Φωτογραφία αρχείου: ICONPRESS/ΧΡΗΣΤΟΣ ΝΤΟΥΝΤΟΥΜΗΣ.
Ανάλυση του Θεοδώρου Καλμούκου.
Στο διάβα της ζωής πορευόμαστε πολλές και διάφορες πορείες αποστάσεων μακρινών ή κοντινών, σε μέρη γνώριμα αλλά και σε μέρη άγνωρα, κι ανάλογα αυτές οι πορείες έχουν τους δικούς τους στόχους και προορισμούς. Τις δικές τους εμπειρίες και βιώματα και σίγουρα τις δικές τους εκπλήξεις, αφού άλλωστε κάθε πορεία μπορεί να είναι και μία έκπληξη.
Η πορεία που ξεκινά την Καθαρά Δευτέρα, αρχή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, είναι αναμφίβολα μία πορεία αλλιώτικη. Εχει μία διαφορετική ποιοτική χροιά ο χρόνος και το διάβα της και σίγουρα οδηγεί με μία μεγάλη έκπληξη, στην έκπληξη ενός τάφου και μάλιστα αδειανού, που δεν θυμίζει τίποτε από άλλους τάφους σκιερούς και οστεώδεις, αλλά είναι ένας τάφος ζωηφόρος, διότι είναι ο τάφος του αείζωου Χριστού. Κι η πορεία αυτή που ξεκινά σήμερα έχει ένα όνομα γνώριμο σε όλους μας από τότε που ήμασταν ακόμα μικρά παιδιά και λέγεται Μεγάλη Τεσσαρακοστή ή Σαρακοστή πιο απλά.
Πρόκειται για μία πορεία εσωτερικής περιπλάνησης και αναζήτησης. Ενα σεργιάνι προς τα μέσα μας σαράντα ημερών κάτι σαν μία αργοπορία χρονική που μας δίνει την ευκαιρία να κάνουμε μία στροφή προς τα μέσα μας και να αρχίσουμε να συζητούμε με τον εαυτό μας.
Είναι ευεργετικό θαρρώ από πολλές μεριές να τολμούμε και να πιάνουμε κουβεντολόι με τον εαυτό μας. Το αγχώδες τρεχαλητό και η περιδίνηση της ζωής είναι τόσο πιεστικά που δεν μας επιτρέπουν περιθώρια να κοιτάξουμε λίγο μέσα μας, «τα εντός ημών» και να μιλήσουμε με τον εαυτό μας «ενώπιον ενωπίω» για τα ουσιώδη και τα σημαντικά της ζωής ή αν προτιμάτε για το αίνιγμα της ζωής και την «αλογία» του θανάτου.
Κι ακόμα να τολμήσουμε και προσκαλούμε και τον Θεό σ’ αυτό το κουβεντολόι με τον εαυτό μας για να κάνουμε παρέα, εννοώ ο Θεός και ο άνθρωπος, οι δυο μας, τότε πια θα συνάψουμε τη σχέση που ίσως μας προβληματίσει και μας κάνει να βλέπουμε τους ανθρώπους, τη δημιουργία, τον κόσμο, την ιστορία, με αλλιώτικη ματιά. Αλλωστε, τη σύναψη μιας τέτοιας σχέσης την έχει κάνει δυνατή η ενανθρώπιση του Χριστού.
Είναι αυτό που λέμε ασύγγνωστα ίσως, «πίστη». Αυτό ακριβώς είναι η πίστη, μια σύναψη σχέσης – εμπιστοσύνης που φτάνει στη «γνώση» του Θεού και κατ’ επέκταση στην κατανόησή Του, δηλαδή στον «παράδεισο» διότι αυτό είναι παράδεισος, η ατέλεστη Θεοπτία, η διηνεκής παρουσία του Θεού, το ατέλειωτο κοίταγμά Του. Το αντίθετο είναι η κόλαση. Η πίστη λοιπόν ως σχέση με τον Θεό βασισμένη στην αγάπη. Κι η αγάπη σαν άθλημα υπέρβασης του εαυτού μας.
Σαν μια στάση κένωσης από την ατομοκρατούμενη αγκύλωση και εγκύστωση στην επιγειοποίηση, αλλά η έξοδος από τον εαυτό μας για τη συνάντηση και τη γνωριμία του άλλου, το συστατικό δηλαδή που συνιστά την κοινωνία προσώπων. Κι είναι αλήθεια αυτό που είπε ο Κωστής Παλαμάς, πως, «όσο γνωρίζεις πιο πολύ, τόσο αγαπάς πιο πλέρια». Είναι τότε που η σχέση γίνεται αγάπη.
Εχω την αίσθηση πως πορεία προς εαυτόν, σημαίνει το αρχίνεμα της φυγής από τη χωματερότητα, πέρασμα από την επιγειοποίηση στο άλλο επίπεδο με ποδηγέτη και τιμονιέρη την Εκκλησία, η οποία ατέλεστα, αλλά ιδιαίτερα τώρα τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή, σημαίνει έναν ριζοσπαστικό συναγερμό. Εναν έρωτα μεγάλο, εκστατικό.
Η Εκκλησία όχι όπως παραφθαρμένα εμφανίζεται σήμερα ως διοίκηση και μάλιστα φεουδαρχική. Ούτε ως επαγγελματική κληρικοκρατία όλων των βαθμίδων στολισμένη με όλες αυτές τις φανταχτερές υπερβολές, τα χρυσαφικά και τα χρυσοκέντητα, προς Θεού αυτό το πράγμα δεν είναι Εκκλησία.
Η ιδρυματικότητα και η θρησκειοποίηση της Εκκλησίας έχει κυριολεκτικά συγχύσει αυτό που είναι Εκκλησία, από αυτό που δεν είναι. Ισως η Μεγάλη Σαρακοστή να σταθεί και μία καινούργια πρόκληση ξαναανακάλυψης της Εκκλησίας σαν πείνα και δίψα για να ζήσει ο κόσμος την όντως ζωή, την απαλλαγμένη από τη φθορά και το θάνατο. Αλλωστε, ο θάνατος είναι η ακραία μας κοινή τραγική πραγματικότητα, «ο έσχατος εχθρός» όλων μας, αμείλικτε Παύλε!
Η Μεγάλη Σαρακοστή είναι μια πορεία για μια συνάντηση με τον Χριστό, ο Οποίος έρχεται θεληματικά και από αγάπη και μάλιστα «ως Νυμφίος», δηλαδή ως «γαμπρός» και ως εραστής μανικός, «εν τω μέσω της νυκτός» επειδή μας αγάπησε με ερωτική παραφορά, γιατί λαχταρά να μας κάνει και πάλι παιδιά του Θεού και αδελφούς δικούς Του.
Δεν έχει καμία σχέση η περίοδος αυτή με ευσεβιστικούς συναισθηματισμούς και φορτίσεις συγκινησιακές, αλλά πρόκειται για μία κλήση – πρόσκληση και πρόκληση υπαρκτικής μαθητείας της Εκκλησίας. Για μια κλήση στην αυτογνωσία, δηλαδή αυτό που είμαστε, Εκείνου που είμαστε και αυτό που θα γίνουμε, δηλαδή άγιοι εν ελευθερία και ελεύθεροι εν αγιότητι. Εδώ αρχίζει ο ουρανός.
Και μ’ αυτή την έννοια ο θάνατος είναι προσωρινός πάντοτε, κι όσο δυνατός κι αν φαίνεται, τον κονιορτοποιεί η Ανάσταση του Χριστού, με την οποία πλέον «ζωή πολιτεύεται». Η ανάσταση του ανθρώπου όχι σαν μία παράταση κάποιου είδους ζωής, αλλά με την έννοια της «Θεοπτίας», δηλαδή του διαρκούς και ατέλεστου κοιτάγματος του Θεού «πρόσωπο προς πρόσωπο». Ο Θεός και ο άνθρωπος, οι δυο μας αλληλοκοιταζόμενοι, αλληλοαγαπώμενοι και αλληλοπεριχωρούμενοι.
Η σωτηρία, για την οποία πολλά κηρύγματα θ’ ακουστούν αυτές τις μέρες, δεν είναι μία αφηρημένη έννοια, ένα διανόημα, ή τέλος πάντων ένα θεώρημα ψυχολογικών τακτοποιήσεων. Σωτηρία μας είναι ο Θεός. Αρχίζει από τη στιγμή της άρνησης της αυτοδικαίωσης και αυτοσωτηρίας μας. Ετσι αποκτά νόημα αυτό το μετρητής χρονικής διάρκειας βιολογικό μας φαινόμενο που το λέμε «ζωή» και λόγωση η αλογία του θανάτου μας.
Πηγή: Εθνικός Κήρυξ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου