Σας το λέγαμε πριν μερικούς μήνες ότι ότι λέτε το καταγράφουν
Αυτό υποστηρίζει σε χθεσινό πρωτοσέλιδο και αποκλειστικό της δημοσίευμα η εφημερίδα «Oυάσιγκτον Ποστ», επικαλούμενη έγγραφα που διέρρευσαν μέσω του Εντουαρντ Σνόουντεν.
Η συγκέντρωση στοιχείων, υποστηρίζεται, αφορά την τοποθεσία των κατόχων τους και καταλήγει να χαρτογραφεί τις σχέσεις τους με τρόπο που «μέχρι πρότινος ήταν ασύλληπτος», υποστηρίζει η ίδια εφημερίδα.
Τα αρχεία τοποθετούνται σε μια βάση δεδομένων όπου αποθηκεύονται πληροφορίες σχετικά με τις θέσεις «τουλάχιστον εκατοντάδων εκατομμυρίων συσκευών», αναφέρει η εφημερίδα, σύμφωνα με απόρρητα έγγραφα και συνεντεύξεις στελεχών των υπηρεσιών πληροφοριών.
Η υπηρεσία φέρεται να υποστηρίζει στα έγγραφα που διέρρευσαν ότι δεν στοχεύει σκόπιμα επικοινωνίες Αμερικανών, αλλά γίνεται «παρεμπιπτόντως» συλλογή στοιχείων τους.
Αξιωματούχοι αναφέρουν στην εφημερίδα ότι τα προγράμματα που συλλέγουν και αναλύουν τα δεδομένα των τοποθεσιών είναι νόμιμα και αποσκοπούν αποκλειστικά στο να συγκεντρώσουν πληροφορίες σχετικά με ξένους στόχους.
Το περιεχόμενο του άρθρου προκάλεσε έντονες αντιδράσεις. «Πόσες αποκαλύψεις πρέπει ακόμα να γίνουν μέχρι να αναλάβει δράση το Κογκρέσο; Το άρθρο αυτό αποτελεί το πιο πρόσφατο πλήγμα στο δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής», δήλωσε ο Ζικ Τζόνσον, διευθυντής της αμερικανικής Ασφάλειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της Διεθνούς Αμνηστίας.
Εν τω μεταξύ, στο Λονδίνο, υπερασπιζόμενος την απόφαση της «Γκάρντιαν» να δημοσιεύει απόρρητα έγγραφα που διέρρευσαν μέσω του Εντουαρντ Σνόουντεν, ο διευθυντής της εφημερίδας κατήγγειλε σειρά πιέσεων και εκφοβισμών με σκοπό τη «φίμωση» των αποκαλύψεων.
Μιλώντας ενώπιον επιτροπής του βρετανικού Κοινοβουλίου, ο διευθυντής της εφημερίδας, Αλαν Ράσμπριτζερ, είπε πως «δεν εκφοβιζόμαστε, αλλά ούτε και θα συμπεριφερθούμε ανεύθυνα».
Ο διευθυντής ανέφερε πως όταν τα έγγραφα έφτασαν στην εφημερίδα, δέχθηκε επισκέψεις από αξιωματούχους που ήθελαν όχι μόνο να αποτρέψουν τη δημοσιοποίησή τους, αλλά και να τα αποσπάσουν από την εφημερίδα για να τα καταστρέψουν.
«Ο ίδιος συναντήθηκα πάνω από 100 φορές με μέλη κυβερνητικών υπηρεσιών και υπηρεσιών πληροφοριών, τόσο των ΗΠΑ όσο και του Ηνωμένου Βασιλείου. Ηταν μια επιχείρηση ταπεινωτικής πίεσης», κατέθεσε.
Σημειώθηκαν επίσης κατασχέσεις αρχείων από ηλεκτρονικούς υπολογιστές της εφημερίδας, καθώς και σωρεία τηλεφωνημάτων κυρίως από βουλευτές του κυβερνώντος Συντηρητικού Κόμματος. Παράλληλα, διατυπώνονταν συνεχώς απειλές για πιθανή σύλληψη του ίδιου και των δημοσιογράφων που υπέγραφαν τα επίμαχα ρεπορτάζ.
Η μόνιμη επωδός στις οχλήσεις αυτές ήταν, όπως επισημαίνει ο Ράσμπριτζερ, το επιχείρημα ότι «μια τυχόν ανεύθυνη πράξη εκ μέρους της εφημερίδας θα έβαζε σε σοβαρό κίνδυνο την εθνική ασφάλεια της Βρετανίας».
Είναι χαρακτηριστικό ότι στη διάρκεια της ακρόασης ο διευθυντής ρωτήθηκε από ένα μέλος της επιτροπής κατά πόσο «αγαπάει την πατρίδα του». «Ασφαλώς και την αγαπάω. Είμαστε πατριώτες, αλλά εξίσου με την πατρίδα μας υποστηρίζουμε τη φύση και τη λειτουργία της δημοκρατίας, τη φύση και τη λειτουργία του ελεύθερου Τύπου, το γεγονός ότι ο οποιοσδήποτε σε αυτή τη χώρα δικαιούται να συζητεί και να δημοσιεύει», απάντησε ο Ράσμπριτζερ. Εξήγησε δε, ότι οι δημοσιογράφοι του «Γκάρντιαν» «εξετάζουν αργά και με μεγάλη υπευθυνότητα τα έγγραφα που αποκαλύπτει ο Σνόουντεν».
Σε δήλωσή της στην «Nιου Γιορκ Τάιμς», μια πηγή από την «Γκάρντιαν» που επιθυμεί να διατηρήσει την ανωνυμία της τόνισε πως «μετά την ενδελεχή εξέταση των εγγράφων του Σνόουντεν, διαπιστώσαμε πως ενδιαφέρουν όχι μόνο την αμερικανική και τη βρετανική κυβέρνηση, αλλά και αυτές της Κίνας και της Ρωσίας. Γι’ αυτό, οι δημοσιογράφοι από τις διάφορες χώρες που θα αντήλλασσαν πληροφορίες έπρεπε να συναντιούνται κάτω από συνθήκες απόλυτης μυστικότητας και προστασίας».
«Οι συναντήσεις αυτές γίνονταν σε δωμάτια χωρίς παράθυρα και με όλες τις ηλεκτρονικές συσκευές του δωματίου εκτός πρίζας. Οι υπολογιστές μέσα στους οποίους είχαν αποθηκευτεί τα απόρρητα έγγραφα έπρεπε να μη διαθέτουν πρόσβαση στο Διαδίκτυο, ενώ οι ρεπόρτερ που ήθελαν να συναντήσουν συναδέλφους τους έπρεπε να ταξιδέψουν και να παραδώσουν τις πληροφορίες χέρι με χέρι, κι ας κοστίζει αυτό χρήματα στην εφημερίδα», αναφέρει.
Ο Ράσμπριτζερ κατέθεσε επίσης στην κοινοβουλευτική επιτροπή πως μέχρι στιγμής έχει δημοσιευτεί μόλις το 1% από τα 58.000 απόρρητα έγγραφα που διέρρευσε ο Σνόουντεν. Οι αποκαλύψεις θα συνεχιστούν, είπε, ακολουθώντας τους κανόνες της δημοσιογραφικής δεοντολογίας.
«Δεν έχουμε δημοσιεύσει κανένα όνομα και δεν έχουμε χάσει τον έλεγχο για κανένα έγγραφο», υπογράμμισε και κατέληξε: «Ολα ξεκίνησαν όταν μάθαμε ότι 850.000 άνθρωποι είχαν πρόσβαση σε κάποια τμήματα των απόρρητων πληροφοριών και ότι ένας 29χρονος από τη Χαβάη (σ.σ: εννοεί τον Σνόουντεν) που πλέον δεν εργαζόταν καν για την αμερικανική κυβέρνηση είχε ακόμη πρόσβαση σε αυτές και ήθελε να τις δημοσιεύσει για να αποδειχθεί ότι πολλές κυβερνήσεις παρακολουθούν παράνομα και πιο μεθοδικά από ποτέ δεκάδες εκατομμύρια ανθρώπους».
Η συγκέντρωση στοιχείων, υποστηρίζεται, αφορά την τοποθεσία των κατόχων τους και καταλήγει να χαρτογραφεί τις σχέσεις τους με τρόπο που «μέχρι πρότινος ήταν ασύλληπτος», υποστηρίζει η ίδια εφημερίδα.
Τα αρχεία τοποθετούνται σε μια βάση δεδομένων όπου αποθηκεύονται πληροφορίες σχετικά με τις θέσεις «τουλάχιστον εκατοντάδων εκατομμυρίων συσκευών», αναφέρει η εφημερίδα, σύμφωνα με απόρρητα έγγραφα και συνεντεύξεις στελεχών των υπηρεσιών πληροφοριών.
Η υπηρεσία φέρεται να υποστηρίζει στα έγγραφα που διέρρευσαν ότι δεν στοχεύει σκόπιμα επικοινωνίες Αμερικανών, αλλά γίνεται «παρεμπιπτόντως» συλλογή στοιχείων τους.
Αξιωματούχοι αναφέρουν στην εφημερίδα ότι τα προγράμματα που συλλέγουν και αναλύουν τα δεδομένα των τοποθεσιών είναι νόμιμα και αποσκοπούν αποκλειστικά στο να συγκεντρώσουν πληροφορίες σχετικά με ξένους στόχους.
Το περιεχόμενο του άρθρου προκάλεσε έντονες αντιδράσεις. «Πόσες αποκαλύψεις πρέπει ακόμα να γίνουν μέχρι να αναλάβει δράση το Κογκρέσο; Το άρθρο αυτό αποτελεί το πιο πρόσφατο πλήγμα στο δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής», δήλωσε ο Ζικ Τζόνσον, διευθυντής της αμερικανικής Ασφάλειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της Διεθνούς Αμνηστίας.
Εν τω μεταξύ, στο Λονδίνο, υπερασπιζόμενος την απόφαση της «Γκάρντιαν» να δημοσιεύει απόρρητα έγγραφα που διέρρευσαν μέσω του Εντουαρντ Σνόουντεν, ο διευθυντής της εφημερίδας κατήγγειλε σειρά πιέσεων και εκφοβισμών με σκοπό τη «φίμωση» των αποκαλύψεων.
Μιλώντας ενώπιον επιτροπής του βρετανικού Κοινοβουλίου, ο διευθυντής της εφημερίδας, Αλαν Ράσμπριτζερ, είπε πως «δεν εκφοβιζόμαστε, αλλά ούτε και θα συμπεριφερθούμε ανεύθυνα».
Ο διευθυντής ανέφερε πως όταν τα έγγραφα έφτασαν στην εφημερίδα, δέχθηκε επισκέψεις από αξιωματούχους που ήθελαν όχι μόνο να αποτρέψουν τη δημοσιοποίησή τους, αλλά και να τα αποσπάσουν από την εφημερίδα για να τα καταστρέψουν.
«Ο ίδιος συναντήθηκα πάνω από 100 φορές με μέλη κυβερνητικών υπηρεσιών και υπηρεσιών πληροφοριών, τόσο των ΗΠΑ όσο και του Ηνωμένου Βασιλείου. Ηταν μια επιχείρηση ταπεινωτικής πίεσης», κατέθεσε.
Σημειώθηκαν επίσης κατασχέσεις αρχείων από ηλεκτρονικούς υπολογιστές της εφημερίδας, καθώς και σωρεία τηλεφωνημάτων κυρίως από βουλευτές του κυβερνώντος Συντηρητικού Κόμματος. Παράλληλα, διατυπώνονταν συνεχώς απειλές για πιθανή σύλληψη του ίδιου και των δημοσιογράφων που υπέγραφαν τα επίμαχα ρεπορτάζ.
Η μόνιμη επωδός στις οχλήσεις αυτές ήταν, όπως επισημαίνει ο Ράσμπριτζερ, το επιχείρημα ότι «μια τυχόν ανεύθυνη πράξη εκ μέρους της εφημερίδας θα έβαζε σε σοβαρό κίνδυνο την εθνική ασφάλεια της Βρετανίας».
Είναι χαρακτηριστικό ότι στη διάρκεια της ακρόασης ο διευθυντής ρωτήθηκε από ένα μέλος της επιτροπής κατά πόσο «αγαπάει την πατρίδα του». «Ασφαλώς και την αγαπάω. Είμαστε πατριώτες, αλλά εξίσου με την πατρίδα μας υποστηρίζουμε τη φύση και τη λειτουργία της δημοκρατίας, τη φύση και τη λειτουργία του ελεύθερου Τύπου, το γεγονός ότι ο οποιοσδήποτε σε αυτή τη χώρα δικαιούται να συζητεί και να δημοσιεύει», απάντησε ο Ράσμπριτζερ. Εξήγησε δε, ότι οι δημοσιογράφοι του «Γκάρντιαν» «εξετάζουν αργά και με μεγάλη υπευθυνότητα τα έγγραφα που αποκαλύπτει ο Σνόουντεν».
Σε δήλωσή της στην «Nιου Γιορκ Τάιμς», μια πηγή από την «Γκάρντιαν» που επιθυμεί να διατηρήσει την ανωνυμία της τόνισε πως «μετά την ενδελεχή εξέταση των εγγράφων του Σνόουντεν, διαπιστώσαμε πως ενδιαφέρουν όχι μόνο την αμερικανική και τη βρετανική κυβέρνηση, αλλά και αυτές της Κίνας και της Ρωσίας. Γι’ αυτό, οι δημοσιογράφοι από τις διάφορες χώρες που θα αντήλλασσαν πληροφορίες έπρεπε να συναντιούνται κάτω από συνθήκες απόλυτης μυστικότητας και προστασίας».
«Οι συναντήσεις αυτές γίνονταν σε δωμάτια χωρίς παράθυρα και με όλες τις ηλεκτρονικές συσκευές του δωματίου εκτός πρίζας. Οι υπολογιστές μέσα στους οποίους είχαν αποθηκευτεί τα απόρρητα έγγραφα έπρεπε να μη διαθέτουν πρόσβαση στο Διαδίκτυο, ενώ οι ρεπόρτερ που ήθελαν να συναντήσουν συναδέλφους τους έπρεπε να ταξιδέψουν και να παραδώσουν τις πληροφορίες χέρι με χέρι, κι ας κοστίζει αυτό χρήματα στην εφημερίδα», αναφέρει.
Ο Ράσμπριτζερ κατέθεσε επίσης στην κοινοβουλευτική επιτροπή πως μέχρι στιγμής έχει δημοσιευτεί μόλις το 1% από τα 58.000 απόρρητα έγγραφα που διέρρευσε ο Σνόουντεν. Οι αποκαλύψεις θα συνεχιστούν, είπε, ακολουθώντας τους κανόνες της δημοσιογραφικής δεοντολογίας.
«Δεν έχουμε δημοσιεύσει κανένα όνομα και δεν έχουμε χάσει τον έλεγχο για κανένα έγγραφο», υπογράμμισε και κατέληξε: «Ολα ξεκίνησαν όταν μάθαμε ότι 850.000 άνθρωποι είχαν πρόσβαση σε κάποια τμήματα των απόρρητων πληροφοριών και ότι ένας 29χρονος από τη Χαβάη (σ.σ: εννοεί τον Σνόουντεν) που πλέον δεν εργαζόταν καν για την αμερικανική κυβέρνηση είχε ακόμη πρόσβαση σε αυτές και ήθελε να τις δημοσιεύσει για να αποδειχθεί ότι πολλές κυβερνήσεις παρακολουθούν παράνομα και πιο μεθοδικά από ποτέ δεκάδες εκατομμύρια ανθρώπους».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου