Με μεγάλη άνοδο των μετοχών των γερμανικών αυτοκινητοβιομηχανιών υποδέχθηκαν οι αγορές την αρχική συμφωνία στην οποία κατέληξαν ο Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ με τον Ντόναλντ Τραμπ, κατά τις συνομιλίες τους στην Ουάσιγκτον. Αιτία αυτής της ευφορίας είναι ότι η Ε.Ε. φαίνεται να αποφεύγει τον εμπορικό πόλεμο, με αντάλλαγμα την αύξηση των εισαγωγών αμερικανικού υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) και αμερικανικής σόγιας. Την ίδια στιγμή, ο Αμερικανός υπουργός Οικονομικών Στίβεν Μνούτσιν αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο νέου γύρου συνομιλιών με την Κίνα, «αν το Πεκίνο είναι πρόθυμο για σοβαρές αλλαγές». Οικονομικοί αναλυτές, όμως, εκφράζουν επιφυλακτικότητα, επισημαίνοντας ότι η συμφωνία είναι ασαφής, ενώ διαβλέπουν τον κίνδυνο να καταρρεύσει.
Οι μετοχές των BMW, Volkswagen, Fiat Chrysler Automobiles NV και Daimler σημείωναν από την αρχή της συνεδρίασης κέρδη από 3,5% έως 5,5%, ενώ η γερμανική ένωση αυτοκινητοβιομηχανιών VDA μιλούσε για «μεγάλο βήμα προς τα εμπρός» και για «καλή είδηση για τη βιομηχανία και τους καταναλωτές στις δύο πλευρές του Ατλαντικού». Η ανακωχή των δύο πλευρών σημαίνει ότι οι γερμανικές αυτοκινητοβιομηχανίες δεν θα υποστούν τους δασμούς ύψους 25%, που είχε απειλήσει να επιβάλει ο Τραμπ. Ως εκ τούτου, ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Πίτερ Αλτμάιερ εξέφρασε, με μήνυμά του στο Twitter, την ικανοποίησή του για την έκβαση της συμφωνίας «με την οποία μπορεί να αποφευχθεί ο εμπορικός πόλεμος και να σωθούν εκατομμύρια θέσεις εργασίας». Σύμφωνα με τον Χόλγκερ Σμίντινγκ, επικεφαλής της ομάδας οικονομολόγων στη γερμανική επενδυτική τράπεζα Berenberg, αν οι ΗΠΑ και η Ευρώπη δώσουν βαρύτητα στις μεταξύ τους συνομιλίες, «το φθινόπωρο θα ανακάμψει η επιχειρηματική εμπιστοσύνη στην Ευρωζώνη». Την ίδια στιγμή, η Goldman Sachs παρέμενε επιφυλακτική, μολονότι αναγνώριζε ότι «η συμφωνία Ε.Ε. - ΗΠΑ σηματοδοτεί τη σταδιακή αποκλιμάκωση του εμπορικού πολέμου». Η επενδυτική τράπεζα τόνισε ότι «τα νέα δεν είναι πλήρως θετικά». Προειδοποίησε, μάλιστα, πως η συμφωνία δεν διευκρινίζει τα επιμέρους στοιχεία, γι’ αυτό και «παραμένει ανοικτό το ενδεχόμενο να καταρρεύσει αργότερα, όπως συνέβη με τις διαπραγματεύσεις των ΗΠΑ με την Κίνα». Τον Μάιο, η Ουάσιγκτον ανακοίνωσε ότι «αναστέλλει» τον εμπορικό πόλεμο με την Κίνα, καθώς οι δύο χώρες βρίσκονταν σε φάση διαπραγματεύσεων. Οι συνομιλίες κατέρρευσαν, όμως, στις αρχές Ιουνίου, καθώς οι κινεζικές αρχές δεν δέχθηκαν να αυξήσουν τις εισαγωγές αμερικανικών προϊόντων στην Κίνα. Σε ανάλογες προειδοποιήσεις προέβη και η UniCredit, που χαρακτήρισε τη συμφωνία «ασαφή» και επισήμανε ότι «δεν προκάλεσε κανέναν ενθουσιασμό στους επενδυτές της Ασίας».
Εξάλλου, η Goldman Sachs προειδοποίησε πως «η πρόσφατη θετική εξέλιξη στις εμπορικές σχέσεις Ε.Ε. - ΗΠΑ δεν μειώνει τον κίνδυνο στο άλλο μέτωπο του εμπορικού πολέμου, στην Κίνα, αντιθέτως όλα δείχνουν ότι συμβαίνει το αντίθετο». Σύμφωνα με την Goldman Sachs, η κυβέρνηση Τραμπ ενδέχεται να χρησιμοποιήσει τη συμφωνία με την Ευρώπη «για να αποσπάσει παραχωρήσεις από άλλους εμπορικούς εταίρους της, όπως, για παράδειγμα, από την Κίνα».
Χαμένοι ή κερδισμένοι;
Η συμφωνία Γιούνκερ - Τραμπ μπορεί να έχει καλύτερη τύχη από τις επαφές Πεκίνου - Ουάσιγκτον και να μην ακυρωθεί. Oπως, όμως, ήταν αναμενόμενο, διίστανται οι απόψεις ως προς το ποια από τις δύο πλευρές βγαίνει κερδισμένη. Σύμφωνα με τον Πoλ Ντόνοβαν, επικεφαλής των οικονομολόγων της UBS Global Wealth Management, κερδισμένη βγήκε η Ε.Ε., καθώς η Ουάσιγκτον «ανακάλεσε την απειλή για δασμούς στα ευρωπαϊκά αυτοκίνητα, χωρίς να πάρει τίποτα ως αντάλλαγμα». Ο Ντόνοβαν επισημαίνει πως η Ε.Ε. δέχθηκε να εισάγει περισσότερη αμερικανική σόγια, αλλά δεν μπορεί να εξαναγκάσει τους Ευρωπαίους αγρότες να αυξήσουν τις αγορές τους από τις ΗΠΑ. Κι αυτό γιατί «στην Ε.Ε. δεν υπάρχουν ούτε επιδοτήσεις, ούτε φόροι, ούτε ποσοστώσεις στις εισαγωγές σόγιας, και οι αγρότες αποφασίζουν μόνοι τους αν θα αγοράσουν σόγια ή όχι». Στον αντίποδα, ο Ρεμ Κόρτεβεγκ, ειδικός επί ευρωπαϊκών θεμάτων στο ερευνητικό ινστιτούτο Clingendael, επισημαίνει ότι «δεν αποτελεί παραχώρηση για τον Τραμπ το να μην υλοποιήσει τις απειλές του. Αντιθέτως, δικαιώνει την τακτική του να απειλεί τους εταίρους του, αλλά αυτό είναι προβληματικό για τις μελλοντικές σχέσεις Ε.Ε. - ΗΠΑ και για το παγκόσμιο εμπόριο».
Η Κίνα έβαλε δύσκολα στην αμερικανική Qualcomm
Στο μέτωπο της Κίνας, ο εμπορικός πόλεμος με τις ΗΠΑ κλιμακώνεται. Το Πεκίνο προέβαλε de facto βέτο, όπως επισημαίνει το Reuters, στην εξαγορά της ολλανδικής βιομηχανίας ημιαγωγών ΝΧΡ από την αμερικανική Qualcomm. Θα ήταν η μεγαλύτερη εξαγορά που θα είχε ποτέ συμφωνηθεί στον κλάδο. Παράλληλα δήλωσε χθες έτοιμο να προχωρήσει σε αντίποινα, αν η Ουάσιγκτον αυξήσει τους δασμούς στα κινεζικά προϊόντα. Τόνισε, μάλιστα, πως θα κάνει το ίδιο, αδιακρίτως αν θα είναι 16 δισ. δολάρια ή 200 δισ. δολάρια η αξία των κινεζικών προϊόντων που θα βρεθούν στο στόχαστρο του Τραμπ.
Τη νύχτα της Τετάρτης κι ενώ ο πρόεδρος της Κομισιόν κήρυσσε ανακωχή με τον Ντόναλντ Τραμπ, εξέπνευσε η ισχύ της συμφωνίας που είχαν συνάψει η Qualcomm με την ΝΧΡ, χωρίς να έχει πάρει το πράσινο φως από το Πεκίνο. Οπως επισημαίνουν οι Financial Times, πριν από τέσσερις μήνες η Ουάσιγκτον έσπευσε να προστατεύσει την Qualcomm από το σχέδιο της Broadcom να την εξαγοράσει. Ο λόγος ήταν πως η Broadcom έχει έδρα στη Σιγκαπούρη και διατηρεί στενούς δεσμούς με την Κίνα. Τώρα, όμως, η Qualcomm πληρώνει το τίμημα του εμπορικού πολέμου ανάμεσα στις δύο μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου. Το Πεκίνο, βέβαια, υποστηρίζει, διά στόματος του εκπροσώπου του κινεζικού υπουργείου Εξωτερικών, ότι η εξαγορά έχει αξιολογηθεί με κριτήρια σύμφωνα με τη νομοθεσία κατά των μονοπωλίων.
Εθεσε de facto βέτο στην εξαγορά της ολλανδικής βιομηχανίας ημιαγωγών ΝΧΡ από την Qualcomm.
Είναι γεγονός ότι η Κίνα εισάγει πολύ λιγότερα αμερικανικά προϊόντα από όσα εξάγει στις ΗΠΑ. Αυτό σημαίνει πως το Πεκίνο έχει πολύ στενότερα περιθώρια να αντιδράσει στους δασμούς που επιβάλλει ο Τραμπ στα κινεζικά προϊόντα. Ως εκ τούτου, τα σχέδια της Qualcomm προσφέρονταν ως εκδίκηση στην επιθετική στάση του Τραμπ. Αναλυτές του Reuters εκτιμούν πως σε ό,τι αφορά την υπόθεση Qualcomm, ο Αμερικανός πρόεδρος δεν υπολόγισε καλά την αντίδραση του Πεκίνου. Στις αρχές Ιουλίου, ο Τραμπ διέσωσε την κινεζική εταιρεία εξοπλισμού τηλεπικοινωνιών ΖΤΕ, όταν επέτρεψε στις αμερικανικές εταιρείες να ξαναρχίσουν να αγοράζουν προϊόντα της. Είχε προηγηθεί η σχετική απαγόρευση, επειδή η ΖΤΕ είχε παραβιάσει το εμπάργκο κατά του Ιράν και της Βόρειας Κορέας. Ετσι, η κινεζική εταιρεία είχε χάσει την πλειονότητα των πελατών της και βρισκόταν σε δεινή θέση.
Ενδέχεται ο Ντόναλντ Τραμπ να ανακάλεσε την απαγόρευση κατά της ΖΤΕ, ευελπιστώντας πως το Πεκίνο θα του το ανταπέδιδε, εγκρίνοντας την εξαγορά της ΝΧΡ από την Qualcomm. Μεσολάβησαν, όμως, οι δασμοί που επέβαλε σε κινεζικά προϊόντα αξίας 34 δισ. δολαρίων και οι απειλές για ανάλογους δασμούς σε εισαγωγές αξίας 500 δισεκατομμυρίων. Εξάλλου, το Πεκίνο έχει αποφασίσει να ανακόψει τις εκροές κεφαλαίων από την Κίνα. Το αποτέλεσμα ήταν ότι μέσα στο πρώτο εξάμηνο του έτους οι κινεζικές επενδύσεις στις ΗΠΑ μειώθηκαν κατά 90%. Το Πεκίνο έχει περιορισμένες δυνατότητες να εκδικηθεί, και βρήκε έναν εύκολο στόχο χαλώντας τα σχέδια της Qualcomm.
Kριτήριο για την επιλογή η χαμηλότερη τιμή
Η συμφωνία Γιούνκερ - Τραμπ προβλέπει ότι η Ε.Ε. θα αυξήσει τις εισαγωγές υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) από τις ΗΠΑ. Πρόκειται για στόχο που επιδιώκει συστηματικά η Ουάσιγκτον. Για τον σκοπό αυτό έχει εναντιωθεί στην κατασκευή του αγωγού Nord Stream 2 που θα μεταφέρει ρωσικό φυσικό αέριο απευθείας από τη Ρωσία στη Γερμανία. Σύμφωνα, όμως, με οικονομικούς αναλυτές, δύσκολα η Ε.Ε. θα τηρήσει αυτή τη δέσμευσή της. Οπως επισημαίνει ο Νικ Κάμπελ, διευθυντής της Inspired Energy Solutions, η Ευρώπη θα επιλέξει προμηθευτή φυσικού αερίου με κριτήριο τα επίπεδα των τιμών. Αναλυτές που μίλησαν στο Bloomberg, υπογραμμίζουν ότι το αμερικανικό LNG είναι πολύ ακριβότερο από το φυσικό αέριο που ήδη εισάγει η Ευρώπη από τις γειτονικές της χώρας, από τη Ρωσία και τη Νορβηγία. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Αλεξάντερ Κορνίλοφ, αναλυτή της Aton LLC στη Μόσχα, η τιμή που θα πρέπει να καταβάλει η Ευρώπη για την αγορά αμερικανικού LNG θα είναι περίπου διπλάσια εκείνης που χρεώνεται για το ρωσικό αέριο. Ο ίδιος αναλυτής τονίζει πως η Ευρώπη θα μπορούσε να στραφεί στο αμερικανικό φυσικό αέριο μόνον αν αυξανόταν η τιμή του φυσικού αερίου. Θεωρεί, όμως, απίθανο κάτι τέτοιο, καθώς η ρωσική Gazprom έχει πολύ χαμηλό κόστος παραγωγής. Το ίδιο εκτιμά και ο Μανάς Σατάπατι, υπεύθυνος τομέα ενέργειας στην Accenture Strategy, που προεξοφλεί ότι το αμερικανικό LNG θα είναι πάντοτε ακριβότερο. Το τόνισε, άλλωστε, με σιγουριά προ μηνός ο Αλεξέι Μίλερ, διευθύνων σύμβουλος του ρωσικού κολοσσού Gazprom. Υπάρχουν, πάντως, χώρες της Ε.Ε. που είναι πρόθυμες να αγοράσουν φυσικό αέριο από τις ΗΠΑ. Τον περασμένο μήνα, η Πολωνία υπέγραψε συμφωνία με τις Venture Global LNG και Sempra Energy. Παράλληλα, η Ισπανία και η Πορτογαλία δεν προμηθεύονται σταθερά από τους αγωγούς της Ρωσίας και ενδιαφέρονται να αποκτήσουν και άλλους προμηθευτές.
Πηγή: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου