ΒΟΣΤΩΝΗ. Απεβίωσε σε ηλικία 82 ετών ο γνωστός ιεροψάλτης Μάρκος Μπράτσης από το Ρόσλιντεϊλ της Βοστώνης έπειτα από μία πολύτιμη και πολύχρονη προσφορά εξήντα πέντε πάνω χρόνων στην Εκκλησία και την Ομογένεια. Ο «Εθνικός Κήρυκας» είχε αφιερώσει εκτενές άρθρο στον αείμνηστο Μάρκο Μπράτση στις 4 Μαρτίου του 2009 με τίτλο «Μισό αιώνα προσφοράς και υπηρεσίας στην Εκκλησία».
Ο αείμνηστος ήταν γνωστός στην Ομογένεια της Βοστώνης, για την πολύχρονη προσφορά και υπηρεσία του στην Εκκλησία από τη θέση του λαμπαδαρίου ιεροψάλτη στην κοινότητα του Αγίου Νεκταρίου του Ρόσλιντεϊλ, αλλά και γενικότερα του φροντιστή των λεπτομερειών της τέλεσης των Ακολουθιών και των μυστηρίων επί ολόκληρες δεκαετίες. Η ζωή του όλη ήταν η Εκκλησία.
Γεννήθηκε στη Βόρειο Ήπειρο και συγκεκριμένα στο χωριό Βουλιαράτες, που όπως είχε πει στη συνέντευξη του στον «Ε.Κ.» τον Μάρτιο του 2009 «είναι το πρώτο χωριό μετά την Κακαβιά, στο οποίο έπεσαν μαχόμενοι οι πρώτοι τριακόσιοι πενήντα Ελληνες στρατιώτες και σκοτώθηκαν από τους Ιταλογερμανούς το 1941».
Το Οκτώβριο του 1945 και ενώ ο πατέρας του υπηρετούσε στον Ελληνικό Στρατό, η ηρωίδα μητέρα του πήρε τη μεγάλη απόφαση και ξεκίνησε για τη λευτεριά. Με τα τρία της παιδιά, τον Μάρκο, τον Ευάγγελο και τον Γιώργο πέρασαν στην Ελλάδα. Ο αείμνηστος μας είχε πει πως «μας βοήθησε μία Ελληνίδα και περάσαμε μέσω της Κακαβιάς. Η γυναίκα αυτή είχε σώσει τριακόσιες πενήντα οικογένειες. Μας πέρασε νύχτα από το φυλάκιο κι από την άλλη μεριά μας περίμενε ο πατέρας μου και μας πήρε και πήγαμε στα Γιάννενα, ενώ μετά το δικό μας πέρασμα την έπιασαν την γυναίκα και την εκτέλεσαν οι Αλβανοί».
Εκεί στα Γιάννενα η οικογένεια Μπράτση έκανε μία καινούργια αρχή, δύσκολη αλλά ελεύθερη. «Μέσα σε μία πολυκατοικία ήμαστε δέκα πέντε οικογένειες φυγάδων από την Βόρειο Ηπειρο», τόνισε. Ο ίδιος δεν θυμόταν πολλά πράγματα από τη Βόρειο Ηπειρο διότι ήταν μικρός, «μόνο τον παππού και την γιαγιά θυμάμαι», όπως είχε πει.
Στα Γιάννενα έμειναν μέχρι το Γενάρη του 1956 οπότε ήλθαν στην Αμερική οικογενειακώς, καθότι όπως είχε πει, «ήταν εδώ ο νουνός του πατέρα μου ο οποίος μας έκανε πρόσκληση».
Αμέσως βρήκαν εργασία, «ο πατέρας μου ως βοηθός σερβιτόρου στο ξενοδοχείο ‘Bradford’ της Βοστώνης, κι εγώ επίσης» και συμπλήρωσε πως «το 1957 πήγα εθελοντής στον Αμερικανικό στρατό επί έξι χρόνια συνολικά». Οταν αποστρατεύθηκε εργάσθηκε σε εστιατόρια τα οποία ειδικεύονταν μόνο στο πρόγευμα. Το 1963 επισκέφτηκε έπειτα από εφτά χρόνια την Ελλάδα και συγκεκριμένα στα Γιάννενα κι όπως είπε αστειευόμενος «πήγα με δύο πόδια, αλλά γύρισα με τέσσερα» γνωρίσθηκε με την σύζυγό του την κ. Παναγιώτα, η οποία κατάγεται από την ελεύθερη Ηπειρο «και σε δέκα πέντε ημέρες παντρευτήκαμε». Απόκτησαν τρία παιδιά, την Χρυσίδω, την Αρετή και το Βασίλη.
Ο αείμνηστος από 7 χρονών ήταν στα Γιάννενα και η ζωή του ολόκληρη ήταν η Εκκλησία. Μας είχε πει πως «πήγαινα στο Μετόχι της Μονής Σινά κι ήμουν ιεροπαίδι. Οταν ήλθα εδώ στη Βοστώνη έπειτα από έξι μήνες μπήκα στη χορωδία στην κοινότητα του Αγίου Ιωάννη Βοστώνης».
Στην ερώτηση αν ένιωσε ποτέ την κλήση να γίνει ιερεύς, είπε πει: «Ναι, αλλά δεν είχα τη σχολική εκπαίδευση που χρειαζόταν». Επίσης, στην ερώτηση αν ξεκινούσε σήμερα τη ζωή του τι θα γινόταν; Είχε πει «οπωσδήποτε ιερέας, ήταν αυτός ο πόθος της ψυχής μου».
Στην κοινότητα του Αγίου Νεκταρίου του Ρόσλιντεϊλ υπηρετούσε από το 1976, ενώ χειμώνα – καλοκαίρι ήταν στο ναό από τις 6 το πρωί διότι, όπως είχε πει, «καθαρίζω το ιερό, κόβω το αντίδωρο, κατά τις 7 ανάβω τα καντήλια και στις 8 ανοίγω την πόρτα κι αρχίζει ο κόσμος κι έρχεται».
Στην ερώτηση ποια ήταν μία από τις πιο χαρούμενες μέρες της ζωής του, είπε ότι «για μένα όλες καλές είναι, όλες μέρες του Θεού είναι».
Η Εξόδιος Ακολουθία του στον ιερό ναό του Αγίου Νεκταρίου του Ρόσλιντεϊλ σε στενό οικογενειακό κύκλο λόγω των περιοριστικών μέτρων.
ΕΘΝΙΚΟΣ ΚΗΡΥΞ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου