Του Ηλία Ξηρουχάκη
Σημαντική συμβολή στην αύξηση των καταθέσεων είχε η βελτίωση του κλίματος εμπιστοσύνης έναντι των τραπεζών, αλλά και η σταδιακή χαλάρωση των capital controls.
Στα τέλη του προηγούμενου μήνα, η Εκτελεστική Επιτροπή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) παρουσίασε τις απόψεις της αναφορικά με τις τελευταίες εξελίξεις, αλλά και τις προοπτικές, της ελληνικής οικονομίας. Σύμφωνα με τη σχετική έκθεση, η οικονομική ανάπτυξη εμφανίζεται να επιστρέφει στη χώρα μας, ύστερα από μια περίοδο βαθιάς, παρατεταμένης και επίπονης ύφεσης.
Το πρωτογενές πλεόνασμα της γενικής κυβέρνησης αυξήθηκε, ως ποσοστό του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ), στο 4,2% για το 2017, διατηρώντας θετικό πρόσημο από το 2013 μέχρι σήμερα. Την ίδια στιγμή, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών περιορίστηκε στο ελάχιστο (-0,8% του πραγματικού ΑΕΠ) με προοπτική, σύμφωνα πάντα με την εν λόγω έκθεση, να εκμηδενιστεί πλήρως το 2023.
Παρά τις ιδιαίτερα θετικές αυτές εξελίξεις, το τίμημα που κατέβαλε η ελληνική κοινωνία από την αρχή της κρίσης ήταν πολύ βαρύ. Το ποσοστό ανεργίας άγγιξε ακόμα και το 27,5% την περίοδο της ύφεσης και παρά τη σταδιακή αποκλιμάκωσή του στα σημερινά επίπεδα του 21,5% αναμένεται να παραμείνει σημαντικά υψηλότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο τα επόμενα έτη. Την ίδια στιγμή, το πραγματικό ΑΕΠ εμφανίζεται να έχει συρρικνωθεί βίαια κατά 26,4% από την αρχή της κρίσης, με το 2017 ο ρυθμός αύξησης του να περνάει σε θετικό πρόσημο (1,4%) το οποίο αναμένεται να διατηρηθεί (αυξανόμενο) και τα επόμενα έτη.
Οι δραματικές επιπτώσεις της ύφεσης αντικατοπτρίζονται με τρόπο ξεκάθαρο και στο ύψος των συνολικών δανείων και καταθέσεων του ιδιωτικού τομέα. Σύμφωνα με στοιχεία της Ελληνικής Ενωσης Τραπεζών, τα δάνεια των τραπεζών (επιχειρήσεις και νοικοκυριά) μειώθηκαν από περίπου 245 δισ. ευρώ τον Μάρτιο του 2012 σε περίπου 180 δισ. ευρώ τον Μάρτιο του 2018 (ήτοι μείωση 26,5%) ενώ οι καταθέσεις του ιδιωτικού τομέα μειώθηκαν την ίδια χρονική περίοδο από περίπου 167 δισ. ευρώ σε 126 δισ. ευρώ (μείωση 24,6%).
Ενα εύρωστο και ορθώς δομημένο χρηματοπιστωτικό σύστημα αποτελεί ισχυρό ενισχυτικό παράγοντα των προοπτικών ανάπτυξης της εθνικής οικονομίας μέσω του ρόλου του που αφορά τη διαμεσολάβηση στην παροχή κεφαλαίων. Η παροχή πίστωσης σε επιχειρήσεις, νοικοκυριά (αλλά λελογισμένα και σε φορείς του Δημοσίου) συμβάκλει αποφασιστικά, μεταξύ άλλων, στη δημιουργία νέων ιδιωτικών και δημόσιων επενδύσεων και στην αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης, στοιχείων κρίσιμων για την περαιτέρω απαραίτητη και προσδοκώμενη ανάκαμψη του πραγματικού ΑΕΠ.
Οι ελληνικές τράπεζες, ύστερα από μακροχρόνια περίοδο περιδίνησης και εσωστρέφειας, εμφανίζονται έτοιμες να επωμιστούν τον πρωταγωνιστικό τους ρόλο στην παροχή κεφαλαίων (πιστώσεων) σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά. Οι βελτιώσεις στο θεσμικό πλαίσιο διαχείρισης μη εξυπηρετούμενων δανείων (πτωχευτικός κώδικας, εξωδικαστικός συμβιβασμός, αλλαγές στον Ν. 3869, διευκολύνσεις στην πώληση χαρτοφυλακίων ή και μεμονωμένων δανείων κτλ.), σε συνδυασμό πάντα με τη δημιουργία επαρκών προβλέψεων, επιτρέπουν ήδη στις τράπεζες να «καθαρίσουν» σταδιακά τους ισολογισμούς τους από τα προβληματικά στοιχεία του ενεργητικού.
Παράλληλα, σύμφωνα με στοιχεία της ΕΕΤ, οι τράπεζές μας επανακτούν σταδιακά πρόσβαση στη διατραπεζική αγορά (άρα και στη ρευστότητα) με τον εν λόγω δανεισμό να ανέρχεται στα 19,9 δισ. ευρώ τον Μάρτιο του 2018 σε σχέση με 9,8 δισ. ευρώ τον Νοέμβριο του 2017. Η εκ νέου χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας διευκολύνεται και από τη σταδιακή επιστροφή καταθέσεων, καθώς περίπου 5 δισ. ευρώ επέστρεψαν στις τράπεζες το 2017 ενώ η θετική τάση συνεχίστηκε και το πρώτο τρίμηνο του 2018, με τις καταθέσεις του ιδιωτικού τομέα στα τέλη Μαρτίου 2018 να εμφανίζονται αυξημένες κατά 5,8% σε σύγκριση με πέρυσι. Σημαντική συμβολή στην αύξηση των καταθέσεων είχε η βελτίωση του κλίματος εμπιστοσύνης έναντι των ελληνικών τραπεζών (ιδιαίτερα μετά την πρόσφατη επιτυχή ολοκλήρωση των stress tests) αλλά και η σταδιακή χαλάρωση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων (τα γνωστά capital controls). Ως αποτέλεσμα, το εκτιμώμενο ύψος των μετρητών εκτός τραπεζικού συστήματος εμφανίζεται να ανέρχεται στα 33,5 δισ. ευρώ (ή 18,9% του ΑΕΠ) τον Απρίλιο του 2018 σημαντικά υψηλότερα από το 10% του ΑΕΠ του ευρωπαϊκού μέσου όρου, αλλά σε κάθε περίπτωση εμφανώς μειωμένο από τα 41,9 δισ. ευρώ (ή 24% του ΑΕΠ) του Φεβρουαρίου του 2017. Συνέπεια των όσων αναφέρθηκαν ήταν να μειωθεί η εξάρτηση των ελληνικών τραπεζών από το Ευρωσύστημα από τα 159,2 δισ. ευρώ τον Μάρτιο του 2012 στα μόλις 20,9 δισ. ευρώ τον Μάιο 2018, ο δε δανεισμός από τον Μηχανισμό Εκτακτης Ρευστότητας (ELA) περιορίστηκε μόλις στα 4,8 δισ. ευρώ τον Ιούλιο 2018.
Το μεγάλο στοίχημα για τις ελληνικές τράπεζες είναι η άμεση επανεκκίνηση των διαδικασιών παροχής νέων πιστώσεων σε υγιείς και φερέγγυες επιχειρήσεις και νοικοκυριά, που αφενός θα τις επαναφέρει σε καθεστώς επαναλαμβανόμενης λειτουργικής κερδοφορίας και αφετέρου θα αποτελέσει την κινητήρια δύναμη της οικονομίας ωθώντας την σε τροχιά ανάπτυξης. Τα λάθη και οι αστοχίες του παρελθόντος σε όλα τα επίπεδα (εταιρικής διακυβέρνησης, διαδικασιών ανάληψης κινδύνων, οργανωτικών δομών, στρατηγικής κ.λπ.) πρέπει εφεξής να αποφευχθούν, αξιοποιώντας τις πολύτιμες σωρευμένες εμπειρίες από την κρίση (εγχώρια και διεθνή) αλλά και το νέο εποπτικό και κανονιστικό πλαίσιο που θωρακίζουν τον κλάδο από τις σοβαρές ανεπάρκειες του παρελθόντος.
Η χορήγηση νέων δανείων θα πρέπει να γίνει, πάντοτε σε ευθυγράμμιση με τα επιχειρηματικά μοντέλα και τη μακροχρόνια στρατηγική του κάθε ιδρύματος, στοχευμένα σε υγιείς επιχειρήσεις που θα χρησιμοποιήσουν τα κεφάλαια αυτά για νέες επενδύσεις, ενισχύοντας περαιτέρω την ανταγωνιστικότητά τους, τον κύκλο εργασιών και την κερδοφορία τους. Ομοίως, τα νοικοκυριά που θα λάβουν τις νέες χρηματοδοτήσεις θα συμβάλουν στην αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης, θέτοντας όμως πάντα ως προτεραιότητα την αποπληρωμή των δανειακών τους υποχρεώσεων.
Οι αυστηρές πολιτικές χορήγησης νέων πιστώσεων μαζί με τα εργαλεία ανάληψης, παρακολούθησης και αντιμετώπισης κινδύνων που οι τράπεζες έχουν πλέον στη διάθεσή τους, επιτρέπουν σήμερα στα πιστωτικά μας ιδρύματα να εμφανίζονται ικανά να επιτύχουν τη χρηστή διαχείριση των διαθέσιμων κεφαλαίων προς όφελος της οικονομίας και των μετόχων τους. Παράλληλα, οι βελτιώσεις στην εταιρική διακυβέρνηση των ελληνικών τραπεζών, ξεκινώντας από το επίπεδο των διοικητικών συμβουλίων, σε συνδυασμό με τη διαμόρφωση της κατάλληλης και ισχυρής «κουλτούρας διαχείρισης κινδύνων», αποτελούν εχέγγυο πως οι νέες χρηματοδοτήσεις θα κατευθυνθούν στους κατάλληλους δανειολήπτες (σε αυτούς δηλαδή που είναι πρόθυμοι και ικανοί να τις αποπληρώσουν μελλοντικά).
Σε μια ασθμαίνουσα οικονομία, όπου οι πληγές της κρίσης είναι ακόμη ορατές και «χαίνουσες», ένα ισχυρό και εξωστρεφές τραπεζικό σύστημα μπορεί, μέσω του ορθολογικού δανεισμού των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών (βάσει βέλτιστων πολιτικών δανειοδότησης και ανάληψης κινδύνων), να συμβάλει αποφασιστικά στην αποδρομή των νοσηρών καταλοίπων της κρίσης και κατά συνέπεια στην πολυαναμενόμενη ταχεία ανάπτυξη που τόσο ανάγκη έχει η εθνική οικονομία.
* O κ. Ηλίας Ξηρουχάκης είναι μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας. Οι απόψεις που εκφράζονται από τον συγγραφέα στο παρόν άρθρο είναι προσωπικές.
Πηγή: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου