Ανάλυση
Του Θεοδώρου Καλμούκου
Και τη φετινή περίοδο του Πάσχα, επαναλήφθηκε το φαινόμενο μιας ομαδικής, εκπληκτικής κοσμοσυρροής, κάτι σαν παροδικό τουριστικό κύμα της μιας φοράς, αν και φέτος σε αρκετούς ναούς παρατηρήθηκε θεατή μείωση ακόμα και τις κορυφαίες ημέρες της Μεγάλης Παρασκευής και της Ανάστασης. Ωστόσο, γεγονός παραμένει ότι και φέτος ο κόσμος τη νύχτα της Ανάστασης ήταν εκατονταπλάσιος από εκείνον που εκκλησιάζεται τις Κυριακές.
Και διερωτάται κανείς, άραγε όλοι αυτοί οι άνθρωποι πάσης ηλικίας, κοινωνικής, μορφωτικής και επαγγελματικής τάξης, πού είναι τις υπόλοιπες Κυριακές και γιορτές του χρόνου; Πώς και γιατί εμφανίζονται το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής στον Επιτάφιο και το βράδυ της Ανάστασης κρατώντας μία λαμπάδα στο χέρι που φωτίζει το σύθαμπο της νύχτας και ίσως και της ψυχής τους προκαλώντας ανταύγειες από τον αδειανό τάφο του Αναστημένου Χριστού;
Η απάντηση στο ερώτημα αυτό δεν είναι εύκολη γιατί κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει «τα άδηλα και τα κρύφια» των ψυχών των ανθρώπων. Ισως να οφείλεται σε μία συνήθεια με έντονο το φολκλορικό στοιχείο και με ολοκληρωτική την άγνοια ή κι ακόμα χωρίς ίχνος υποψίας για το τι ακριβώς σημαίνει το γλυκόηχο υμνολογικό τραγούδισμα «Χριστός Ανέστη εκ νεκρών θανάτω θάνατον πατήσας».
Μπορεί ακόμα να ξυπνά μέσα στις ψυχές των ανθρώπων κάποια ανεπίγνωστη λαχτάρα πως εκείνη τη νύχτα της Ανάστασης υπάρχει Κάποιος ο Οποίος επιμένει να τους αγαπά όποιοι κι αν είναι, κι όπως κι αν είναι. Είναι Εκείνος ο Οποίος ως Νυμφίος, έρχεται καθ’ όλη τη Μεγαλοβδομάδα και αναζητά την μεγάλη Του αγάπη, την Εκκλησία. Και Εκκλησία φυσικά, όπως έχουμε πει πολλές φορές στις αναλύσεις μας, δεν είναι το κτίριο, το οποίο λέγεται ναός, ούτε και ο κλήρος αδιακρίτως βαθμού, αλλά το Λαϊκό Σώμα των Πιστών, μετά του Πρεσβυτερίου και του Επισκόπου.
Είναι γεγονός πως έχει αλλάξει η δομή της κοινωνίας και πως η Εκκλησία δεν αποτελεί πλέον χώρο και τρόπο συγκέντρωσης και επικοινωνίας των ανθρώπων, όπως συνέβαινε τις παλιότερες δεκαετίες. Η ηλεκτρονική εποχή έχει δημιουργήσει άλλες δυναμικές επικοινωνίας απρόσωπες και ακοινώνητες.
Επειτα υπάρχει έλλειμμα σε επί μέρους λειτουργικές Τέχνες. Η λατρεία και ειδικά η Λειτουργία σε πολλές περιπτώσεις δεν κατανύγει, δεν αγγίζει τους ανθρώπους και σ’ αυτό δεν βοηθούν διόλου και κάποιοι συγκεκριμένοι παράγοντες. Αλήθεια πώς να ευφρανθεί η καρδία των ανθρώπων, να κατανυγεί και να σκιρτήσει η ψυχή τους όταν ακούνε κάθε Κυριακή έναν κακόφωνο, άμουσο ιερέα λειτουργό και μία χορωδία μονότονη και μονότροπη, η οποία κάθε Κυριακή καθ’ όλο τον χρόνο ψέλνει στον ίδιο μονότονο ήχο και με το ίδιο ύφος; Κι ακόμα όταν ο ψάλτης είναι τελείως άσχετος και χωρίς ίχνος μελωδικότητας;
Εκεί πλέον που αποκορυφώνεται ο τραγέλαφος είναι όταν έλθει η στιγμή του κηρύγματος, διότι σε πολλές περιπτώσεις το επίπεδο είναι κάτω της τρίτης του κατηχητικού σχολείου και η ολιγότητα των γνώσεων συμβαδίζει από την ασχετοσύνη της εκφοράς του λόγου.
Βέβαια ο άνθρωπος δεν πρέπει να εκκλησιάζεται για τον καλλίφωνο ιεροψάλτη ή τον χαρισματικό ιερέα λειτουργό και ιεροκήρυκα, αλλά διότι λαχταρά να βιώσει την βεβαιότητα του τραγουδίσματος πως ο Χριστός «θανάτω θάνατον πατήσας». Ομως σ’ αυτό παίζει ουσιαστικό ρόλο η απόδοσή του.
Πηγή: Εθνικός Κήρυξ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου