωμοσίας. Αυτό σας επηρέασε, κινδύνεψε το έργο;
– Το έργο κινδύνεψε φιλοσοφικά. Οπως είπαμε, είναι ένα μεγάλο έργο που το ξεκινήσαμε αρκετά πριν από την κρίση. Με το που ήρθε η κρίση και ήμασταν έτοιμοι να το βάλουμε μπροστά, ναι, ακούστηκαν κάποιες, νομίζω, σωστές κριτικές, ότι «εδώ η Ελλάδα χάνεται κι εσείς θέλετε να φτιάξετε Λυρική Σκηνή και Εθνική Βιβλιοθήκη;». Για λίγο καιρό, μας επηρέασε αυτό και μας ανάγκασε να το σκεφτούμε πάρα πολύ βαθιά. Καταλήξαμε ομόφωνα ότι πρέπει να συνεχίσουμε για δύο λόγους: η πραγματοποίηση ενός μεγάλου έργου μέσα στην κρίση θα έδινε δουλειές και ελπίδα και επίσης, θα ήταν μια ευκαιρία να βοηθήσουμε και εμείς στο χτίσιμο και τη δημιουργία αυτής της καινούργιας Ελλάδας. Να γίνουν πράγματα σωστά, να γίνει ένα έργο ποιότητας, το οποίο θα μπορέσει να αγκαλιάσει η κοινωνία και να γίνει η αρχή μιας καινούργιας Ελλάδας. Είναι ενδιαφέρον ότι η κρίση, λόγω της οποίας κάνουμε την αυτοκριτική και το σκεφτόμαστε, είναι ταυτόχρονα αυτό που μας έδωσε την αφορμή να συνεχίσουμε, ξέροντας πλέον τα ρίσκα, αλλά πιστεύοντας ότι τα καλά υπερβαίνουν όσα τυχόν κακά. Συνεχίζουμε, λοιπόν, με το έργο και δίνουμε δουλειές και ελπίδα και μέλλον. Είμαστε σίγουροι πλέον για την αξία του. Συγχρόνως είπαμε ότι πέρα από τα όσα ήδη κάναμε, έπρεπε να διαθέσουμε επιπλέον πόρους για την κοινωνική κρίση, κυρίως στον τομέα της κοινωνικής πρόνοιας και να βοηθήσουμε τον κόσμο που έχει ανάγκη. Αρχίσαμε, λοιπόν, την εποχή εκείνη την επιπλέον πρωτοβουλία των 100 εκατομμυρίων ευρώ για να βοηθήσουμε στην ανακούφιση του κοινωνικού συνόλου. Εγινε μεγαλύτερη προσπάθεια στην κοινωνική πρόνοια, στην εκπαίδευση και στην υγεία.
Δεν υπάρχει πλέον το κράτος πρόνοιας όπως το ξέραμε, υπάρχει η κοινωνία πρόνοιας. Εμείς δεν αναπληρώνουμε, μόνο συμπληρώνουμε. Καμιά φορά και ιδιαίτερα τώρα, λόγω της κρίσης, μπαίνουμε πιο βαθιά από όσο κι εμείς θα θέλαμε.Το κάνουμε εσκεμμένα λόγω ανάγκης, αλλά αυτός δεν είναι ο σκοπός μας. Δεν θέλουμε ποτέ να υπάρχει η εντύπωση ότι αναπληρώνουμε. Και να θέλαμε, δεν μπορούμε. Και να μπορούσαμε, όμως, δεν πρέπει. Ως Ιδρυμα πρέπει να συμπληρώνεις μόνο.
Να μην κοιτάμε μόνο έξω, πρέπει να προσπαθήσουμε μόνοι μας να σωθούμε
– Πού γέρνει το ισοζύγιο, τα θετικά, τα αρνητικά, και πού βλέπετε να είναι η χώρα σε δέκα χρόνια από τώρα;
– Αυτό που φοβάμαι είναι ότι πρέπει εμείς οι ίδιοι να φτιάξουμε το μαγαζί μας, να μην κοιτάμε μόνο έξω, πρέπει να προσπαθήσουμε μόνοι μας να σωθούμε. Να μην περιμένουμε από τους έξω, όποιοι και αν είναι οι έξω, να μας βοηθήσουν. Μόνοι μας πρέπει να φτιάξουμε τη χώρα μας. Το καλό, και ταυτόχρονα παράδοξο για μένα, είναι ότι η κοινωνία, αυτοί που είναι από κάτω, που δεν έφταιγε και που έχει πληρώσει, έχει καταλάβει και είναι έτοιμη και θέλει και ζητάει την εξυγίανση. Αλλά η ηγεσία, είτε πρόκειται για πολιτικούς είτε για επιχειρηματίες, που προσπαθεί να εξηγήσει και να καθοδηγήσει τη χώρα έξω από το πρόβλημα, αυτοί δηλαδή που είναι από πάνω (υπάρχουν βέβαια και οι εξαιρέσεις), δεν έχει αντιληφθεί πόσο σοβαρό είναι το πρόβλημα. Δεν αφορά το τι θα γίνει με τη δική τους καριέρα, αλλά το τι θα γίνει για το καλό της χώρας. Αυτό σου δίνει ελπίδα, γιατί ό,τι γίνεται από κάτω, με το πέρασμα του χρόνου τελικά νικάει. Το ρίσκο είναι ότι με την παγκοσμιοποίηση μερικές χώρες αρχίζουν να περνούν στο περιθώριο. Το μεγαλύτερο ρίσκο για μένα είναι να μη μείνουμε στο περιθώριο. Aλλά φοβάμαι ότι μπορούμε να μπούμε σε μια νοοτροπία τού «δεν βαριέσαι, αντέξαμε, φυτοζωούμε, εντάξει είμαστε», το οποίο για μένα θα είναι το τελικό χτύπημα. Γιατί αυτό σημαίνει ότι οι νέοι, οι οποίοι καταλαβαίνουν, θα φύγουν λόγω έλλειψης ελπίδας και ονείρου.
Η Ελλάδα είχε πάντα αυτό το «η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει», αλλά αν μπούμε στο περιθώριο, θα είναι το ίδιο με θάνατο. Και αυτό γίνεται και με άλλες χώρες. Ολα αυτά με κάνουν και ελπίζω βέβαια, και πιστεύω, αλλά δεν έχουμε καιρό για χάσιμο, δεν έχουμε καιρό για να κοιτάξουμε το δικό μας συμφέρον. Πρέπει να δουλέψουμε όλοι για να βοηθήσουμε την Ελλάδα: ο ιδιωτικός τομέας και ο δημόσιος, και η φιλανθρωπία και οι έχοντες και το κράτος, το οποίο πρέπει να κάνει πιο σωστά τη δουλειά του. Από πάνω μέχρι κάτω, γιατί ένας μόνος του δεν μπορεί. Στο πλαίσιο της συνεργασίας, πρέπει όλος ο πολιτικός χώρος να αναθεωρήσει παλιά του πιστεύω.
Για μένα δεν υπάρχει πλέον Αριστερά ή Δεξιά, υπάρχει η Ελλάδα. Από την Αριστερά, από τη Δεξιά, από παντού υπάρχουν σωστοί Ελληνες που μπορούν να βοηθήσουν. Σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να υπάρξουν οι σωστές συνεργασίες. Ακόμη και όταν διαφωνείς με κάποιον, είτε ιδεολογικά είτε πρακτικά, δεν μπορώ να πιστέψω ότι δεν μπορούν να πουν –απ’ όπου και αν προέρχονται–, πως αν και διαφωνούν στα περισσότερα θέματα, υπάρχουν πέντε ή έξι πράγματα στα οποία μπορούν να συμφωνήσουν όλοι. Αυτό ως Ελληνας θα το επιζητούσα από όλους τους ηγέτες του πολιτικού σκηνικού.
Η Αθήνα γίνεται Βαρκελώνη
– Υπάρχει ένα project για την ανάπλαση του παραλιακού μετώπου. Τι σχέση έχει το Ιδρυμα με αυτό και πώς δένει με το υπόλοιπο έργο που κάνει;
– Το μόνο το οποίο κάναμε εμείς και το οποίο μας ζητήθηκε από την προηγούμενη κυβέρνηση, επειδή δεν είχε τη δυνατότητα να το πραγματοποιήσει, ήταν να βοηθήσουμε ώστε να γίνουν οι μελέτες από τον Ρέντζο Πιάνο, που ήταν απαραίτητες για να ενταχθεί το έργο του παραλιακού μετώπου στο ΕΣΠΑ.
Η ιδέα ήταν ότι έτσι δένεις το παραλιακό μέτωπο με το Κέντρο Πολιτισμού, το οποίο κάνει καλό στην περιοχή, και το δέχτηκε και ο Πιάνο. Ετσι κάναμε και τις μελέτες, με συμμετοχή μάλιστα αρκετών Ελλήνων αρχιτεκτόνων, κι εκεί σταματάμε. Δεν έχουμε άλλη ανάμειξη, αλλά ελπίζουμε βέβαια να προχωρήσει και πιστεύω ότι θα προχωρήσει. θεωρώ ότι δένει η όλη ιδέα και το όνειρο του Πιάνο να ξαναφέρει αυτό που έλεγε και ο ίδιος χαριτολογώντας, την Καλή Θέα (στην Καλλιθέα), να ενώσει τη θάλασσα με την Ακρόπολη και να λειτουργήσει η παραλία της Αθήνας όπως παλιά. Από ό,τι ακούω, νομίζω ότι προχωράει.
– Αυτό θα μπορούσε να δέσει σε ένα όραμα να γίνει η Αθήνα σε λίγα χρόνια Βαρκελώνη ως προορισμός;
– Οπωσδήποτε, αυτή είναι και η δική μας ιδέα, αλλά και πάλι χρειάζεται οργάνωση, χρειάζεται ο καθένας να παίξει τον ρόλο του. Το κράτος με τις υποδομές-συγκοινωνίες, η κοινωνία να το αγαπήσει, να το καταλάβει, να γίνει προορισμός· να το ζήσει δηλαδή. Το ένα θα φέρει το άλλο. Και εκεί είναι νομίζω το μεγάλο στοίχημα. Δεν είναι εάν θα δουλέψει την πρώτη φορά, εάν θα ανάψουν τα φώτα. Θα ανάψουν τα φώτα.
Η ψυχή όμως είναι ο κόσμος και είναι σημαντικό πώς θα το αγκαλιάσει το κράτος με υποδομές, για να πάει ο κόσμος και να το αισθανθεί πραγματικά δικό του. Και η Βαρκελώνη, πιστεύω, δεν έγινε από τη μία μέρα στην άλλη.
Εκεί πάμε σε ένα άλλο θέμα, που αξίζει τον κόπο, νομίζω. Είχα πάει πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες και γνώριζαν τι θα γινόταν το κάθε έργο, το κάθε κτίριο που είχε φτιαχτεί, την επόμενη μέρα όταν θα έσβηνε η φλόγα. Κι έτσι ερχόμαστε πάλι στον ρόλο του κράτους. Εμείς δεν ξέραμε τίποτα. Βλέπουμε πώς αναζωογονήθηκε με τη σωστή υποδομή η Βαρκελώνη, η οποία ήταν πριν μια ξεπεσμένη πόλη. Δηλαδή, τα χρήματα από μόνα τους δεν κάνουν τη διαφορά. Αυτή είναι μια μεγάλη παρεξήγηση που υπάρχει ακόμη, ιδίως στην Ελλάδα. Τα χρήματα είναι μέρος της λύσης.
Το φιλότιμο του Ελληνα δεν χάθηκε
– Τι έχετε μάθει μέσα από τη δραστηριότητα του Ιδρύματος για τις τοπικές κοινωνίες, για τον απλό άνθρωπο με τον οποίο έχετε έλθει σε επαφή;
– Πιστεύω ότι μπορεί να σωθεί η Ελλάδα και να ξαναχτιστεί. Υπάρχει το φιλότιμο, το οποίο χώθηκε κάπου πολύ βαθιά, σχεδόν χάθηκε. Δεν εξαφανίστηκε, χώθηκε όμως κάπου. Χάθηκαν πολλές αξίες και αυτό δεν είναι θέμα πολιτικό, αλλά κοινωνικό. Πάντως, το φιλότιμο υπάρχει ακόμη και νομίζω ότι με πολλή δουλειά, σωστή νοοτροπία και σωστή ηγεσία θα ξαναχτίσουμε μια καινούργια Ελλάδα, η οποία θα είναι και καθαρή και ωραία. Εγώ πιστεύω ότι τα έχουμε όλα: πολιτισμό, ιστορία, τουρισμό, καιρό, αγροτουρισμό. Ψάχνουμε να βρούμε κάτι, το οποίο δεν έχουμε ανάγκη να το βρούμε, το έχουμε ήδη. Δεν έχουμε καταλάβει τι έχουμε.
– Υπάρχει ένα κενό ηγεσίας στην Ελλάδα; Με την ευρύτερη έννοια, όχι μόνο πολιτικής.
– Υπάρχει έλλειψη ηγεσίας γενικά. Η μόνη ελπίδα και πάλι είναι να καταφέρεις να ενώσεις ορισμένους άξιους. Συγχρόνως, με την έλλειψη ηγεσίας υπάρχει και κάτι άλλο, το οποίο νομίζω ότι αρχίζουμε και το καταλαβαίνουμε όλοι μας: το γεγονός ότι μόνος του ο καθένας δεν μπορεί να βρει λύσεις. Είτε αυτό λέγεται κράτος είτε ιδιωτικός τομέας. Οσο πλούσιος και να είσαι. Πρέπει να γίνουν συνεργασίες. Και η συνεργασία δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, αλλά και του τρίτου τομέα (των φιλανθρωπικών ιδρυμάτων και των ΜΚΟ), τώρα έχει ξεκινήσει. Ακόμα και στην Αμερική δεν έχει μπει στον δρόμο της. Αλλά υπάρχει η ιδέα ότι μόνο με συνεργασίες θα βγει η δουλειά. Πρέπει όμως να είναι συνεργασίες για να ωφεληθεί το κοινωνικό σύνολο, όχι για να ωφεληθούμε όλοι όσοι είμαστε μέσα. Γιατί αυτό είναι ένα πρόβλημα στην Ελλάδα. Συνεργαζόμαστε για να επωφεληθούμε οι ίδιοι.
– Στην Ελλάδα υπάρχει ένα κρατικοδίαιτο επιχειρηματικό κατεστημένο το οποίο έχει μάθει να λειτουργεί με πολύ συγκεκριμένο τρόπο. Αλλάζει αυτό; Δίνει αυτό το κατεστημένο πίσω πράγματα στη χώρα, κάτι που το έχει ανάγκη;
– Οχι. Πιστεύω ακράδαντα πως όχι. Οι έχοντες αυτής της χώρας ως πολίτες πρέπει να κάνουν κάποια πράγματα. Να πληρώνουν φόρους, σαν επιχειρηματίες να εξασφαλίζουν δουλειές, να ανοίγουν καινούργιες επιχειρήσεις, να δίνουν ελπίδα, και βέβαια να αποκομίζουν και οι ίδιοι κέρδος. Η φιλανθρωπία έρχεται συμπληρωματικά. Δεν αναπληρώνει τίποτε από μόνη της, γιατί δεν μπορεί να κάνει τίποτε από μόνη της και ούτε πρέπει να προσφέρεις μόνο φιλανθρωπία. Αλλά πιστεύω πως, και δεν το λέω γιατί έχω προσωπικά με κάποιον, οι έχοντες δεν έχουν ανταποκριθεί στο κάλεσμα, το οποίο είναι πολύ ηχηρό, τουλάχιστον συνολικά, όσο θα έπρεπε στις ανάγκες που έχει η χώρα. Είτε λοιπόν δεν ανταποκρίνονται είτε, όταν το κάνουν, αυτό γίνεται με πολύ ειδικούς τρόπους, που για μένα χάνει το νόημα.
– Εχετε γνωρίσει νέους ανθρώπους που ξέρετε ότι μπορούν να κάνουν τη διαφορά σε αυτήν τη χώρα;
– Εχω γνωρίσει και πιστεύω ότι το μυστικό είναι πλέον η επόμενη γενιά. Είναι οι 35άρηδες, οι οποίοι είναι αυτοί που τιμωρούνται από την κρίση, αλλά είναι και αυτοί που θα μπορέσουν να προσφέρουν και να οδηγήσουν την Ελλάδα σε μια καινούργια αρχή. Πιστεύω ότι ακόμα και η δική μας γενιά, παρ’ όλο που θεωρούμαστε νέοι, δυστυχώς είναι μέρος του προβλήματος, από απόψεως γενικής νοοτροπίας. Εξαιρέσεις πάντα υπάρχουν, αλλά γενικά πρέπει να κοιτάξουμε να βοηθήσουμε και τους επόμενους να χτίσουν μια καινούργια Ελλάδα.
Πηγή: Καθημερινή |
|
|
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου