Το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967, με τη μορφή που εκδηλώθηκε, κατέλαβε εξαπίνης τους Βρετανούς. Η εκτίμηση των Βρετανών για την επισφαλή πολιτική κατάσταση πριν από την άνοδο των συνταγματαρχών βασιζόταν στη λανθασμένη υπόθεση πως ένα πραξικόπημα οργανωμένο από τους στρατηγούς και εγκεκριμένο από τον μονάρχη, ήταν το μοναδικό, και μάλιστα όχι πολύ πιθανό, σενάριο. Το Λονδίνο ήταν βέβαιο πως η Ενωση Κέντρου θα κέρδιζε τις επικείμενες εκλογές, και πίστευε ότι αυτό το αποτέλεσμα δεν θα ήταν το καλύτερο για τα συμφέροντά του. Ωστόσο, η προβλεπόμενη κίνηση ήταν αρκετά διαφορετική από την πραγματοποιηθείσα, καθώς στοιχειώδεις πληροφορίες –όπως ο χρόνος και οι δράστες του πραξικοπήματος– δεν ήταν γνωστές σε Βρετανούς αξιωματούχους. Ετσι, μπορεί να λεχθεί πως η βρετανική στάση όσον αφορά το πραξικόπημα στην Ελλάδα ήταν αυτή ενός «ουδέτερου παρατηρητή».
«Σχέσεις εργασίας» η αρχική στάση
Μετά το πραξικόπημα, η κυβέρνηση των Εργατικών θεώρησε απαραίτητο να αποκαταστήσει τουλάχιστον «σχέσεις εργασίας» με τους ανθρώπους που βρίσκονταν στην εξουσία στην Αθήνα, ώστε να διασφαλίσει τα συμφέροντα της Βρετανίας. Αν και οι Βρετανοί διπλωματικοί εκπρόσωποι δήλωναν ανοικτά πως το ενδιαφέρον τους για την Κύπρο ήταν το πιο σημαντικό θέμα, εμπορικά ζητήματα (που επρόκειτο να γίνουν ακόμη πιο οξέα μετά τον αραβο-ισραηλινό πόλεμο και την υποτίμηση της στερλίνας τον Νοέμβριο του 1967) και κυρίως ζητήματα ασφάλειας της Ανατολικής Μεσογείου εμφανίζονταν απειλητικά στη σκέψη τους. Εκείνη την περίοδο ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών Τζορτζ Μπράουν εισήγαγε το μελλοντικό ανεπίσημο δόγμα του Φόρεϊν Οφις σε σχέση με την Ελλάδα για τα επόμενα τρία τουλάχιστον έτη: την άποψη πως η προσεκτική και μετρημένη συνεργασία θα επέφερε μετατροπές στο καθεστώς.
Ο Πόλεμος των Εξι Ημερών, ο οποίος ξέσπασε λιγότερο από πενήντα ημέρες μετά το πραξικόπημα στην Ελλάδα, έπαιξε σημαντικό ρόλο στον καθησυχασμό της ανησυχίας νατοϊκών αξιωματούχων. Οι Βρετανοί, συγκεκριμένα, ήταν ευγνώμονες για τη βοήθεια που προσέφερε η χούντα κατά τη μεσανατολική κρίση σε σχέση με κάποιες από τις επιχειρήσεις εκκένωσης. Η γεωπολιτική θέση της Ελλάδας, σε συνδυασμό με την έκρυθμη κατάσταση στην ευρύτερη περιοχή, υπαγόρευε την αναγκαιότητα συνέχισης σχέσεων με το δικτατορικό καθεστώς των Αθηνών. Ακόμη, η κρίση στην Κύπρο στα τέλη του έτους έγινε αντιληπτή στην Ντάουνινγκ Στριτ ως δικαίωση της πολιτικής της σχετικά με τη διατήρηση «σχέσεων εργασίας» με το ελληνικό καθεστώς, με το αιτιολογικό ότι αυτή είχε συνεισφέρει θετικά στην εκτόνωση της κρίσης.
Το Λονδίνο, ακολουθώντας το καθιερωμένο του «δόγμα πραγματικού ελέγχου», αποφάσισε να συνεχίσει τις διπλωματικές σχέσεις με τη δικτατορία, ακόμη και μετά την «πολύ γενναία απόπειρα» αντι-πραξικοπήματος του Κωνσταντίνου. Οι Βρετανοί σε ακόμη μια επίδειξη Realpolitik, αλλά και ενδεικτική των περιορισμών που υφίσταντο στην εξωτερική τους πολιτική, παραδέχονταν στις μεταξύ τους συζητήσεις πως δεν θα τους ενοχλούσε ιδιαίτερα να «συρθούν» σε μία νέα σχέση με την Αθήνα, προκειμένου να ικανοποιήσουν τους Αμερικανούς συμμάχους τους και να βελτιώσουν τις εμπορικές σχέσεις με το καθεστώς. Η επίσημη δικαιολογία της κυβέρνησης Χάρολντ Ουίλσον ήταν πως μια διστακτική πολιτική απέναντι στους συνταγματάρχες θα μπορούσε να οδηγήσει σε σημαντική μείωση της δυτικής επιρροής στο καθεστώς και, ακολούθως, στην ενθάρρυνση ακραίων στοιχείων.
Business as usual αντί «πολιτικής περιφρόνησης»
Παρότι ο Ουίλσον παραδέχθηκε ότι η κυβέρνησή του ανησυχούσε βαθιά για την κατάληψη της εξουσίας από τους συνταγματάρχες, και παρότι αναφέρθηκε στη Βουλή των Κοινοτήτων το 1968 σε «θηριωδίες» που είχαν διαπραχθεί στην Ελλάδα, το Λονδίνο δεν διατάραξε τις σχέσεις του με την Αθήνα, πιστεύοντας ότι έτσι εξυπηρετούσε με τον καλύτερο τρόπο τους τέσσερις πρωτεύοντες στόχους του στην Ελλάδα. Αυτοί ήταν: α) η προώθηση της επιστροφής στη δημοκρατία, β) η διατήρηση της στρατιωτικής αποτελεσματικότητας της Ελλάδας στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, γ) η προστασία Βρετανών πολιτών και γενικά των βρετανικών συμφερόντων και δ) η διατήρηση της ικανότητας επιρροής της ελληνικής κυβέρνησης σε θέματα εξωτερικής πολιτικής και κυρίως αναφορικά με την Κύπρο. Κατά συνέπεια, όχι μόνο έπεσαν στο κενό βήματα που σκόπευαν στη μεθοδευμένη πίεση για τη διεξαγωγή δημοκρατικών και (σύμφωνα με διεθνή πρότυπα) αποδεκτών εκλογών, αλλά και η ανησυχία της Ντάουνινγκ Στριτ για τη μελλοντική κατάσταση της «καλυμμένης με γύψο» χώρας θεωρούνταν συχνά παρέμβαση στα εσωτερικά πράγματα της Ελλάδας, και ως τέτοια απορριπτόταν.
Με αρκετή δόση κυνισμού, το Λονδίνο χρησιμοποίησε διεθνή φόρoυμ, όπου το κόστος ήταν χαμηλό (όπως το Συμβούλιο της Ευρώπης), για να εκφράσει τη δυσαρέσκειά του για το δικτατορικό καθεστώς και να απελευθερώσει τις πιέσεις που του ασκούνταν από τη βρετανική κοινή γνώμη και το Κοινοβούλιο, και από την άλλη πλευρά αντιστεκόταν σθεναρά στο ενδεχόμενο τιμωρίας της Ελλάδας σε οργανισμούς όπως το ΝΑΤΟ, όπου, δηλαδή, το αμυντικό και εμπορικό κόστος ήταν εξαιρετικά υψηλό. Ενδεικτική είναι η παρατήρηση του Ελληνα πρέσβη Ιωάννη Σορόκου πως «αι δυσχέρειαι τας οποίας συναντήσαμεν κατά το 1970 εις το ΝΑΤΟ δεικνύουν πόση θα ήτο η ημετέρα βλάβη αν δεν είχεν υπάρξει ο προμαχών του Συμβουλίου της Ευρώπης».
Ο Τζέιμς Κάλαχαν έπαιξε σημαντικό ρόλο στις διμερείς σχέσεις το 1974-79. ASSOCIATED PRESS
Δεδομένης αυτής της κατάστασης, γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι μετά και την επικράτηση των Συντηρητικών στις εκλογές του Ιουνίου του 1970, οι σχέσεις Λονδίνου - Αθήνας μόνο στενότερες μπορούσαν να γίνουν. Πιο συγκεκριμένα, το Λονδίνο διατυμπάνιζε συνεχώς το έντονο ενδιαφέρον του για την αποτελεσματικότητα του ΝΑΤΟ και επιθυμούσε τώρα να προαγάγει ενεργά το εμπόριο με την Ελλάδα (κυρίως στον τομέα της προμήθειας πολεμικού υλικού).
Παρά το γεγονός πως ο Βρετανός πρέσβης σερ Μάικλ Στιούαρτ χαρακτήριζε την Ελλάδα της χούντας αστυνομοκρατούμενο κράτος, με πολλές ομοιότητες ως προς τη δικτατορία του Φράνκο στην Ισπανία, το Λονδίνο έκρινε πως μια «πολιτική περιφρόνησης» δεν θα είχε κανένα αποτέλεσμα και πρόκρινε για άλλη μια φορά την αναθέρμανση των σχέσεων με την Αθήνα, διαφωνώντας με τις προσπάθειες επιφανών Βρετανών να κεντρίσουν το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης γύρω από τα γεγονότα στην Ελλάδα.
Εξαιρετικά ενδιαφέρον συμπέρασμα που εξάγεται από τη μελέτη των αρχείων των δύο χωρών είναι ότι στις συνεχείς απαιτήσεις της ελληνικής πλευράς για ακόμη στενότερες σχέσεις σε πολιτικό επίπεδο, η Βρετανία απαντούσε με σαφείς προτάσεις ανταποδοτικού χαρακτήρα· ενδεικτικά αναφέρεται η πρόταση που καταγράφηκε σε συνεδρίαση του Φόρεϊν Οφις και προέβλεπε την ανάθεση δημοσίων έργων σε βρετανικές εταιρείες σε αντάλλαγμα για τις προσπάθειες υποστήριξης της χούντας στο ΝΑΤΟ και αλλού από το Λονδίνο.
1973-74, πορεία προς την οριστική υποβάθμιση των επαφών από τη Βρετανία
Ακόμη και όταν η στρατιωτική αποτελεσματικότητα της Ελλάδας αμφισβητήθηκε έντονα κατόπιν της εξέγερσης του Ναυτικού και της ανταρσίας του «Βέλους», ο Βρετανός πρέσβης σερ Ρόμπιν Χούπερ εξακολούθησε να εισηγείται τη διατήρηση σχέσεων με το καθεστώς, κρίνοντας πως η θέση του τελευταίου δεν είχε ακόμα εξασθενήσει τόσο ώστε να δικαιολογείται μια επανεξέταση της μέχρι τότε κατάστασης. Αλλαγή στη βρετανική πολιτική πραγματοποιήθηκε μόνο μετά τα μέσα του 1973, με το Λονδίνο να τηρεί πια «στάση ευμενούς αναμονής», κυρίως λόγω της ανάθεσης της πρωθυπουργίας στον (αγγλόφιλο) Σπύρο Μαρκεζίνη, αλλά και της ουσιώδους κάμψης των πιέσεων της βρετανικής κοινής γνώμης και του Τύπου. Η εξέγερση του Πολυτεχνείου, ωστόσο, έθεσε φρένο στις πολιτικές κινήσεις που ετοίμαζε το Λονδίνο και συνέβαλε στην επαναφορά της συνήθους πολιτικής του «wait and see». Αναφορικά με τα γεγονότα στις 16 - 17 Νοεμβρίου, ο Βρετανός πρέσβης πίστευε πως η απουσία κατάλληλου εξοπλισμού ελέγχου ταραχών είχε αναγκάσει τον στρατό να «σπάσει ένα καρύδι με μία ατμόσφυρα».
Ο βίαιος τερματισμός του «πειράματος Μαρκεζίνη» και η εγκαθίδρυση νέας μορφής δικτατορίας υπό τον Ιωαννίδη επανέφερε τις σχέσεις στη στασιμότητα των αρχών του έτους. Οι Βρετανοί διαπίστωσαν αμέσως τις αδυναμίες και τη «σκληρή» φύση της νέας κυβέρνησης, αλλά κατόπιν διαβεβαιώσεων ότι η Ελλάδα θα έμενε πιστή στις νατοϊκές της υποχρεώσεις, αποφάσισαν να αναγνωρίσουν εκ νέου το καθεστώς. Χρειάστηκαν αρκετοί μήνες και μια εκλογική αναμέτρηση για να διαφοροποιηθεί η πολιτική των Βρετανών απέναντι στη χούντα. Η επιστροφή του Ουίλσον στο τιμόνι της χώρας προετοίμασε το έδαφος για δυσμενείς δηλώσεις και εκδηλώσεις έναντι της Ελλάδας. Κορυφαία πράξη της νέας κυβέρνησης ήταν η ματαίωση της επίσκεψης βρετανικών πολεμικών πλοίων στην Ελλάδα, η οποία και προκάλεσε την έντονη αντίδραση της Αθήνας. Ακολούθησε η υποβάθμιση των σχέσεων με την ελληνική πρωτεύουσα από «καλές σχέσεις εργασίας» σε απλώς «κανονικές σχέσεις εργασίας», με διαβεβαιώσεις, ωστόσο, από τη βρετανική πλευρά πως το 90% των επαφών θα έμενε ανεπηρέαστο.
Το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου στην Κύπρο καταδικάστηκε από τη βρετανική κυβέρνηση, η οποία επίσης αρνήθηκε να εμπλακεί, και περιορίστηκε στο να εκφράσει την ελπίδα για κοινή δράση Ελλάδας - Τουρκίας ώστε να αντιμετωπιστεί η έκρυθμη κατάσταση. Οι επαφές που επιχείρησε ο υπουργός Εξωτερικών Τζέιμς Κάλαχαν δεν είχαν ουσιαστικό αποτέλεσμα, και κατόπιν της βρετανικής άρνησης για την ανάληψη από κοινού στρατιωτικής δράσης με την Τουρκία, η τουρκική εισβολή έγινε πραγματικότητα, και σήμανε, με τη σειρά της, το τέλος για το αναχρονιστικό καθεστώς της χούντας.
* Ο κ. Αλέξανδρος Ναυπλιώτης είναι διδάκτωρ Διεθνούς Ιστορίας του London School of Economics and Political Science.
Πηγή: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου