Αν οποιαδήποτε χώρα αποτελεί «πρότυπο» του ανθρώπινου κόστους της οικονομικής κρίσης, αυτή θα μπορούσε να είναι κάλλιστα η Ελλάδα, η οποία έπρεπε να διασωθεί για να γλυτώσει τη χρεοκοπία, αλλά με υψηλό τίμημα όσον αφορά στην ανεργία, στις συνθήκες διαβίωσης και στις κοινωνικές υπηρεσίες.
Κάτι που φαίνεται πως είχε άμεσο αντίκτυπο και στην εμπιστοσύνη των πολιτών προς τους κυβερνώντες, ανέφερε έκθεση του Οργανισμού για την Οικονομική Συνεργασία και Ανάπτυξη για την ευημερία, με τίτλο «Πώς είναι η ζωή, 2013».
Οπως δήλωσε η κ. Μαρτίν Ντουράντ, επικεφαλής οικονομολόγος του ΟΟΣΑ, το ποσοστό των Ελλήνων που δηλώνουν ότι εμπιστεύονται την κυβέρνηση μειώθηκε από το 38% στο 13% μεταξύ 2007 και 2012.
Ενδεικτικό είναι ότι την πρώτη συνέντευξη του πρωθυπουργού, Αντώνη Σαμαρά, στην ελληνική τηλεόραση απέσπασε μόνο το 21,3% της συνολικής τηλεθέασης στην καλύτερη στιγμή της, σύμφωνα με την AGB Nielsen.
Δηλαδή, σχεδόν το 80% των Ελλήνων πολιτών αδιαφορούν για το τι λέει ο Πρωθυπουργός τους. Τη συνέντευξη Σαμαρά παρακολούθησαν περισσότερο οι άνδρες ηλικίας 25-44 που συγκέντρωσαν το 20,2%.
Στον αντίπαλο κανάλι «Star» η εκπομπή του Νίκου Χατζηνικολάου χωρίς «επίσημο» καλεσμένο έπιασε 23,7%.
«Στις χώρες που χτυπήθηκαν περισσότερο από την κρίση, οι άνθρωποι έχουν χάσει την εμπιστοσύνη στους θεσμούς ότι θα τους βοηθήσουν πραγματικά να επιλύσουν τα προβλήματά τους», διευκρίνισε η κ. Ντουράντ.
Σημειώνεται ότι και στις ΗΠΑ το ποσοστό των ανθρώπων που εμπιστεύονται την κυβέρνηση μειώθηκε από το 50% το 2009 στο 35% πέρυσι.
Στις χώρες της ευρωζώνης που είναι μέλη και του ΟΟΣΑ η εμπιστοσύνη, κατά μέσο όρο έπεσε από το 49,1% στο 42,8% κατά την ίδια περίοδο.
Στην Ιαπωνία η κατάσταση ήταν ακόμη χειρότερη με «βουτιά» από το 27% το 2010 στο 17% πέρυσι.
Αντίθετα, στη Βρετανία η εμπιστοσύνη στην κυβέρνηση αυξήθηκε από το 36% το 2007 στο 47% το 2011.
Παρόμοια πτώση στην εμπιστοσύνη καταγράφηκε σε θεσμούς οικονομικούς και δικαστικούς, αλλά και στα ΜΜΕ. Στην Ευρώπη, οι πολίτες εμφανίζονται να εμπιστεύονται όλο και λιγότερο.
Ο ΟΟΣΑ κατέδειξε το επίπεδο ποιότητας ζωής πέρα από καθαρά οικονομικούς παραμέτρους όπως το ΑΕΠ. Εξετάστηκαν μεταξύ άλλων: στέγαση, υγεία, προσωπική ασφάλεια, εκπαίδευση και κοινωνικές σχέσεις.
Η έκθεση δεν είχε συγκεκριμένη κατάταξη, αλλά σύμφωνα με την στατιστικολόγο του ΟΟΣΑ, Ρομίνα Μποαρίνι, Αυστραλία, Καναδάς και τα σκανδιναβικά κράτη είχαν κορυφαίες επιδόσεις.
Αντίθετα, σε ένα σύνολο 11 κριτηρίων η Ελλάδα βρισκόταν μόνο στα 3 από αυτά πάνω από το μέσο όρο των 34 αναπτυγμένων χωρών του ΟΟΣΑ, ενώ ήταν κάτω από το μέσο όρο στα υπόλοιπα 8.
Ειδικότερα, πάνω από το μέσο όρο ήταν όσον αφορά στην κατάσταση της υγείας, στην ισορροπία μεταξύ εργασίας και ζωής και στην προσωπική ασφάλεια. Χαμηλότερα από το μέσο όρο ήταν όσον αφορά την εκπαίδευση και τις δεξιότητες, το εισόδημα και τον πλούτο, την ενασχόληση με τα κοινά, τις θέσεις εργασίας και τις αποδοχές, τις κοινωνικές διασυνδέσεις, την κατοικία, την υποκειμενική ευημερία και την ποιότητα του περιβάλλοντος.
Ακόμη, η Ελλάδα κατέγραψε μεταξύ του 2007 και του 2011 μία σωρευτική μείωση του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών κατά 23%, που ήταν η μεγαλύτερη μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ.
Την ίδια περίοδο, η ανισότητα στο εισόδημα της αγοράς (πριν από φόρους και μεταβιβάσεις) αυξήθηκε κατά 2%, πάνω από το μέσο όρο που ήταν 1,2%.
Η μεγαλύτερη επίπτωση της κρίσης, αναφέρει η έκθεση, στην ευημερία των πολιτών προέκυψε από τη μείωση της απασχόλησης και την επιδείνωση των συνθηκών στην αγορά εργασίας. Το ποσοστό απασχόλησης μειώθηκε κατά 10% από το 2007 έως το 2012, ενώ το ποσοστό της μακροχρόνιας ανεργίας αυξήθηκε κατά 10%.
Η κακή κατάσταση όσον αφορά την απασχόληση είχε μεγάλη επίπτωση στην ικανοποίηση των Ελλήνων από τη ζωή τους. Το ποσοστό των Ελλήνων που δηλώνουν πολύ ικανοποιημένοι από τη ζωή τους μειώθηκε από 59% το 2007 σε 34% το 2011, το χαμηλότερο ποσοστό στον ΟΟΣΑ.
Το 31% των Ελλήνων ανέφερε ότι απασχολείται σε ένα κακό εργασιακό περιβάλλον, ποσοστό που είναι σημαντικά μεγαλύτερο από το μέσο όρο των ευρωπαϊκών χωρών.
Πηγή: Associated Press
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου