Του Βασίλη Μαγαλιού
Με αφορμή το τελευταίο του βιβλίο «Ποια Ευρώπη;» ο κ. Πολύδωρας δίνει σε όλους μας να καταλάβουμε τι έγινε, τι γίνεται και τι θα γίνει με την «περίπτωση» της Ελλάδας, με το ΔΝΤ, με την Τρόικα και με όλη αυτή την κατάσταση που ζούμε στην πατρίδα. Διαβάζοντας αυτό το βιβλίο του σκεπτικιστή, πλέον, Βύρωνα Πολύδωρα έρχονται στις μνήμες μας όλα όσα έχουμε πει και έχουμε ακούσει από τον διπλανό μας, τον συνταξιούχο, τον απλό πολίτη, τον πολιτικό που θέλει να πει αλλά δεν ...μπορεί, τον άνεργο, από αυτόν που δεν ήταν στο μεγάλο φαγοπότι. Η διαφορά όμως είναι ότι τα γράφει και τα λέει με μοναδικά κατανοητό τρόπο, με τρόπο που δεν θυμίζει σε τίποτα την πασίγνωστη σε όλους «ξύλινη γλώσσα των πολιτικών», με τρόπο που «μιλάει» κατευθείαν στο μυαλό και στην καρδιά του αναγνώστη. Και όπως, άλλωστε, είναι και στην πολιτική του σταδιοδρομία, ο κ. Πολύδωρας κάθετι που αναφέρει στο βιβλίο του «Ποια Ευρώπη;» το τεκμηριώνει με πραγματικά γεγονότα που είτε έγιναν στο παρελθόν, είτε επαναλαμβάνονται στο σήμερα. Δεν αφήνει κανένα κενό σημείο να αμφισβητήσει κανείς. Παίρνει θέση, μιλάει ανοιχτά, μιλάει τεκμηριωμένα, μιλάει ανιδιοτελώς και κυρίως μιλάει ως Ελληνας που ζει πραγματικά μέσα στην κρίση που περνάει η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια και όχι σαν πολιτικός που ...συμπάσχει και «γνωρίζει τι περνάει ο Ελληνας», ή «ξέρει τις θυσίες του Ελληνα».
Και για να πούμε με δύο λέξεις το «Ποια Ευρώπη;» είναι ένα βιβλίο που έγραψε ο ελληνικός λαός μέσα από την πένα του Βύρωνα Πολύδωρα, ενώ ο ίδιος ζητάει «τις ιδέες των ομογενών, όσο και τις συγκεκριμένες προτάσεις τους για το πώς πρέπει να βγούμε από την κρίση. Η Ελλάδα τους περιμένει και τους χρειάζεται».
«Περιοδικό»: Στο βιβλίο σας γράφετε σε κάποιο σημείο «Basta! Φθάνει πια, ως εδώ και μη παρέκει. Δεν μπορούμε να πληρώσουμε άλλο. Πεθαίνουμε!». Ενα μήνυμα που στέλνετε σαν πολιτικός, σαν άνθρωπος, σαν πολίτης, σαν προέκταση της φωνής των Ελλήνων ή σαν φωνή οργής και αγανάκτησης;
Βύρωνας Πολύδωρας: Μιλάω για και επιδιώκω τη στιγμή κατά την οποία μια υπεύθυνη πολιτική ηγεσία, έστω ανανήψασα, με τη μέγιστη δυνατή συναίνεση, χωρίς διαιρέσεις, διχαστικές τάσεις και κομματικούς εγωϊσμούς και άλλες ιδιοτέλειες θα θέσει ένα τέλος στις παράλογες απαιτήσεις της τρόϊκας και των δανειστών μας. Θα σκεφτεί ότι ο λαός πένεται και πεθαίνει, από τις οριζόντιες περικοπές μισθών και συντάξεων και από την δυσβάστακτη και απάνθρωπη φορομπηχτική επιδρομή και από την αθλιότητα των διακρίσεων σε βάρος του. Αυτό το βιβλίο είναι μια ελάχιστη πράξη αντίστασης. Αν δεν έχει αξία ως τέτοιο, πιθανόν να έχει ως βοήθημα στους «Ευρωδούλους» του μέλλοντος ή στους μοριακούς «μαζανθρώπους» της παγκοσμιοποίησης, για να τους δείχνει πώς εσκέπτοντο ή ακόμη καλύτερα πώς ένοιωθαν κάποιοι Ελληνες στα χρόνια της δυστυχίας, κάποιοι που δεν ξέχασαν ούτε ξέμαθαν να αγαπούν το έθνος τους, τον λαό τους, τις αξίες τους, γλώσσα, θρησκεία, παράδοση, κοινωνική αλληλεγγύη, με αίσθημα αυτοεκτίμησης, «πλην χωρίς μίσος για κανέναν και με ευσπλαχνία για όλους».
«Π»: Μιλώντας με ανθρώπους για το βιβλίο σας με ρώτησαν «γιατί τα λέει τώρα και γιατί δεν τα έλεγε τον πρώτο χρόνο»;
Β.Π.: Κάνουν λάθος σε αυτό. Εγώ δρούσα, όχι μόνο από τον πρώτο χρόνο, αλλά σε όλη την πορεία μου ως πολιτικός. Χωρίς φόβο. Δεν έχω πατήσει τον όρκο μου. Τονίζω ότι το 2000 ήμουν εισηγητής της Νέας Δημοκρατίας. Γενικός εισηγητής στον προϋπολογισμό. Ξέρετε ποιό είχα σαν πρώτο θέμα; Το δημόσιο χρέος. Το 2000! Ε, νομίζω δεν εσταμάτησα ποτέ. Ευτυχώς τα ’χω γραπτά εγώ όλα. Κι έχω έναν καλό απολογισμό. Και τώρα, όταν αναλαμβάνω αυτή τη δράση, δεν μ’ ενδιαφέρει καρριερίστικα να ποντάρω για την τύχη μου, για το καλό μου μέλλον. Οχι! Τώρα εγώ είμαι διαλεγόμενος με την Ιστορία, θέλω να πω. Και διαλεγόμενος με τον φτωχό συνάνθρωπό μου, τον οποίο υπηρέτησα και τον υπηρετώ, τίμια και εύορκα. Διότι είμαι μαχητής. Διότι δεν θέλω να γίνω λιποτάκτης. Δεν είμαι δειλός ούτε ρίψασπις και τρέσας, να πετάξω δηλαδή την ασπίδα και να πάω να κρυφτώ. Θέλω να περάσει η γνώμη μου. Αν δεν περάσει, θα είμαι πάντως εγώ παρών στη μάχη όρθιος. Μολονότι έκανα σε Υπουργεία, ποτέ δεν λογάριασα ότι θα πάρω από την τήβεννο κάποια επηυξημένη εγκυρότητα γνώμης. Η γνώμη ήταν πάντα εκφραζόμενη με τα σταθερά κριτήρια της ελληνικότητας και της δημοκρατικότητας. Με το κριτήριο πάνω από όλα ότι υπηρετούμε τον λαό. Δεν υπηρετούμε τους εαυτούς μας ούτε κάτι άγνωστο και άδηλο. Υπηρετούμε τον συγκεκριμένο λαό. Και θέλω να τον βοηθήσω. Αυτό το λένε λαϊκισμό; Ή κάπου θα θεοποιήσουμε και θα αγιογραφήσουμε την τεχνοκρατία που ξέρει δήθεν κάποια μυστικά; Να πάνε να κλεισθούν στα λογιστήρια. Και να κάνουν καλές λογιστικές πράξεις που ούτως ή άλλως δεν το καταφέρνουν. Οχι πολιτική.
«Π»: Μέσα στο «Ποιά Ευρώπη;» υπάρχουν όλες εκείνες οι ερωτήσεις που κάνουν οι Ελληνες πολίτες στις παρέες τους, στους χώρους εργασίες τους, στους προβληματισμούς τους, στις πορείες τους, παντού. Ολοι οι προβληματισμοί τους και όλες οι ...καχυποψίες τους. Εσείς με τι αφορμή δώσατε δημόσια και πολιτική φωνή σε όλες αυτές τις ερωτήσεις, τους προβληματισμούς και τις «καχυποψίες» και μάλιστα με ιστορικές αποδείξεις;
Β.Π.: Ολα τα γραπτά μου ήσαν/είναι κωδωνοκρουσίες συναγερμού. Εναγώνια μουσική υπόκρουση του στίχου «μπήκαν στην πόλη οι εχθροί…». Γι’ αυτό σημαίνω συναγερμό. Γι’ αυτό ζητώ εθνική συνεννόηση. Γι’ αυτό προτείνω να εκδοθεί ένα ομόφωνο Ψήφισμα της Βουλής των Ελλήνων, με το οποίο θα γνωστοποιείται σε όλες τις Βουλές και Κυβερνήσεις του κόσμου ο κίνδυνος ανθρωπιστικής κρίσης που αντιμετωπίζει ένας λαός, ο Ελληνικός, εξαιτίας της οικονομικής κρίσης και της βαθειάς ύφεσης, στην οποία τον οδηγεί αφεύκτως η ακρισία και απληστία των δανειστών του. Η ομοφωνία απαιτείται για να δηλωθεί προς επίρρωση της αλήθειας πως στο Ψήφισμα δεν περιέχεται μια κομματική άποψη αλλά η αγωνία ολόκληρου του λαού. Γιατί η Πατρίδα κινδυνεύει. Και μετρά τα παιδιά της και τους φίλους της, και καλεί πάντες τους δυναμένους να φέρουν όπλα θάρρους, ήθους και αγωνιστικής διάθεσης για τη σωτηρία του Λαού και τους Εθνους!
«Π»: Στο «Ποιά Ευρώπη;» ουσιαστικά λέτε ότι όλα είναι βάση σχεδίου και μάλιστα με τακτικές που εφαρμόζονται από παλιά. Οπως για παράδειγμα από την εποχή των αποικιών. Πείτε μας τι ...βλέπετε για το αύριο της Ελλάδας και της Ευρώπης;
Β.Π.: Αυτό που μ’ ενδιαφέρει, και το κάνω σαφές από την πρώτη στιγμή, είναι να συμβάλω, κατ’ ελάχιστον έστω, στην κατάρτιση ενός εθνικού σχεδίου έκτακτης ανάγκης. Θέλω Ευρώπη μεν, αλλά με άλλους όρους. Με διαπραγματεύσεις στο θέμα της εφαρμογής των προγραμμάτων. Οχι με παράδοση άνευ όρων και εξαθλίωση του λαού. Πρέπει να αναγνωριστεί η ανάγκη ότι η Ευρώπη είναι καταφύγιο. Να λείπουν τα πειράματα στα τυφλά. Δεν είμαστε το πείραμα ούτε τα πειραματόζωα. Είμαστε η επαλήθευση της ιστορικής πραγματικότητας. Είμαστε Ελληνες και με πλήρη σοβαρότητα και υπευθυνότητα πρέπει να προχωρήσουμε στον ακανθώδη δρόμο. Και αυτήν την στιγμή, δεν κάνω τίποτα άλλο, παρά να «πυροβολώ» τα προβλήματα που ως μη επιλυόμενα σκοτώνουν τον λαό. Αλλά δυστυχώς ακόμη και σήμερα συνεχίζεται εξ ανάγκης μια πολιτική εξοντωτική για τους πολίτες. Φοβάμαι την παροιμία που λέει: «Το τελευταίο άχυρο σπάζει την πλάτη της καμήλας». Την υπερφόρτωση. Οι φόροι δεν είναι λύση. Προπαντός οι έμμεσοι. Δεν είναι δυνατόν να προχωρούμε «στα τυφλά» στην εξυγίανση των δημοσιονομικών μόνον, περικόπτοντας μισθούς και συντάξεις και βάζοντας φόρους. Γιατί μπορεί να ισχύσει η λαϊκή σκωπτική ρήση που λέει: «η εγχείρηση επέτυχε και ο ασθενής απεβίωσε». Αυτό θα συμβεί με μαθηματική ακρίβεια αν η ύφεση βαθαίνει και διαρκεί. Φόροι πρέπει να εισπράττονται από εισοδήματα, από παραγόμενο πλούτο και όχι από μαγαζιά με λουκέτο ή από ακίνητα που δεν φέρνουν κανένα εισόδημα. Κανένας προϋπολογισμός δεν εκτελείται και κανένα αναπτυξιακό πρόγραμμα δεν κινείται όσο η ύφεση βαθαίνει.
«Π»: Αναφέρετε ότι οι λόγοι που οδήγησαν τον Κωνσταντίνο Καραμανλή να βάλει την Ελλάδα στην ΕΟΚ ήταν τρεις, οικονομικοί, εθνικοί, πολιτικοί. Σαν «δικηγόρος του διαβόλου» θα σας έλεγα ότι τον πρώτο, οικονομικοί, τον είχαμε αλλά «τα φάγαμε» τα λεφτά εκεί που θέλαμε και όχι εκεί που έπρεπε.
Β.Π.: Από το 1981 άρχισε το «μνημόσυνο με ξένα κόλλυβα». Συμπίπτει με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία. Ενα κρεσέντο «κοινωνικής πολιτικής» ακολούθησε. Οι προϋπολογισμοί ετινάζοντο στον αέρα. Τα ελλείμματα τεράστια. Μετετίθεντο από τη μια χρονιά στην άλλη. Και εσωρεύοντο ως διογκούμενο δημόσιο χρέος. Και τα δάνεια και οι καταπίπτουσες κρατικές εγγυήσεις ήσαν η «λύση». Και το φόρτωμα των μελλοντικών γενεών. Η υποθήκευση του μέλλοντος. Θυμίζω: τις «συντάξεις εθνικής αντίστασης» (με αντιστασιακούς ακόμη και νήπια!), τους συνταξιοδοτουμένους από το ΝΑΤ (!) πολιτικούς πρόσφυγες, τις γενναιόδωρες αυξήσεις των μισθών και συντάξεων δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, καθώς και ΔΕΚΟ -προπαντός των ΔΕΚΟ-, τους καταιονιστικούς διορισμούς στο δημόσιο και στις ΔΕΚΟ, όπως ΟΤΕ, ΔΕΗ, ΟΛΥΜΠΙΑΚΗ, ΕΡΤ, Τράπεζες, προβληματικές επιχειρήσεις υπό αιώνια εκκαθάριση, νεοπαγείς άχρηστες και πολυδάπανες επιχειρήσεις, δημόσιου τομέα και τοπικής αυτοδιοίκησης, τον ιδιωτικό δανεισμό για θεμελιώσεις εργοστασίων που είτε δεν επερατώθη το χτίσιμό τους ποτέ είτε δεν ελειτούργησαν καθόλου ή ελάχιστα, τους υπερτιμολογημένους χάριν της «μίζας» και πάντως χωρίς μειοδοτικούς διαγωνισμούς εξοπλισμούς και τις αγορές του αιώνα, τα πολυδάπανα δημόσια έργα και λοιπές κοστοβόρες νεοπλουτικές και ένοχες κρατικές προμήθειες κ.ο.κ.. Η Ελλάδα απέβη ο παράδεισος της κατανάλωσης, της σπατάλης, της τρυφηλότητας, του Συβαριτισμού. Προσπαθούσαν να αποδομήσουν εμένα, ανεπιτυχώς βεβαίως, αλλά κατά βάθος ένοιωθαν τις τύψεις συνειδήσεως. Ηθελαν να αγνοούν ή έστω να μην ομολογούν την άθλια κατάσταση στην οποία είχαν περιπέσει και την κλίμακα «αξιών» την οποία «εδίδασκαν» ως τρόπο -μοναδικό τρόπο- μοντέρνας δήθεν ζωής. Ο οικονομίστικος συλλογισμός που εστήριζε την τέτοια συμπεριφορά της κατανάλωσης έλεγε: «δανείσου και ξόδευε». Αυτός ήταν ο «τρόπος» των μοντέρνων ανθρώπων των Νεοελλήνων, με τα καταναλωτικά δάνεια, τα διακοποδάνεια, τα φοιτητοδάνεια, εορτοδάνεια κ.ο.κ.. Ο βιοπαλαιστής, αυτός που δεν έπαιρνε δάνεια, ο μη ενδυόμενος με ρούχα «σινιέ», ο μη ομιλών «greeklish», ο μη συχνάζων στα στέκια, όπου οι καφετέριες πολυτελείας και ακριβών και με χίλιες μάρκες και ονόματα όσο πουθενά στον κόσμο καφέδων και στα ορθάδικα, ήταν τουλάχιστον εκτός μόδας και κατ’ επέκτασιν εκτός εποχής και μοντέρνας κοινωνίας. Τον είχαν θέσει εκεί, στο κατ’ αυτούς περιθώριο, οι ραδιοτηλεοπτικοί ταγοί. Οι θεωρητικοί του δανεισμού, τραπεζίτες και πολιτικοί ιθύνοντες, κατ’ εξοχήν οι υπουργοί σε παραγωγικά υπουργεία, όπως ψευδεπίγραφα εκαλούντο γιατί κατ’ ουσίαν ήσαν υπουργεία κατανάλωσης και σπατάλης, εδίδασκαν τα δύο δόγματα της χρηματοπιστωτικής οικονομίας. Ητοι, «εάν περνάει το φθηνό χρήμα από μπροστά σου και δεν το παίρνεις, είσαι απλά κορόϊδο» και το άλλο, «τα δάνεια δεν είναι, για να εξοφλούνται, είναι απλά για να εξυπηρετούνται». Εδώ συναιρείται ο ορισμός της ανάπτυξης της κατανάλωσης! Με τούτα και με τ’ άλλα, η Ελλάδα δέθηκε χειροπόδαρα στα δεσμά των τραπεζιτών. Τα υπόλοιπα, το πώς και πότε, δηλαδή θα διέκοπταν ξαφνικά την ανανέωση των δανείων, το πώς θα εξασφάλιζαν το συσσωρευμένο χρέος τους, και τους όρους των μνημονίων, ώστε να αποτραπεί η άτακτη χρεωκοπία της Ελλάδας που θα συμπαρέσυρε και την Ευρωζώνη ολόκληρη, ήταν θέμα τυπικής διαδικασίας και θέμα «πόκερ» στο οποίο θα έχανε ο πιο «χαζός» και ο πιο αδύνατος. Αυτή είναι η κρίση που περνάμε σήμερα.
«Π»: Κύριε Πολύδωρα στον Επίλογο του βιβλίου σας γράφετε για τα διλήμματα «ή ταν ή επί τας», «ελευθερία ή θάνατος» αλλά και για την ιστορική απάντηση του Κολοκοτρώνη στον Ιμπραήμ. Στα δύο διλήμματα οι απαντήσεις των Ελλήνων στηρίζονταν στα δικά τους... χέρια και δυνάμεις, όπως άλλωστε και η απάντηση του «Γέρου». Στο σημερινό δίλημμα «ευρώ ή δραχμή», «πρόοδος ή καταστροφή» η απάντηση που δίνουμε στηρίζεται στα χέρια των άλλων και όχι στα δικά μας. Που θα μας βγάλει;
Β.Π.: Περιμένουμε απλώς πότε θα μας πουν ότι δεν είναι βιώσιμο πλέον το χρέος και ότι δεν θεραπεύεται η ύφεση, στον επικήδειο του κράτους και της οικονομίας. Και όταν αυτή τη στιγμή εκρήγνυμαι, το κάνω διότι ουσιαστικά προβάλλω κόντρα στο absurdum, δηλαδή στο παράλογο, στο τρελό, που μου επιβάλει η τρόικα. Και μάλιστα χωρίς να βλέπω και ικανές αντιστάσεις. Γίνονται κάποια σχέδια, αλλά όλα είναι συμμορφωτικά της υποταγής σχεδόν. Ως πορεία κατά κρημνών. Καταβύθιση στο τέλμα. Δεν ενδιαφέρει όμως η περιγραφική ικανότητα κανενός αναλυτή. Με τις μεταφορές και παρομοιώσεις του. Δυστυχία είναι και αργός θάνατος ενός έθνους. Ποτέ στην ιστορία του δεν συνέβη κάτι τέτοιο. Μαζοποιούν έναν λαό. Τον απονευρώνουν από αξιοπρέπεια και υπερηφάνεια. Κυβερνά η «ύπατη αρμοστεία» ή όπως τότε, 1831, επί Βαυαροκρατίας η «αντιβασιλεία» (η τρόϊκα σήμερα, Ράϊχενμπαχ, Φούχτελ και σία). Δεν κυβερνά Ελληνική Κυβέρνηση. Δεν θα μπορούσα να παίξω ποτέ έναν τέτοιο ρόλο, «αχυροκυβερνήτου». Και με την κοινή λογική, εγώ έκρινα ότι θέλω Ευρώπη, θέλω ευρώ, θέλω να είμαι με τον αναπτυγμένο κόσμο, θέλω να μην χάσω την πλεονεκτική θέση μέσα στους 17 της Ευρωζώνης και τους 28 της Ευρώπης. Δεν είμαι δηλαδή από εκείνους τους αρνητές και τους νευρικούς που θέλουν να φύγω από την Ευρώπη και να πάω σε άλλους δρόμους, όπως στον δρόμο της επιστροφής στη δραχμή. Που είναι οι δρόμοι της απώλειας, μετά βεβαιότητας. Ας προτιμήσω λοιπόν τον ακανθώδη δρόμο. Και να το παλέψουμε. Αλλά στην πορεία βλέπω ότι οι εφαρμογές δεν είναι ευδόκιμες.
«Π»: Με μία μηχανή του χρόνου σας στέλνουμε στο 2010 στο Καστελόριζο αντί του τότε πρωθυπουργού. Τι θα λέγατε στον ελληνικό λαό;
Β.Π.: Το έχω επισημάνει και σε άλλες παρεμβάσεις και διαλέξεις, ότι δεν είναι το δάνειο αλλά ο δανειστής ο κακός, όταν ξελογιάζει τον δανειζόμενο. Είναι η τακτική των τοκογλύφων του κοινού ποινικού δικαίου. Υπάρχει μια ένσταση που λέει: Ο εξ οικείου πταίσματος ζημιούμενος, ου δοκεί ζημιούσθαι. Εσφαλες κύριε όταν μου έβαζες εμένα τα δάνεια τα τρελά. Πάρε δάνεια και πάρε δάνεια. Εσφαλες, γιατί τα πόνταρες και τα τοποθετούσες σαν προσδοκία, πάνω σε ένα υποκείμενο δανεισμού που κατά πάσα δυνατότητα δεν θα σου επέστρεφε το κεφάλαιο και τους τόκους. Επομένως είναι δικό σου το πταίσμα. Και αυτό είναι πολιτικό, όσο και νομικό επιχείρημα διαπραγματεύσεων. Επρεπε να ήταν κυρίαρχο από την πρώτη ώρα που ανέλαβε ο κύριος Παπανδρέου να κάνει τη διαχείριση χρέους.
«Π»: Στο βιβλίο σας κάνετε λόγο για το 2004 που οι τότε 14 από τις 15 χώρες είχαν παλιότερα αποικίες (μόνο η Ελλάδα δεν είχε), κάνετε λόγο ουσιαστικά για «πλάνο» που είχαν και έχουν οι «δυνατοί» για τις χώρες του νότου τις οποίες βλέπουν σαν σύγχρονες αποικίες. κ. Πολύδωρα, μία ερώτηση που σίγουρα θα σας την έχουν κάνει ή θα την έχετε ακούσει. Βλέπουμε παντού εχθρούς της Ελλάδας; Ολοι εναντίον μας;
Β.Π.: Είναι κατάδηλο και αυταπόδεικτο πως η παρέμβαση των Ευρωπαίων εταίρων μας με τη συνδρομή λόγω τεχνογνωσίας (!) του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου δεν έγινε για το καλό και χάριν της Ελλάδος. Εγινε για το καλό των τραπεζιτών και τοκογλυφικών δανειστών μας, για τα χρηματοπιστωτικά κέντρα της οικονομίας, τους μεγάλους ομολογιούχους δανειστές-τράπεζες, που ήσαν ταυτόχρονα και «σορτάρηδες» και όχι φυσικά για τους απλούς Ελληνες μικρο-ομολογιούχους. Η Ελλάδα ήταν η αφορμή. Το ινδικό χοιρίδιο για το απόλυτο πείραμα. Ηταν η ώρα του Σάυλωκ, του αγριεμένου εναντίον τού οφειλέτη του Αντόνιο και ταυτόχρονα φοβισμένου για τους τόκους του. Η Ελλάδα προσεφέρθη ως πρόβατον επί σφαγήν. Χλευαζόμενη, υβριζόμενη, ταπεινωμένη, λοιδορούμενη και απορριπτόμενη από τους ίδιους τους αντιπροσώπους της και κυβερνώντες τής εποχής εκείνης (2010).
Λέω στους κυβερνητικούς: Πάρτε το χαμπάρι. Δεν είναι «φίλοι» μας. Δεν είναι «εταίροι» μας. Είναι χυδαίοι και αδίστακτοι τοκογλύφοι. Κοινώς «κοράκια». Καλύτερο και φρονιμότερο θα ήταν να μιλούσαμε επίμονα και διαρκώς ότι το πρόγραμμα δεν βγαίνει. Οτι η κρίση εξελίσσεται σε ανθρωπιστική. Οτι πεθαίνει ένας λαός υπαιτιότητί τους, δηλαδή σκοτώνουν οι ίδιοι οι «τροϊκανοί» αδίστακτα και άδικα έναν ολόκληρο λαό. Δεν είναι μόνον οι χιλιάδες των συνανθρώπων μας που δεν άντεξαν και αυτοκτόνησαν, είναι και εκείνοι που δεν άντεξαν και αρρώστησαν ψυχολογικά ή οργανικά (έπαθαν εγκεφαλικά και καρδιακά νοσήματα) και κατέληξαν. Και αυτοί δεν υπολογίζονται. Ενώ είναι παράπλευρες απώλειες της κρίσης χρέους και της ύφεσης, της φτώχειας και της καταστροφής. Αυτά θα έπρεπε να τονίζονται εμφατικά, θαρρετά και αποφασιστικά. Θα ήταν χρήσιμο και στη διαπραγμάτευση. Εάν γίνεται όπως πρέπει. Οχι δηλαδή με τους κανόνες που επιβάλλουν οι τραπεζικοί αντιπρόσωποι των Βρυξελλών και του ΔΝΤ, αλλά με τους απαράγραπτους νόμους για τη σωτηρία της Πατρίδας που πνίγεται στην βαθειά και καθολική ύφεση και του λαού μας που πεθαίνει.
«Π»: Στο κεφάλαιο «προς την απόλυτη πτωχοποίηση» μιλάτε για τα «δόντια του λιονταριού που ακονίζουν οι ‘διαπραγματευτές’ μας». Θεωρείτε ότι οι ηγέτες των πολιτικών κομμάτων της Ελλάδας και συγκεκριμένα των δύο μεγάλων κομμάτων «βοηθούν» τους «δανειστές» μας στην επίτευξη του έργου τους; Και αν ναι πώς τους ...ονομάζετε, πως τους αντικρίζετε στη Βουλή;
Β.Π.: Το θέμα της απόδοσης ευθυνών αυτή τη στιγμή είναι άκαιρο. Προέχει η εθνική συνεννόηση και η σωτηρία του ελληνικού λαού. Σίγουρα υπάρχουν «προσκυνημένοι» που ενδίδουν στους εκβιασμούς της τρόικας νομίζοντας -εσφαλμένως- πως πράττουν το σωστό. Οι περισσότεροι βουλευτές δεν είναι ούτε άρπαγες ούτε λεηλάτες ούτε κλέφτες ούτε θα δεχθούμε τη μούντζα, την βρισιά και την αδιάκριτη καταφορά.
«Π»: Κύριε Πολύδωρα, σε ορισμένα σημεία του βιβλίου σας κάνετε λόγο για αποφάσεις που έχουν παρθεί την περίοδο της ύφεσης στην Ελλάδα που έρχονται σε αντίθεση με το Σύνταγμα της χώρας. Μιας χώρας που «γέννησε» την Δημοκρατία και θα έπρεπε να είναι η πρώτη στον κόσμο που το τηρεί κατά γράμμα, αλλά δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Δεν δικαιολογούνται τέτοιες «καταστρατηγήσεις» του Συντάγματος όταν η χώρα «απειλείται», όπως μας λένε οι διοικούντες της χώρας, ή οι «διαπραγματευτές» όπως τους λέτε;
Β.Π.: Ολο το Σύνταγμα παραβιάζεται. Η πολιτειακή τάξη δεν λειτουργεί ομαλά. Οι αποφάσεις των θεσμικών οργάνων τελούν υπό την αίρεση του τί θα πει η τρόικα. Είναι λειτουργία πολιτεύματος αυτή; Είναι όχι απλά ανάλγητο και ανήθικο, αλλά και εγκληματικό από πλευράς αναπτυξιακής οικονομίας αυτό που έγινε και που χαρακτηρίστηκε σαν η «σκούπα» των συνταγματικών διατάξεων που όριζαν τις υποχρεώσεις κοινωνικής πολιτικής από πλευράς Πολιτείας (άρθρο 21, προστασία της οικογένειας, δικαιώματα φροντίδας πολύτεκνων οικογενειών, αναπήρων, θυμάτων, ειδική φροντίδα για απόκτηση κατοικίας, σχεδιασμός και εφαρμογή δημογραφικής πολιτικής, άρθρο 22, εργασία, συλλογικές συμβάσεις, διαιτησία, άρθρο 23, συνδικαλιστικές ελευθερίες, δικαίωμα στην απεργία, άρθρο 25, αρχή του κοινωνικού κράτους, αρχή της αναλογικότητας σε τυχόν περιορισμούς των κοινωνικών δικαιωμάτων). Γι’ αυτό η ύφεση βαθαίνει. Και η Πολιτεία αυτοδιαβρώνεται. Κανένα χρέος δεν πρέπει να εξοφλείται ή να «εξυπηρετείται» με κίνδυνο την επιβίωση ενός λαού. Τίποτα δεν είναι ισοδύναμο, κανένας τόκος και κανένα χρεολύσιο, με τη ζωή ενός λαού. Αυτό είναι ο νόμος της ζωής και το αξίωμα της Ιστορίας. Ολα τ’ άλλα είναι παραλλαγές δουλοκτησίας, εξανδραποδισμού και γενοκτονίας.
«Π»: Αν τραβώντας μία γραμμή, πούμε «ό,τι έγινε, έγινε» και δούμε την επόμενη, κυριολεκτικά, μέρα. Από αύριο, τι κατά τη γνώμη σας πρέπει να κάνουμε σαν Ελληνες, σαν λαός, σαν πολιτικοί και σαν πολιτική. Να ξεκινήσουμε από την γη και τη γεωργία όπως πολύ σωστά φέρνετε ως παράδειγμα νέων ξεκινημάτων των Ελλήνων από αρχαιοτάτων χρόνων. Ποια η γνώμη σας; Και για να το φέρω στην αγαπημένη των Ελλήνων φράση «τι θα κάνατε αν ήσασταν πρωθυπουργός»;
Β.Π.: Η λύση στο σημερινό αδιέξοδο είναι μία: Επιστροφή στην πραγματική οικονομία. Η υπερθέρμανση της οικονομίας μέσω του υπερκαταναλωτισμού και της διευρύνσεως των άϋλων τίτλων «έκαψε τη μηχανή». Πρέπει να κρυώσει. Να ξανάρθουν στην ζωή μας τα παλιά -και «ξεπερασμένα» κατά τους κακοποιούς του «λευκού κολάρου»- κριτήρια της λιτότητας, της εργατικότητας, της αυτοπειθαρχίας.
Ολη η πολιτική ρητορική είναι τα τελευταία 4 χρόνια στριμωγμένη στο δίπολο «μνημονιακή - αντιμνημονιακή» οικονομία. Αυτό είναι το επίκαιρο και το εφήμερο. Δεν είναι η λύση. Η λύση είναι: κοινωνική ειρήνη, χαμηλή φορολογία και ανεκτική εφαρμογή των νόμων, όπως εδίδασκε ο Ανταμ Σμιθ ήδη από το 1770. Και ως προς τη δόση και τα μέτρα, ένα είναι το επιδιωκόμενο: Να σωθεί ο λαός. Οχι μια οικονομία διασωθείσα μεν, αλλά δυστυχώς με πεθαμένο λαό! Θα είναι έγκλημα και όνειδος ενώπιον της αιωνιότητας. Ασυγχώρητο από θεούς και ανθρώπους!
Λύση είναι η επιστροφή στην πρωτογενή παραγωγή. Και όχι στην γεωργία με τα σαλιγκάρια και τις τσιπούρες. Τη συστηματική γεωργία. Και μακρυά από τις σοβαρές παραλείψεις που έχουν γίνει. Και όταν λέμε σοβαρές παραλείψεις, δεν αρκεί να τις διαπιστώνουμε. Αλλά και να τις θεραπεύουμε. Παραδείγματος χάριν, εδώ είναι χώρα κατάλληλη για σκληρό και μαλακό σίτο. Πώς και δεν βρίσκεται σκληρός σίτος σε καλλιέργειες; Πώς και εισάγεται σκληρός σίτος και είμαστε παραγωγοί μόνο μαλακού σίτου, που κάνει μόνο για ζωοτροφές; Είναι πράγματα αυτά; Οταν έχουμε την Ελευσίνα και τη Θεσσαλία; Τους πρώτους κάμπους που καλλιέργησε ο ιστορικός άνθρωπος από τους νεολιθικούς χρόνους; Θέλω να ξεκινήσουμε ένα σχέδιο γεωργικής ανάπτυξης, παρακολουθώντας τους εναπομείναντες γεωργούς. Και να πάω δίπλα τους. Οχι σχέδια επί χάρτου και ακαδημαϊκές διαλέξεις για την γεωργία. Πιστεύω στην γεωργία, γιατί είμαι χωριατόπαιδο. Την πιστεύω, γιατί είναι ο πιο ταχύρυθμος δρόμος οικονομικής ανάπτυξης. Γιατί μία αγελάδα ισούται με μισό ξενοδοχείο, αν θέλουμε να μιλήσουμε συγκριτικά για τους τομείς που θέλουμε να αναπτυχθούμε, δηλαδή τον τουρισμό και την κτηνοτροφία.
«Π»: Οι Ελληνες ομογενείς είναι πολύ προβληματισμένοι για την πατρίδα μας. Βλέπουν την γενέτειρά τους να είναι αρνητικά πρωτοσέλιδα επί μήνες, να καταρρέει οικονομικά από μέρα σε μέρα, να γίνονται ...ρεζίλι, να μην μπορούν να έρθουν στην Ελλάδα, να χάνουν περιουσίες και από την άλλη να ζητάμε από εκείνους βοήθεια πάσης φύσεως. Κ. Πρόεδρε, μιλήστε απευθείας στον Ελληνισμό της Αμερικής, στους Ελληνες που πονάνε για την πατρίδα και σε όλους εκείνους που διαμαρτύρονται και τρέμουν το μέλλον της...
Β.Π.: Δεν χωρεί αμφιβολία ότι περνάμε τη χειρότερη κρίση από συστάσεως του Νεοελληνικού Κράτους. Βαλλόμεθα πανταχόθεν και εκ των έξω και εκ των έσω (Πέμπτη Φάλαγγα). Οι τοκογλύφοι τραπεζίτες του εξωτερικού και διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος τελούν σε αγαστή συνεργασία με τους τραπεζίτες και τους «σορτάρηδες» του εσωτερικού, τους συνδαιτυμόνες του Soros και τους ήρωες του Χρηματιστηρίου (1999), τους εξαγωγείς φοροδιαφεύγοντος και εγκληματικού συναλλάγματος, τους ηρωϊκά καταχωρισθέντες στις ποικίλες λίστες, Lagarde, Λιχτενστάϊν, Τράπεζας της Ελλάδος, 56.000 εξαγωγείς συναλλάγματος, Ελβετίας, Λουξεμβούργου, Νηολογίων σκαφών πολυτελείας, offshores (εξωχώριων εταιρειών) λαθρεμπόρων πετρελαίου, τσιγάρων κ.ο.κ.. Ουσιαστικά με αυτές τις επισημάνσεις σας περιέγραψα όλο το εγκληματολογικό πεδίο από το οποίο μαστίζεται σήμερα η Ελλάδα. Ετσι όπως πάμε, δεμένοι χειροπόδαρα από τα μνημόνια, τα μεσοπρόθεσμα προγράμματα και τη λογική του παραλόγου, «δάνεια για να σβήσουμε τα παλιά δάνεια και χρέη», πράγμα μαθηματικώς αδύνατο, έξοδος από την κρίση-ύφεση δεν είναι εφικτή. Ολοι ασκούμεθα σε ασκήσεις αντοχής και υπομονής. Επί ματαίω. Η σύγκρουση με την τρόϊκα είναι κατά τη γνώμη μου αναπόφευκτη. Και τότε θα ανοίξει ο «ενάρετος κύκλος» στη θέση του φαύλου κύκλου που ζούμε τέσσερα χρόνια τώρα. «Το βήμα σημειωτόν» που βαράμε τώρα υπό τα παραγγέλματα των πρόθυμων και υπάκουων στην τρόϊκα είναι απλή καταβύθιση στο τέλμα. Δεν το βλέπουν; Δεν αισθάνονται τον πόνο και την αγωνία ενός ολόκληρου λαού; Δεν ακούν τους γόους και τις οιμωγές των συγγενών των αυτόχειρων, των ανέργων, των νεομεταναστών πτυχιούχων νέων μας που παίρνουν ξανά τα τραίνα για την ξενιτιά; Ή τους παρασύρει ο ναρκισσισμός τους, η εξουσιολαγνεία τους και αρχολιπαρία τους, μαζί με την πολιτική της υποτέλειας και της δήθεν άσκησης δημοσιοσχετίστικης προσωπικής γοητείας και καλών τρόπων (που, αλλοίμονο, νομίζουν πως είναι πολιτική) σε μια επικίνδυνη «ασυγκινησία»; Αλλως θα είχε το πράγμα και οι χαρακτηρισμοί τους οποίους έκαμα θα ήσαν ίσως άδικοι, αν οι κυβερνώντες καλούσαν σε σταυροφορία για τη στροφή προς την πρωτογενή παραγωγή, προς τη γεωργία και την κτηνοτροφία, προς τη μεταποίηση και την αυταπασχόληση κ.ο.κ.. Να μη πεινάσει τουλάχιστον ο λαός. Η παραγωγή και η πραγματική οικονομία έπρεπε να ήταν η πρώτη και κυρίαρχη προτεραιότητα της κυβερνητικής πολιτικής.
Αντί όλων αυτών φορολογούν και τα χωράφια μας, έστω και αν αυτά είναι χέρσα και λογγωμένα και μηδέν εισόδημα προσφέροντα! Και όχι μόνη φροντίδα τους (με παράλληλο διωγμό των Ελλήνων πολιτών, απηνή διωγμό), να είναι το πώς θα ασφαλίσουν τους τόκους και τα επιτόκια των αφεντάδων τοκογλύφων δανειστών, ξένων και εγχωρίων τραπεζιτών. Αυτή είναι η τραγωδία που ζει ο τόπος και ο λαός μας σήμερα.
Στους συμπατριώτες μου της ξενιτειάς ένα λόγο έχω να τους πω. Να εξακολουθούν να αγαπούν την πατρίδα τών αναμνήσεων και των ονείρων τους. Η πατρίδα τους χρειάζεται. Και την αγάπη τους και την εμπειρία τους και την κριτική τους σκέψη. Και τις ιδέες τους, όσο και τις συγκεκριμένες προτάσεις τους για το πώς πρέπει να βγούμε από την κρίση. Η Ελλάδα τους περιμένει. Και εγώ τους στέλνω τους αφοσιωμένους πατριωτικούς μου χαιρετισμούς!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου