Στις 8 Φεβρουαρίου αλλά και τις ημέρες που ακολούθησαν μια μεγάλη έκπληξη περίμενε πάρα πολλούς Τούρκους. Για πρώτη φορά είχαν τη δυνατότητα να ενημερωθούν on line για την εθνική και θρησκευτική ταυτότητα των προγόνων τους και άρα για την καταγωγή τους, τις ρίζες τους, την κληρονομιά τους. Κάπως έτσι, πολλοί ανακάλυψαν πως δεν είναι «γνήσιοι» Τούρκοι όπως υπερηφανεύονταν αλλά και πως η Τουρκία δεν έγινε αίφνης στις αρχές του περασμένου αιώνα, όπως κάποιοι θέλουν, μια χώρα με απόλυτα συνεκτική εθνική ταυτότητα. Αντιθέτως, πολλοί Τούρκοι, έμαθαν πως παππούδες και γιαγιάδες τους είναι Έλληνες, Αρμένιοι, Εβραίοι κ.α.
Εάν αυτό είχε γίνει την περίοδο που η Τουρκία εξακολουθούσε να ελπίζει στην ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση και ο λαός της φαινόταν κάποιος πιο ανοιχτός σε θέματα που αφορούσαν την εθνική και θρησκευτική ταυτότητα, ίσως να μην συνέβαιναν όσα ακολούθησαν την 8η Φεβρουαρίου (ίσως βέβαια και τα αρχεία να μην είχαν ανοίξει ποτέ, αφού και η κίνηση αυτή εξυπηρετεί ίσως άλλους σκοπούς). Σήμερα όμως οι συζητήσεις για τους «προδότες» και τους «κρυπτοαρμένιους» επιστρέφουν.
Μια αναδρομή στο πρόσφατο παρελθόν
Πόσο σημαντικές όμως είναι για την τουρκική κοινωνία αυτές οι αποκαλύψεις του παρελθόντος; Ας απαντήσουμε με μια σύντομη ιστορία...
Ο Χραντ Ντινκ ήταν συντάκτης της αρμενικής εφημερίδας Agos το 2004, όταν έγραψε ότι η Σαμπίχα Γκοκσέν, η πρώτη γυναίκα πιλότος στις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις ήταν αρμενικής καταγωγής. Εξαιτίας αυτού, αλλά και άλλων άρθρων που έγραψε, το υπουργείο Δικαιοσύνης διεξήγαγε έρευνα για τις δραστηριότητές τους και τελικά το 2007 δολοφονήθηκε. Το κίνητρο της δολοφονίας εκτιμάται πως συνδέεται με την ισχυρή υποστήριξη που παρείχε στους Αρμένιους.
Η ιστορία του Ντινκ, όπως υποστηρίζει σε ρεπορτάζ του στο Al Monitor o δημοσιογράφος Φεχίμ Ταστεκίν, «εξηγεί» και τους λόγους για τους οποίους μέχρι σήμερα τα στοιχεία σχετικά με την απογραφή πληθυσμού και εγγραφής στα δημοτολόγια της Τουρκίας, παραμένουν μυστικάκαταδεικνύοντας πως το συγκεκριμένο θέμα είναι ιδιαίτερα «ευαίσθητο» για το κράτος. Συγκεκριμένα, τα δεδομένα που αφορούν των γενεαλογία των πολιτών της Τουρκίας, ήταν χαρακτηρισμένα ως εμπιστευτικά και το όλο θέμα έχει χαρακτηριστεί ως ζήτημα εθνικής ασφάλειας.
Για όλη αυτή την μυστικότητα υπήρχαν δύο βασικοί λόγοι: αφενός να μην αποκαλυφθεί ότι πάρα πολλοί Αρμένιοι, Σύριοι, Έλληνες και Εβραίοι είχαν ασπαστεί το Ισλάμ και αφετέρου για να αποφευχθεί οποιαδήποτε συζήτηση σχετικά με την «τουρκικότητα» των πολιτών της χώρας. Αυτή η «τουρκικότητα» ορίζεται με τη φράση «όποιος συνδέεται με το τουρκικό κράτος είναι πολίτης» και κατοχυρώνεται στο σύνταγμα της χώρας ως μέρος της φιλοσοφίας τουΜουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ, ιδρυτή της Τουρκικής Δημοκρατίας και πρώτου Προέδρου της.
Για πολύ καιρό, η επίσημη πολιτική ήταν ότι οι Τούρκοι σχημάτισαν μια συνεκτική εθνική ταυτότητα στην Τουρκία. Όμως, στις 8 Φεβρουαρίου, τα μητρώα άνοιξαν επίσημα για το κοινό μέσω μιας online βάσης γενεαλογικών δεδομένων. Το σύστημα «έπεσε» γρήγορα εξαιτίας του μεγάλου αριθμού ενδιαφερόμενων που προσπάθησαν να συνοδευθούν.
Προς μεγάλη τους έκπληξη πάντως, αρκετοί ήταν εκείνοι βρέθηκαν μπροστά σε μια μεγάλη έκπληξη όταν ανακάλυψαν πως αν και πάντοτε υπερηφανεύονταν για την «καθαρή» τουρκική καταγωγή τους, στην πραγματικότητα οι εθνικές και θρησκευτικές καταβολές τους δεν ήταν αυτές που περίμεναν.
Οι «προδότες» και τα αδέρφια
Στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ακολούθησε ένα κύμα σχολίων του τύπου «Οι κρυπτο-αρμένιοι, Έλληνες και Εβραίοι που ζουν στη χώρα αποκαλύφθηκαν» ή «Οι προδότες θα μάθουν τελικά την καταγωγή τους» κ.α.
Αξίζει να σημειωθεί, πως ζητήματα γενεαλογίας και καταγωγής ήταν πάντα δημοφιλή θέματα συνομιλίας στην τουρκική κοινωνία, αλλά και ένα εργαλείο κοινωνικής και πολιτικής διαίρεσης μεταξύ των Τούρκων πολιτών. Αρκετές οικογένειες γνώριζαν και αναγνώριζαν πως οι είχαν πχ αρμενική καταγωγή ή πως ένας συγγενής τους που είχε εδώ και πολλά χρόνια πεθάνει είχε αλλαξοπιστήσει και ασπαστεί το Ισλάμ, αλλά αυτές οι συζητήσεις και παραδοχές κρατούνταν πάντα μυστικές. Το ένα έχει κάποιος ασπαστεί το Ισλάμ [δηλ. να μην είναι “γνήσιος” μουσουλμάνος] ήταν άλλωστε πάντα ένα στίγμα που δεν ήταν εύκολο να αποτινάξει κανείς από πάνω του.
Όπως εξηγεί ο αρμένιος δημοσιογάφος, Χαϊκο Μπαγκνάτ στο Al Monitor «Κατά τη γενοκτονία του 1915 και τις μαζικές εκτοπίσεις, είχαμε και χιλιάδες εξόριστα παιδιά. Κάποια κατάφεραν, με τη βοήθεια ιεραποστολών να εγκαταλείψουν τη χώρα. Άλλα τα άρπαξαν μέλη περιπλανώμενων συμμοριών ενώ προσπαθούσαν να διαφύγουν και αναγκάστηκαν να εργάζονται ή/και τα μετέτρεψαν σε δούλους του σεξ. Η κοινωνία δεν είναι ακόμη έτοιμη να αντιμετωπίσει αυτήν την πραγματικότητα. Φανταστείτε ότι ένας άνθρωπος που είχε υπηρετήσει ως διευθυντής των θρησκευτικών υποθέσεων αυτής της χώρας [Λουτφί Ντογκάν] ήταν ο αδελφός Αρμένιου Πατριάρχης [Σινόζκ Καλουστιάν]».
Και συνεχίζει λέγοντας πως «Τον Καλουστιάν, που επέστρεψε στην Τουρκία από τη Βηρυτό το 1961, τον θυμούνται όλοι ως έναν άγιο στο Τουρκικό Αρμενικό Πατριαρχείο, έχοντας μάλιστα υπηρετήσει το αξίωμα κατά την πολύ δύσκολη περίοδο που ακολούθησε το 1915. Κατά τη γενοκτονία, η μητέρα του έστειλε τα παιδιά της μακριά και ασπάστηκε το Ισλάμ. Αργότερα παντρεύτηκε έναν άνδρα που ονομαζόταν Dogan, ο οποίος είχε υψηλή κοινωνική θέση, και απέκτησαν δύο κορίτσια και ένα αγόρι. Το αγόρι ήταν ο Λουτφί Ντογκάν».
Στις μέρες μας βέβαια ο πρόεδρος της Τουρκίας, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάνυπαγορεύει με τις δηλώσεις του, ποιες πρέπει να είναι οι σκέψεις των πολιτών για τέτοιου είδους ζητήματα όταν πχ λέει «Μας κατηγορούν πως είμαστε Εβραίοι, Αρμένιοι, Έλληνες».
Δεν μπορεί λοιπόν να αποτελεί έκπληξη το γεγονός πως η αποκάλυψη γενεαλογικών δεδομένων έσπειρε τον φόβο σε όσους γνωρίζουν ή υποψιάζονται πως οι πληροφορίες που υπάρχουν στα μητρώα θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν σε βάρος κάποιον, για να στιγματίσουν πχ επώνυμα πρόσωπα ή ακόμη και να αξιοποιηθούν σε εκστρατείας πολιτικού λιντσαρίσματος.
Υπέρ ή κατά της βάσης δεδομένων και της αποκάλυψης της αλήθειας;
Έτσι πολλοί ήταν εκείνοι, αφού έπεσε η βάση δεδομένων, που υποστήριξαν πως καλό θα ήταν να μην αποκατασταθεί η δυνατότητα πρόσβασης.
Ένας εξ αυτών και ο Ταϊφούν Ατάι, αρθρογράφος στην εφημερίδα Cumhuriyet. «Φιλικό πρόσωπο με είχε συμβουλέψει να μην παραδεχθώ πως είμαι Γεωργιανός. Αυτή ήταν μια πολύ ελαφρά μορφή πίεσης. Τι γίνεται με εκείνους που διακινδυνεύουν να μάθουν ότι έχουν αρμενική καταγωγή ή κατάγονται από άτομα έχουν αλλαξοπιστήσει; Απλά σκεφτείτε το: Νομίζετε ότι είστε ένας γνήσιος Τούρκος αλλά αποδεικνύεται πως έχει καθαρό αρμένικο αίμα. Φανταστείτε τις κοινωνικές επιπτώσεις», έγραψε στις 12 Φεβρουαρίου.
Και ενώ η δημόσια αυτή συζήτηση συνεχιζόταν, το σύστημα επανήλθε και η on line πρόσβαση αποκαταστάθηκε στις 14 Φεβρουαρίου αλλά πολλοί Τούρκοι είναι προβληματισμένοι για την χρονική στιγμή που τα δεδομένα έγιναν ξανά διαθέσιμα.
«Αν το είχαν κάνει αυτό πριν από μερικά χρόνια που ο κόσμος ήταν πιο ανοιχτός σε τέτοια θέματα, οι θεωρίες συνωμοσίας δεν θα ήταν τόσο ισχυρές όσο σήμερα, που το κράτος συμπεριφέρεται σαν να δίνουμε αγώνα για να εξασφαλίσουμε την ίδια την ύπαρξή μας. Με τον τρόπο αυτό η Τουρκία αναβιώνει το πνεύμα του “Πολέμου της Ανεξαρτησίας” για να εμπνεύσει τα πατριωτικά αισθήματα και να ενισχύσει επίσης τα φιλοκυβερνητικά αισθήματα», υποστηρίζει στο Al Monitor ο δημοσιογράφος Σερντάρ Κορουτσού.
Επίσης ένα βασικό επιχείρημα όσων αντιδρούν στην διάθεση των δεδομένων, είναι ότι δημοσιοποίηση αυτών δεν μπορεί παρά να ενισχύσει την ήδη έντονη ρατσιστική διάθεση που υπάρχει σε σημαντική μερίδα του τουρκικού πληθυσμού. Άλλοι πάλι, υποστηρίζουν πως όσο σοκαριστική και εάν είναι η πραγματικότητα μήπως θα μπορούσε να λειτουργήσει και ως ένα ισχυρό, αναγκαίο σοκ για την εξάλειψη του ρατσισμού;
«Ναι, σίγουρα. Όλοι την Τουρκία είναι περίεργοι να μάθουν για τις καταβολές τους. Αυτό είναι δεδομένο. Γιατί είναι τόσο δύσκολο να βρεθούμε αντιμέτωποι με τα γεγονότα;» σχολιάζει ο Κορούτσου. Κατά τη δική του άποψη τα δεδομένα θα πρέπει να προστατεύονται ώστε να μην γίνουν αντικείμενο εκμετάλλευσης και πολιτικών διώξεων αλλά σε κάθε περίπτωση προειδοποιεί: «Οι κρατικές υπηρεσίες βέβαια ξέρουν τα πάντα για όλους μας».
Μάλιστα το 2013, η εφημερίδα Agos, έγραφε πως η κυβέρνηση κωδικοποιεί τις μειονότητες: οι Έλληνες είχαν τον αριθμό 1, οι Αρμένιοι τον αριθμό 2 και οι Εβραίοι τον αριθμό 3.
Οι αντιδράσεις ήταν πολλές ενώ όπως σημειώνει ο Κορούτσου τα στοιχεία αυτά έρχονται στην επιφάνεια όταν οι νέοι καλούνται να καταταγούν στον στρατό. «Υπάρχουν λοιπόν κάποιοι γνωρίζουν για εμάς, καλύτερη από εμάς. Γιατί λοιπόν να μην μας τα πουν;».
«Οι καταγραφές πληθυσμών είναι επικίνδυνες» λέει με τη σειρά του ο Μπαγκντάτ. «Γι αυτό δολοφονήθηκε ο Χράντ Ντινκ».
Και οι κίνδυνοι
O διευθυντής του Μουσείου Γενοκτονίας [των Αρμενίων] στο Γερεβάναναφέρθηκε, απευθυνόμενος σε μια τουρκική αντιπροσωπεία, στα τρία βασικότερα θέματα που συζητούσαν οι επιζώντες. «Οι Αρμένιοι, πρώτα μας είπαν για τους Μουσουλμάνους που τους βοήθησαν να γλυτώσουν από την Γενοκτονία, μετά για τους ίδιους τους Αρμένιους που τους πρόδωσαν και στο τέλος μας αφηγούνταν την καταστροφή. Καθιστώντας δημόσια τα ονόματα των Αρμενίων που αναγκάστηκαν να ασπαστούν το Ισλάμ, τα εγγόνια τους θα τεθούν σε κίνδυνο». Και προσθέτει: «Αυτή είναι η κατάσταση, 100 χρόνια μετά: Το τουρκικό κράτος μας ζήτησε να δεχθούμε να είμαστε Τούρκοι. Ωραία, ας πω πως είμαι Τούρκος. Θα έχω η δυνατότητα να εργαστώ στο Δημόσιο; Όχι. Εάν πάλι πως πως είμαι Αρμένιος θα αντιμετωπιστώ ως τρομοκράτης. Τίποτα δεν έχει αλλάξει. Το άνοιγμα των αρχείων δεν σημαίνει τίποτα για μένα. Πώς μπορούμε να ξεχάσουμε τον Γιουσούφ Χαράκογλου, το διευθυντή της Ιστορικής Κοινότητας της Τουρκίας το 2007, και την ωμή απειλή “Μην με εξοργίζεται. Έχω μια λίστα με άτομα που αλλαξοπίστησαν και μπορώ να την στείλω στους δρόμους και στα σπίτια τους”. Αυτά τα λόγια από αυτό τον άνθρωπο που στη συνέχεια πολιτεύτηκε με το MHP (ακροδεξιό, εθνικιστικό κόμμα της Τουρκίας), ήταν μια απειλή για την ίδια την πολιτική της Τουρκίας».