Τετάρτη, 22 Απριλίου, 2020
ΚΩΣΤΑΣ ΑΝΔΡΙΟΣΟΠΟΥΛΟΣ*
ΚΩΣΤΑΣ ΑΝΔΡΙΟΣΟΠΟΥΛΟΣ*
Η ιστορική πτώση της τιμής του αργού πετρελαίου τον Μάρτιο είχε δύο βασικές αιτίες: την εξάπλωση του κορωνοϊού και τη ραγδαία οικονομική επιβράδυνση που προκαλεί, αλλά και την απόφαση της Σαουδικής Αραβίας να αυξήσει τη δική της παραγωγή μετά την απόφαση της Ρωσίας να μη συναινέσει στη συμφωνία του ΟΠΕΚ+ για μείωση της ημερήσιας παραγωγής του διευρυμένου καρτέλ πετρελαιοπαραγωγών χωρών.
Το αποτέλεσμα ήταν ότι το αργό έχασε πάνω από το μισό της τιμής του και στις αρχές Απριλίου εμπορευόταν στα επίπεδα των 15-20 δολαρίων ανά βαρέλι. Μετά τις παραπάνω εξελίξεις διαμορφώθηκε ένα ιδιαίτερα αρνητικό περιβάλλον για τους παραγωγούς, καθώς η υπερπροσφορά διεθνώς ξεπερνά τα 20 εκατ. βαρέλια ανά ημέρα.
Η στόχευση της Σαουδικής Αραβίας τον περασμένο μήνα ήταν σαφής. Το Ριάντ και ο πρίγκιπας Σαλμάν θεώρησαν ότι, εφόσον δεν μπορούσαν να επηρεάσουν στην παρούσα φάση τα μακροοικονομικά της ζήτησης, θα προσπαθούσαν να εκμεταλλευθούν το συγκριτικό τους πλεονέκτημα ώστε να αποκτήσουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μερίδιο αγοράς. Το πλεονέκτημα αυτό είναι το εξαιρετικά χαμηλό κόστος παραγωγής, που εκτιμάται σε 5 δολάρια ανά βαρέλι, όταν συγκριτικά η Ρωσία έχει κοντά στα 20 και οι ΗΠΑ στα 40 δολάρια.
Ως γνωστόν, οι ΗΠΑ αύξησαν σημαντικά τη δική τους παραγωγή τα τελευταία δέκα χρόνια μέσω της σχιστολιθικής παραγωγής και έφτασαν από το να είναι εισαγωγείς πετρελαίου να γίνουν εξαγωγείς. Το γεγονός αυτό είχε θορυβήσει εδώ και πολύ καιρό τους Σαουδάραβες και τους Ρώσους, και προφανώς έκριναν ότι αυτή ήταν μια καλή ευκαιρία να πλήξουν τους αμερικανικούς παραγωγούς. Οι μέχρι τώρα πληροφορίες από τις ΗΠΑ αναφέρουν ότι αρκετοί παραγωγοί βρίσκονται στο «κόκκινο» και αναμένονται χρεοκοπίες σύντομα.
Ενα ακόμη σοβαρό πρόβλημα για τους παραγωγούς των ΗΠΑ είναι ότι έχουν συσσωρεύσει αρκετό χρέος, και μάλιστα κατηγορίας junk. Ταυτόχρονα, οι αποθήκες πετρελαίου γεμίζουν με ταχείς ρυθμούς ανά τη χώρα, άρα τίθεται θέμα αναγκαστικών περικοπών από ένα σημείο και έπειτα. Oι πετρελαϊκές δεν έχουν άλλον τρόπο να αποκομίσουν χρήματα από το να παράγουν πετρέλαιο, άρα η συνέχεια είναι μάλλον αυτονόητη.
Οπως αποδείχθηκε όμως, το «άνοιγμα της κάνουλας» εκ μέρους της Σ. Αραβίας και της Ρωσίας ήταν βραχύβιο, αφού οι χώρες αυτές μαζί με τον ΟΠΕΚ, τις ΗΠΑ και άλλους μεγάλους παραγωγούς ανά την υφήλιο προχώρησαν στις 12 Απριλίου σε μια συμφωνία-σταθμό για τον περιορισμό της παραγωγής από κοινού. Προφανής στόχος ήταν να προστατευθούν οι κρατικοί προϋπολογισμοί των μεγάλων παραγωγών χωρών, όπως και οι ιδιωτικές επιχειρήσεις, αλλά και να επανέλθει η τιμή σε υψηλότερα επίπεδα.
Η συμφωνία προβλέπει μείωση της παραγωγής όλων κατά 22%, με τη Σ. Αραβία και τη Ρωσία να φτάνουν στα επίπεδα των 8,5 εκατ. βαρελιών από τις αρχές Μαΐου.
Σε γενικές γραμμές, πρόκειται ασφαλώς για μια άνευ προηγουμένου συμφωνία, που θα μειώσει κατά 10-15 εκατ. βαρέλια την παραγωγή διεθνώς. Παρ’ όλα αυτά, οι αγορές δεν αντέδρασαν έντονα αμέσως μετά την ανακοίνωσή της, αφού η τιμή του αργού παρέμεινε σχετικά σταθερή.
Υπάρχει μια σειρά από προκλήσεις όσον αφορά την εφαρμογή της συμφωνίας και τις προοπτικές της. Κατ’ αρχήν, η συμφωνία δεν είναι δεσμευτική, αλλά εξαρτάται από τη συμμόρφωση των παραγωγών. Στο παρελθόν ο ΟΠΕΚ δυσκολεύθηκε να εξασφαλίσει τη συμμόρφωση στο εσωτερικό του, οπότε αντιλαμβάνεται κανείς τη δυσκολία εφαρμογής σε ένα ακόμη ευρύτερο πλαίσιο με τη συμμετοχή και άλλων παραγωγών.
Αυτό το θέμα αφορά ιδιαίτερα τις ΗΠΑ, καθώς οι Αμερικανοί παραγωγοί έχουν συνηθίσει να λειτουργούν σε ένα ελεύθερο περιβάλλον δίχως τέτοιους περιορισμούς. Με άλλα λόγια, η Ουάσιγκτον δεν μπορεί να ελέγξει τη λειτουργία τους και τίθενται ζητήματα συνταγματικά και θέματα ανταγωνισμού.
Επίσης, το σημαντικότερο θέμα είναι ότι ακόμη και μετά τη συμφωνία, η υπερπροσφορά θα παραμείνει στην αγορά, δεδομένων των περιοριστικών μέτρων για τον κορωνοϊό στις περισσότερες οικονομίες του πλανήτη.
Ουσιαστικά, η συμφωνία αγοράζει χρόνο και απαλύνει την κατάσταση στην αποθήκευση πετρελαίου προκειμένου να μην εκτραπεί με οδυνηρές συνέπειες. Εντέλει, ο πετρελαϊκός τομέας, όπως και όλοι οι υπόλοιποι, είναι αναγκασμένος να υπομείνει την παρούσα κατάσταση μέχρι να αρθούν τα μέτρα και να επανέλθουν τα πράγματα στο φυσιολογικό.
* Ο δρ Κώστας Ανδριοσόπουλος είναι καθηγητής ECSP Business School, πρόεδρος επιτροπής ενέργειας του Ελληνοαμερικανικού Επιμελητηρίου, αντιπρόεδρος ΔΕΠΑ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου