Τα πρακτικά της τελευταίας συνεδρίασης της Επιτροπής Νομισματικής Πολιτικής της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ (Fed) συχνά παρουσιάζουν ενδιαφέρον για τις τεχνικές τους λεπτομέρειες, καθώς και για τις εις βάθος επισημάνσεις τους. Ωστόσο, διαβάζοντας ανάμεσα στις γραμμές των πρακτικών από τη συνεδρίαση της 28ης και 29ης Οκτωβρίου, που δόθηκαν χθες στη δημοσιότητα, έχουμε τη μεγαλύτερη εικόνα. Και η εικόνα αυτή αποκαλύπτει την ιστορικά ασυνήθιστη αλληλεξάρτηση μεταξύ της Ομοσπονδιακής Τράπεζας και των αγορών περιουσιακών στοιχείων, η οποία έχει βαθύνει περαιτέρω. H διάλυση αυτής της σχέσης θα έχει συνέπειες, ενώ παραμένει ακόμα αβέβαιη.
Τέσσερα είναι τα μείζονα συμπεράσματα που εξάγονται από τα πρακτικά της συνεδρίασης της Fed, τα οποία αφορούν την τελευταία φάση αλληλεξάρτησης. Πρώτον, όταν οι αξιωματούχοι της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ προβληματίζονται με τους κινδύνους που πηγάζουν από τη δυσπραγία σε άλλες οικονομίες, όπως εκείνη της Ευρωζώνης, της Κίνας και της Ιαπωνίας, δείχνουν σχετικά πιο χαλαροί όταν έρχονται αντιμέτωποι με τις προοπτικές της οικονομίας και της απασχόλησης στις ΗΠΑ. Ειδικότερα, προβλέπουν πως «η πραγματική οικονομική δραστηριότητα θα αυξηθεί με ρυθμό επαρκή, ώστε να υπάρξει περαιτέρω μείωση του δείκτη της ανεργίας». Δεύτερον, αναφερόμενοι στους κινδύνους που απειλούν την ανάπτυξη, εντοπίζουν ως απειλή την αβεβαιότητα μιας μελλοντικής χρηματοπιστωτικής αναταραχής. Ωστόσο οι ανησυχίες για τους κινδύνους αυτούς είναι συγκρατημένες, καθώς οι αγορές ανακάμπτουν με ταχύτητα από την έντονη αστάθεια, που είχε παρατηρηθεί δύο εβδομάδες πριν από τη συνεδρίαση της Fed στα τέλη Οκτωβρίου. Tρίτον, ο κίνδυνος να υποχωρήσει σε χαμηλότατα επίπεδα ο πληθωρισμός μοιάζει να απασχολεί περισσότερο την Ομοσπονδιακή Τράπεζα από την ανεπαρκή ανάπτυξη, τη μη αποτελεσματική δημιουργία θέσεων εργασίας και τη χρηματοπιστωτική αστάθεια. Με αυτά τα δεδομένα, οι περισσότεροι αξιωματούχοι της τράπεζας ισχυρίζονται πως «η Επιτροπή θα πρέπει να εστιάσει την προσοχή της σε στοιχεία που θα αποδεικνύουν πιθανή υποχώρηση των μακροπρόθεσμων προσδοκιών για τον πληθωρισμό». Τέταρτον, η επικοινωνία παραμένει μία πρόκληση, εάν κρίνει κανείς από τη συζήτηση των αξιωματούχων της Fed για το τι πρέπει να κάνουν με συγκεκριμένες φράσεις και διατυπώσεις, οι οποίες δημιουργούν εμμονές στις αγορές.
Προφανώς και ήθελαν να αποφύγουν φράσεις όπως το «taper tantrum» του Μπεν Μπερνάνκι το καλοκαίρι του 2013, όταν ο πρώην πρόεδρος της Fed είχε υπαινιχθεί πως οι αγορές περιουσιακών στοιχείων από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα ενδεχομένως να διακοπούν νωρίτερα από ό,τι αναμενόταν. Τα ανωτέρω τέσσερα συμπεράσματα υποδηλώνουν ότι η Fed θα συνεχίσει να χρησιμοποιεί τις αγορές περιουσιακών στοιχείων ως δίαυλο για την επίτευξη των μακροοικονομικών της στόχων. Γενικότερα, πάντως, αυτή η μερική και πειραματική πολιτική προσέγγιση θα παραμείνει το μόνο πεδίο πολιτικών ελιγμών στις ΗΠΑ σε συνδυασμό με ορισμένες άλλες οικονομικές πολιτικές, οι οποίες παραγκωνίζονται εξαιτίας της πόλωσης μεταξύ Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικανών. Από την πλευρά τους, οι αγορές περιουσιακών στοιχείων επιθυμούν η Ομοσπονδιακή Τράπεζα να διατηρεί τον ρόλο της καλύτερης φίλης των τιμών των περιουσιακών τους στοιχείων. Ελλείψει ενός παγκόσμιου οικονομικού ή γεωπολιτικού σοκ ή εσωτερικών πολιτικών κραδασμών, η Fed θα εξακολουθεί να παράσχει εμπιστοσύνη στους διαπραγματευτές για να αναλαμβάνουν μεγαλύτερο ρίσκο. Το ρίσκο αυτό θα είναι ακόμα περισσότερο αποσυνδεδεμένο από τα θεμελιώδη μεγέθη της οικονομίας, καθώς και από τις αγορές που έχουν λιγότερο τεχνητά διαμορφωμένες τιμές, όπως είναι οι αγορές εμπορευμάτων. Προς το παρόν, η έντονη και σχεδόν αποκλειστική αλληλεξάρτηση μεταξύ της Ομοσπονδιακής Τράπεζας και των αγορών θα εξακολουθήσει να υφίσταται. Πού θα καταλήξει όμως; Στην προώθηση της ανάπτυξης, της σταθερότητας των τιμών και της οικονομικής ενδυνάμωσης, ή στη διάλυση όλων ως συνέπεια μιας λανθασμένης πολιτικής, ενός ατυχήματος των αγορών ή ενός συνδυασμού τους;
Τέσσερα είναι τα μείζονα συμπεράσματα που εξάγονται από τα πρακτικά της συνεδρίασης της Fed, τα οποία αφορούν την τελευταία φάση αλληλεξάρτησης. Πρώτον, όταν οι αξιωματούχοι της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ προβληματίζονται με τους κινδύνους που πηγάζουν από τη δυσπραγία σε άλλες οικονομίες, όπως εκείνη της Ευρωζώνης, της Κίνας και της Ιαπωνίας, δείχνουν σχετικά πιο χαλαροί όταν έρχονται αντιμέτωποι με τις προοπτικές της οικονομίας και της απασχόλησης στις ΗΠΑ. Ειδικότερα, προβλέπουν πως «η πραγματική οικονομική δραστηριότητα θα αυξηθεί με ρυθμό επαρκή, ώστε να υπάρξει περαιτέρω μείωση του δείκτη της ανεργίας». Δεύτερον, αναφερόμενοι στους κινδύνους που απειλούν την ανάπτυξη, εντοπίζουν ως απειλή την αβεβαιότητα μιας μελλοντικής χρηματοπιστωτικής αναταραχής. Ωστόσο οι ανησυχίες για τους κινδύνους αυτούς είναι συγκρατημένες, καθώς οι αγορές ανακάμπτουν με ταχύτητα από την έντονη αστάθεια, που είχε παρατηρηθεί δύο εβδομάδες πριν από τη συνεδρίαση της Fed στα τέλη Οκτωβρίου. Tρίτον, ο κίνδυνος να υποχωρήσει σε χαμηλότατα επίπεδα ο πληθωρισμός μοιάζει να απασχολεί περισσότερο την Ομοσπονδιακή Τράπεζα από την ανεπαρκή ανάπτυξη, τη μη αποτελεσματική δημιουργία θέσεων εργασίας και τη χρηματοπιστωτική αστάθεια. Με αυτά τα δεδομένα, οι περισσότεροι αξιωματούχοι της τράπεζας ισχυρίζονται πως «η Επιτροπή θα πρέπει να εστιάσει την προσοχή της σε στοιχεία που θα αποδεικνύουν πιθανή υποχώρηση των μακροπρόθεσμων προσδοκιών για τον πληθωρισμό». Τέταρτον, η επικοινωνία παραμένει μία πρόκληση, εάν κρίνει κανείς από τη συζήτηση των αξιωματούχων της Fed για το τι πρέπει να κάνουν με συγκεκριμένες φράσεις και διατυπώσεις, οι οποίες δημιουργούν εμμονές στις αγορές.
Προφανώς και ήθελαν να αποφύγουν φράσεις όπως το «taper tantrum» του Μπεν Μπερνάνκι το καλοκαίρι του 2013, όταν ο πρώην πρόεδρος της Fed είχε υπαινιχθεί πως οι αγορές περιουσιακών στοιχείων από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα ενδεχομένως να διακοπούν νωρίτερα από ό,τι αναμενόταν. Τα ανωτέρω τέσσερα συμπεράσματα υποδηλώνουν ότι η Fed θα συνεχίσει να χρησιμοποιεί τις αγορές περιουσιακών στοιχείων ως δίαυλο για την επίτευξη των μακροοικονομικών της στόχων. Γενικότερα, πάντως, αυτή η μερική και πειραματική πολιτική προσέγγιση θα παραμείνει το μόνο πεδίο πολιτικών ελιγμών στις ΗΠΑ σε συνδυασμό με ορισμένες άλλες οικονομικές πολιτικές, οι οποίες παραγκωνίζονται εξαιτίας της πόλωσης μεταξύ Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικανών. Από την πλευρά τους, οι αγορές περιουσιακών στοιχείων επιθυμούν η Ομοσπονδιακή Τράπεζα να διατηρεί τον ρόλο της καλύτερης φίλης των τιμών των περιουσιακών τους στοιχείων. Ελλείψει ενός παγκόσμιου οικονομικού ή γεωπολιτικού σοκ ή εσωτερικών πολιτικών κραδασμών, η Fed θα εξακολουθεί να παράσχει εμπιστοσύνη στους διαπραγματευτές για να αναλαμβάνουν μεγαλύτερο ρίσκο. Το ρίσκο αυτό θα είναι ακόμα περισσότερο αποσυνδεδεμένο από τα θεμελιώδη μεγέθη της οικονομίας, καθώς και από τις αγορές που έχουν λιγότερο τεχνητά διαμορφωμένες τιμές, όπως είναι οι αγορές εμπορευμάτων. Προς το παρόν, η έντονη και σχεδόν αποκλειστική αλληλεξάρτηση μεταξύ της Ομοσπονδιακής Τράπεζας και των αγορών θα εξακολουθήσει να υφίσταται. Πού θα καταλήξει όμως; Στην προώθηση της ανάπτυξης, της σταθερότητας των τιμών και της οικονομικής ενδυνάμωσης, ή στη διάλυση όλων ως συνέπεια μιας λανθασμένης πολιτικής, ενός ατυχήματος των αγορών ή ενός συνδυασμού τους;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου