Εχει περιέλθει η γερμανική οικονομία ήδη σε ύφεση; Με τεχνικούς όρους, η πιθανότητα είναι σχεδόν 50%. Το ΑΕΠ συρρικνώθηκε σε τριμηνιαία βάση κατά 0,07% το δεύτερο τρίμηνο. Ενώ προβλέπουμε στασιμότητα της οικονομίας το τρίτο τρίμηνο, υπάρχει υψηλός κίνδυνος το ΑΕΠ να υποχωρήσει ελαφρώς περισσότερο. Δύο συναπτά τρίμηνα με συρρίκνωση ΑΕΠ θεωρούνται τεχνική ύφεση.
Η γερμανική οικονομία εξαρτάται περισσότερο από τον παγκόσμιο οικονομικό κύκλο από όλες τις υπόλοιπες μεγάλες αναπτυγμένες οικονομίες, διότι η βιομηχανία (εξαιρουμένου του κατασκευαστικού τομέα) είναι επικεντρωμένη στην παραγωγή και εξαγωγή κυκλικών αγαθών όπως αυτοκίνητα, μηχανολογικά εργαλεία και χημικά και συνεισφέρει το 23,5% του γερμανικού ΑΕΠ. Αυτό καθορίζει και τις προοπτικές της: αν υπάρξουν άσχημα νέα στο εμπόριο και στο Brexit, η γερμανική οικονομία θα περιέλθει πιθανότατα σε πραγματική, ήπια, ύφεση. Ανάλογα, η Γερμανία θα είναι από τις πιο ωφελημένες αν περιοριστεί η αβεβαιότητα που πλήττει τις εφοδιαστικές αλυσίδες και αν αυξηθούν οι επενδύσεις των επιχειρήσεων παγκοσμίως στην περίπτωση που αποκλιμακωθεί η σύγκρουση ΗΠΑ και Κίνας. Σύμφωνα με το βασικό μας σενάριο, δεν πρόκειται να υπάρξει επίλυση της εμπορικής κρίσης πριν από την άνοιξη του 2020, αλλά ούτε και δραματική κλιμάκωση. Σε αυτή την περίπτωση, η ύφεση του γερμανικού και του παγκόσμιου μεταποιητικού τομέα πιθανότατα θα επιδεινωθεί στο υπόλοιπο του έτους.
Καθώς συνηθίζουν σταδιακά οι επιχειρήσεις στο αυξημένο επίπεδο έντασης, η εμπιστοσύνη και η δραστηριότητα ενδέχεται να υποχωρήσουν στο χαμηλότερο σημείο μέχρι τις αρχές του 2020 και ανακάμψουν στη συνέχεια με αργό ρυθμό. Αν και όταν συνάψουν ΗΠΑ και Κίνα εμπορική συμφωνία του χρόνου, η ανάκαμψη θα μπορούσε να ενισχυθεί ωθώντας το γερμανικό ΑΕΠ προς τον μακροπρόθεσμο ρυθμό ανάπτυξης του 1,5%. Μετά το θέμα του Τραμπ και του Brexit, πολλά ερωτήματα αφορούν τα δημοσιονομικά μέτρα ενίσχυσης της γερμανικής οικονομίας. Η απάντηση έχει τρεις πτυχές. Πρώτον, αυτά εφαρμόζονται ήδη. Οι δημόσιες επενδύσεις αυξήθηκαν κατά 10,6% το πρώτο εξάμηνο του έτους και επιπλέον η αύξηση της πραγματικής δημόσιας κατανάλωσης κατά 1,8% συνέβαλε σημαντικά στην ενίσχυση του πραγματικού ΑΕΠ κατά 0,4%, σε ετήσια βάση, κατά το δεύτερο τρίμηνο. Τα μέτρα δημοσιονομικής ενίσχυσης θα ανέλθουν στο 0,3% με 0,4% του ΑΕΠ φέτος και περιμένουμε περαιτέρω επέκταση κατά 0,4% με 0,5% το 2020 και το 2021.
Μέχρι το 2021 η δημοσιονομική πολιτική της Γερμανίας, όπως υπολογίζεται μέσω του διαρθρωτικού ισοζυγίου, θα είναι κατά 1,2% του ΑΕΠ πιο επεκτατική απ’ ό,τι το 2018. Η δημοσιονομική χαλάρωση δεν έχει ιδιαίτερη σχέση με την απειλή οικονομικής ύφεσης, διότι τα μέτρα που λαμβάνει θα έχουν αργή επίδραση, καθώς η κυβέρνηση προσπαθεί να δαπανήσει το διαρθρωτικό της πλεόνασμα με χρήσιμο τρόπο. Η μακρά περίοδος σχεδιασμού, οι νομικές διαδικασίες και η έλλειψη εργατικού δυναμικού στον κατασκευαστικό κλάδο και όχι η έλλειψη χρημάτων είναι αυτά που ορίζουν τον ρυθμό με τον οποίον προχωρούν οι δημόσιες επενδύσεις.
Τα μέτρα που θα στοχεύουν ευθέως στην αντιμετώπιση της κρίσης θα εξακολουθήσουν να είναι περιορισμένα, διότι, πέρα από τους αυτόματους σταθεροποιητές που θα κάνουν τη δουλειά τους στο φορολογικό σύστημα και στο σύστημα των επιδομάτων, θα ακολουθήσει αριθμός πρωτοβουλιών μικρής κλίμακας. Σε αυτές ενδέχεται να περιλαμβάνονται κίνητρα για τη διατήρηση εργαζομένων σε επιχειρήσεις, για την ταχύτερη στροφή προς πιο καθαρές μορφές ενέργειας και για μερικές ακόμη ανάλογες πρωτοβουλίες.
* Ο αρθρογράφος είναι επικεφαλής οικονομολόγος της Berenberg Bank.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου