ΜΙΧΑΛΗΣ ΤΣΙΝΤΣΙΝΗΣ
Θα μπορούσε να έχει δίκιο η Λιάνα Κανέλλη. Η πρωτοβουλία για προσφορά του μισού μισθού των βουλευτών και των υπουργών έχει χαρακτήρα, όπως είπε, «επικοινωνιακό». Οικονομικά, η προσφορά είναι όντως αμελητέα. Και συμβολικά συντηρεί την αντίληψη ότι η σχέση του βουλευτή με τους ψηφοφόρους του είναι συναλλακτική – αμφίδρομα «πελατειακή». Δεν είναι διαφημιστικό τρικ να κάνεις αυτό που περιμένει ο πελάτης, για να τον κατευνάσεις;
Θα είχε έτσι δίκιο η βουλευτής του ΚΚΕ αν υποστήριζε ότι η «προσφορά» –που κατέστη ουσιαστικά υποχρεωτική, αφού δίνεται με πρωθυπουργική επίνευση– σκοπεύει να εξαγοράσει φθηνά την ανοχή των πολιτών. Οτι καλύπτει μόνο μια ψυχολογική τους ανάγκη: να δουν και τους βουλευτές να πονούν, όπως πονούν οι ίδιοι.
Η προέκταση αυτής της σκέψης θα ήταν ότι οι πολιτικοί οφείλουν να μην λαμβάνουν υπ’ όψιν καμία τέτοια θυμική ανάγκη. Οτι θα έπρεπε να παραμένουν αδιάβροχοι στο κοινό αίσθημα, ακόμη και σε περιόδους μεγάλης ψυχικής και οικονομικής δοκιμασίας.
Ομως, η Κανέλλη και όσοι προσπάθησαν να αποδομήσουν την πρωτοβουλία δεν υποστηρίζουν –τουλάχιστον όχι συνειδητά– μια τέτοια κατασταστική ασυγκινησία. Υποστηρίζουν το αντίθετο. Μιλούν σαν να είναι οι ίδιοι σε προνομιακή θέση να συναισθάνονται –και να διερμηνεύουν αυθεντικά– τις κοινές αγωνίες.
Ετσι παράγεται το οξύμωρο: Αυτοί που περιφρονούν τη συλλογική ψυχολογία –και την πρωθυπουργική χειρονομία για την τόνωσή της– διεκδικούν ταυτόχρονα το μονοπώλιο στην έκφραση της λαϊκής ψυχής. Αδιαφορούν για το συναίσθημα εκείνοι που πουλάνε συναίσθημα. Ελιτισμός τυλιγμένος σε λαϊκισμό.
Με τον ίδιο κυνισμό είχαν αντιμετωπιστεί και άλλες συμβολικές χειρονομίες – όπως το χειροκρότημα στα μπαλκόνια υπέρ του ιατρικού προσωπικού. Αυτό που άλλοτε θα είχε χαιρετιστεί ως αυθόρμητη εκδήλωση λαϊκού φρονήματος, καταγγέλθηκε επειδή δεν είχε «χειροπιαστό» αντίκρισμα. Επειδή η αξία του σταθμίστηκε στη ζυγαριά του συνδικαλισμού.
Και τι πρέπει, δηλαδή, να κάνει η αντιπολίτευση; Να αφήσει το ξέχειλο συναίσθημα –αυτό το γλυφό ποτάμι φόβου και ανάτασης, ανασφάλειας και αλληλεγγύης– να πνίξει το αντιπολιτευτικό της αισθητήριο; Να αφήσει όλη αυτή την ομοψυχία να τη νέμεται υπέρ της κυβέρνησης ένας δεξιόμορφος λοιμωξιολόγος και ένας βετεράνος δήμαρχος - γραφειοκράτης της Δεξιάς;
Το συναίσθημα, ιδίως σε καιρό κρίσης, είναι πολιτικό συνάλλαγμα. Και αυτό το ξέρουν καλύτερα όσοι έχουν σταδιοδρομήσει χρησιμοποιώντας το ως συνάλλαγμα.
Η Κανέλλη το είπε με αφοπλιστική σαφήνεια: «Δεν μπορεί να μείνουμε με βουλωμένο στόμα... Δεν μπορεί να λέμε μόνο τι καλή που είναι η καμπύλη στην Ελλάδα».
Η «καλή καμπύλη» είναι αυτή που μετράει ζωές και θανάτους. Δηλαδή, τι; Να χαιρόμαστε που στην Ελλάδα σώζουμε πολλές ζωές;
Θα είχε έτσι δίκιο η βουλευτής του ΚΚΕ αν υποστήριζε ότι η «προσφορά» –που κατέστη ουσιαστικά υποχρεωτική, αφού δίνεται με πρωθυπουργική επίνευση– σκοπεύει να εξαγοράσει φθηνά την ανοχή των πολιτών. Οτι καλύπτει μόνο μια ψυχολογική τους ανάγκη: να δουν και τους βουλευτές να πονούν, όπως πονούν οι ίδιοι.
Η προέκταση αυτής της σκέψης θα ήταν ότι οι πολιτικοί οφείλουν να μην λαμβάνουν υπ’ όψιν καμία τέτοια θυμική ανάγκη. Οτι θα έπρεπε να παραμένουν αδιάβροχοι στο κοινό αίσθημα, ακόμη και σε περιόδους μεγάλης ψυχικής και οικονομικής δοκιμασίας.
Ομως, η Κανέλλη και όσοι προσπάθησαν να αποδομήσουν την πρωτοβουλία δεν υποστηρίζουν –τουλάχιστον όχι συνειδητά– μια τέτοια κατασταστική ασυγκινησία. Υποστηρίζουν το αντίθετο. Μιλούν σαν να είναι οι ίδιοι σε προνομιακή θέση να συναισθάνονται –και να διερμηνεύουν αυθεντικά– τις κοινές αγωνίες.
Ετσι παράγεται το οξύμωρο: Αυτοί που περιφρονούν τη συλλογική ψυχολογία –και την πρωθυπουργική χειρονομία για την τόνωσή της– διεκδικούν ταυτόχρονα το μονοπώλιο στην έκφραση της λαϊκής ψυχής. Αδιαφορούν για το συναίσθημα εκείνοι που πουλάνε συναίσθημα. Ελιτισμός τυλιγμένος σε λαϊκισμό.
Με τον ίδιο κυνισμό είχαν αντιμετωπιστεί και άλλες συμβολικές χειρονομίες – όπως το χειροκρότημα στα μπαλκόνια υπέρ του ιατρικού προσωπικού. Αυτό που άλλοτε θα είχε χαιρετιστεί ως αυθόρμητη εκδήλωση λαϊκού φρονήματος, καταγγέλθηκε επειδή δεν είχε «χειροπιαστό» αντίκρισμα. Επειδή η αξία του σταθμίστηκε στη ζυγαριά του συνδικαλισμού.
Και τι πρέπει, δηλαδή, να κάνει η αντιπολίτευση; Να αφήσει το ξέχειλο συναίσθημα –αυτό το γλυφό ποτάμι φόβου και ανάτασης, ανασφάλειας και αλληλεγγύης– να πνίξει το αντιπολιτευτικό της αισθητήριο; Να αφήσει όλη αυτή την ομοψυχία να τη νέμεται υπέρ της κυβέρνησης ένας δεξιόμορφος λοιμωξιολόγος και ένας βετεράνος δήμαρχος - γραφειοκράτης της Δεξιάς;
Το συναίσθημα, ιδίως σε καιρό κρίσης, είναι πολιτικό συνάλλαγμα. Και αυτό το ξέρουν καλύτερα όσοι έχουν σταδιοδρομήσει χρησιμοποιώντας το ως συνάλλαγμα.
Η Κανέλλη το είπε με αφοπλιστική σαφήνεια: «Δεν μπορεί να μείνουμε με βουλωμένο στόμα... Δεν μπορεί να λέμε μόνο τι καλή που είναι η καμπύλη στην Ελλάδα».
Η «καλή καμπύλη» είναι αυτή που μετράει ζωές και θανάτους. Δηλαδή, τι; Να χαιρόμαστε που στην Ελλάδα σώζουμε πολλές ζωές;
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου