Ο Γιάννης Διακογιάννης κατάφερε το «ακατόρθωτο»: την ταύτιση του θεατή με τον παντογνώστη αφηγητή.
Αν ο Μανώλης Χιώτης «έβαλε» το μπουζούκι στα σαλόνια και ο Γιάννης Μαρής το αστυνομικό μυθιστόρημα στα μικροαστικά νοικοκυριά, ο Γιάννης Διακογιάννης, μέσα από την τηλεοπτική εικόνα και την ανεπανάληπτη περιγραφή του, έφερε το ποδόσφαιρο και τον στίβο σε κάθε ελληνικό σπίτι, δίνοντας άλλη διάσταση στο αθλητικό δρώμενο, ενώνοντας τον πολιτισμό με τον αθλητισμό. Γέννημα-θρέμμα Παγκρατιώτης, κοσμοπολίτης λόγω καταγωγής, λάτρης της όπερας και του κλασικού αθλητισμού, ο Γιάννης Διακογιάννης απευθύνθηκε εξ αρχής σ’ ένα «εθνικό ακροατήριο», πολύ προτού μεταβληθεί σε «τηλεοπτικό κοινό». Η μακρόχρονη παρουσία του στη μικρή οθόνη, μαζί με τον Φρέντυ Γερμανό και τον Νίκο Μαστοράκη, είναι συνυφασμένη με την ιστορία της ελληνικής τηλεόρασης. Οι περιγραφές του από τα δημοσιογραφικά μπουθ δεν καθηλώνουν απλώς τον τηλεθεατή, τον εκπαιδεύουν σε μία διαφορετική πρόσληψη και προσέγγιση του αθλητικού θεάματος, καταφέρνοντας το «ακατόρθωτο»: την ταύτιση του θεατή με τον παντογνώστη αφηγητή.
Σε ρυθμούς Μουντιάλ, με αγώνες να διεξάγονται σε υψηλές θερμοκρασίες και αφόρητη υγρασία και με τους Βραζιλιάνους, από τη μία να θέλουν να διώξουν, 64 χρόνια μετά, το «φάντασμα του Μαρακανά» και από την άλλη να διαδηλώνουν για το υπέρογκο κόστος των αγώνων, συζητήσαμε μαζί του για το ποδόσφαιρο, την πολιτική και, βέβαια, τη μουσική.
«Αυτό που συμβαίνει τώρα στη Βραζιλία θυμίζει την Αθήνα του 2004. Κι εδώ έγινε σπατάλη, πάλι εις βάρος της παιδείας και της υγείας, αφού ελάχιστες μεταπολεμικές κυβερνήσεις στην Ελλάδα έχουν ασχοληθεί σοβαρά με αυτά τα ζητήματα. Αν και το ποδόσφαιρο για τους Βραζιλιάνους είναι σαν θρησκεία, αρκεί να κερδίσουν το Παγκόσμιο Κύπελλο και δεν τους ενδιαφέρει, αν αυξηθεί η τιμή του καφέ εκατό φορές πάνω, πρέπει να διοργανώσουν και τους Ολυμπιακούς Αγώνες δύο χρόνια μετά. Πώς θα τους κάνει μια χώρα με τέτοια προβλήματα, που δεν έχει παράδοση σε άλλα αθλήματα, εκτός από το μπάσκετ και το βόλεϊ; Είναι η ένατη πλουσιότερη χώρα στον κόσμο, αν δεν κάνω λάθος, αλλά κατοικείται από φτωχούς ανθρώπους».
– Είναι πάγια θέση σας, ότι στον αθλητισμό δεν χωράει η πολιτική. Ομως, πόσο εφικτό είναι να παραβλέψουμε τις αντιδράσεις που εκδηλώνονται στο περιθώριο των αγώνων;
– Οποτε η πολιτική πλησιάζει τον αθλητισμό, τον δηλητηριάζει, αυτό το πιστεύω ακράδαντα. Το ξέρουμε και από τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Μόσχας, όταν η Δύση μποϊκόταρε τους αγώνες, και του Λος Αντζελες, όταν συνέβη το αντίστροφο. Μόνο ένας πολιτικός υπήρξε, που αγαπούσε πραγματικά τον αθλητισμό, ο μεγάλος Σάντρο Περτίνι, ο οποίος διετέλεσε και πρόεδρος της Ιταλικής Δημοκρατίας.
Το «Κορίτσι της Ιπανέμα»
– Θεωρείτε ότι η Βραζιλία είναι έτοιμη να ξορκίσει το «φάντασμα του Μαρακανά», όταν το 1950, ως διοργανώτρια χώρα, έχασε τον τίτλο από την Ουρουγουάη;
– Νομίζω, ναι. Μέχρι στιγμής την είδα σε δύο παιχνίδια, αν και ζορίστηκε στον πρώτο αγώνα και είχε, λόγω έδρας, τη βοήθεια της διαιτησίας. Από τη Βραζιλία λείπουν πάντως τα μεγάλα ονόματα, ένας οργανωτής του παιχνιδιού, και ο Νεϊμάρ προσπαθεί να πάρει το βάρος όλης της επίθεσης, γιατί δεν υπάρχει το κλασικό σέντερ φορ, όπως παλιά ο Ρομάριο, ο Μπεμπέτο. Μην ξεχνάμε ότι το 2002, όταν κέρδισε το πέμπτο Παγκόσμιο Κύπελλο, είχε τα «τρία Ρ», Ρονάλντο, Ριβάλντο, Ροναλντίνιο. Σχετικά με το «φάντασμα του Μαρακανά», νομίζω πως οι νεότεροι Βραζιλιάνοι φίλαθλοι δεν το έχουν υπόψη τους και οι παλιοί που το έζησαν, λόγω ηλικίας, έχουν φύγει οι περισσότεροι από τη ζωή.
– Είστε ο πρώτος αθλητικογράφος και σχολιαστής στην Ελλάδα που «βάζει στο τηλεοπτικό κάδρο της περιγραφής το στοιχείο του πολιτισμού. Τι εικόνα έχετε από τη Βραζιλία, πέρα από τα κλισέ της σάμπα και της φαβέλας, και με ποιο τραγούδι θα συνδέατε την περιγραφή σας;
– Οταν πήγα με την εθνική ομάδα, το 1974, στη Βραζιλία, με είχαν εντυπωσιάσει δύο πράγματα: η Κοπακαμπάνα, με εκατοντάδες παιδιά, ηλικίας 8-12 ετών, που έπαιζαν μπάλα. Εντυπωσιακός βέβαια ήταν και ο Χριστός, που δεσπόζει πάνω από το Ρίο ντε Τζανέιρο. Στις φαβέλες επικρατούσε και τότε φτώχεια και βρωμιά, αλλά ανάλογα φαινόμενα υπήρχαν εκείνη την εποχή ακόμα και στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Η δική μου μουσική πρόταση για το Μουντιάλ της Βραζιλίας θα ήταν βέβαια το «Κορίτσι της Ιπανέμα», μια μεγάλη επιτυχία σε ρυθμό μπόσα-νόβα, που το τραγούδησε και ο μεγάλος Φρανκ Σινάτρα.
Σε ρυθμούς Μουντιάλ, με αγώνες να διεξάγονται σε υψηλές θερμοκρασίες και αφόρητη υγρασία και με τους Βραζιλιάνους, από τη μία να θέλουν να διώξουν, 64 χρόνια μετά, το «φάντασμα του Μαρακανά» και από την άλλη να διαδηλώνουν για το υπέρογκο κόστος των αγώνων, συζητήσαμε μαζί του για το ποδόσφαιρο, την πολιτική και, βέβαια, τη μουσική.
«Αυτό που συμβαίνει τώρα στη Βραζιλία θυμίζει την Αθήνα του 2004. Κι εδώ έγινε σπατάλη, πάλι εις βάρος της παιδείας και της υγείας, αφού ελάχιστες μεταπολεμικές κυβερνήσεις στην Ελλάδα έχουν ασχοληθεί σοβαρά με αυτά τα ζητήματα. Αν και το ποδόσφαιρο για τους Βραζιλιάνους είναι σαν θρησκεία, αρκεί να κερδίσουν το Παγκόσμιο Κύπελλο και δεν τους ενδιαφέρει, αν αυξηθεί η τιμή του καφέ εκατό φορές πάνω, πρέπει να διοργανώσουν και τους Ολυμπιακούς Αγώνες δύο χρόνια μετά. Πώς θα τους κάνει μια χώρα με τέτοια προβλήματα, που δεν έχει παράδοση σε άλλα αθλήματα, εκτός από το μπάσκετ και το βόλεϊ; Είναι η ένατη πλουσιότερη χώρα στον κόσμο, αν δεν κάνω λάθος, αλλά κατοικείται από φτωχούς ανθρώπους».
– Είναι πάγια θέση σας, ότι στον αθλητισμό δεν χωράει η πολιτική. Ομως, πόσο εφικτό είναι να παραβλέψουμε τις αντιδράσεις που εκδηλώνονται στο περιθώριο των αγώνων;
– Οποτε η πολιτική πλησιάζει τον αθλητισμό, τον δηλητηριάζει, αυτό το πιστεύω ακράδαντα. Το ξέρουμε και από τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Μόσχας, όταν η Δύση μποϊκόταρε τους αγώνες, και του Λος Αντζελες, όταν συνέβη το αντίστροφο. Μόνο ένας πολιτικός υπήρξε, που αγαπούσε πραγματικά τον αθλητισμό, ο μεγάλος Σάντρο Περτίνι, ο οποίος διετέλεσε και πρόεδρος της Ιταλικής Δημοκρατίας.
Το «Κορίτσι της Ιπανέμα»
– Θεωρείτε ότι η Βραζιλία είναι έτοιμη να ξορκίσει το «φάντασμα του Μαρακανά», όταν το 1950, ως διοργανώτρια χώρα, έχασε τον τίτλο από την Ουρουγουάη;
– Νομίζω, ναι. Μέχρι στιγμής την είδα σε δύο παιχνίδια, αν και ζορίστηκε στον πρώτο αγώνα και είχε, λόγω έδρας, τη βοήθεια της διαιτησίας. Από τη Βραζιλία λείπουν πάντως τα μεγάλα ονόματα, ένας οργανωτής του παιχνιδιού, και ο Νεϊμάρ προσπαθεί να πάρει το βάρος όλης της επίθεσης, γιατί δεν υπάρχει το κλασικό σέντερ φορ, όπως παλιά ο Ρομάριο, ο Μπεμπέτο. Μην ξεχνάμε ότι το 2002, όταν κέρδισε το πέμπτο Παγκόσμιο Κύπελλο, είχε τα «τρία Ρ», Ρονάλντο, Ριβάλντο, Ροναλντίνιο. Σχετικά με το «φάντασμα του Μαρακανά», νομίζω πως οι νεότεροι Βραζιλιάνοι φίλαθλοι δεν το έχουν υπόψη τους και οι παλιοί που το έζησαν, λόγω ηλικίας, έχουν φύγει οι περισσότεροι από τη ζωή.
– Είστε ο πρώτος αθλητικογράφος και σχολιαστής στην Ελλάδα που «βάζει στο τηλεοπτικό κάδρο της περιγραφής το στοιχείο του πολιτισμού. Τι εικόνα έχετε από τη Βραζιλία, πέρα από τα κλισέ της σάμπα και της φαβέλας, και με ποιο τραγούδι θα συνδέατε την περιγραφή σας;
– Οταν πήγα με την εθνική ομάδα, το 1974, στη Βραζιλία, με είχαν εντυπωσιάσει δύο πράγματα: η Κοπακαμπάνα, με εκατοντάδες παιδιά, ηλικίας 8-12 ετών, που έπαιζαν μπάλα. Εντυπωσιακός βέβαια ήταν και ο Χριστός, που δεσπόζει πάνω από το Ρίο ντε Τζανέιρο. Στις φαβέλες επικρατούσε και τότε φτώχεια και βρωμιά, αλλά ανάλογα φαινόμενα υπήρχαν εκείνη την εποχή ακόμα και στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Η δική μου μουσική πρόταση για το Μουντιάλ της Βραζιλίας θα ήταν βέβαια το «Κορίτσι της Ιπανέμα», μια μεγάλη επιτυχία σε ρυθμό μπόσα-νόβα, που το τραγούδησε και ο μεγάλος Φρανκ Σινάτρα.
Η πληρέστερη εθνική ομάδα ήταν αυτή της δεκαετίας του ’70
Του ζητάμε να σχολιάσει την (καλύτερη, ίσως) Εθνική της δεκαετίας του ’70, όταν χάνει την πρόκριση για το Παγκόσμιο Κύπελλο του Μεξικού, για ένα πείσμα του Μίμη Δομάζου και για το γινάτι του εκλέκτορα Νταν Γεωργιάδη. «Θα συμφωνήσω με αυτή την άποψη. Η ομάδα του ’70 ήταν η πληρέστερη εθνική ομάδα. Εκανε μεγάλα παιχνίδια, με την Πορτογαλία του μεγάλου Εουσέμπιο, δύο χρόνια μετά την τρίτη θέση στο Παγκόσμιο Κύπελλο στα αγγλικά γήπεδα, στο Πόρτο και στο «Καραϊσκάκη», όπως και στο 1-1 και το 2-2 με τη Ρουμανία, με την απουσία του Δομάζου. Ηταν πολύ καλή ομάδα με πολύ καλά άτομα. Κάτι ανάλογο, όσον αφορά την αξία των παικτών, συνέβη και το ’94, στα αμερικανικά γήπεδα, με παίκτες που δεν υπάρχουν σήμερα στο ελληνικό ποδόσφαιρο».
– Σας διακρίνει ένας έντονος «αντιγερμανισμός». Αυτό συνδέεται με τα κατοχικά βιώματα ή και με το γεγονός ότι, λόγω καταγωγής, συγκρούεται το γαλλικό esprit με το γερμανικό Kampfgeist (μαχητικό πνεύμα);
– Το βίωμα είναι το βασικό. Στην Κατοχή, δεκάχρονο παιδί, είδα πολλά που δεν μπορώ να τα ξεχάσω. Η Γαλλίδα μητέρα μου τούς αποκαλούσε «βάρβαρους», αλλά και «μουσικούς». Θυμάμαι, πως όταν ο Ντε Γκωλ συνάντησε τον Αντενάουερ, η μητέρα μου αναρωτήθηκε «τι θέλουμε εμείς με αυτούς;». Υπάρχει αυτή η παραδοσιακή αντιπαλότητα μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας, ό,τι και να γίνει, που τη βλέπουμε κι αλλού, μεταξύ Φλαμανδών και Βαλλόνων, στο Βέλγιο, ή μεταξύ Αγγλων και Σκωτσέζων ή Ιρλανδών.
– Η Γαλλία, μετά τις επιτυχίες στο Ευρωπαϊκό και Παγκόσμιο Κύπελλο, μπορεί να ξαναγίνει η Grand Nation στο ποδόσφαιρο, με βάση τη μέχρι τώρα απόδοση;
– Το ποδόσφαιρο είναι κατ’ εξοχήν ομαδικό άθλημα. Οταν έχεις καλά άτομα και δέσουν μεταξύ τους, θα κάνεις μεγάλη ομάδα. Η Γαλλία του ’58, με Φονταίν, Κοπά κ.ά., όταν έβαλε έξι γκολ στους Γερμανούς, είχε άτομα, το ίδιο και η Γαλλία του ’82 και του ’90. Η σημερινή Γαλλία πάντως είναι σε καλό δρόμο.
– Θα ήθελα κι ένα σχόλιό σας για την περιβόητη κεφαλιά του Ζιντάν στον Ματεράτσι, μια mauvais geste (λάθος κίνηση), που θα αμαυρώσει την καριέρα του, στον τελικό με την Ιταλία.
– Η Γαλλία σ’ εκείνο το σημείο είχε ανεβάσει πολύ την απόδοσή της. Ισως να ήταν μέρος της τακτικής της Ιταλίας, και ο Ματεράτσι ενδεχομένως να ήθελε να εκνευρίσει τον Ζιντάν, που ως Αλγερινός δεν διαθέτει την απαραίτητη ψυχραιμία και ηρεμία. Τον δικαιολογώ μέχρις ενός σημείου, εάν ισχύει ότι ο Ματεράτσι έβρισε την οικογένεια του «Ζιζού».
– Το βίωμα είναι το βασικό. Στην Κατοχή, δεκάχρονο παιδί, είδα πολλά που δεν μπορώ να τα ξεχάσω. Η Γαλλίδα μητέρα μου τούς αποκαλούσε «βάρβαρους», αλλά και «μουσικούς». Θυμάμαι, πως όταν ο Ντε Γκωλ συνάντησε τον Αντενάουερ, η μητέρα μου αναρωτήθηκε «τι θέλουμε εμείς με αυτούς;». Υπάρχει αυτή η παραδοσιακή αντιπαλότητα μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας, ό,τι και να γίνει, που τη βλέπουμε κι αλλού, μεταξύ Φλαμανδών και Βαλλόνων, στο Βέλγιο, ή μεταξύ Αγγλων και Σκωτσέζων ή Ιρλανδών.
– Η Γαλλία, μετά τις επιτυχίες στο Ευρωπαϊκό και Παγκόσμιο Κύπελλο, μπορεί να ξαναγίνει η Grand Nation στο ποδόσφαιρο, με βάση τη μέχρι τώρα απόδοση;
– Το ποδόσφαιρο είναι κατ’ εξοχήν ομαδικό άθλημα. Οταν έχεις καλά άτομα και δέσουν μεταξύ τους, θα κάνεις μεγάλη ομάδα. Η Γαλλία του ’58, με Φονταίν, Κοπά κ.ά., όταν έβαλε έξι γκολ στους Γερμανούς, είχε άτομα, το ίδιο και η Γαλλία του ’82 και του ’90. Η σημερινή Γαλλία πάντως είναι σε καλό δρόμο.
– Θα ήθελα κι ένα σχόλιό σας για την περιβόητη κεφαλιά του Ζιντάν στον Ματεράτσι, μια mauvais geste (λάθος κίνηση), που θα αμαυρώσει την καριέρα του, στον τελικό με την Ιταλία.
– Η Γαλλία σ’ εκείνο το σημείο είχε ανεβάσει πολύ την απόδοσή της. Ισως να ήταν μέρος της τακτικής της Ιταλίας, και ο Ματεράτσι ενδεχομένως να ήθελε να εκνευρίσει τον Ζιντάν, που ως Αλγερινός δεν διαθέτει την απαραίτητη ψυχραιμία και ηρεμία. Τον δικαιολογώ μέχρις ενός σημείου, εάν ισχύει ότι ο Ματεράτσι έβρισε την οικογένεια του «Ζιζού».
Ο «μικρός τελικός» και οι τρεις τενόροι στις Θέρμες του Καρακάλλα
Οσοι έχουν την τύχη να γνωρίσουν από κοντά τον Γιάννη Διακογιάννη ξέρουν πως οι χαρακτηρισμοί «αθλητικός δημοσιογράφος» και «τηλεσχολιαστής» κατά βάθος τον αδικούν. Σαν ένα «δεκάρι», που οργανώνει επιτελικά το παιχνίδι και ταυτόχρονα ντριπλάρει επιδέξια τους αντιπάλους, μπορεί την ίδια στιγμή που μιλάει για ποδόσφαιρο, χωρίς ν’ αλλάξει κατ’ ουσίαν το θέμα, να περάσει στην πολιτική ή, τις μεγάλες του αγάπες, τη μουσική και την όπερα. «Η μουσική για μένα είναι η ομορφότερη εκδήλωση της τέχνης. Οι γονείς της μητέρας μου, όλη η οικογένεια, έπαιζαν μουσική, ακόμα και άρπα. Η μητέρα μου έπαιζε πολύ καλό πιάνο και αναγκάστηκε να το πουλήσει στην Κατοχή, όταν πέθανε ο πατέρας μου, για να με συντηρήσει. Περισσότερο από την ποίηση, περισσότερο από τη ζωγραφική ή τη λογοτεχνία, προτιμώ από όλες, σαν έκφραση, τη μουσική. Δεν παίζω όμως κάποιο όργανο. Παλιά τραγουδούσα, με τις παρέες, έχω καλή φωνή. Αλλά εγώ ήθελα να γίνω μουσικός, και όχι δημοσιογράφος», μας εξομολογείται στη διάρκεια της συζήτησης.
Το 1990, στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Ιταλίας, δεν δίστασε να αφήσει τον «μικρό τελικό» μεταξύ Ιταλίας και Αγγλίας, για να ακούσει από κοντά τον αγαπημένο του Πλάθιντο Ντομίνγκο, που μαζί με τους Χοσέ Καρρέρας και Λουτσιάνο Παβαρόττι, τραγούδησε στις «Θέρμες του Καρακάλλα», στην Αιώνια Πόλη. Και όταν αργότερα έτυχε να συναντηθεί με το είδωλό του, λέγοντάς του «Φοβερή βραδιά!», ο Ντομίνγκο νόμιζε πως αναφερόταν στη νίκη της Ιταλίας με 2-1 επί της Αγγλίας, στο Μπάρι. «Οχι, εννοώ τη Ρώμη, ήμουν εκεί και σε άκουσα», του απάντησε αφοπλιστικά ο Διακογιάννης.
Οι μνήμες, τα βιώματα και οι εμπειρίες του διατρέχουν όλη τη μεταπολεμική ιστορία της Ελλάδας και της Γαλλίας. Μετριοπαθής από ιδιοσυγκρασία, παραδοσιακά κεντρώος και πάντα δημοκρατικός, με τη γαλλική έννοια του républicain, ο Διακογιάννης έζησε –και θυμάται– έντονα πρόσωπα και πράγματα από τις πολιτικές εξελίξεις στη χώρα, με την ίδια χαρακτηριστική άνεση που επαναφέρει γεγονότα και στιγμιότυπα από την πλούσια δημοσιογραφική του σταδιοδρομία, είτε ως συνεργάτης στο Γαλλικό Πρακτορείο Ειδήσεων (FPA), την περίοδο 1964-1969, όταν ενημερώνει προσωπικά τον Γάλλο πρεσβευτή για την εκδήλωση του πραξικοπήματος των συνταγματαρχών, είτε στα γραφεία των μεγάλων εφημερίδων της εποχής, με εκδότες σαν τον Θόδωρο Νικολαΐδη, στο «Φως των Σπορ», ή με τον διευθυντή των «Νέων», Λέοντα Καραπαναγιώτη, είτε από τα μπουθ των σχολιαστών στα γήπεδα του κόσμου. Στο YouTube υπάρχει ένα βίντεο τριών λεπτών, που τον δείχνει να συνομιλεί, το 1973, μαζί με τον Γάλλο συνάδελφο στο ημίχρονο του αγώνα Γαλλία - Ελλάδα (Παρκ ντε Πρενς, 3-1) στη μητρική του γλώσσα, κλέβοντας την παράσταση από τον Γάλλο δημοσιογράφο.
Από τις αμέτρητες παρουσίες του στα γήπεδα του κόσμου («Εχω δει τον Μάθιους στα γεράματά του, έκανε όμως την ίδια ντρίπλα που έκανε αργότερα ο Γκαρρίντσα, προσποίηση δεξιά-αριστερά κι έφευγε μπροστά, που κανείς δεν μπορούσε να τον ανακόψει», θυμάται, χωρίς να αναπολεί), πολλά έχουν χαραχτεί έντονα στη μνήμη του, όπως το ιστορικό 4-3 της Ιταλίας με τη Γερμανία στην παράταση (ημιτελικά Παγκοσμίου Κυπέλλου στο Μεξικό, 1970) ή το 3-3 μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας, στον ημιτελικό του ’82, στη Σεβίλλη, και την πρόκριση των Γερμανών στα πέναλτι ή τις κούρσες του Σεμπάστιαν Κόου, στα 800 και 1.500 μ.
Η χειρότερη ανάμνηση
Ομως, αν μπορούσε κάτι να ξεχάσει, αυτό δεν είναι άλλο από το Χέυζελ, τη «χειρότερη ανάμνηση, μια μελανή σελίδα στην ιστορία του ποδοσφαίρου», όπως τη χαρακτηρίζει, καταλογίζοντας, και ως αυτόπτης μάρτυς, ευθύνη στην αστυνομία των Βρυξελλών, που άφησε στο έλεος του Θεού τους μεθυσμένους Εγγλέζους οπαδούς, μέσα στην πόλη, αλλά κυρίως στο γήπεδο, με τραγικό απολογισμό 39 νεκρούς και 500 τραυματίες.
Και βέβαια, μια συζήτηση με αφορμή το Παγκόσμιο Κύπελλο δεν θα μπορούσε να μην αναφερθεί καταληκτικά και στον εμπνευστή του, τον Γάλλο Ζυλ Ριμέ, που συνένωνε χριστιανικά και κοινωνικά ιδεώδη, θέλοντας με το ποδόσφαιρο, μέσα από ένα θεσμό παγκόσμιας εμβέλειας, να φέρει πιο κοντά έθνη και λαούς. Ομως, τι έχει μείνει πια ζωντανό από το όραμά του, με τον γιγαντισμό της διοργάνωσης, την τηλεοπτική εικόνα και τη μετατροπή του αθλήματος σε προϊόν; «Τίποτα! Τώρα πλέον το ποδόσφαιρο είναι εμπόρευμα», μας απαντά. «Οι Γάλλοι πάντως έχουν καλές ιδέες, οι οποίες πραγματοποιούνται. Σάς θυμίζω, Ντε Κουμπερταίν με Ολυμπιακούς Αγώνες, Ριμέ με Παγκόσμιο Κύπελλο και Γκαμπριέλ Ανώ, ο δημοσιογράφος της L’ Équipe, με το Κύπελλο Πρωταθλητριών, το σημερινό Τσάμπιονς Λιγκ».
Συνομιλώντας με τον Γιάννη Διακογιάννη, έχει κανείς την αίσθηση ότι μαζί του κάνει ένα ταξίδι «στη μηχανή του χρόνου». Ο άνθρωπος που, όπως ο Τσιτσάνης και ο Χατζιδάκις, συνένωσε τους Ελληνες σ’ ένα «εθνικό ακροατήριο», δεν άφησε απλώς εποχή: είναι ο ίδιος η προσωποποίηση –και η χαρακτηριστική φωνή– μιας ολόκληρης εποχής.
Το 1990, στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Ιταλίας, δεν δίστασε να αφήσει τον «μικρό τελικό» μεταξύ Ιταλίας και Αγγλίας, για να ακούσει από κοντά τον αγαπημένο του Πλάθιντο Ντομίνγκο, που μαζί με τους Χοσέ Καρρέρας και Λουτσιάνο Παβαρόττι, τραγούδησε στις «Θέρμες του Καρακάλλα», στην Αιώνια Πόλη. Και όταν αργότερα έτυχε να συναντηθεί με το είδωλό του, λέγοντάς του «Φοβερή βραδιά!», ο Ντομίνγκο νόμιζε πως αναφερόταν στη νίκη της Ιταλίας με 2-1 επί της Αγγλίας, στο Μπάρι. «Οχι, εννοώ τη Ρώμη, ήμουν εκεί και σε άκουσα», του απάντησε αφοπλιστικά ο Διακογιάννης.
Οι μνήμες, τα βιώματα και οι εμπειρίες του διατρέχουν όλη τη μεταπολεμική ιστορία της Ελλάδας και της Γαλλίας. Μετριοπαθής από ιδιοσυγκρασία, παραδοσιακά κεντρώος και πάντα δημοκρατικός, με τη γαλλική έννοια του républicain, ο Διακογιάννης έζησε –και θυμάται– έντονα πρόσωπα και πράγματα από τις πολιτικές εξελίξεις στη χώρα, με την ίδια χαρακτηριστική άνεση που επαναφέρει γεγονότα και στιγμιότυπα από την πλούσια δημοσιογραφική του σταδιοδρομία, είτε ως συνεργάτης στο Γαλλικό Πρακτορείο Ειδήσεων (FPA), την περίοδο 1964-1969, όταν ενημερώνει προσωπικά τον Γάλλο πρεσβευτή για την εκδήλωση του πραξικοπήματος των συνταγματαρχών, είτε στα γραφεία των μεγάλων εφημερίδων της εποχής, με εκδότες σαν τον Θόδωρο Νικολαΐδη, στο «Φως των Σπορ», ή με τον διευθυντή των «Νέων», Λέοντα Καραπαναγιώτη, είτε από τα μπουθ των σχολιαστών στα γήπεδα του κόσμου. Στο YouTube υπάρχει ένα βίντεο τριών λεπτών, που τον δείχνει να συνομιλεί, το 1973, μαζί με τον Γάλλο συνάδελφο στο ημίχρονο του αγώνα Γαλλία - Ελλάδα (Παρκ ντε Πρενς, 3-1) στη μητρική του γλώσσα, κλέβοντας την παράσταση από τον Γάλλο δημοσιογράφο.
Από τις αμέτρητες παρουσίες του στα γήπεδα του κόσμου («Εχω δει τον Μάθιους στα γεράματά του, έκανε όμως την ίδια ντρίπλα που έκανε αργότερα ο Γκαρρίντσα, προσποίηση δεξιά-αριστερά κι έφευγε μπροστά, που κανείς δεν μπορούσε να τον ανακόψει», θυμάται, χωρίς να αναπολεί), πολλά έχουν χαραχτεί έντονα στη μνήμη του, όπως το ιστορικό 4-3 της Ιταλίας με τη Γερμανία στην παράταση (ημιτελικά Παγκοσμίου Κυπέλλου στο Μεξικό, 1970) ή το 3-3 μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας, στον ημιτελικό του ’82, στη Σεβίλλη, και την πρόκριση των Γερμανών στα πέναλτι ή τις κούρσες του Σεμπάστιαν Κόου, στα 800 και 1.500 μ.
Η χειρότερη ανάμνηση
Ομως, αν μπορούσε κάτι να ξεχάσει, αυτό δεν είναι άλλο από το Χέυζελ, τη «χειρότερη ανάμνηση, μια μελανή σελίδα στην ιστορία του ποδοσφαίρου», όπως τη χαρακτηρίζει, καταλογίζοντας, και ως αυτόπτης μάρτυς, ευθύνη στην αστυνομία των Βρυξελλών, που άφησε στο έλεος του Θεού τους μεθυσμένους Εγγλέζους οπαδούς, μέσα στην πόλη, αλλά κυρίως στο γήπεδο, με τραγικό απολογισμό 39 νεκρούς και 500 τραυματίες.
Και βέβαια, μια συζήτηση με αφορμή το Παγκόσμιο Κύπελλο δεν θα μπορούσε να μην αναφερθεί καταληκτικά και στον εμπνευστή του, τον Γάλλο Ζυλ Ριμέ, που συνένωνε χριστιανικά και κοινωνικά ιδεώδη, θέλοντας με το ποδόσφαιρο, μέσα από ένα θεσμό παγκόσμιας εμβέλειας, να φέρει πιο κοντά έθνη και λαούς. Ομως, τι έχει μείνει πια ζωντανό από το όραμά του, με τον γιγαντισμό της διοργάνωσης, την τηλεοπτική εικόνα και τη μετατροπή του αθλήματος σε προϊόν; «Τίποτα! Τώρα πλέον το ποδόσφαιρο είναι εμπόρευμα», μας απαντά. «Οι Γάλλοι πάντως έχουν καλές ιδέες, οι οποίες πραγματοποιούνται. Σάς θυμίζω, Ντε Κουμπερταίν με Ολυμπιακούς Αγώνες, Ριμέ με Παγκόσμιο Κύπελλο και Γκαμπριέλ Ανώ, ο δημοσιογράφος της L’ Équipe, με το Κύπελλο Πρωταθλητριών, το σημερινό Τσάμπιονς Λιγκ».
Συνομιλώντας με τον Γιάννη Διακογιάννη, έχει κανείς την αίσθηση ότι μαζί του κάνει ένα ταξίδι «στη μηχανή του χρόνου». Ο άνθρωπος που, όπως ο Τσιτσάνης και ο Χατζιδάκις, συνένωσε τους Ελληνες σ’ ένα «εθνικό ακροατήριο», δεν άφησε απλώς εποχή: είναι ο ίδιος η προσωποποίηση –και η χαρακτηριστική φωνή– μιας ολόκληρης εποχής.
Πηγή: Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου