Πρώτο θέμα μας: "γνώθι σαυτόν"

Πρώτο μας θέμα

Articles and opinions expressed may not necessarily belong to paneliakos.com

Η ιστοσελίδα μας, PANELIAKOS.COM

You can translate this blog in over 100 languages within a second! Go to the left up top where it says Select Language. Happy navigating. See you again..

Εορτάζουμε και Tιμούμε

Πέμπτη 26 Σεπτεμβρίου 2013

Καταδίκη γενικού προξένου για παράβαση καθήκοντος κατά τη θητεία του στην Κορυτσά

Του Aρη Παπαδόπουλου


Σε μια σεμνή τελετήστο χωριό Βoboshtica, οι ομογενείς στην Κορυτσά μαζί με το διπλωματικό προσωπικό του Προξενείου, αποχαιρέτησαν τον Γενικό Πρόξενο Θεόδωρο Οικονόμου – Καμαρινό.
Για παράβαση καθήκοντος καταδικάστηκε, την Τρίτη, μετά από πολυήμερη δίκη στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο, ο Θεόδωρος Οικονόμου-Καμαρινός, α’ σύμβουλος πρεσβείας, για την περίοδο που υπηρετούσε στην Κορυτσά το 2010. Δεν διστάζει μάλιστα να πει προς τον «Ε.Κ.» ότι «η αλήθεια είναι πως την εξωτερική μας πολιτική χαρακτηρίζει η δειλία η οποία βαπτίζεται, κατά περίπτωση, ψύχραιμη στάση, αποφυγή προκλήσεων, συμβολή στη σταθερότητα, ακόμη και σεβασμός προς το Διεθνές Δίκαιο...».
Τα «λάθη» του κ. Καμαρινού ήταν πολλά. Κυρίως το ότι τόλμησε να ξεστομίσει την αλήθεια πως υπάρχουν Ελληνες στην Κορυτσά, κάτι που δεν αναγνωρίζει η Αλβανία, γι’ αυτό και ζήτησε να τύχουν μειονοτικών δικαιωμάτων όπως όλοι οι Ελληνες της Βορείου Ηπείρου. Αυτό ήταν. Οι Τσάμηδες πήραν φωτιά, οι ελληνοαλβανικές σχέσεις ταρακουνήθηκαν και η Αθήνα αντί «να χτυπήσει τον γάιδαρο, χτύπησε το σαμάρι!».
Ως προς την δίωξή του, ο γενικός πρόξενος -που εφεσίβαλε ήδη την απόφαση- ανέφερε στον «Ε.Κ.» ότι «είναι τελευταία μόδα να ξεφορτώνονται υπαλλήλους. Περιμένω τώρα το Πειθαρχικό να με απολύσει από το Διπλωματικό Σώμα».
Από πλευράς υπουργείου Εξωτερικών στο δικαστήριο εμφανίστηκε ως πολιτική αγωγή μία νεαρή εκπρόσωπος του νομικού συμβούλου, ενώ ανάμεσα στους μάρτυρες υπεράσπισης του κατηγορούμενου ήταν και ο εν ενεργεία πρέσβης Γιώργος Αϋφαντής, που μέχρι πρότινος υπηρετούσε στο Βανκούβερ του Καναδά και ο οποίος είναι τώρα διευθυντής του διπλωματικού γραφείου του κ. Τσίπρα.
Οπως είπε στον «Ε.Κ.» ο κ. Καμαρινός, «ήταν μία ειλημμένη απόφαση, καθώς το δικαστήριο δεν δέχθηκε τίποτα από τα υπερασπιστικά στοιχεία. Οι κατηγορίες ήταν απόλυτα ψευδείς και αστήρικτες, αλλά έγιναν δεκτές από το δικαστήριο».
Ερωτηθείς αν υπάρχει περίπτωση να μην απολυθεί από το Πειθαρχικό, αλλά να προβεί σε ηπιότερη ποινή, όπως στέρηση βαθμών ή διαθεσιμότητα, είπε πως είναι πολύ «χλωμή» μία τέτοια περίπτωση.
Να σημειωθεί ότι η δίωξη είχε γίνει επί υπουργίας Δημήτρη Δρούτσα και σύμφωνα με τον πρόξενο «ουσιαστικά ήταν μία εκδίκηση του διπλωματικού κατεστημένου που εκμεταλλεύθηκε την απειρία του κ. Δρούτσα για να του επιβάλλει κάποιες αντιλήψεις σχετικά με εμένα, με το επιχείρημα ότι αντιστρατεύτηκα την πολιτική τους στο Βορειοηπειρωτικό».
Κληθείς να σχολιάσει ποιους εννοεί κατεστημένο, εξήγησε τους τότε γενικό γραμματέα, προσωπάρχη, 6ο γενικό διευθυντή και τα λοιπά... Κι όπως λέει, «ουσιαστικά ήταν ένα χτύπημα κάτω από τη μέση. Θα μπορούσαν να με καλέσουν σε δημόσιο διάλογο αλλά προτίμησαν να με εξοντώσουν υπηρεσιακά».
Τι ακριβώς είχε συμβεί στην Κορυτσά;
Δίνοντας τη δική του εκδοχή, ο κ. Καμαρινός λέει στον «Ε.Κ.»:
«Από τη στιγμή της έλευσής μου στην Κορυτσά ως γεν. προξένου, τέλη Σεπτεμβρίου 2010, είχα κατά νου την εξυπηρέτηση των εθνικών συμφερόντων, όπως πίστευα ότι τα αντιλαμβανόταν το ελληνικό κράτος. Επρεπε, κατ’ αρχήν, να αναδιοργανώσω το γεν. προξενείο και να το απαλλάξω από τις κατηγορίες χρηματισμού που το βάραιναν στην τοπική κοινωνία. Οι κατηγορίες αυτές το είχαν σχεδόν εντελώς απαξιώσει και αχρηστεύσει ως μοχλό ασκήσεως πολιτικής στην περιοχή. Αλλά και στο εσωτερικό του, κάποιοι υπάλληλοι δεν ενέπνεαν εμπιστοσύνη, ενώ το άτομο που εκτελούσε χρέη ιδιαιτέρου γραμματέως του προξένου ήταν αλβανικής καταγωγής, με συνέπεια όλα τα απόρρητα έγγραφα που συνέτασσα ή λαμβάνονταν από το κέντρο να βρίσκονται υπό την διαρκή απειλή διαρροής. Το ίδιο το κτίριο είχε να συντηρηθεί από την εποχή ενοικιάσεώς του (προ 10ετίας) και έμοιαζε, εξωτερικά και εσωτερικά, περισσότερο με εγκαταλελειμμένη φυλακή».
Πράγματι, ανατρέχοντας κανείς σε δημοσιεύματα εποχής επιβεβαιώνει τα λεγόμενα του γενικού προξένου. Αλλωστε τα περισσότερα έχουν σχέση με την κακοδαιμονία του ελληνικού Δημοσίου: «Μέσα στο επόμενο 8μηνο ανακατέταξα τους υπαλλήλους, απομακρύνοντας τουλάχιστον 5 άτομα, όπως θυμάμαι, τα οποία δημιουργούσαν υπόνοιες χρηματισμού. Τοποθέτησα στη θέση του ιδιαιτέρου γραμματέα ομογενή, κατόπιν δημοσίου διαγωνισμού και συντήρησα το κτίριο βάφοντάς το εξωτερικά με τα εθνικά χρώματα ώστε να ξεχωρίζει από κάθε άλλο κτίριο στην Κορυτσά. Βρήκα την προξενική κατοικία εντός του χώρου του προξενείου, γεγονός που δημιουργούσε πολλά προβλήματα πάσης φύσεως. Την μετέφερα σε άλλο κτίριο, εκτός προξενείου, ώστε, μεταξύ άλλων, να κυματίζει και δεύτερη ελληνική σημαία στην πόλη. Παράλληλα, δεχόμουν σε ακρόαση όλους όσους ήθελαν να με δουν, χωρίς αποκλεισμούς. Τα μέτρα αυτά είχαν ανταπόκριση στους κατοίκους που με επευφημούσαν σε κάθε δημόσια εμφάνιση ενώ το κύρος του Γ.Π. αυξήθηκε κατακόρυφα».
Υπήρχαν όντως την εποχή εκείνη αρκετά σοβαρά προβλήματα. Οπως λέει, «ένα από τα κυριότερα καθήκοντά μου ήταν και η διασφάλιση της καλής λειτουργίας των ελληνικών εκπαιδευτηρίων ‘Ομηρος’ της Κορυτσάς, οι μαθητές των οποίων, κυρίως ομογενείς, είχαν φθάσει περίπου τους 500. Δυστυχώς και εδώ, οι αποσπασμένοι από την Ελλάδα εκπαιδευτικοί, οι οποίοι ήσαν κυρίως από την Φλώρινα, έρχονταν μόνο για να διδάξουν 2-3 ώρες την ημέρα χωρίς να τηρούν το ωράριο. Κάποιοι μάλιστα δεν εμφανίζονταν σχεδόν καθόλου αφήνοντας στο επιτόπιο προσωπικό την διεξαγωγή των μαθημάτων. Αναγκάστηκα να κάνω συνεχείς ελέγχους στο σχολείο, στις 8 π.μ. και στη 1 μ.μ. ώστε να αποκαταστήσω τα πράγματα. Από το υπ. Παιδείας εζήτησα την απομάκρυνση πολλών εκπαιδευτικών, αλλά δεν υπήρξε ποτέ καμία αντίδραση. Εζήτησα την ρύθμιση του καθεστώτος λειτουργίας των εκπαιδευτηρίων σε συνεργασία με την Αλβανία, αλλά και εδώ δεν πήρα απάντηση».
Ο γενικός πρόξενος δεν διστάζει, επίσης, να μιλήσει για το τοπικό τμήμα στην Κορυτσά της ομογενειακής οργάνωσης «Ομόνοια» που «αντί να αποτελεί ουσιαστικό εργαλείο παρέμβασης στην τοπική κοινωνία, αντί να συσπειρώνει και να εμπνέει το ελληνικό στοιχείο, το προεδρείο είχε εκφυλίσει σε πρακτορείο εκδόσεως θεωρήσεων και πωλήσεως θέσεων οικοτροφείων στην Ελλάδα για ομογενείς της περιοχής».
Μάλιστα, όπως αναφέρει ο κ. Καμαρινός, «η δράση του αυτή δεν έμεινε απαρατήρητη από τα τοπικά ΜΜΕ τα οποία βρήκαν αφορμή να βάλουν σχεδόν καθημερινά κατά της Οργάνωσης, του γενικού προξενείου και της Ελλάδος. Αφού επί μήνες καλούσα τον πρόεδρο να διορθώσει την κατάσταση χωρίς ανταπόκριση, έπαψα να τον αναγνωρίζω και επέτρεψα σε νέους ομογενείς να δημιουργήσουν καινούργια τοπική οργάνωση με μεγάλη δυναμική. Ετσι, από 60 περίπου άτομα όταν ανέλαβα πρόξενος, τα μέλη ξεπέρασαν τις 4.000 μέσα στην επόμενη 2ετία».
Παρόλα αυτά, όπως λέει, «δυστυχώς, ο πρόεδρος της ‘Ομόνοιας’ και δήμαρχος Χιμάρας δεν εστήριξε την προσπάθειά μου ούτε επισκέφθηκε ποτέ την Κορυτσά παρά τις συνεχείς προσκλήσεις μου, με συνέπεια ο παλαιός πρόεδρος να γαντζωθεί στον τίτλο του διατηρώντας μία οργάνωση-σφραγίδα. Το ΥΠΕΞ επίσης, το οποίο δεν θέλησε ποτέ να αναλάβει ευθύνες έναντι της ελληνικής μειονότητας στην Αλβανία, με επετίμησε οχυρωμένο πίσω από την πολιτική της μη επέμβασης στα εσωτερικά της ‘Ομόνοιας’ που αποτελεί υπεκφυγή και εθελοτυφλία έναντι της μειονοτικής πολιτικής άλλων κρατών όπως π.χ. της Ουγγαρίας στην Τρανσυλβανία και της Τουρκίας στο χώρο της Θράκης».
Και συνεχίζει εξιστορώντας τα γεγονότα:
«Εναντι των τοπικών Αρχών, χρησιμοποίησα την ανάγκη λήψεως θεωρήσεων προς την Ελλάδα και την ΕΕ ως όπλο για να επιτύχω την χαλάρωση των μέτρων κατά της μειονότητος. Ετσι, κατόρθωσα, μεταξύ άλλων, τη διοργάνωση εβδομαδιαίου φεστιβάλ ελληνικού ιστορικού κινηματογράφου στην Κορυτσά, το άνοιγμα τοπικών γραφείων της ‘Ομόνοιας’ σε άλλες τρεις πόλεις και την διατήρηση των ατόμων ελληνικής καταγωγής στις δημόσιες υπηρεσίες τα οποία κινδύνευαν διαρκώς με απόλυση λόγω του γεγονότος αυτού. Επίσης, σε συνεργασία με τον αδάμαστο ιερέα και εθνοκήρυκα Ελευθέριο Καρακίτσιο της Ι. Μ. Θεσ/νίκης, διατηρούσαμε πολλά φροντιστήρια ελληνικής γλώσσας εκτός Κορυτσάς».
Αυτά ως προς τη δράση του στην Κορυτσά, για την οποία αγαπήθηκε από τους απλούς ομογενείς.
Προχωράει όμως παρακάτω και λέει ότι «τον Μάρτιο του 2010 η αλβανική κυβέρνηση εξήγγειλε την διενέργεια απογραφής πληθυσμού για τον Απρίλιο 2011 στην οποία θα δηλώνονταν επίσης η εθνική καταγωγή και το θρήσκευμα των απογραφομένων». Την απογραφή ο κ. Καμαρινός την εξέλαβε ως χρυσή ευκαιρία για την αναγνώριση εκ νέου της υπάρξεως Ελλήνων στην Κορυτσά, γεγονός το οποίο αρνείται το αλβανικό κράτος μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ετσι για ένα χρόνο επισκεπτόταν διαρκώς χωριά της περιοχής, περισσότερα από 60 τελικώς, καλώντας τους κατοίκους να θυμηθούν την εθνική τους καταγωγή, να επισκεφθούν τους τάφους των προγόνων τους και να δουν σε ποια γλώσσα ήταν γραμμένες οι επιτύμβιες πλάκες.
«Θα αναφέρω χαρακτηριστικά ότι σε ένα ορεινό χωριό πάνω από το Πόγραδετς, ένα γεροντάκι πήρε στο χέρι του και καταφίλησε την μικρή ελληνική σημαία πάνω στο προξενικό τζιπ λέγοντας με δάκρυα - ‘παιδί μου, έχω να δω την σημαία αυτή απ’ τον Πόλεμο...’» θυμάται και συνεχίζει:
«Η κορύφωση της προσπάθειας έγινε εκ μέρους μου τον Φεβρουάριο 2011, κατά την εκδήλωση για την 20ή επέτειο από την ίδρυση της ‘Ομόνοιας’. Τότε, δύο μήνες προ της απογραφής, διεκήρυξα δημόσια ότι υπάρχουν Ελληνες στην Κορυτσά και ότι πρέπει να απολαμβάνουν μειονοτικών δικαιωμάτων όπως άλλωστε όλοι οι Ελληνες της Β. Ηπείρου. Οι φράσεις αυτές άνοιξαν τον ασκό του Αιόλου. Οι χαζοχαρούμενες μέχρι την στιγμή εκείνη ελληνο-αλβανικές σχέσεις πήραν φωτιά... Οι Τσάμηδες έκαιγαν ελληνικές σημαίες. Το αλβανικό ΥΠΕΞ εζήτησε εξηγήσεις από την πρεσβεία μας στα Τίρανα για την αναφορά μου στην Β. Ηπειρο. Ο πρέσβης της Ελλάδος εδήλωσε στον γεν. γραμματέα ότι τα περί Ελλήνων στην Κορυτσά και τα περί Β. Ηπείρου ‘ήσαν προσωπικές απόψεις του προξένου’. Εντός τριών ημερών με εκάλεσαν στην Αθήνα για ‘συνομιλίες’. Μέσα στο επόμενο 15νθήμερο αντιμετώπισα τις ύβρεις και την απαξίωση από την υπηρεσιακή ηγεσία του ελληνικού ΥΠΕΞ. Η κατάσταση έγινε σχεδόν χυδαία όταν άρχισαν να με απειλούν με την καριέρα μου ως διπλωμάτη».
Τότε παρουσιάστηκα στον τότε υπουργό Δρούτσα, παρουσία και των υπηρεσιακών διπλωματών.
«Δεν γνωρίζετε ότι στο υπουργείο δεν κάνουμε πλέον χρήση του όρου Β. Ηπειρος;» του λέει ο κ. Δρούτσας, σύμφωνα με τον γενικό πρόξενο.
«Μπορείτε την άποψη αυτή να την υποστηρίξετε δημόσια;» του απάντησε ο γεν. πρόξενος και λέει στον «Ε.Κ.» με κάποια δόση πίκρας: «Είναι βέβαιο ότι χωρίς την αντίδραση χιλιάδων Ελλήνων στο Διαδίκτυο και μέσω των ΜΜΕ, θα είχα ανακληθεί άμεσα στην Αθήνα για να εξευμενιστούν οι αλβανικές αντιδράσεις. Αντιθέτως, ο πρέσβης μας στην Αλβανία -που δεν αντέδρασε ποτέ όταν οι Τσάμηδες έκαιγαν την ελληνική σημαία κάτω από το παράθυρό του, που ποτέ δεν έβγαλε μια μικρούλα ανακοίνωση για τις καθημερινές ύβρεις των αλβανικών ΜΜΕ προς την χώρα μας, αυτός που δεν επισκέφθηκε ποτέ τίποτα έξω από τα εστιατόρια και τα κλαμπς των Τιράνων- τιμήθηκε με τέταρτο χρόνο παραμονής στην Αλβανία, αντί των τριών προβλεπομένων. Τόσο αποφασιστική θεωρήθηκε από την Αθήνα η συμβολή του στην ελληνο-αλβανική φιλία και τις διμερείς σχέσεις».
Τελικά, ο κ. Καμαρινός επιστρέφει στη θέση του στα τέλη Φεβρουαρίου 2011 προσπαθώντας να ξεχάσει ό,τι είχε γίνει και να προετοιμαστεί για την επικείμενη απογραφή. Η απογραφή όμως ανεβλήθη για τον Ιούνιο και εν συνεχεία για τον Νοέμβριο. Οταν έγινε «και παρά τις περί του αντιθέτου συστάσεις της ‘Ομόνοιας’ την τελευταία στιγμή, περισσότεροι από 30.000 άτομα στην Κορυτσά δήλωσαν ελληνική εθνικότητα, γεγονός για το οποίο αισθάνομαι υπερήφανος. Η επιστροφή μου στην Αθήνα έγινε στις 19 Νοεμβρίου 2011, ένα χρόνο πριν συμπληρώσω την προβλεπόμενη τριετία παραμονής στην Αλβανία. Κατά το χρονικό αυτό διάστημα το προξενείο έγινε αντικείμενο Ενορκης Διοικητικής Εξέτασης (ΕΔΕ), βασισμένης σε ανώνυμη καταγγελία, την οποία διεξήγαγε η τότε πρέσβης μας στα Σκόπια. Το πόρισμα της ΕΔΕ αυτής, ‘κατάλληλα διανθισμένο’, επέφερε τα σημερινά αποτελέσματα...».
Ετσι, τον Μάρτιο 2012 το ΥΠΕΞ τον παρέπεμψε στο Πειθαρχικό Συμβούλιο με την κατηγορία ότι είχε δήθεν εκδώσει θεωρήσεις χωρίς τα προβλεπόμενα δικαιολογητικά ενώ «με την συμπεριφορά μου εντός και εκτός προξενείου είχα διασύρει το κύρος της χώρας», όπως διευκρινίζει.
Τον Νοέμβριο 2011, πριν καν επιστρέψει στην Αθήνα, η υπηρεσιακή ηγεσία του ΥΠΕΞ τον είχε καταγγείλει στη Δικαιοσύνη για «παράβαση καθήκοντος», γεγονός το οποίο έμαθε μόλις στις αρχές Αυγούστου 2012, όταν κλήθηκε να απολογηθεί στην Εισαγγελία του Πλημμελειοδικείου Αθηνών με την διαδικασία μάλιστα του κατεπείγοντος (μετά την παρέλευση 10μήνου), και παρά το γεγονός ότι τον Αύγουστο τα δικαστήρια είναι κλειστά και έτσι υπήρχε πιθανότητα να μην έχει δικηγόρο. Από τον Φεβρουάριο του 2013 έχει τεθεί σε αργία.
Στην ορισθείσα δικάσιμη για τις 29 Ιουνίου 2013 η κατηγορούσα αρχή (το ΥΠΕΞ) δεν παρέστη. Η δίκη ανεβλήθη για τις 16 Σεπτεμβρίου 2013 και η ετυμηγορία ήταν, όπως αναφέρθηκε στην αρχή, καταδικαστική.
Πηγή: Εθνικός Κήρυξ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου