Toυ Θεόωρου Καλμούκου
Δέκα χρόνια πέρασαν κιόλας από την ημέρα που καμπάνα πένθιμη και λυπητερή μετάδωσε τον ήχο της θανής Ιακώβου, Αρχιεπισκόπου Βορείου και Νοτίου Αμερικής. Ο τελευταίος Αρχιεπίσκοπος με αυτόν τον τίτλο.
Δέκα χρόνια μετά και η ιερή σκιά του ιεράρχη, ο οποίος έζησε τους καημούς και τις ανατάσεις, τις πίκρες και τις χαρές της Ομογένειας, τους αγώνες και τις αγωνίες της, είναι ζωντανή ανάμεσά μας, όπως μαρτύρησε πριν λίγες ημέρες η 50ή επέτειος της πορείας στη Σέλμα της Αλαμπάμα αντάμα με τον ελευθερωτή των μαύρων της Αμερικής, τον Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ.
Ο δρόμος της ζωής του Ιακώβου είχε τη δική του ιστορία. Γι’ αυτό ο Ιάκωβος αν και νεκρός, ζει. Αν και άπνους, εμπνέει. Αν και άφωνος, ομιλεί. Αν και ακίνητος «υπό γην», κινεί την γραφίδα του τους χτύπους των καρδιών μας διότι ο Ιάκωβος ήταν κυριολεκτικά χαλκέντερος και λαξευτής της πένας και του γραπτού λόγου. Ο Ιάκωβος ήταν ποιητής και λεξιπλάστης. Θαυμάστε τα κείμενα της Μεγάλης Εβδομάδας που δημοσιεύονται στην παρούσα έκδοση.
Κάθε φορά που συναντιόμαστε και συναντιόμαστε πολύ τακτικά από την ημέρα του εφησυχασμού του και μετά κατά τα τελευταία εννιά χρόνια της ζωής του, μιλούσαμε ώρες ατέλειωτες για την Εκκλησία και την Ομογένεια. Ηταν οι δυο του μεγάλες αγάπες. Εχομε πει πολλά και πολύ ενδιαφέροντα. Είχε τρομακτική ενημέρωση.
Προσφιλές του εστιατόριο στη γειτονιά του ήταν το «Emilio’s», εκεί πηγαίναμε για δείπνο. Του άρεσε, θυμάμαι, το γνήσιο ελαιόλαδο με την ρίγανη και το ζεστό ψωμί και μαζί το ιταλικό τυρί σαν ορεκτικά. Μας έβαζε εκατέρωθεν με τον Αντώνη Διαματάρη και το συμπόσιό μας κρατούσε τουλάχιστο τρεις ώρες. Η διαύγεια του νου του εντυπωσιακή. Το μνημονικό του σε άφηνε ενεό.
Κι όσο τον γνωρίζαμε, τόσο κατανοούσαμε και εκτιμούσαμε πιο καλά τον Ιάκωβο, ή μάλλον «τον άλλον Ιάκωβο», εκείνον που δεν ξέραμε κατά τα χρόνια της Αρχιεπισκοπίας του. Μετά την συνταξιοδότησή του βλέπαμε έναν Ιάκωβο προσηνή, φιλικό, πατρικό, ταπεινό, διαλλακτικό, γαλήνιο, με αγωνία μεγάλη στην καρδιά για την Εκκλησία και την Ομογένεια. Θυμάμαι κάποια φορά δεν άντεξα, του το είπα, «Γέροντα έπειτα από τόσα χρόνια που σας ξέρουμε, τώρα γνωριζόμαστε επιτέλους, τώρα, έστω με καθυστέρηση πολλή». Κι εκείνος ετοιμόλογος καθώς ήταν, απάντησε, «αλλά πάντοτε αγαπιόμαστε».
Ανεξίκακος ο Ιάκωβος! Διαφωνήσαμε πολλές φορές κατά τα χρόνια της παντοδυναμίας του και μάλιστα έντονα και φωναχτά για θέματα Ελληνικής γλώσσας, ελληνικότητας, Θεολογικής Σχολής. Γνώριζε πολύ καλά ότι ουδέν το προσωπικό υπήρχε και για τίποτε.
Τελικά γίναμε φίλοι με τον Ιάκωβο, και μάλιστα στενοί τα τελευταία εννιά χρόνια της ζωής του. Τηλεφωνιόμασταν τακτικά. Δεν έχω σβήσει ακόμα από τον αυτόματο κατάλογο του τηλεφωνητή μου το όνομά του. Κι εκείνος τηλεφωνούσε μόνος του, δίχως την παρεμβολή γραμματέων και διακόνων και ξεκινούσε πάντοτε την κουβέντα του με ευχές και με λόγια φιλόφρονα. Ηταν σχεδόν ορισμένη η ώρα της επικοινωνίας μας, 8:20 το πρωί, όταν ήταν μόνος του στο σπίτι. Πάντοτε σε κάθε επικοινωνία μας ρωτούσε για την σύζυγό μου την Αγγελική και την κόρη μας, την Ελένη, ενώ δεν ξεχνούσε ποτέ να ρωτήσει για τον γέροντα πατέρα μου στη Λέσβο. Ο Ιάκωβος είχε ανθρωπιά.
Τελευταίο άγγιγμα ψυχής ήταν η 5η Μαρτίου του 2005. Η τελευταία μας συνάντηση. Μου είχε τηλεφωνήσει δυο-τρεις μέρες πριν λέγοντάς μου «έλα να φάμε μεσημεριανό και να τα πούμε». Πήγα, ευτυχώς που υπήγα, διότι σε 13 μέρες, στις 28 Μαρτίου, ο Γέροντας μπήκε στο νοσοκομείο από το οποίο πια βγήκε νεκρός. Δεν θα μπορούσα να ησυχάσω με την συνείδησή μου αν δεν είχα πάει. Ηταν το στερνό μας γεύμα. Ηταν η τελευταία μας συνομιλία. Ηταν το στερνό άνοιγμα των καρδιών μας. Οι δυο μας μέσα στο δωμάτιο. Μιλήσαμε, προσευχηθήκαμε, κλάψαμε για τις μητέρες μας. Ηταν ευσυγκίνητος ο Ιάκωβος. Η φωνή του μόλις έβγαινε. Εβαλε «ευλογητός» και κάναμε Τρισάγιο για τους νεκρούς μας, λες και το προαισθανόταν πως θα έφευγε σε λίγο για εκεί, για την άλλη πολιτεία, την μόνιμη και παντοτινή. Την πολιτεία για την οποία προοριζόμαστε όλοι μας…
Πάντοτε μου έδινε ευχές, αλλά εκείνη την ημέρα, στις 5 του Μάρτη του 2005, ήταν συνεχείς, θαρρείς και προαισθανόταν πως θα ήταν η τελευταία μας συνάντηση. «Να κρατάς γερά τα γκέμια για την Ελληνική γλώσσα, την Ομογένεια, τη Σχολή, την Ελλάδα, τη Μυτιλήνη», εννοώντας τα γραψίματα», και πρόσθεσε «να αρχίσεις να τα εκδίδεις και σε βιβλία σιγά-σιγά».
Μιλήσαμε ανοιχτά, θυμάμαι, για εκείνη την συγκέντρωση των Επισκόπων στο Λιγκονίερ το 1994. Μου μίλησε εξομολογητικά για πολλά και πολλούς. Αυτή τη φορά δεν μου είπε να κλείσω το μαγνητόφωνο παρά μόνο να παραμείνουν «εντός ημών» όσο εκείνος θα ήταν «επί γης».
Γευματίσαμε και ήλθε η ώρα του αποχωρισμού. Αγκαλιαστήκαμε και ασπασθήκαμε αλλήλους και μου παράγγειλε με εκείνη την χαρακτηριστική λαλιά του «όταν φτάσεις στη Βοστώνη να μου τηλεφωνήσεις να μου πεις πως έφτασες καλά». Οταν είχαν περάσει τρεις ώρες πήρε ο ίδιος στο κινητό τηλέφωνο με την πολύ αυθόρμητη και ανθρώπινη ερώτηση, «δεν έφτασες ακόμα»; Είχε ανθρωπιά ο Ιάκωβος!
Δέκα χρόνια πέρασαν και διάβηκαν από την ημέρα που φτερούγισε και διάβηκε στα γαλάζια πλάτη του ουρανού. Πόσο πολύ μας λείπει! Πόσο έντονη είναι η απουσία του από την Ομογένειά μας! Πόσο αναζητώ τις συνομιλίες μας, τις επισημάνσεις του, τις αναλύσεις του, τις ευχές του.
Αυτές τις σκόρπιες σκέψεις καταθέτω αντί για νεκρολούλουδα στον τάφο του τώρα που στις 10 του Απρίλη συμπληρώνονται δέκα χρόνια από την κοίμηση του, έτσι σαν ένα συναξάρι μνημόσυνου και μνημοσύνης ιερής στη μνήμη του
.Πηγή: Εθνικός Κήρυξ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου