Του Θεόδωρου Καλμούκου
ΒΟΣΤΩΝΗ. Ο ομογενής επιχειρηματίας Ιωάννης Τσάκαλος, 87 ετών, βρέθηκε νεκρός στο σπίτι του με μία σφαίρα στο κεφάλι, το πρωί της Παρασκευής 20 Δεκεμβρίου, από μία από τις κόρες του. Ζούσε στην πόλη Γουίνσδορ του Κονέκτικατ ενώ είχε και σπίτι στην πόλη Τσέστερφιλντ του Νιου Χαμσάιρ.
Οπως προκύπτει από τα αρχεία του «Ε.Κ.» ο αείμνηστος ήταν αναγνώστης της εφημερίδας μας μέχρι το έτος 2000.
Δεν στάθηκε δυνατή η επικοινωνία μας με μέλη της οικογένειάς του. Η επί 59 χρόνια σύζυγός του Ρίτα απεβίωσε μία εβδομάδα πριν τη Γιορτή των Ευχαριστιών.
Ο αρχηγός της Αστυνομίας της πόλης Γουίνσδορ του Κονέκτικατ, ο Τόνι Λεπόρε, είπε στον «Εθνικό Κήρυκα» ότι «επειδή συνεχίζεται η έρευνα αυτό που μπορώ να σας πω είναι ότι βρέθηκε από ένα μέλος της οικογένειάς του γύρω στις 8:23 το πρωί στο σπίτι του στην οδό 53 Overlook Drive εδώ στο Γουίνσδορ. Είχε πυροβοληθεί στο κεφάλι και η υπόθεση ερευνάται ως ανθρωποκτονία». Στην ερώτηση «έχετε κάποια ιδέα ποιος τον πυροβόλησε, κάποιον ύποπτο ή πληροφορίες για ύποπτο ή υπόπτους;» είπε ότι «δουλεύομε σε πάρα πολλές εκδοχές πληροφοριών, αλλά μέχρι αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει κάποιος ύποπτος».
Η Αστυνομία αρνήθηκε να κατονομάσει το συγγενικό πρόσωπο που τον βρήκε νεκρό, πλην όμως η Τζόι Γουάσμπερν, η οποία είναι η οικονόμος του σπιτιού, το οποίο βρίσκεται στη διεύθυνση 140 Pond Brook Road στο Τσέστερφιλντ του Νιου Χαμσάιρ, είπε στην εφημερίδα «Keene Sentinel» ότι βρέθηκε από μία από τις τέσσερις κόρες του. Είπε ακόμα πως προσλήφθηκε ιδιωτικός ντετέκτιβ από την οικογένεια για να διερευνήσει την υπόθεση και ότι της τηλεφώνησε γύρω στις 3 η ώρα το απόγευμα της Παρασκευής και την πληροφόρησε ότι ο κ. Τσάκαλος βρέθηκε νεκρός. Η κ. Γουάσπερν είπε ότι γνώριζε τον κ. Τσάκαλο επί 25 χρόνια.
Ο «Ε.Κ.» προσπάθησε να επικοινωνήσει με την κόρη του, Βάλερι Τσάκαλου, η οποία διαμένει στο Κονέκτικατ, αλλά δεν είχε σταθεί δυνατόν μέχρι την ώρα που ολοκληρώθηκε η ανά χείρας έκδοση.
Ο αείμνηστος ήταν γνωστός στο Νιου Χαμσάιρ και για το λόγο ότι και φέτος είχε στολίσει και φωταγωγήσει το σπίτι του και τον περίβολο χώρο στο Τσέστερφιλντ του Νιου Χαμσάιρ με ένα εκατομμύριο λαμπιόνια όπως συνήθιζε να κάνει επί πολλά χρόνια, ενώ συνέλλεγε τρόφιμα από τους επισκέπτες και δωρεές για τους ανθρώπους που έχουν ανάγκη στη μικρή πόλη, η οποία αποτελείται από περίπου 3.600 κατοίκους. Τα τρόφιμα και οι δωρεές διανέμονταν μέσω της τράπεζας τροφίμων γνωστή ως Joan’s Food Pantry.
Σε επικοινωνία του «Ε.Κ.» με τον αρχηγό της Αστυνομίας του Τσέστερφιλντ του Νιου Χαμσάιρ, Λέστερ Φέρμπανκς, είπε ότι «δεν μπορώ να σας πω τίποτε γύρω από την υπόθεση διότι η έρευνα συνεχίζεται, αλλά μπορώ να σας πω ότι ο Τζον έκτισε το σπίτι του εδώ πριν από αρκετά χρόνια. Είχε την καταγωγή του από την περιοχή του Κιν και μάλιστα γνώριζε τον πατέρα μου στη δεκαετία του 1960. Γνώριζα πολύ καλά τον Τζον και επίσης την σύζυγό του την Ρίτα της οποίας ακόμα θρηνούμε τον θάνατο».
Είπε ακόμα πως «είχε έλθει στο γραφείο μου πριν από ένα μήνα, μιλήσαμε, μου έδειξε φωτογραφίες που ήταν νέος στο στρατό και την Ρίτα που ήταν νέα και μου έλεγε ιστορίες πως γνωρίστηκαν».
Ανέφερε επίσης πως «προς το τέλος της δεκαετίας του 1990 είχε δώσει μία δωρεά 50 χιλ. και ανανεώσαμε τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές, το σύστημα επικοινωνίας, τον φωτισμό κ.λπ. Επειτα από μερικές εβδομάδες τον σταμάτησε ένας αστυνομικός μας διότι έτρεχε με το αυτοκίνητο και του έδωσε κλήση. Περίμενα ότι θα ερχόταν στο γραφείο μου να μου ζητήσει κάποιο είδος διάκρισης, αλλά δεν το έκανε, απλώς πλήρωσε την κλήση του, ήταν πολύ τυπικός και ευγενής άνθρωπος»
Πηγή: Εθνικός Κήρυξ.
Οπως προκύπτει από τα αρχεία του «Ε.Κ.» ο αείμνηστος ήταν αναγνώστης της εφημερίδας μας μέχρι το έτος 2000.
Δεν στάθηκε δυνατή η επικοινωνία μας με μέλη της οικογένειάς του. Η επί 59 χρόνια σύζυγός του Ρίτα απεβίωσε μία εβδομάδα πριν τη Γιορτή των Ευχαριστιών.
Ο αρχηγός της Αστυνομίας της πόλης Γουίνσδορ του Κονέκτικατ, ο Τόνι Λεπόρε, είπε στον «Εθνικό Κήρυκα» ότι «επειδή συνεχίζεται η έρευνα αυτό που μπορώ να σας πω είναι ότι βρέθηκε από ένα μέλος της οικογένειάς του γύρω στις 8:23 το πρωί στο σπίτι του στην οδό 53 Overlook Drive εδώ στο Γουίνσδορ. Είχε πυροβοληθεί στο κεφάλι και η υπόθεση ερευνάται ως ανθρωποκτονία». Στην ερώτηση «έχετε κάποια ιδέα ποιος τον πυροβόλησε, κάποιον ύποπτο ή πληροφορίες για ύποπτο ή υπόπτους;» είπε ότι «δουλεύομε σε πάρα πολλές εκδοχές πληροφοριών, αλλά μέχρι αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει κάποιος ύποπτος».
Η Αστυνομία αρνήθηκε να κατονομάσει το συγγενικό πρόσωπο που τον βρήκε νεκρό, πλην όμως η Τζόι Γουάσμπερν, η οποία είναι η οικονόμος του σπιτιού, το οποίο βρίσκεται στη διεύθυνση 140 Pond Brook Road στο Τσέστερφιλντ του Νιου Χαμσάιρ, είπε στην εφημερίδα «Keene Sentinel» ότι βρέθηκε από μία από τις τέσσερις κόρες του. Είπε ακόμα πως προσλήφθηκε ιδιωτικός ντετέκτιβ από την οικογένεια για να διερευνήσει την υπόθεση και ότι της τηλεφώνησε γύρω στις 3 η ώρα το απόγευμα της Παρασκευής και την πληροφόρησε ότι ο κ. Τσάκαλος βρέθηκε νεκρός. Η κ. Γουάσπερν είπε ότι γνώριζε τον κ. Τσάκαλο επί 25 χρόνια.
Ο «Ε.Κ.» προσπάθησε να επικοινωνήσει με την κόρη του, Βάλερι Τσάκαλου, η οποία διαμένει στο Κονέκτικατ, αλλά δεν είχε σταθεί δυνατόν μέχρι την ώρα που ολοκληρώθηκε η ανά χείρας έκδοση.
Ο αείμνηστος ήταν γνωστός στο Νιου Χαμσάιρ και για το λόγο ότι και φέτος είχε στολίσει και φωταγωγήσει το σπίτι του και τον περίβολο χώρο στο Τσέστερφιλντ του Νιου Χαμσάιρ με ένα εκατομμύριο λαμπιόνια όπως συνήθιζε να κάνει επί πολλά χρόνια, ενώ συνέλλεγε τρόφιμα από τους επισκέπτες και δωρεές για τους ανθρώπους που έχουν ανάγκη στη μικρή πόλη, η οποία αποτελείται από περίπου 3.600 κατοίκους. Τα τρόφιμα και οι δωρεές διανέμονταν μέσω της τράπεζας τροφίμων γνωστή ως Joan’s Food Pantry.
Σε επικοινωνία του «Ε.Κ.» με τον αρχηγό της Αστυνομίας του Τσέστερφιλντ του Νιου Χαμσάιρ, Λέστερ Φέρμπανκς, είπε ότι «δεν μπορώ να σας πω τίποτε γύρω από την υπόθεση διότι η έρευνα συνεχίζεται, αλλά μπορώ να σας πω ότι ο Τζον έκτισε το σπίτι του εδώ πριν από αρκετά χρόνια. Είχε την καταγωγή του από την περιοχή του Κιν και μάλιστα γνώριζε τον πατέρα μου στη δεκαετία του 1960. Γνώριζα πολύ καλά τον Τζον και επίσης την σύζυγό του την Ρίτα της οποίας ακόμα θρηνούμε τον θάνατο».
Είπε ακόμα πως «είχε έλθει στο γραφείο μου πριν από ένα μήνα, μιλήσαμε, μου έδειξε φωτογραφίες που ήταν νέος στο στρατό και την Ρίτα που ήταν νέα και μου έλεγε ιστορίες πως γνωρίστηκαν».
Ανέφερε επίσης πως «προς το τέλος της δεκαετίας του 1990 είχε δώσει μία δωρεά 50 χιλ. και ανανεώσαμε τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές, το σύστημα επικοινωνίας, τον φωτισμό κ.λπ. Επειτα από μερικές εβδομάδες τον σταμάτησε ένας αστυνομικός μας διότι έτρεχε με το αυτοκίνητο και του έδωσε κλήση. Περίμενα ότι θα ερχόταν στο γραφείο μου να μου ζητήσει κάποιο είδος διάκρισης, αλλά δεν το έκανε, απλώς πλήρωσε την κλήση του, ήταν πολύ τυπικός και ευγενής άνθρωπος»
Πηγή: Εθνικός Κήρυξ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου