Η κυβέρνηση προσπαθεί να κατασκευάσει ένα αφήγημα ότι η ελληνική οικονομία μπαίνει σε τροχιά ανάπτυξης και αναδιανομής. Όμως, τα πράγματα είναι αρκετά διαφορετικά
Το 2018 τελείωσε με αρκετά σύννεφα να σωρεύονται στην παγκόσμια οικονομία. Στις περισσότερες αναπτυγμένες χώρες καταγράφηκε μια μικρή υποχώρηση ως προς τους ρυθμούς αύξησης του ΑΕΠ, κάτι που τα μεγάλα χρηματιστήρια έδειξαν να λαμβάνουν υπόψη τους κλείνοντας τη χρονιά με αλλεπάλληλες πτωτικές συνεδρίες.
Στις ΗΠΑ ο πρόεδρος Τραμπ επιμένει ότι η οικονομία πάει περίφημα, όμως δεν είναι λίγοι εκείνοι που προβλέπουν σταδιακή υποχώρηση των ρυθμών ανάπτυξης, την ίδια ώρα που η ταλάντευση της FED ως προς την πολιτική των επιτοκίων δείχνει ότι ούτε η αμερικανική Ομοσπονδιακή Τράπεζα έχει σαφή εικόνα για τις προοπτικές της αμερικανικής οικονομίας.
Από τη μεριά της, η κινεζική ηγεσία προσπαθεί να αντιστρέψει τα διάφορα σημάδια επιβράδυνσης των ρυθμών ανάπτυξης που εμφανίζονται, κύρια μέσα από την προσπάθεια να εκμεταλλευτεί το βάθος της κινεζικής εσωτερικής αγοράς.
Παράλληλα, αυξάνει η ανησυχία για τις επιπτώσεις ενός ενδεχόμενου εμπορικού πολέμου ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα. Τραμπ και Σι Τζινπίνγκ συμφώνησαν σε μια τρίμηνη ανακωχή στην αρχή του Δεκέμβρη, όμως δεν είναι καθόλου δεδομένο εάν θα βρεθεί συμφωνία, από τη στιγμή που οι ΗΠΑ ζητούν πραγματικές υποχωρήσεις της Κίνας και ως προς τις άμεσες και έμμεσες ενισχύσεις και ως προς τις απαιτήσεις μεταφοράς τεχνογνωσίας. Όμως, ένας ανοιχτός εμπορικός πόλεμος, με υψηλούς δασμούς στο σύνολο των διμερών εμπορικών σχέσεων απειλεί με επιβράδυνση την παγκόσμια οικονομία αλλά και διαμορφώνει ένα νέο τοπίο.
Στην Ευρώπη, η χρονιά τελείωσε με τις μεγάλες εξαγγελίες για τομές και αλλαγές στη θεσμική οργάνωση και λειτουργία της Ένωσης να έχουν σχεδόν ξεχαστεί και οι όποιες πρωτοβουλίες να είναι πιο χαμηλού βεληνεκούς. Επιπλέον, την ώρα που οι ευρωπαίοι ηγέτες διατρανώνουν την προσήλωση στους κοινούς κανόνες και την ανάγκη βαθέματος της ολοκλήρωσης, τόσο η Ιταλία όσο και η Γαλλία εξασφάλιζαν έστω και μικρές παρεκκλίσεις από τη δημοσιονομική πειθαρχία. Κρίσιμες τομές όπως η Τραπεζική Ένωση μένουν μετέωρες εξαιτίας της διαφωνίας των κρατών μελών για το πλαίσιό της. Η εικόνα ψυχραιμίας και αισιοδοξίας που προσπαθούν να εκπέμψουν οι ευρωπαίοι ηγέτες δεν μπορεί να συγκαλύψει την πραγματική ανησυχία για παραμέτρους όπως π.χ. την υπερδιόγκωση του ιταλικού χρέους.
Την ίδια ώρα εντείνεται η αμηχανία ως προς το πώς θα διαχειριστούν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις αλλά και οι ευρωπαϊκοί θεσμοί την εντεινόμενη δυσαρέσκεια των ευρωπαϊκών κοινωνιών για τις πολιτικές λιτότητας, που εκφράζεται και ως κρίση των παραδοσιακών πολιτικών οικογενειών της Ευρώπης, των σοσιαλδημοκρατών και των χριστιανοδημοκρατών.
Σε αυτό το φόντο δεν είναι λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι είναι πιθανό το 2019 να είναι χρονιά επιβράδυνσης της παγκόσμιας οικονομίας με πιθανό το ενδεχόμενο νέας ύφεσης προς το 2020.
Οι αγορές ήδη αντιδρούν σε αυτές τις τάσεις, όχι μόνο με την «διόρθωση» των τιμών στα χρηματιστήρια, αλλά και με την απόσυρση κεφαλαίων από περιφερειακές και αναδυόμενες αγορές προς τις πιο σίγουρες «μητροπολιτικές αγορές», με την τελευταία εξέλιξη να κάνει τα πράγματα ακόμη πιο δύσκολα για χώρες όπως η Ελλάδα που τώρα θέλουν να βγουν στις αγορές και να δανειστούν σχετικά φτηνά.
Ο βραχνάς των υπερπλεονασμάτων
Σε αυτό το πλαίσιο η εμφάνιση στην ελληνική οικονομία από το 2017 αυξητικών ρυθμών ανάπτυξης, περισσότερο παραπέμπει στην αναγκαστική ανάκαμψη μετά από μια πολύ παρατεταμένη περίοδο ύφεσης, παρά σε μια ενδογενή και αυτοτροφοδοτούμενη αναπτυξιακή δυναμική.
Σοβαρό ρόλο σε όλα αυτά παίζουν και οι δεσμεύσεις που έχει αναλάβει η κυβέρνηση στο πλαίσιο της ενισχυμένης εποπτείας μετά το τυπικό «τέλος των μνημονίων». Η δέσμευση για πολύ υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, που υλοποιείται μέσα από ένα συνδυασμό υπερφορολόγησης, περικοπής των δημοσίων επενδύσεων και διόγκωσης των ληξιπρόθεσμων οφειλών του ίδιου του δημοσίου, συνεπάγεται μια σταθερή απορρόφηση πόρων από την πραγματική οικονομία, οδηγώντας σε πραγματική μείωση των νέων επενδύσεων.
Ακόμη και τα πολυδιαφημισμένα επιδοματικά μέτρα της κυβέρνησης, όπως το κοινωνικό μέρισμα, που στην πραγματικότητα υπολείπονται των πραγματικών απωλειών που συνεχίζουν να έχουν τα λαϊκά στρώματα και η μεσαία τάξη, δεν μπορούν να διαμορφώσουν κάποια ισχυρή τόνωση της ζήτησης, αφού απλώς τα νοικοκυριά με αυτά καλύπτουν μέρος των αναγκών τους.
Η απουσία αναπτυξιακής στρατηγικής
Την ίδια στιγμή η παρατεταμένη προεκλογική περίοδος απλώς διαμορφώνει και μια τακτική αναμονής για μεγάλα επιχειρηματικά σχέδια ή για νέες επενδύσεις. Άλλωστε, η κυβέρνηση συχνά μιλάει για έκρηξη επενδύσεων, αλλά στην πραγματικότητα αναφέρεται απλώς στις ιδιωτικοποιήσεις και όχι απαραίτητα σε νέες παραγωγικές μονάδες.
Δεν είναι τυχαίο ότι αυτή η κυβέρνηση κατεξοχήν αντιμετωπίζει τις δημόσιες επενδύσεις ως ένα κονδύλι που μπορεί να το χρησιμοποιεί κατά το δοκούν για να καλύπτει τρύπες και όχι ως ένα μέσο για να μπορεί να διαμορφώσει αναπτυξιακή πολιτική.
Ούτως ή άλλως η κυβέρνηση μέχρι τώρα δεν έχει επιδείξει κάποιο σοβαρό αναπτυξιακό σχέδιο. Στην καλύτερη των περιπτώσεων ποντάρει πάνω στη διατήρηση αυξητικών δυναμικών σε παραδοσιακούς κλάδους όπως ο τουρισμός (αν και με ορατό το ενδεχόμενο να φτάσουμε κάποια στιγμή στον κορεσμό των παραδοσιακών προορισμών) και στην υψηλή απορροφησιμότητα ευρωπαϊκών κονδυλίων.
Στη χειρότερη απλώς διαφημίζει κλάδους και οικονομικές πρακτικές που όση αξία και εάν έχουν στην πραγματικότητα δεν μπορούν να αποτελέσουν «αναπτυξιακές ατμομηχανές» όπως η «κοινωνική οικονομία». Την ίδια ώρα απουσιάζει οποιοδήποτε σχέδιο για την ανάπτυξη κλάδων υψηλής προστιθέμενης αξίας παρά την ύπαρξη σημαντικού τεχνικού και επιστημονικού δυναμικού.
Η ανοιχτή πληγή των τραπεζών
Οικονομική ανάπτυξη χωρίς μια λειτουργία του τραπεζικού συστήματος που να μπορεί να τροφοδοτεί ξανά με ρευστότητα την αγορά δεν μπορεί να υπάρξει. Αυτό, όμως, απαιτεί την αντιμετώπιση του προβλήματος των «κόκκινων δανείων». Η κυβέρνηση για αρκετό καιρό ξόρκιζε το ενδεχόμενο της bad bank, για να αποδεχτεί τελικά την αναγκαιότητα σχημάτων ειδικού σκοπού για τη διαχείριση των «κόκκινων δανείων». Όμως, αφού εμμέσως απέρριψε την πρόταση της ΤτΕ, ούτε η δική της πρόταση, μέσω του ΤΧΣ, έχει μπει σε εφαρμογή, με αποτέλεσμα να καθυστερεί και η συνολική έξοδος του τραπεζικού συστήματος από το σημερινό «ειδικό καθεστώς».
Το ερώτημα της κάλυψης των δανειακών αναγκών
Μέχρι τώρα η κυβέρνηση έχει αποφύγει να απαντήσει ως προς το εάν είναι εφικτό να καλυφθούν οι δανειακές ανάγκες της χώρας. Το χρηματοδοτικό μαξιλάρι προς το παρόν καλύπτει ανάγκες, αν και όλα δείχνουν ότι η κυβέρνηση θα επιδιώξει μια συμβολική έξοδο στις αγορές, πιθανώς με την έκδοση 5ετούς ομολόγου στο πλαίσιο του προεκλογικού κλίματος. Όμως μέσα σε μια επιδείνωση της διεθνούς οικονομίας δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι θα μπορεί η Ελλάδα να δανειστεί με χαμηλό κόστος, κάτι που μπορεί να σημαίνει ακόμη και κάποιου είδους εκ νέου προσφυγή στη συνδρομή των θεσμών, κάτι που όμως που αναγκαστικά θα σημαίνει και επιπλέον δεσμεύσεις για μέτρα λιτότητας.
Η κυριαρχία μιας προεκλογικής λογικής
Η κυβέρνηση αφού απέφυγε να διαμορφώσει ένα συνολικό αναπτυξιακό σχέδιο μέχρι τώρα, πλέον έχει μπει απλώς σε προεκλογική τροχιά, κύρια μέσα από μια σειρά υποσχέσεων για κρίσιμες κοινωνικές κατηγορίες που την ενδιαφέρουν εκλογικά.
Ουσιαστικά, το μήνυμα της κυβέρνησης είναι ότι η σοβαρή κουβέντα για την οικονομία μπορεί να περιμένει.
Όμως, με την παγκόσμια οικονομία σε ένα σταυροδρόμι, την Ευρώπη σε καμπή και την ελληνική οικονομία με αρκετές πληγές ανοιχτές, μια τέτοια στάση δεν εμπνέει με αισιοδοξία. Το γεγονός και μόνο ότι το Χρηματιστήριο καρκινοβατεί και τα ελληνικά ομόλογα είναι τα μόνα που ανεβαίνουν ακόμη κι αφ’ ότου ξεπεράστηκε η κρίση, δείχνουν ότι η οικονονία βρίσκεται ξανά σε τέλμα.
Πηγή: in.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου