Η Μεγάλη Βρετανία δεν ήταν από τις έξι χώρες που υπέγραψαν την Συνθήκη της Ρώμης (25 Μαρτίου 1957) με την οποία ιδρύθηκε η ΕΟΚ (σημερινή Ε.Ε). Για πρώτη φορά η Μεγάλη Βρετανία έκανε αίτηση ένταξης στις 9 Αυγούστου 1961 με πρωτοβουλία του Συντηρητικού πρωθυπουργού Χάρολντ ΜακΜίλαν. Όμως αντιμετώπισε την σθεναρά αντίσταση της Γαλλίας και συγκεκριμένα του προέδρου της στρατηγού Σαρλ Ντε Γκολ, ο οποίος δύο φορές έθεσε βέτο στην ένταξή της, την πρώτη στις 14 Ιανουαρίου 1963 και την δεύτερη στις 27 Νοεμβρίου 1967.
Ο Ντε Γκολ εκτιμούσε ότι «η φύση, η δομή και η πραγματικότητα της Μεγάλης Βρετανίας είναι διαφορετικές από εκείνες των ηπειρωτικών χωρών της Ευρώπης». Μα πάνω απ’ όλα, ο Γάλλος ηγέτης, διέβλεπε την πιθανότητα να απορροφηθεί η τότε ΕΟΚ από μια κολοσσιαία ατλαντική συμμαχία, κάτω από την εποπτεία και την καθοδήγηση των Ηνωμένων Πολιτειών.
Μετά την παραίτηση του Ντε Γκολ από την προεδρία (28 Απριλίου 1969) και τον θάνατό του (9 Νοεμβρίου 1970), άνοιξε και πάλι ο δρόμος για την ένταξη της Μεγάλης Βρετανίας στην ΕΟΚ, η οποία επιτεύχθηκε την Πρωτοχρονιά του 1973 μαζί με την Ιρλανδία και την Δανία, επί πρωθυπουργίας του Συντηρητικού Έντουαρντ Χιθ.
Τον επόμενο χρόνο η Μεγάλη Βρετανία οδηγήθηκε σε διπλές εκλογές (20 Φεβρουαρίου και 10 Οκτωβρίου), τις οποίες κέρδισε το Εργατικό Κόμμα υπό τον Χάρολντ Ουίλσον, που ήταν εξαρχής επιφυλακτικό με την ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ. Προεκλογικά, οι Εργατικοί είχαν δεσμευτεί να επαναδιαπραγματευθούν τους όρους εισδοχής της Μεγάλης Βρετανίας στην ΕΟΚ, προκήρυξαν όμως δημοψήφισμα υπέρ της παραμονής ή μη της Μεγάλης Βρετανίας στην ΕΟΚ, όταν ανέλαβαν την εξουσία. Το δημοψήφισμα έγινε στις 5 Ιουνίου 1975 και απέβη συντριπτικά υπέρ της παραμονής της χώρας στην ΕΟΚ (67.2% υπέρ, έναντι 32,8% κατά), παρότι στο έκτακτο συνέδριο του κυβερνώντος Εργατικού κόμματος (26 Απριλίου 1975), οι σύνεδροι τάχθηκαν με συντριπτική πλειοψηφία υπέρ της αποχώρησης της Μεγάλης Βρετανίας από την ΕΟΚ.
Κατά την διάρκεια της προεκλογικής περιόδου του 1983, το αντιπολιτευόμενο τότε Εργατικό Κόμμα, εντάσσει στο προεκλογικό του πρόγραμμα, το ζήτημα της εξόδου της Μεγάλης Βρετανίας από την ΕΟΚ. Η μεγάλη σε έκταση ήττα του από τους Συντηρητικούς της Μάργκαρετ Θάτσερ παγώνει το θέμα. Η «σιδηρά κυρία», θα πετύχει την μείωση της συμμετοχής της Μεγάλης Βρετανίας στον κοινοτικό προϋπολογισμό (1984) και θα αντιταχθεί στην ομοσπονδιακή εξέλιξη της ΕΟΚ (20 Σεπτεμβρίου 1988). Η Μεγάλη Βρετανία με ρήτρες εξαίρεσης δεν συμμετέχει στην ζώνη Σέγκεν και στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ).
Το ζήτημα της εξόδου της Μεγάλης Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως είχε μετονομαστεί η ΕΟΚ με την Συνθήκη του Μάαστριχτ (7 Φεβρουαρίου 1992), επανέρχεται το 1997 από τον τραπεζίτη σερ Τζέιμς Γκόλντσμιθ, που κατέρχεται στις εκλογές της 9ης Απριλίου με το ευρωσκεπτιστικό «Κόμμα του Δημοψηφίσματος» («Referendum Party»). Αποτυγχάνει να περάσει το μήνυμά του, καθώς λαμβάνει το 2.6% των ψήφων και καμία έδρα, αλλά το θέμα παραμένει στην επικαιρότητα.
Το 2004 το επαναφέρει δυναμικά στο προσκήνιο ένα άλλος ευρωσκεπτιστικός και ξενοφοβικός σχηματισμός, το «Κόμμα Ανεξαρτησίας του Ηνωμένου Βασιλείου» (UKIP), που καταλαμβάνει την τρίτη θέση στις Ευρωεκλογές εκείνης της χρονιάς, την δεύτερη στις ευρωεκλογές του 2009 και την πρωτιά στις ευρωεκλογές του 2014, με ηγέτη τον αμφιλεγόμενο ευρωβουλευτή Νάιγκελ Φάρατζ. Ο ίδιος θεωρεί τον εαυτό φιλελεύθερο, αλλά οι πολιτικοί επιστήμονες και ο Τύπος, τον χαρακτηρίζουν ακροδεξιό λαϊκιστή.
Στις 23 Ιανουαρίου του 2013, ο Συντηρητικός πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον, πιεζόμενος από την ευρωσκεπτιστική μερίδα του κόμματός του, υπόσχεται δημοψήφισμα για την παραμονή της χώρας του στην ΕΕ, αν κερδίσει τις εκλογές του 2015. Οι Συντηρητικοί κερδίζουν ανέλπιστα την απόλυτη πλειοψηφία στις εκλογές της7ης Μαϊου και στις 20 Φεβρουαρίου 2016, ο Κάμερον αναγγέλλει το δημοψήφισμα για τις 23 Ιουνίου, αφού προηγουμένως είχε αποσπάσει από την σύνοδο κορυφής της Ε.Ε (19 Φεβρουαρίου), ένα «ειδικό καθεστώς» για την χώρα του.
ΠΗΓΗ: Σαν Σήμερα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου