Της Ευγενίας Τζώρτζη
Πιέσεις προς τις τράπεζες να ενισχύσουν τη χρηματοδότηση των επιχειρήσεων ασκεί η κυβέρνηση σε μια προσπάθεια η βελτίωση του κλίματος να αποτυπωθεί και στην πραγματική οικονομία.
Μετά τις δηλώσεις ανώτατου αξιωματούχου του υπουργείου Ανάπτυξης την Πέμπτη, ότι «κάποιες επιχειρήσεις μπορούν να αναπτυχθούν εάν οι τράπεζες αναγνωρίσουν ότι ένα κομμάτι των δανείων τους δεν μπορεί να εισπραχθεί», χθες ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας, μιλώντας σε συνέδριο υπογράμμισε ότι «μετά και την πρόσφατη ανακεφαλαιοποίησή τους, οι τράπεζες οφείλουν να ανταποκριθούν άμεσα και με επάρκεια στον διαμεσολαβητικό τους ρόλο και να παράσχουν την απαραίτητη ρευστότητα στην πραγματική οικονομία».
Πτωχευτικός κώδικας
Ο στόχος για την κινητοποίηση πόρων υπέρ της πραγματικής οικονομίας από την πλευρά των τραπεζών, θα συνοδευθεί με πρωτοβουλίες από την πλευρά των συναρμόδιων υπουργείων για την προώθηση των αναγκαίων αλλαγών στην προπτωχευτική διαδικασία και τον πτωχευτικό κώδικα, κυρίως το άρθρο 99, αλλά και την παροχή κινήτρων για την αναδιάρθρωση των επιχειρήσεων, μέσα από κίνητρα για συγχωνεύσεις και φορολογικές απαλλαγές.
Οι τράπεζες από την πλευρά τους δηλώνουν διατεθειμένες να ανοίξουν την απαγορευμένη συζήτηση του «κουρέματος» δανείων, με την προϋπόθεση, όπως δηλώνουν, το θέμα να αντιμετωπιστεί συνολικά στη βάση μιας στρατηγικής και ενός συνολικού σχεδιασμού για την αναδιάρθρωση των επιχειρήσεων και την ενίσχυση της ανάπτυξης. Το κόστος μιας τέτοιας διαδικασίας θα μπορούσε, όπως σημειώνουν για πρώτη φορά «να χρηματοδοτηθεί από τις προβλέψεις τις οποίες έχουν εγγράψει συνολικού ύψους 40 δισ. ευρώ, μέρος των οποίων μπορεί να απελευθερωθεί και να διοχετευθεί στην οικονομία».
Σύμφωνα ωστόσο με τις ίδιες πηγές, η συζήτηση θα πρέπει να γίνει χωρίς πυροτεχνήματα επικοινωνιακού τύπου. Ο κίνδυνος από μια επικοινωνιακού τύπου διαχείριση του θέματος με πιέσεις προς τις τράπεζες για διαγραφές, χωρίς προηγουμένως να έχει γίνει ο αναγκαίος σχεδιασμός, ενδέχεται, όπως σημειώνουν, «να εκθρέψει φαινόμενα αθέμιτου ανταγωνισμού από επιχειρηματίες, που ενώ οδήγησαν τις επιχειρήσεις τους σε πτώχευση, έχουν παρκάρει τα χρήματά τους στο εξωτερικό. Το θέμα της υπεράσπισης της υγιούς επιχειρηματικότητας και των μετόχων που σε περιβάλλον κρίσης υπερασπίστηκαν τις επιχειρήσεις τους είναι σοβαρό», σημειώνουν με έμφαση, καθώς «η κυβέρνηση πρέπει να ενισχύει την ηθική της αγοράς και δεν μπορεί να λειτουργεί με τρόπο που θα υποθάλπει τον αθέμιτο ανταγωνισμό».
Σε κάθε περίπτωση, τα θέματα που θα τεθούν στο τραπέζι των συζητήσεων το αμέσως επόμενο διάστημα είναι τα εξής:
Η τυποποίηση της διαδικασίας για την αξιολόγηση της βιωσιμότητας των επιχειρήσεων, προκειμένου να συντονιστεί η προσπάθεια των τεσσάρων τραπεζών, που στις περισσότερες των περιπτώσεων εμπλέκονται από κοινού στο θέμα του δανεισμού κάθε επιχείρησης. Αν και το θέμα της αξιολόγησης της βιωσιμότητας μιας επιχείρησης ακούγεται προφανές, χρειάστηκαν συζητήσεις επί μακρόν, προκειμένου οι τράπεζες να καταλήξουν σε έναν κοινό τόπο. Το γεγονός ότι το τραπεζικό σύστημα περιορίζεται πλέον σε τέσσερις τράπεζες βοήθησε τη διαδικασία και ακόμη και αν τα συμφέροντά τους δεν ταυτίζονται πάντα και εξαρτώνται από τον βαθμό έκθεσης που έχει κάθε μία σε ένα κλάδο ή μια επιχείρηση, το ζήτημα της μεταξύ τους συνεννόησης δείχνει να έχει δρομολογηθεί.
Κριτήρια
Βασικά κριτήρια είναι οι ταμειακές ροές και ο δείκτης λειτουργικής κερδοφορίας, βάσει του οποίου κρίνεται κατά πόσο μια επιχείρηση μπορεί να χρηματοδοτεί τις υποχρεώσεις της από τις ετήσιες πωλήσεις της, ενώ ένα βασικό στοιχείο που θα πρέπει να αξιολογηθεί είναι επίσης το κατά πόσο είναι εξαγωγικού χαρακτήρα και συμβάλλει στην εξωστρέφεια της οικονομίας. Με βάση αυτά τα κριτήρια, οι μέτοχοι και οι πιστωτές θα πρέπει από κοινού να καταστρώσουν το πλάνο εξυγίανσης, που μπορεί να περιλαμβάνει αύξηση μετοχικού κεφαλαίου, χορήγηση νέου δανείου, πωλήσεις περιουσιακών στοιχείων ή ακόμη και συγχωνεύσεις.
Η διευθέτηση του χρέους αποτελεί βασικό στοιχείο του πλάνου εξυγίανσης, στον βαθμό που οι διαδοχικές ρυθμίσεις, που έχουν γίνει στην πλειονότητα των επιχειρηματικών δανείων κατά τη διάρκεια της κρίσης, έχει γίνει σαφές ότι δεν επαρκούν για την αντιμετώπιση του υπερδανεισμού τους. Εκτός από την επιμήκυνση της χρονικής διάρκειας και την ελάφρυνση του κόστους εξυπηρέτησης, καθώς τα περισσότερα δάνεια επιβαρύνονται με υψηλά επιτόκια, η διευθέτηση του χρέους θα πρέπει να αγγίξει το ευαίσθητο θέμα της διαγραφής οφειλής, που όχι μόνο δεν μπορεί να εισπραχθεί, αλλά αποτελεί βρόχο ακόμη και για τις εν δυνάμει βιώσιμες επιχειρήσεις.
Στις αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου τον πρώτο λόγο έχουν φυσικά οι μέτοχοι των επιχειρήσεων, οι οποίοι θα κληθούν να βάλουν το χέρι στην τσέπη, στηρίζοντας τις επιχειρήσεις τους με φρέσκο χρήμα. Ενδεχόμενη αδυναμία και κυρίως απροθυμία, ακυρώνει ουσιαστικά κάθε προσπάθεια μιας συναινετικής λύσης και εκεί τον λόγο διεκδικούν πλέον οι τράπεζες. Ο ρόλος τους, όπως σημειώνουν, πρέπει να ενισχυθεί μέσα από τις αλλαγές στην προπτωχευτική διαδικασία ή τον πτωχευτικό νόμο, επιτρέποντάς τους να επιβάλλουν το σχέδιο εξυγίανσης ή να αναλάβουν τη διοίκηση της εταιρείας, ακόμη και χωρίς τη σύμφωνη γνώμη των μετόχων. Με το σημερινό καθεστώς και με εξαίρεση την περίπτωση που οι μετοχές έχουν μπει ενέχυρο για το δάνειο, ακόμη και η μετοχοποίηση του χρέους είναι, όπως σημειώνουν, «εξαιρετικά πολύπλοκη διαδικασία που απαιτεί δύο έως τρία χρόνια και αλλεπάλληλες δικαστικές διαδικασίες με καταγγελίες συμβάσεων και αναβολές τις οποίες επιτυγχάνουν οι μέτοχοι».
Σχέδια εξυγίανσης
Θέτοντας ως όριο π.χ. την κατοχή του 70% του χρέους από τις τράπεζες και με την προϋπόθεση ότι οι υφιστάμενοι μέτοχοι δεν ανταποκρίνονται στις εκκλήσεις να συμμετάσχουν στην κεφαλαιακή ενίσχυση, οι τράπεζες διεκδικούν το δικαίωμα της μονομερούς απόφασης για την έγκριση του σχεδίου εξυγίανσης της επιχείρησης. Ο εξοστρακισμός των παλαιών μετόχων δεν είναι πάντα δεδομένος με αποκλειστικό κριτήριο τη μη συμμετοχή του στην αύξηση μετοχικού κεφαλαίου, όπως υποστηρίζουν, αφού αυτό που θα συνεκτιμηθεί είναι το κατά πόσο η αποτυχία της διοίκησης είναι αποτέλεσμα της κρίσης ή λανθασμένων επιλογών. Πολύ περισσότερο, η διοίκηση «δεν μπορεί να αφεθεί σε κάποιους που αρνούνται να συνεισφέρουν και έχουν λογαριασμούς στην Ελβετία», σημειώνουν οι τράπεζες, που υπεραμύνονται του αυξημένου δικαιώματός τους, μόνο όταν αποδεδειγμένα ο μέτοχος δεν έχει ανταποκριθεί.
Αναδιάρθρωση επιχειρήσεων
Μετά τις δηλώσεις ανώτατου αξιωματούχου του υπουργείου Ανάπτυξης την Πέμπτη, ότι «κάποιες επιχειρήσεις μπορούν να αναπτυχθούν εάν οι τράπεζες αναγνωρίσουν ότι ένα κομμάτι των δανείων τους δεν μπορεί να εισπραχθεί», χθες ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας, μιλώντας σε συνέδριο υπογράμμισε ότι «μετά και την πρόσφατη ανακεφαλαιοποίησή τους, οι τράπεζες οφείλουν να ανταποκριθούν άμεσα και με επάρκεια στον διαμεσολαβητικό τους ρόλο και να παράσχουν την απαραίτητη ρευστότητα στην πραγματική οικονομία».
Πτωχευτικός κώδικας
Ο στόχος για την κινητοποίηση πόρων υπέρ της πραγματικής οικονομίας από την πλευρά των τραπεζών, θα συνοδευθεί με πρωτοβουλίες από την πλευρά των συναρμόδιων υπουργείων για την προώθηση των αναγκαίων αλλαγών στην προπτωχευτική διαδικασία και τον πτωχευτικό κώδικα, κυρίως το άρθρο 99, αλλά και την παροχή κινήτρων για την αναδιάρθρωση των επιχειρήσεων, μέσα από κίνητρα για συγχωνεύσεις και φορολογικές απαλλαγές.
Οι τράπεζες από την πλευρά τους δηλώνουν διατεθειμένες να ανοίξουν την απαγορευμένη συζήτηση του «κουρέματος» δανείων, με την προϋπόθεση, όπως δηλώνουν, το θέμα να αντιμετωπιστεί συνολικά στη βάση μιας στρατηγικής και ενός συνολικού σχεδιασμού για την αναδιάρθρωση των επιχειρήσεων και την ενίσχυση της ανάπτυξης. Το κόστος μιας τέτοιας διαδικασίας θα μπορούσε, όπως σημειώνουν για πρώτη φορά «να χρηματοδοτηθεί από τις προβλέψεις τις οποίες έχουν εγγράψει συνολικού ύψους 40 δισ. ευρώ, μέρος των οποίων μπορεί να απελευθερωθεί και να διοχετευθεί στην οικονομία».
Σύμφωνα ωστόσο με τις ίδιες πηγές, η συζήτηση θα πρέπει να γίνει χωρίς πυροτεχνήματα επικοινωνιακού τύπου. Ο κίνδυνος από μια επικοινωνιακού τύπου διαχείριση του θέματος με πιέσεις προς τις τράπεζες για διαγραφές, χωρίς προηγουμένως να έχει γίνει ο αναγκαίος σχεδιασμός, ενδέχεται, όπως σημειώνουν, «να εκθρέψει φαινόμενα αθέμιτου ανταγωνισμού από επιχειρηματίες, που ενώ οδήγησαν τις επιχειρήσεις τους σε πτώχευση, έχουν παρκάρει τα χρήματά τους στο εξωτερικό. Το θέμα της υπεράσπισης της υγιούς επιχειρηματικότητας και των μετόχων που σε περιβάλλον κρίσης υπερασπίστηκαν τις επιχειρήσεις τους είναι σοβαρό», σημειώνουν με έμφαση, καθώς «η κυβέρνηση πρέπει να ενισχύει την ηθική της αγοράς και δεν μπορεί να λειτουργεί με τρόπο που θα υποθάλπει τον αθέμιτο ανταγωνισμό».
Σε κάθε περίπτωση, τα θέματα που θα τεθούν στο τραπέζι των συζητήσεων το αμέσως επόμενο διάστημα είναι τα εξής:
Η τυποποίηση της διαδικασίας για την αξιολόγηση της βιωσιμότητας των επιχειρήσεων, προκειμένου να συντονιστεί η προσπάθεια των τεσσάρων τραπεζών, που στις περισσότερες των περιπτώσεων εμπλέκονται από κοινού στο θέμα του δανεισμού κάθε επιχείρησης. Αν και το θέμα της αξιολόγησης της βιωσιμότητας μιας επιχείρησης ακούγεται προφανές, χρειάστηκαν συζητήσεις επί μακρόν, προκειμένου οι τράπεζες να καταλήξουν σε έναν κοινό τόπο. Το γεγονός ότι το τραπεζικό σύστημα περιορίζεται πλέον σε τέσσερις τράπεζες βοήθησε τη διαδικασία και ακόμη και αν τα συμφέροντά τους δεν ταυτίζονται πάντα και εξαρτώνται από τον βαθμό έκθεσης που έχει κάθε μία σε ένα κλάδο ή μια επιχείρηση, το ζήτημα της μεταξύ τους συνεννόησης δείχνει να έχει δρομολογηθεί.
Κριτήρια
Βασικά κριτήρια είναι οι ταμειακές ροές και ο δείκτης λειτουργικής κερδοφορίας, βάσει του οποίου κρίνεται κατά πόσο μια επιχείρηση μπορεί να χρηματοδοτεί τις υποχρεώσεις της από τις ετήσιες πωλήσεις της, ενώ ένα βασικό στοιχείο που θα πρέπει να αξιολογηθεί είναι επίσης το κατά πόσο είναι εξαγωγικού χαρακτήρα και συμβάλλει στην εξωστρέφεια της οικονομίας. Με βάση αυτά τα κριτήρια, οι μέτοχοι και οι πιστωτές θα πρέπει από κοινού να καταστρώσουν το πλάνο εξυγίανσης, που μπορεί να περιλαμβάνει αύξηση μετοχικού κεφαλαίου, χορήγηση νέου δανείου, πωλήσεις περιουσιακών στοιχείων ή ακόμη και συγχωνεύσεις.
Η διευθέτηση του χρέους αποτελεί βασικό στοιχείο του πλάνου εξυγίανσης, στον βαθμό που οι διαδοχικές ρυθμίσεις, που έχουν γίνει στην πλειονότητα των επιχειρηματικών δανείων κατά τη διάρκεια της κρίσης, έχει γίνει σαφές ότι δεν επαρκούν για την αντιμετώπιση του υπερδανεισμού τους. Εκτός από την επιμήκυνση της χρονικής διάρκειας και την ελάφρυνση του κόστους εξυπηρέτησης, καθώς τα περισσότερα δάνεια επιβαρύνονται με υψηλά επιτόκια, η διευθέτηση του χρέους θα πρέπει να αγγίξει το ευαίσθητο θέμα της διαγραφής οφειλής, που όχι μόνο δεν μπορεί να εισπραχθεί, αλλά αποτελεί βρόχο ακόμη και για τις εν δυνάμει βιώσιμες επιχειρήσεις.
Στις αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου τον πρώτο λόγο έχουν φυσικά οι μέτοχοι των επιχειρήσεων, οι οποίοι θα κληθούν να βάλουν το χέρι στην τσέπη, στηρίζοντας τις επιχειρήσεις τους με φρέσκο χρήμα. Ενδεχόμενη αδυναμία και κυρίως απροθυμία, ακυρώνει ουσιαστικά κάθε προσπάθεια μιας συναινετικής λύσης και εκεί τον λόγο διεκδικούν πλέον οι τράπεζες. Ο ρόλος τους, όπως σημειώνουν, πρέπει να ενισχυθεί μέσα από τις αλλαγές στην προπτωχευτική διαδικασία ή τον πτωχευτικό νόμο, επιτρέποντάς τους να επιβάλλουν το σχέδιο εξυγίανσης ή να αναλάβουν τη διοίκηση της εταιρείας, ακόμη και χωρίς τη σύμφωνη γνώμη των μετόχων. Με το σημερινό καθεστώς και με εξαίρεση την περίπτωση που οι μετοχές έχουν μπει ενέχυρο για το δάνειο, ακόμη και η μετοχοποίηση του χρέους είναι, όπως σημειώνουν, «εξαιρετικά πολύπλοκη διαδικασία που απαιτεί δύο έως τρία χρόνια και αλλεπάλληλες δικαστικές διαδικασίες με καταγγελίες συμβάσεων και αναβολές τις οποίες επιτυγχάνουν οι μέτοχοι».
Σχέδια εξυγίανσης
Θέτοντας ως όριο π.χ. την κατοχή του 70% του χρέους από τις τράπεζες και με την προϋπόθεση ότι οι υφιστάμενοι μέτοχοι δεν ανταποκρίνονται στις εκκλήσεις να συμμετάσχουν στην κεφαλαιακή ενίσχυση, οι τράπεζες διεκδικούν το δικαίωμα της μονομερούς απόφασης για την έγκριση του σχεδίου εξυγίανσης της επιχείρησης. Ο εξοστρακισμός των παλαιών μετόχων δεν είναι πάντα δεδομένος με αποκλειστικό κριτήριο τη μη συμμετοχή του στην αύξηση μετοχικού κεφαλαίου, όπως υποστηρίζουν, αφού αυτό που θα συνεκτιμηθεί είναι το κατά πόσο η αποτυχία της διοίκησης είναι αποτέλεσμα της κρίσης ή λανθασμένων επιλογών. Πολύ περισσότερο, η διοίκηση «δεν μπορεί να αφεθεί σε κάποιους που αρνούνται να συνεισφέρουν και έχουν λογαριασμούς στην Ελβετία», σημειώνουν οι τράπεζες, που υπεραμύνονται του αυξημένου δικαιώματός τους, μόνο όταν αποδεδειγμένα ο μέτοχος δεν έχει ανταποκριθεί.
Αναδιάρθρωση επιχειρήσεων
Οι προϋποθέσεις για την επιτυχία του εγχειρήματος της αναδιάρθρωσης των επιχειρήσεων δεν εξαντλούνται στην αλλαγή της προπτωχευτικής διαδικασίας ή του πτωχευτικού νόμου. Κρίσιμο θέμα είναι η επιτάχυνση του ρυθμού εκδίκασης των υποθέσεων και της επίσπευσης διαδικασιών όπως η αναγκαστική εκτέλεση, που φαίνεται ότι επιτυγχάνεται σε ικανοποιητικό βαθμό με την αλλαγή του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Το σχετικό νομοσχέδιο έχει ολοκληρωθεί και αναμένεται να τεθεί προς ψήφιση στη Βουλή το προσεχές διάστημα, ενώ επίσης καθοριστικό θέμα για κλάδους όπως ο τουρισμός είναι το χωροταξικό, που εκκρεμεί και ως προαπαιτούμενο. Επόμενο θέμα που τίθεται επιτακτικά από τις επιχειρήσεις, αλλά και τις τράπεζες είναι το θέμα της παροχής φορολογικών κινήτρων που θα διευκολύνουν τις συγχωνεύσεις μεταξύ των εταιρειών. Η δυνατότητα επέκτασης του φορολογικού οφέλους, με συμψηφισμό των συσσωρευμένων ζημιών από τα κέρδη μελλοντικών χρήσεων, θα επιτρέψει την απορρόφηση ζημιογόνων επιχειρήσεων από άλλες υγιείς επιχειρήσεις, ενδυναμώνοντας την ανάπτυξη, που είναι το ζητούμενο. Κατά τον ίδιο τρόπο θα πρέπει να αντιμετωπιστούν μια σειρά από τεχνικά θέματα, όπως π.χ. η αποτίμηση των μετοχών κυρίως εισηγμένων εταιρειών στην περίπτωση κεφαλαιοποίησης οφειλών. Το γεγονός ότι η σημερινή νομοθεσία δεν επιτρέπει την αποτίμηση των μετοχών κάτω από την ονομαστική αξία και με κατώτατο όριο τα 30 λεπτά, δυσκολεύει τη διαδικασία της κεφαλαιοποίησης χρεών, όταν μάλιστα η αξία της μετοχής έχει απαξιωθεί.
Πηγή: Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου