Μιλήσαμε με τον ιστορικό Ιάσονα Χανδρινό για τη νύχτα του Πολυτεχνείου, την αστυνομική βία και τους νεκρούς στους γύρω δρόμους από τη σκοπιά όσων τα έζησαν την νύχτα της 17ης Νοεμβρίου υπήρξε μια νύχτα πολλών και διασπαρμένων ανά την ελληνική επικράτεια ηρωισμών από ανθρώπους που δεν ήταν ήρωες με την έννοια που το έχουμε εμείς στο κεφάλι μας. Ήταν άνθρωποι καθημερινοί, φοιτητές, εργάτες, επιστήμονες, έμποροι, οι οποίοι αδυνατούσαν να αντέξουν το ανελεύθερο καθεστώς κάτω από το οποίο ζούσαν και, αν το σκεφτείτε, για πολλούς από αυτούς, κάτω από το οποίο μεγάλωσαν και ενηλικιώθηκαν.
Η νύχτα αυτή, λοιπόν, πέρασε από πολλά στάδια στη συλλογική μνήμη. Τα τελευταία χρόνια διάφοροι αναθεωρητισμοί έρχονται σε μια προσπάθεια όχι να αμαυρωθεί η επέτειος, όσο να χάσει την διάσταση αυτών των μικρών ηρωισμών. Εξάλλου, αυτοί οι αναθεωρητισμοί εγγράφονται σε ένα πλαίσιο γενικότερης αμφισβήτησης της Μεταπολίτευσης και δημιουργίας μια βολικής για την πριν τη Μεταπολίτευση κατάστασης στη χώρα. Η αμφισβήτηση των νεκρών του Πολυτεχνείου, για την οποία ρωτήσαμε την ιστορικό Ελένη Κούκη πέρσι, είναι απλά η αιχμή του δόρατος όλου αυτού του λόγου και επανέρχεται κάθε χρόνο παρά το γεγονός ότι για τουλάχιστον 24 από αυτούς υπάρχει ταυτοποίηση.
Ο Ιάσονας Χανδρινός είναι ιστορικός και το πιο πρόσφατο βιβλίο του είναι το ‘Όλη νύχτα εδώ’. Μέσα σε αυτό υπάρχουν 84 απομαγνωτοφωνημένα κείμενα διαφορετικών αφηγητών που μιλούν για εκείνη τη νύχτα. Μιλήσαμε και εμείς μαζί του, για να καταλάβουμε καλύτερα τι συνέβαινε μέσα στον χώρο του Πολυτεχνείου και τις γύρω γειτονιές της Αθήνας, καθώς και για τα όργια καταστολής της αστυνομίας και του στρατού. Πάντα υπό το πρίσμα αυτό: ακόμα και τα εμβληματικότερα γεγονότα της ιστορίας, αποτελούν για κάποιους προσωπικά βιώματα.
Πώς μπορούμε να φανταστούμε εκείνη τη βραδιά για την υπόλοιπη Αθήνα, εκτός Πολυτεχνείου και γύρω περιοχών; Υπήρχε μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης με κλεισμένα παραθυρόφυλλα ή μια σχετική κανονικότητα; Άλλαξε κάτι, αφού μπήκε το τανκ;
Τα γεγονότα κλιμακώνονται ραγδαία από το μεσημέρι της Παρασκευής, όταν από τις χιλιάδες του συγκεντρωμένου γύρω από το Πολυτεχνείο κόσμου σχηματίζεται μια μεγάλη διαδήλωση με κατεύθυνση το Σύνταγμα. Τα γεγονότα πια έχουν διαχυθεί σε όλη την Αθήνα κυρίως μέσω του ραδιοφωνικού σταθμού ο οποίος, με απόφαση της Συντονιστικής, είχε φτάσει να καλεί ‘ονομαστικά’ τις γειτονιές της Αθήνας (“Λαέ της Καισαριανής”, “λαέ της Κοκκινιάς” κλπ). Γύρω στις 18:00, η διαδήλωση αυτή συναντά πολύ ισχυρές δυνάμεις της Αστυνομίας στο ύψος της Πλατείας Κλαυθμώνος. Εκεί οι αστυνομικοί επιτίθενται για πρώτη φορά από την αρχή των γεγονότων και με πρωτοφανή λύσσα. Από διάφορες αφηγήσεις προκύπτει πως μεταξύ των διαδηλωτών (που υποχώρησαν) κυκλοφόρησε ήδη εκείνες τις στιγμές η φήμη ότι μπορεί να υπήρξε και νεκρός στο σημείο. Υπάρχουν πράγματι ταυτοποιημένοι νεκροί με αιτία θανάτου ‘κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις’, προφανώς από χτύπημα κλομπ.
Από εκείνη την ώρα το πλήθος που έχει συγκεντρωθεί στο Πολυτεχνείο κατακερματίζεται σε μικρούς ‘θύλακες’ αντίστασης στους αστυνομικούς που κάνουν μαζική χρήση δακρυγόνων. Δεν έχουμε πλήρη αίσθηση της έκτασης των γεγονότων. Στο κέντρο της τοπογραφίας της ‘εξέγερσης’ είναι βέβαια όλη η περιοχή από την Ομόνοια και τα Χαυτεία, την πλατεία Βάθη και την Γ’ Σεπτεμβρίου, όπου στη γωνία με τη Μάρνη βρισκόταν το τότε Υπουργείο Δημοσίας Τάξεως, όλο το μήκος της Αλεξάνδρας και βέβαια το ‘Ρυθμιστικό’ (το σημερινό Γ. Γεννηματάς) όπου κατέληξαν οι πιο πολλοί τραυματίες. Κάποια σημεία αυτής της θολής τοπογραφίας είναι πιο φωτισμένα, άλλα σχεδόν τελείως σκοτεινά, όπως τα Εξάρχεια. Κρίνοντας από την έκβαση των γεγονότων, ο κόσμος που έδωσε τη ‘μάχη’ μπροστά στο Πολυτεχνείο τη νύχτα της Παρασκευής δεν ήταν πολύς. Μιλάμε για κάποιες εκατοντάδες που αντιμετώπισαν δακρυγόνα και στη συνέχεια πραγματικές σφαίρες και συνεχώς αραίωναν.
Κόσμος στους δρόμους εμφανίζεται ξανά το επόμενο πρωί, όταν σημειώνονται συγκρούσεις και οδοφράγματα και μάλιστα σε μια ευρύτερη περίμετρο (Μοναστηράκι, Κάνιγγος, Πλατεία Αττικής κλπ), κάτι που αναγκάζει και τη Χούντα να κηρύξει τον στρατιωτικό νόμο. Εκείνη η νύχτα έχει πολλές μαύρες τρύπες και είναι απαραίτητο, όπως λες, να επιστρατεύσουμε τη φαντασία μας. Μπορούμε να αντιληφθούμε τη συμπαράσταση του απλού κόσμου. Η ισχυρότερη ένδειξη είναι οι ένοικοι των πολυκατοικιών στους γύρω δρόμους, κυρίως στην Οδό Στουρνάρη, που ανοίγουν τα σπίτια τους στους κυνηγημένους μετά την εισβολή, κάτι που, όπως μου είπε χαρακτηριστικά η Ιωάννα Καρυστιάνη, αποτελεί διαχρονικό τίτλο τιμής για ολόκληρη τη συνοικία των Εξαρχείων. Το ίδιο ισχύει και για πολλούς γιατρούς που είχαν τα σπίτια-ιατρεία τους απέναντι από το Πολυτεχνείο (οδός Αβέρωφ, οδός Πολυτεχνείου) και περιέθαλπαν κανονικότατα τραυματίες. Αυτή η αλληλεγγύη υπήρξε καθοριστική και μέσα σε συνθήκες σχεδόν πολεμικές. Έριχναν εκφοβιστικές βολές στα γύρω μπαλκόνια.
Κατά τη διάρκεια εκείνων των ωρών, λίγο πριν εισέλθει το τανκ στην πύλη του Πολυτεχνείου, υπήρχε η πεποίθηση ότι από αυτή την εξέγερση θα έπεφτε η Χούντα;
Δύσκολο να σου απαντήσω. Αυτό που μάλλον πρέπει να θεωρήσουμε δεδομένο είναι ότι η ίδια η Χούντα πίστεψε ότι θα έπεφτε εκείνο το βράδυ. Αλλιώς δεν θα κατέβαιναν στους δρόμους άρματα μάχης και επίλεκτες μονάδες καταδρομών για να καταστείλουν πολίτες που, εδώ που τα λέμε, δεν ήταν ούτε τόσοι πολλοί ούτε τόσο συμπαγείς, με τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε σήμερα μια οργανωμένη διαδήλωση. Το πόσο κλονίστηκε το καθεστώς αποδεικνύεται από το γεγονός και μόνο ότι έγινε απροκάλυπτα φονικό.
Όσοι ήταν μέσα στο Πολυτεχνείο υποπτεύονταν αυτό το όργιο βίας και καταστολής που θα ερχόταν αργότερα; Υπήρχε κάποια πληροφόρηση;
Θα πρέπει να αντιληφθούμε πως, σε σχέση με την καταστολή της εξέγερσης, το Πολυτεχνείο ήταν κάτι καινοφανές. Δακρυγόνα είχαν να πέσουν στην Αθήνα από το 1965, οι περισσότεροι δεν ήξεραν ούτε τη μυρωδιά τους. Οι λεγόμενες ‘αύρες’ –τα μικρά τεθωρακισμένα της αστυνομίας από τα οποία έπεφταν δακρυγόνα– εμφανίζονταν για πρώτη φορά. Δυνάμεις στρατού σε καταστολή ‘ταραχών’ είχε να συμβεί από την Κατοχή. Είναι εντυπωσιακό και ταυτόχρονα δηλωτικό της τεράστιας έντασης και της σύγχυσης εκείνων των στιγμών πως οι έγκλειστοι στο Πολυτεχνείο δεν αντιλαμβάνονται ακριβώς τι συμβαίνει γύρω από το κτίριο. Δεν έχουν καθαρή εικόνα ούτε καν των ανθρώπων που πέφτουν χτυπημένοι από σφαίρες στη γωνία με την Αβέρωφ, στο φανάρι της νησίδας, ούτε 100 μέτρα από την πύλη δηλαδή. Χαρακτηριστική είναι και η ‘λάθος’ ανάμνηση για ελεύθερους σκοπευτές από το ξενοδοχείο Ακροπόλ Παλλάς. Αυτό δεν αποδείχθηκε ποτέ και πιθανόν δεν ισχύει. Πληροφορίες έρχονταν από διάφορα κανάλια, από τηλέφωνα, από αγγελιαφόρους που έρχονταν με μηχανάκι στα κάγκελα, ακόμα και δημοσιογράφους που κατάφεραν να πλησιάσουν το πολιορκημένο κτίριο ή να περάσουν μέσα μηνύματα με κάποιο τρόπο. Οι κινήσεις των αρμάτων στο Γουδί π.χ. είχαν γίνει γνωστές από νωρίς. Αλλά κανείς δε μπορούσε να τις διασταυρώσει ή να τις αξιολογήσει.
Ξέρω ότι συνέλλεγες επί κοντά μια δεκαετία όλες αυτές τις 84 μαρτυρίες προφορικά. Πώς αφηγούνταν τη δική τους πλευρά της ιστορίας όλοι αυτοί οι άνθρωποι τόσες δεκαετίες μετά. Ως μια τραυματική εμπειρία, ως ένα βίωμα που τους έκανε υπερήφανους, ως μια νύχτα που άλλαξε για πάντα τη ζωή τους;
Η Ιταλίδα ιστορικός Σάρα ντε Νάρντι έχει γράψει ότι ακόμα και τα μεγαλύτερα ιστορικά γεγονότα, αυτά που θεωρούνται εμβληματικά για την ανθρωπότητα, είναι παράλληλα οι προσωπικές στιγμές κάποιου. Η συλλογή των μαρτυριών βασίστηκε σε συνεντεύξεις που διενεργήθηκαν γύρω από έναν θεματικό άξονα, ωστόσο ενθάρρυνα στοιχεία αυτοβιογραφικής αφήγησης που κάλυπταν το πριν, το μετά, σκέψεις, κρίσεις και συναισθήματα, τα οποία και προσπάθησα να ενσωματώσω στο τελικό ‘cut’ της αφήγησης. Αξιολογείς οπωσδήποτε καλύτερα την βιωματική μαρτυρία όταν μπορείς να αντιληφθείς πώς έχει ‘γράψει’ στον συνομιλητή σου ένα γεγονός και πώς το αξιολογεί σε μια διαδρομή ζωής.
Θεωρώ κέρδος κάποιες αφηγήσεις που ρητά ανατέμνουν το Πολυτεχνείο ως μέρος ενός αξιακού κώδικα που σε ακολουθεί στη μετέπειτα ζωή σου. Και φυσικά το ανεπανάληπτο των στιγμών που δεν ανήκουν μόνο στην ‘ιστορία’ αλλά και στην φοιτητική νεότητα. Η Ελένη Αναστασίου, τότε φοιτήτρια Ιατρικής και μέλος της Συντονιστικής Επιτροπής, μου είπε χαρακτηριστικά ότι η πρώτη φοιτητική διαδήλωση το 1972 θα μπορούσε να συγκριθεί με το πρώτο φιλί που δίνει κανένας στη ζωή του. Το βρήκα πολύ όμορφο. Από την άλλη, η εμπλοκή στον αντιδικτατορικό αγώνα έχει προφανώς συνέπειες, σωματικές και ψυχολογικές. Μην ξεχνάμε ότι μιλάμε για παιδιά, ο μέσος όρος ηλικίας στο φοιτητικό κίνημα ήταν 20-23. Στο Πολυτεχνείο κατέβηκαν και 15χρονοι οι οποίοι είδαν στα γεγονότα την αρχή της ιδεολογικής τους συνειδητοποίησης.
Πολλοί ιστορικοί έχουν απαντήσει σε αυτό το ερώτημα αλλά νομίζω είναι χρήσιμο να επαναλάβουμε την ερώτηση και εδώ: Τελικά υπήρχαν νεκροί εκείνη τη νύχτα; Ποιος είναι ο αριθμός τους;
Είναι ένα ζήτημα που στοιχειώνει και τη μνήμη και την ιστορική έρευνα. Δυστυχώς δεν έχω να εισφέρω κάτι απτό στην διαλεύκανση του ζητήματος. Αρκετές από τις μαρτυρίες που συνέλεξα υπαινίσσονται την ύπαρξη περισσότερων νεκρών και μάλιστα με κάποια λεπτομέρεια στην περιγραφή, αλλά είναι ισχυρισμός που παραμένει ατεκμηρίωτος και η προφορική μαρτυρία θέλει πολλή προσοχή. Προσωπική μου εκτίμηση είναι ότι δεν είναι απίθανο να υπάρχουν περισσότεροι νεκροί από τους 24 που έχει ταυτοποιήσει ο Λεωνίδας Καλλιβρετάκης. Εκατόμβες προφανώς δεν υπάρχουν αλλά δεν πρέπει να θεωρούμε απίθανο, ένα δικτατορικό καθεστώς να αποκρύψει ορισμένες περιπτώσεις θυμάτων τα οποία πιθανόν να βρέθηκαν στα «αζήτητα» μέσα στο χάος των ημερών. Αυτό που θέλω να υπογραμμίσω είναι ο πολύ μεγάλος αριθμός των τραυματιών από πυροβολισμούς (124 άτομα) που κακώς δεν περιλαμβάνεται στις εκτιμήσεις.
Μαρτυρίες από τη 17η Νοεμβρίου
Σε αυτό το σημείο βάλαμε δύο αποσπάσματα από τις συνολιά 84 μαρτυρίες που θα βρείτε στο βιβλίο. Εϊναι του Κώστα Γώγου, σπουδαστή τότε στη Σχολή Υπομηχανικών, ο οποίος αφηγείται όσα έγιναν τα ξημερώματα της 17ης Νοεμβρίου, του Στάθη Σχίνα, μαθητή που βρέθηκε στο κέντρο της Αθήνας την επόμενη μέρα και του Παναγιώτη Πατρέλλη, που ήταν υπάλληλος σε εμπορικό κατάστημα στην Πατησίων.
Κώστας Γώγος, σπουδαστής Σχολής Υπομηχανικών: “Στη γωνία Αβέρωφ και Μάρνη ήτανε ένα τεθωρακισμένο της αστυνομίας και αστυνόμοι με όπλα. Όχι περίστροφα, μακρύκαννα. Το θυμάμαι. Σαν Μ1. Αυτοί σφάζανε. Όποιος πέρναγε από εδώ, ήταν το πιο επικίνδυνο σημείο. […] Ρίχνανε πυροβολισμούς από το πίσω μέρος του μαγαζιού (σ.σ. μαγαζί με έπιπλα), πέρναγε μια σφαίρα διαγωνίως δύο τζαμαρίες και χτύπαγε τα παιδιά στην Πατησίων. Εκεί που καθόμουνα τρώει ένας δίπλα μου μια σφαίρα στ’αρχίδια (αυτός πρέπει να πέθανε). Και λέγαμε ‘από πού ήρθε αυτή;’. Για πέντ’έξι χρόνια μετά έιχε μια ξύλινη επένδυση εκείνη η γωνία και φαίνονταν οι σφαίρες, τώρα τη χαλάσανε. Το παιδί είχε γεμίσει αίματα, οπότει τι κάνουμε; Το ‘Ακροπόλ’ ακόμα δούλευε […] Πιάνουμε το παιδί τρία, τέσσερα άτομα, αίματα, κακό, το βάζουμε μέσα στο ‘Ακροπόλ’ και το ξαπλώνουμε σε έναν κόκκινο καναπέ. Έλεγα ότι δεν φαίνεται το αίμα, επειδή ήταν κόκκινος ο καναπές. Αυτό το θυμάμαι καλά‘”.
Στάθης Σχινάς, μαθητής ΣΤ’ Γυμνασίου: “Με το που βγάινω στην πλατεία Αττικής από τη γέφυρα που συνδέει με την πλατεία με την Κωνσταντινουπόλεως, παθαίνω σοκ. Γεμάτη οδοφράγματα. Τρόλεϊ που τους είχαν ξεφουσκώσει τα λάστιχα και τα είχαν βάλει σε διάφορες στάσεις. Αλλεπάλληλα οδοφράγματα. […] Οι της παρέας βρισκόμαστε δυό και τρεις και μαθαίνουμε ότι ο Γιουσούφ και ο Νίκος Γ. δεν έχουν γυρίσει σπίτι τους και τους ψάχναν οι γονείς τους, και λέμε, πάει, έχουν σκοτωθεί. Θυμάμαι έχουμε πάει στις τουαλέτες και πέφτει μαύρο δάκρυ, κλαίμε κανονικά…Ένας τύπος, συμμαθητής μας, κωλοφασίστας, παίζει μπάσκετ και φωνάζει ‘Καλά να πάθετε κωλοκομμούνια’. Σηκωνόμαστε να σκοτωθούμε στο ξύλο, πέφτουνε κάτι μπινελίκια απίστευτα, μπαίνουν στη μέση οι πιο ψύχραιμοι και μας χωρίζουνε […] Γίνονταν ακόμα διαδηλώσεις, στις 09:00 η ώρα γινόταν της πουτάνας“.
“Όπως στεκόμασταν εκεί, θυμάμαι διάφορες κυρίες στο πεζοδρόμιο. Εκεί ήταν τόπος κατοικίας και μάλιστα μεσοαστικής. Η πλατεία Βικτωρίας, η Φωκίωνος Νέγρη και το Κολωνάκι ήταν στην ίδια κλάση. Διάφορες κυρίες με τα νυχτικά τους και με τις ρομπ ντε σαμπρ να μας μοιράζουνε -γιατί είχε φοβερά δακρυγόνα- λεμόνια, βαζελίνες και κραγιόν σε καλαθάκια. Με τις παντόφλες και τα μπικουτί κατέβαιναν από τις πολυκατοικίες“.
Παναγιώτης Πατρέλλης, υπάλληλος εμπορικού καταστήματος: “Όταν έπεσαν οι πρώτες σφαίρες, αραίωσε ο κόσμος. Σε εκείνο το γκρουπ θα’μασταν καμιά πενηνταριά. Δεν έφευγε κανείς. Βλέπαμε κόσμο να πέφτει από δω κι από κει, αλλά, σου λέω, άμα ζεσταθείς, δεν καταλαβαίνεις τίποτα. Κάποια στιγμή ακούω ένα ‘τζιτ’, πάρ’τον κάτω. Κάνω έτσι (τσιμπάει το πόδι του), δεν κουνιόταν τίποτα. Ήρθε κοντά μου ο ξάδερφός μου, που είχαμε κατέβει μαζί, του λέω: “Mε χτύπησαν στη σπονδυλική στήλη” (εγώ το είχα καταλάβει αμέσως, δεν κουνιόταν τίποτα από τον λαιμό και κάτω). Μάλιστα επειδή κρατάγαμε κι οι δύο κάτι λοστάρια, του λέω “Δώσε μου μια στο κεφάλι να τελειώνω, με έχουν αφήσει ανάπηρο!”. “Όχι ρε μαλάκα”, μου λέει “δεν έχεις τίποτα, από μπροστά την έχεις φάει”.
Με κουβαλάει από εκεί με δύο ανθρώπους που δεν ήξερα. Ανοίγει μια πολυκατοικία, με βάλαν μέσα στην είσοδο, με ξαπλώνουν, βγαίνει μια γυναίκα από ένα διαμέρισμα – “πάρτε τον από εδώ, δεν θέλουμε μπερδέματα εμείς!”, “Άι γαμήσου!” -της κλείνουν την πόρτα”.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου