Καθώς κλείνει ο χρόνος με ένα ακόμα επεισόδιο της δεκαετούς πολιτικής κρίσης που ταλανίζει τη Δύση, προκύπτουν δύο μεγάλα ερωτήματα: Πού ακριβώς οφείλεται; Και τι θα προκύψει μέσα από αυτήν;
Η αµεσότερη απάντηση στο πρώτο ερώτημα είναι πως η κρίση προκαλείται από δύο τεράστιες αλλαγές, την παγκοσμιοποίηση και την τέταρτη βιομηχανική επανάσταση, που ανακατανέμουν τον παγκόσμιο πλούτο, μετατοπίζοντας το παγκόσμιο κέντρο βάρους από τη Δύση στην Άπω Ανατολή, υπονομεύουν το υπάρχον σύστημα αξιών, αλλάζουν τη μορφή της εργασίας και μετασχηματίζουν τον τρόπο διαβίωσης. Μεσοπρόθεσμα, οι αλλαγές αυτές παράγουν στη Δύση χαμένους με μεγαλύτερη ταχύτητα απ’ ό,τι κερδισμένους. Καθώς λοιπόν οι χαμένοι είναι αρκετοί και η απώλεια βιώνεται εκ των πραγμάτων τραυματικά, προκύπτει μαζική δυσαρέσκεια που στρέφεται εναντίον του «συστήματος» και εκφράζεται εκλογικά, με την άνοδο των λαϊκιστών, αλλά και στο πεζοδρόμιο, όπως με τα «κίτρινα γιλέκα» στη Γαλλία. Βέβαια, πίσω από την απλή αυτή διάγνωση κρύβεται μια πολυσύνθετη πραγματικότητα. Η απώλεια που προκαλείται έχει δύο κρίσιμες διαστάσεις, μία αντικειμενική και μία υποκειμενική. Η πρώτη εκφράζεται με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους. Η ακαδημαϊκή έρευνα έχει επικεντρωθεί στον οικονομικό παράγοντα, που όμως δεν εκφράζεται μονοσήμαντα. Περιλαμβάνει διαστάσεις όπως η αύξηση της ανεργίας (π.χ. Ισπανία), η καθήλωση σε επαγγέλματα με χαμηλό εισόδημα (Γερμανία), η δυσκολία πρόσβασης σε αγαθά όπως η στέγαση (Μεγάλη Βρετανία), η υγεία και η παιδεία (ΗΠΑ), η απώλεια κρατικών ενισχύσεων (Σουηδία), η αύξηση της φορολογίας (Γαλλία) ή, τέλος, ένα κοκτέιλ απ’ όλα τα παραπάνω σε συνδυασμό με την αύξηση των οικονομικών ανισοτήτων και τα οικονομικά σοκ (Ελλάδα). Η αίσθηση της απώλειας δεν περιορίζεται όμως σε οικονομικές παραμέτρους, αλλά περιλαμβάνει «πολιτισμικά» και ηθικά ζητήματα αλλά και θέματα καθημερινότητας, όπως η εγκληματικότητα, η διαφθορά, η αύξηση της μετανάστευσης και η εμφάνιση και η κυριαρχία νέων αξιών, όπως η αναγνώριση των δικαιωμάτων των γυναικών και των ομοφυλοφίλων. Όπως είναι φανερό, οι αντικειμενικές αλλαγές συμπλέκονται με υποκειμενικά βιώματα. Η ανισότητα π.χ. βιώνεται κυρίως μέσω του γεωγραφικού ρήγματος (πλούσιες μεγαλουπόλεις, φτωχές ενδοχώρες), ενώ οι πολιτισμικές διαφορές ανάμεσα στους «κοσμοπολίτες και αλαζόνες πρωτευουσιάνους» από τη μία και τους «καθυστερημένους και πρωτόγονους επαρχιώτες» από την άλλη τείνουν να αποκτήσουν διαστάσεις φυλετικού σχεδόν διαχωρισμού. Υποκειμενική, τέλος, είναι και η σχέση ανάμεσα στις επιθυμίες (που μπορεί να αυξάνονται με ταχύτατους ρυθμούς) και τη δυνατότητα ικανοποίησής τους, κάτι που δεν περιορίζεται βέβαια στο οικονομικό πεδίο. Όπως έχει παρατηρήσει εδώ και χρόνια ο Γάλλος συγγραφέας Michel Houellebecq, η καταναλωτική οικονομία ακατάπαυστα δημιουργεί στους ανθρώπους πολλών ειδών επιθυμίες, που είναι αδύνατον να ικανοποιηθούν. Τη δυσαρέσκεια που προκύπτει απ’ όλα αυτά ενισχύει αποφασιστικά η τεχνολογική επανάσταση στο πεδίο της επικοινωνίας. Πραγματικά, είναι αμφίβολο αν οι μεγάλες αυτές αλλαγές θα είχαν τις ίδιες επιπτώσεις δίχως τις τεκτονικές αλλαγές στην επικοινωνία. Τι θα προκύψει μέσα από τη μεγάλη αυτή κρίση; Μεσοπρόθεσμα, διακρίνω τέσσερα πιθανά σενάρια: τον αυταρχικό λαϊκισμό, την ομαλή συνέχεια, τη λαϊκιστική παρένθεση και τον ψευδολαϊκισμό.
Η επικράτηση ενός αυταρχικού λαϊκισμού που αλλοιώνει αποφασιστικά τον χαρακτήρα του δημοκρατικού πολιτεύματος είναι μια πιθανότητα που αφορά κυρίως αναπτυσσόμενες χώρες με πρόσφατη και περιορισμένη δημοκρατική παράδοση. Εκεί είναι πιθανή η ανάδειξη «εκλογικών δικτατόρων» τύπου Ερντογάν ή Πούτιν, που θα εδραιωθούν στην εξουσία μέσω ενός συνδυασμού αυταρχισμού, πελατειασμού και εθνικισμού.
Από την άλλη, όσο και να γίνεται λόγος για το «πώς οι δημοκρατίες πεθαίνουν», τα ώριμα δημοκρατικά καθεστώτα έχουν πολύ μεγαλύτερες αντοχές απ’ ό,τι πολλοί πιστεύουν. Ιδίως οι μικρές και ευέλικτες δημοκρατίες, όπως η Ελβετία ή η Νορβηγία, μάλλον δεν θα δυσκολευτούν να παρακάμψουν τον σκόπελο του λαϊκισμού και να συνεχίσουν στον δρόμο της δημοκρατικής ομαλότητας.
Η τρίτη εκδοχή μπορεί να περιγραφεί ως «λαϊκιστική παρένθεση». Πρόκειται για περιπτώσεις όπου οι λαϊκιστές καταφέρνουν να κυριαρχήσουν για περιορισμένο διάστημα, αλλά το λαϊκιστικό τους πείραμα αποτυγχάνει παταγωδώς και λειτουργεί ως αντίσωμα που τελικά ισχυροποιεί το δημοκρατικό πολίτευμα. Επανέρχεται έτσι μια νέα πολιτική ισορροπία και εγκαινιάζεται η μεταλαϊκιστική εποχή. Κάτι τέτοιο φαίνεται να συμβαίνει στη χώρα μας, που αποτελεί την πιο προωθημένη περίπτωση αυτής της εκδοχής. Το τέταρτο σενάριο, τέλος, είναι ο «ψευδολαϊκισμός», όπου κυριαρχούν συνασπισμοί και πολιτικοί νέου τύπου, που μιλούν μεν τη γλώσσα του λαϊκισμού και χειρίζονται άριστα τη νέα τεχνολογία της επικοινωνίας, αλλά, σε αντίθεση με τους εκλογικούς δικτάτορες της πρώτης εκδοχής, δεν αλλοιώνουν το πολίτευμα και ακολουθούν μια μετριοπαθή πολιτική, που καταφέρνει να τιθασεύσει τις αναταράξεις των δομικών αλλαγών δίχως ριζοσπαστικές αλλαγές. Πρόκειται για διαδικασία πολιτικής αναπαλαίωσης, όπως ήταν στη Γαλλία το πέρασμα από την Τέταρτη στην Πέμπτη Δημοκρατία, μια περίπτωση ελεγχόμενης πολιτειακής μετάβασης που διαχειρίστηκε με επιτυχία τις τεράστιες προκλήσεις της εποχής της. Θεωρώ πως, μεσοπρόθεσμα, το ζητούμενο για τις μεγάλες δημοκρατίες του δυτικού κόσμου είναι αν θα βαδίσουν στον δρόμο της ομαλής συνέχειας ή αν θα χρειαστεί να περάσουν από το στάδιο του ψευδολαϊκισμού.
*Ο Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου