Κυριακή, 21 Ιουνίου, 2020
Ποίηση της Πηνελόπης Χαρισιάδη
Σε βλέπω πατέρα,
σαν τώρα στην
πλάτη σου να με ανεβάζεις,
να με παίζεις,
ποδήλατο να μου μαθαίνεις.
Τις ιστορίες σου
από τον πόλεμο, ακόμη αναπολώ.
Τρυφερά, μη σε πονέσω, με ανατριχίλα ψηλαφώ την βαθιά ουλή στον ώμο τον δεξιό. Την πατρίδα μου με δίδασκες να σέβομαι, να την αγαπώ.
Τρυφερά, μη σε πονέσω, με ανατριχίλα ψηλαφώ την βαθιά ουλή στον ώμο τον δεξιό. Την πατρίδα μου με δίδασκες να σέβομαι, να την αγαπώ.
Με εγκαρδίωνες με
ψύχωνες, με έμαθες να πετώ. «Το φόβο να φοβάσαι», μου έλεγες συχνά «να
αγωνίζεσαι, γι’ αυτά που θέλεις και πιστεύεις, εχθροί σου να ’ναι μόνο το ψέμα
και η τεμπελιά».
Όταν η θύελλα που
ολόγυρα λυσσομανά τα φτερά μου κομματιάζει και σαν πουλάκι λαβωμένο πέφτω χαμηλά, τα
στιβαρά σου χέρια νιώθω πατέρα να με σηκώνουνε
προσεκτικά και με άφθαστη στοργή να περιποιούνται την πληγή.
Ο χρόνος που
ορίστηκε από την μοίρα,
να φέρει την
παρηγοριά, μαλάκωσε τον πόνο.
Γενναιόδωρα άφησε
ολάνοιχτη,
των αναμνήσεων την
γλυκιά αγκαλιά,
καταφύγιο στην
αντάρα και στην σκοτεινιά.
Οι θυσίες σου, οι αγώνες, οι κόποι, οι αγωνίες
Οι θυσίες σου, οι αγώνες, οι κόποι, οι αγωνίες
δεν χαθήκαν, μείνανε
παντοτινά
θησαυροί πολύτιμοι
μέσα στην καρδιά.
Πατέρα γι’ αυτό
που ήσουνα, βαθιά σε ευγνωμονώ.
Το χώμα που τόση
αγάπη σκέπασε, η Θεία Χάρη,
παρακαλώ, να το κρατάει πάντοτε ελαφρύ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου