Πέμπτη, 1η Αυγούστου, 2019
Η εκλογή του Μπόρις Τζόνσον στην ηγεσία του Συντηρητικού Κόμματος και την πρωθυπουργία της Μεγάλης Βρετανίας φέρνει πιο κοντά το ενδεχόμενο του no deal Brexit
O Μπόρις Τζόνσον όπως και συνολικά η πτέρυγα του Συντηρητικού Κόμματος που απέρριψε το σχέδιο συμφωνίας που είχε διαπραγματευθεί η Τερέζα Μέι με τους εκπροσώπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πότε δεν έκρυψε την προτίμησή του για ένα «σκληρό Brexit».
Άλλωστε, αυτό φάνηκε και σε όσα είπε διεκδικώντας την ηγεσία των Συντηρητικών αλλά στις πρώτες δηλώσεις του μετά την ανάληψη της πρωθυπουργίας. Για τον Τζόνσον η Μεγάλη Βρετανία μπορεί να γίνει μέσα στα επόμενα χρόνια ο βασικός προορισμός για επενδύσεις στην ευρωπαϊκή ήπειρο, να έχει μεγάλους ρυθμούς ανάπτυξης και να επιτυγχάνει τους οικολογικούς στόχους. Η τοποθέτηση αυτή αποτυπώνει τη βασική πεποίθηση των σχεδιαστών της καμπάνιας του Brexit που επέμειναν στο ότι η αρχιτεκτονική της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης δεν επιτρέπει στην βρετανική οικονομία να έχει τους ρυθμούς ανάπτυξης που επιδιώκει και ότι θα ήταν με αυτή την έννοια μια απελευθερωτική πράξη.
Όμως, την ίδια στιγμή ξέρουμε πολύ καλά ότι στα μάτια του οπαδών του «σκληρού» Brexit η συμφωνία που είχε διαμορφωθεί ανάμεσα στη βρετανική κυβέρνηση και τη διαπραγματευτική ομάδα της ΕΕ, με επικεφαλής τον Μισέλ Μπαρνιέ, δεν εξυπηρετούσε αυτό το στόχο και σε μεγάλο βαθμό δέσμευε υπερβολικά την Μεγάλη Βρετανία σε ένα πλαίσιο πρόσδεσης της Βρετανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να ξεδιπλώσει το παραγωγικό δυναμικό της. Ταυτόχρονα, οι οπαδοί της σκληρής ρήξης διαφωνούσαν με την απαίτηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης να διατηρηθεί το μεταβατικό καθεστώς για το σύνορο ανάμεσα στη Δημοκρατία της Ιρλανδίας και τη Βόρεια Ιρλανδία, καθώς υποστήριζαν ότι αυτό προοπτικά ισοδυναμούσε με το να αντιμετωπίζεται η Βόρεια Ιρλανδία ως κάτι διαφορετικό από το υπόλοιπο Ηνωμένο Βασίλειο.
Η δυσκολία της διαπραγμάτευσης μιας νέας συμφωνίας
Αυτό είναι και το πλαίσιο που εξαρχής διεκδίκησε ο Μπόρις Τζόνσον και από την ευρωπαϊκή πλευρά: να μην υπάρχει η ασφαλιστική δικλείδα (το περίφημο bastop για παράταση του ειδικού καθεστώς για το ιρλανδικό σύνορο) και να γίνουν δεκτές οι βρετανικής θέσεις σε μια σειρά από ζητήματα.
Όμως, αυτή τη στιγμή, παρά την αισιοδοξία του και τον τόνο που προβάλλει ότι μπορεί ακόμη και την τελευταία στιγμή να μπορέσει να υπάρξει μια συμφωνία, είναι πολύ δύσκολο για την Ευρωπαϊκή Ένωση αυτή τη στιγμή να κάνει διαπραγμάτευση εξ αρχής. Είμαστε ακόμη στη μεταβατική περίοδο μετά τις ευρωεκλογές, τα όργανα της ΕΕ και πρώτα από όλα η Επιτροπή, δεν έχουν συγκροτηθεί και δύσκολα μπορεί να γίνει διαπραγμάτευση, τουλάχιστον στο επίπεδο μιας διαπραγματευτικής ομάδας που να έχει εξουσιοδότηση για πραγματικούς συμβιβασμούς.
Επιπλέον, σε αμιγώς πολιτικό επίπεδο, δύσκολα μπορεί να διαμορφωθεί ένας συσχετισμός σε επίπεδο ηγετών που να υποστηρίζει μια νέα διαπραγμάτευση και να προσφέρει αυτή εξουσιοδότηση για μεγαλύτερες παραχωρήσεις στη βρετανική πλευρά. Άλλωστε, η πρόσφατη διεργασία για τον ορισμό των επικεφαλής των ευρωπαϊκών οργάνων, έδειξε με σαφήνεια όλες τις δυσκολίες της διαδικασίας απόφασης στο εσωτερικό της. Επιπλέον, δεν θα πρέπει να υποτιμήσουμε ότι υπάρχουν σήμερα και δυνάμεις στο εσωτερικό της ΕΕ – η Γαλλία είναι η πιο χαρακτηριστική περίπτωση – που θεωρούν ότι είναι καλύτερο να προχωρήσουμε με τη ρήξη, έτσι ώστε να μπορέσει από την άλλη να επιταχυνθεί η συζήτηση για τη διαδικασία εμβάθυνσης της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Βέβαια, θα μπορούσε κανείς να πει ότι με έναν τρόπο η στάση της ΕΕ στην περίοδο που συζητιόταν το σχέδιο της συμφωνίας στο εσωτερικό της Βρετανίας και υπήρχε όλη αυτή η κοινοβουλευτική αντιπαράθεση, έστω και έμμεσα οδήγησε στη σημερινή κατάσταση. Σε αυτό συνέβαλε κυρίως ο τρόπος με τον οποίο η ΕΕ φάνηκε ότι υποστήριζε το ενδεχόμενο ενός δεύτερου δημοψηφίσματος, κάτι που έδωσε και ώθηση στο στρατόπεδο του Remain, να επιμείνει σε αυτή την κατεύθυνση αντί να αποδεχτεί το προσχέδιο συμφωνίας ως την καλύτερη εκδοχή για τη διατήρηση ενός βαθμού σχέσης με την Ευρώπη. Αντίθετα, η τακτική της απόρριψης της συμφωνίας, δεν υπονόμευσε το ενδεχόμενο του Brexit, αλλά μάλλον ενίσχυσε τη θέση αυτών που εξαρχής ήθελαν ένα σκληρό Brexit.
Είναι η Ευρώπη έτοιμη για ένα Brexit χωρίς συμφωνία;
Αυτό δεν σημαίνει ότι η ΕΕ είναι έτοιμη για ένα Brexit χωρίς συμφωνία. Σε επίπεδο τεχνοκρατών και προετοιμασίας για πρακτικά και θεσμικά προβλήματα έχει γίνει σημαντική προεργασία και με αυτή την έννοια ακόμη και εάν μιλάμε για αποχώρηση της Βρετανίας την 31η Οκτωβρίου χωρίς συμφωνία, δεν θα έχουμε κάποια «αποκαλυπτική» καταστροφή.
Ωστόσο, σε πολιτικό επίπεδο, σε ό,τι αφορά ειδικά τον κραδασμό που θα προκαλέσει στην ευρωπαϊκή οικονομία, η όλη διεργασία, προετοιμασία δεν υπάρχει. Αυτό εν μέρει αντανακλά και βαθύτερα ριζωμένες αντιλήψεις στο εσωτερικό της ΕΕ που ουσιαστικά θεωρούν ότι στο τέλος όλοι αποδέχονται την πρόταση που μπορεί να υπάρχει στο τραπέζι.
Με αυτή την έννοια πέραν των οικονομικών προβλημάτων που μπορεί να προκαλέσει και από τις δύο πλευρές του νέου συνόρου, υπάρχει και ένα πιθανό πολιτικό ζήτημα. Για πρώτη φορά η ΕΕ θα βρεθεί αντιμέτωπη με μια χώρα που στο τέλος «δεν κάνει πίσω». Αντίθετα, όπως παρατηρούσε και ο Wolfgang Münchau, μέχρι τώρα όλοι έκαναν στο τέλος πίσω, από τον Στρατηγό Ντε Γκωλ που στο τέλος επέστρεψε στην τότε ΕΟΚ, μέχρι φυσικά τον Αλέξη Τσίπρα και το πώς στο τέλος ξέχασε το όχι στο δημοψήφισμα.
Μόνο που τώρα είναι πιθανό η ΕΕ να βρεθεί αντιμέτωπη με ένα τετελεσμένο. Άλλωστε, όλα δείχνουν ότι η διαπραγματευτική τακτική του Μπόρις Τζόνσον αφορά την προετοιμασία για όλα τα ενδεχόμενα. Από τη μια πιέζει για μια αλλαγή συμφωνίας, από την άλλη αντικειμενικά και εξαιτίας των όρων με τους οποίους αμφισβήτησε την Τερέζα Μέι και διεκδίκησε την πρωθυπουργία, είναι πολιτικά σε θέση να αντέξει περισσότερο από κάθε άλλον το ενδεχόμενο εξόδου χωρίς συμφωνία. Την ίδια ώρα φροντίζει να εξασφαλίζει ότι δεν θα βρεθεί μόνο αυτός στο στόχαστρο. Οι θέσεις του για τους ευρωπαίους πολίτες και τα δικαιώματά τους στο εσωτερικό της Μ. Βρετανίας υπήρξαν αρκούντως καθησυχαστικές για όσους θα ήθελαν να του επιτεθούν σε αυτό το σημείο.
Την ίδια ώρα είναι λάθος να πιστεύουμε ότι τα οικονομικά προβλήματα θα αφορούν μόνο τη Βρετανία. Το ενδεχόμενο ενός Brexit χωρίς συμφωνία, άρα και χωρίς την επίλυση όλων των θεμάτων που θα μπορούσαν να συνεχίσουν μια αναβαθμισμένη οικονομική σχέση και μια αμοιβαία πρόσβαση με όρους οιονεί «κοινής αγοράς», θα έχει αρνητικές επιπτώσεις και για αρκετές ευρωπαϊκές επιχειρήσεις. Το εάν αυτό θα αποτελέσει και την αιτία για έστω και την τελευταία στιγμή μεγαλύτερες ευρωπαϊκές παραχωρήσεις μένει να το δούμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου