Οι τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 («9/11») άλλαξαν τον κόσμο, φέρνοντάς τον σε μια νέα εποχή, καθώς ανέδειξαν την ισλαμική τρομοκρατία σε μία απειλή αρκετά μεγάλη ώστε να δικαιολογήσει τον πόλεμο εναντίον της («War Against Terror»). Οι μετασεισμοί από τις συντριβές των αεροπλάνων στους ουρανοξύστες του World Trade Center και το Πεντάγωνο συνεχίστηκαν για πολλά χρόνια μετά, ενώ η συνωμοσιολογία γύρω από το τι ακριβώς συνέβη και ποιος ευθύνεται παραμένει κραταιά μέχρι σήμερα.
Πέραν του Αφγανιστάν, που αντιμετωπίστηκε ως έδρα της αλ Κάιντα του Οσάμα μπιν Λάντεν, μία χώρα που συγκέντρωσε πάνω της τις υποψίες πολλών ήταν ένας παραδοσιακός σύμμαχος των ΗΠΑ στην περιοχή: Ο λόγος για τη Σαουδική Αραβία, «κοιτίδα» του ουαχαμπιτισμού, ο οποίος θεωρείται ως η κινητήρια δύναμη πίσω από πολλά τζιχαντιστικά κινήματα.
«28 σελίδες»
Η πιθανή εμπλοκή και οι σχέσεις της Σαουδικής Αραβίας με τη 9/11 αποτελούν το αντικείμενο εμπιστευτικής αναφοράς 28 σελίδων που είναι κλεισμένη στο Καπιτώλιο στην Ουάσινγκτον. Οι 28 αυτές σελίδες ενδεχομένως να είναι σε θέση να προκαλέσουν σημαντική κρίση στις σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών, καθώς στο αμερικανικό Κογκρέσο είναι υπό συζήτηση νομοθεσία που θα επέτρεπε στις οικογένειες θυμάτων των επιθέσεων να μηνύσουν τη Σαουδική Αραβία για φερόμενες σχέσεις της με τους τρομοκράτες της αλ Κάιντα που πραγματοποίησαν τις επιθέσεις στη Νέα Υόρκη και την Ουάσινγκτον.
Όπως σημειώνεται σε σχετικό δημοσίευμα του Independent, το ζήτημα αυτό έχει ρίξει βαριά τη σκιά του στην επίσκεψη του προέδρου των ΗΠΑ, Μπαράκ Ομπάμα, στο Ριάντ, καθώς η σαουδαραβική πλευρά φέρεται να έχει απειλήσει απείλμε πώληση αμερικανικών assets ύψους 750 δισ. δολαρίων που βρίσκονται σε σαουδαραβικά χέρια, εάν το σχετικό νομοσχέδιο περάσει από το Κογκρέσο.
Η απόρρητη αυτή αναφορά («Finding, Discussion and Narrative Regarding Certain Sensitive Narrative Matters») που βασίστηκε στα ευρήματα της Joint Congressional Inquiry για τις επιθέσεις, δεν έχει δημοσιοποιηθεί ποτέ. Ωστόσο, και μόνο η ύπαρξή της προκαλεί ανησυχία σε πολλούς, με τον πρώην πρόεδρο, Τζωρτζ Μπους, να έχει υποστηρίξει ότι το επίμαχο κομμάτι θα έπληττε την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ, αποκαλύπτοντας «πηγές και μεθόδους που θα έκαναν δυσκολότερο να κερδίσουμε τον “Πόλεμο εναντίον της Τρομοκρατίας”». Ωστόσο, αυξάνονται αυτοί στις ΗΠΑ που ζητούν αποχαρακτηρισμό και δημοσιοποίηση των «28 σελίδων» (όπως είναι γνωστή η αναφορά), ενώ πολλοί κατηγορούν τη σαουδαραβική πλευρά για προσπάθειες απόκρυψης της εμπλοκής της στις επιθέσεις. Αξίζει να σημειωθεί ότι ένας από αυτούς που ζητούν δημοσιοποίηση είναι ο Ρούντι Τζουλιάνι, δήμαρχος της Νέας Υόρκης τότε, που έχει υποστηρίξει πως Σαουδάραβας πρίγκιπας του πρόσφερε επιταγή 10 εκατ. δολαρίων με αντάλλαγμα να στρέψει την προσοχή μακριά από τη Σαουδική Αραβία. Ο πρώην δήμαρχος λέει ότι έσκισε την επιταγή, λέγοντας ότι «μπορεί να κρατήσει τα λεφτά του και να πάει να τα κάψει στην κόλαση. Οι Αμερικανοί πολίτες πρέπει να γνωρίζουν ακριβώς ποιος ήταν ο ρόλος της σαουδαραβικής κυβέρνησης στις επιθέσεις. Έχουμε το δικαίωμα να γνωρίζουμε ποιος σκότωσε τους αγαπημένους μας και ποιος παραλίγο να μας σκοτώσει όλους». Επίσης, όπως αναφέρεται στο δημοσίευμα του Independent, την Κυριακή αναφέρθηκε πως αξιωματούχοι του Λευκού Οίκου έχουν πει σε κατ'ιδίαν συζητήσεις πως τουλάχιστον κάποιες από τις 28 σελίδες θα έπρεπε να δημοσιοποιηθούν, ενώ ο Μπομπ Γκράχαμ, πρώην γερουσιαστής των Δημοκρατικών και πρώην επικεφαλής της επιτροπής Υπηρεσιών Πληροφοριών της Γερουσίας έχει εκφράσει την πεποίθησή του πως η Σ. Αραβία ενεπλάκη στις επιθέσεις «στα υψηλότερα κλιμάκια».
Δύο μέλη του Κογκρέσου που έχουν δει το έγγραφο βρίσκονται στην εμπροσθοφυλακή της καμπάνιας για αποχαρακτηρισμό, οι Στίβεν Λιντς και Γουόλτερ Τζόουνς (Δημοκρατικός και Ρεπουμπλικάνος αντίστοιχα), ενώ ώθηση στο όλο κίνημα παρέχουν οι φημολογίες περί στήριξης των Σαουδαράβων (όπλα και χρήματα) στις πιο ακραίες αντικαθεστωτικές οργανώσεις που μάχονται κατά του προέδρου Άσαντ στη Συρία. Επίσης, όπως υπογραμμίζεται σε δημοσίευμα του Vox, η Σαουδική Αραβία έχει μακρά ιστορία εμπλοκής σε τζιχαντιστικά κινήματα, στηρίζοντας (μαζί με τις ΗΠΑ) τους Άραβες εθελοντές που πολεμούσαν κατά των Σοβιετικών στον πόλεμο του Αφγανιστάν τη δεκαετία του 1980- ενώ είναι γνωστές οι σχέσεις του (Σαουδάραβα) Οσάμα μπιν Λάντεν με την κυβέρνηση κατά τον πόλεμο εκείνο. Ακόμη, η Σαουδική Αραβία ήταν μία από τις μόλις τρεις χώρες που αναγνώρισαν επίσημα το καθεστώς των Ταλιμπάν, που έδωσαν «στέγη» στην αλ Κάιντα και τον μπιν Λάντεν (τον οποίο όμως η σαουδαραβική κυβέρνηση αποκήρυξε τη δεκαετία του 1990).
Το υπουργείο Ισλαμικών Θεμάτων
«Κλειδί» στην όλη υπόθεση θεωρείται το υπουργείο Ισλαμικών Θεμάτων στη Σαουδική Αραβία (ιδρύθηκε κατόπιν πιέσεων ουαχαμπιστών κληρικών τη δεκαετία του 1990), που φέρεται να συνδέεται με τους τρομοκράτες που πραγματοποίησαν τις επιθέσεις. Παράλληλα, ξετυλίγοντας το «κουβάρι» των πιθανών διασυνδέσεων των τρομοκρατών με τη σαουδαραβική κυβέρνηση, διαπιστώνει κανείς ότι δύο εκ των δραστών (Ναουάφ αλ Χάμζι και Χαλίντ αλ Μιντχάρ, Σαουδάραβες- είχαν φτάσει στις ΗΠΑ το 2000) είχαν λάβει βοήθεια από τον Ομάρ αλ Μπαγιούμι, επίσης Σαουδάραβα, που τους βρήκε διαμέρισμα, τους βοήθησε με τη γραφειοκρατία κ.α. Ο αλ Μπαγιούμι είχε λάβει χρηματοδότηση από τη σαουδαραβική κυβέρνηση για τη διαμονή του στις ΗΠΑ μέσω σαουδαραβικής εταιρείας, της Dallah Alco, και σε έγγραφα του FBI είναι καταχωρημένος ως Σαουδάραβας πράκτορας (κάτι που αρνούνται οι σαουδαραβικές αρχές). Ωστόσο, ο αλ Μπαγιούμι παραδέχτηκε στις αμερικανικές αρχές ότι είχε συνάντηση με τον Φαχάντ αλ Θουμάιρι, αξιωματούχο του υπουργείου Ισλαμικών Θεμάτων, ο οποίος αργότερα έχασε τη διπλωματική ασυλία και απελάθηκε από τις ΗΠΑ λόγω υποψιών για σχέσεις με τρομοκράτες. Επίσης, υπήρξαν συναντήσεις και συνεργασίας και με άλλα ύποπτα άτομα σαουδαραβικής υπηκοότητας.
Διελκυστίνδα
Σε Q&A σχετικά με τις «28 σελίδες» στη Wall Street Journal, αναφέρεται πως η εντολή για να χαρακτηριστούν απόρρητες δόθηκε από τον πρόεδρο Μπους, ενώ η κυβέρνηση Ομπάμα λειτουργεί «υπόγεια» εναντίον της θέσπισης της νομοθεσίας που θα επιτρέψει σε οικογένειες θυμάτων να μηνύσουν τη Σ. Αραβία – σε μεγάλο βαθμό επειδή οι σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών έχουν επιδεινωθεί τα τελευταία χρόνια (σε σημείο που ο πρόεδρος Ομπάμα, ερωτηθείς εάν η Σαουδική Αραβία είναι «φίλη», απάντησε «είναι περίπλοκο»).
Ο Γκράχαμ έχει εκφράσει την πεποίθηση πως η σαουδαραβική κυβέρνηση, σαουδαραβικές «φιλανθρωπικές οργανώσεις» και Σαουδάραβες πολίτες παρείχαν υποστήριξη στους τρομοκράτες, με διάφορους τρόπους. Επίσης, υπέρ του αποχαρακτηρισμού της αναφοράς τάσσεται η Νάνσι Πελόζι, επικεφαλής των Δημοκρατικών στη Βουλή των Αντιπροσώπων- ενώ ο Μπεν Ρόουντς, αναπληρωτής σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας του Ομπάμα δήλωσε πρόσφατα πως η σαουδαραβική κυβέρνηση δεν ενεπλάκη άμεσα, αλλά ούτε και εμπόδισε ενεργά τους πολίτες της από το να προχωρήσουν- καθώς και ότι κυβερνητικοί αξιωματούχοι ενδεχομένως να έχουν, σε προσωπικό επίπεδο, υποστηρίξει τρομοκρατικές οργανώσεις. Γενικά, την προσέγγιση των Σαουδαράβων αξιωματούχων (πιθανώς του υπουργείου Ισλαμικών Θεμάτων) που έδρασαν αυτόνομα φαίνονται να ασπάζονται πολλοί στις ΗΠΑ – και σημειώνεται ότι προς αυτήν την κατεύθυνση δείχνουν να συγκλίνουν αρκετοί. Αξίζει να αναφερθεί ότι άλλες έρευνες/ αναφορές που έγιναν στο ζήτημα, πέραν της Joint Congressional Inquiry, όπως η 9/11 Commission και εσωτερική έρευνα της CIA, που δεν βρήκαν στοιχεία ότι η σαουδαραβική κυβέρνηση στήριξε ηθελημένα και εν γνώσει της τους τρομοκράτες της αλ Κάιντα.
Πηγή: HUFFPOST
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου