Κυριακή, 7 Ιουνίου, 2020
Ο Ίστγουντ είχε πια κλείσει τα τριάντα του, είχε κουραστεί από τον άχρωμο τηλεοπτικό του ρόλο, αλλά, όπως είπε κάποτε στο Rolling Stone, ο βασικός λόγος που αποδέχτηκε την πρόσκληση του Λεόνε ήταν επειδή του δινόταν η ευκαιρία να ταξιδέψει για πρώτη φορά στην Ευρώπη. Η συνέχεια είναι γνωστή. Η ταινία αντιμετωπίστηκε ως κάτι ανάμεσα σε παρωδία των κλασικών γουέστερν και αναβίωση του είδους, ακροβάτησε ανάμεσα στο καλτ και τη δημιουργία ενός νέου κανόνα, ενώ η αμηχανία των κριτικών δεν εμπόδισε το κοινό από το να τη λατρέψει. Ο Ίστγουντ πρωταγωνίστησε και στις επόμενες δύο ταινίες του Λεόνε («Μονομαχία στο Ελ Πάσο» και «Ο καλός, ο κακός και ο άσχημος»), που συμπλήρωσαν την «τριλογία των δολαρίων», χάρη στην οποία καθιερώθηκε ως σταρ παγκόσμιας εμβέλειας. Μέσα από την ερμηνεία του εμφανίστηκε ένας νέου είδους καουμπόης με αντιηρωικά στοιχεία και τους δικούς του ηθικούς κώδικες. Τότε δεν μπορούσε να το γνωρίζει κανένας, αλλά σήμερα καταλαβαίνουμε ότι ο Ίστγουντ υποδύθηκε εν πολλοίς τον εαυτό του.
ΕΝΑΣ ΝΑΥΑΓΟΣΩΣΤΗΣ ΣΤΟ ΧΟΛΙΓΟΥΝΤ
Γεννήθηκε πριν από 90 χρόνια, στις 31 Μαΐου του 1930, στο Σαν Φρανσίσκο· παιδί του Κραχ, πέρασε τα παιδικά του χρόνια μετακινούμενος και αλλάζοντας σχολεία, καθώς ο πατέρας του έβρισκε διάφορες προχειροδουλειές κατά μήκος της δυτικής ακτής. Υπήρξε μέτριος μαθητής (είναι αδιευκρίνιστο αν πήρε τελικά το απολυτήριο του λυκείου), προτιμούσε τις βόλτες, τα τζαζ κλαμπ, έμαθε πιάνο και ονειρεύτηκε να γίνει μουσικός. Αφού ενηλικιώθηκε, δούλεψε για το χαρτζιλίκι του σε δεκάδες διαφορετικά πόστα, άλλοτε ως δασοφύλακας ή αχθοφόρος και συχνά ως ναυαγοσώστης - καθότι ικανός κολυμβητής, γλίτωσε τον πόλεμο της Κορέας και πέρασε τη θητεία του ως εκπαιδευτής κολύμβησης σε μια βάση στην Καλιφόρνια. Και πάλι, πάντως, κινδύνευσε να χάσει τη ζωή του. Σε μια δοκιμαστική πτήση, το στρατιωτικό αεροσκάφος όπου επέβαινε έπεσε στον ωκεανό και χρειάστηκε να κολυμπήσει τρία μίλια μαζί με τον πιλότο μέχρι να φτάσουν στην ακτή, εξαντλημένοι αλλά παραδόξως χωρίς κανένα τραύμα.
Αφού απολύθηκε από τον στρατό, συνέχισε να δουλεύει ευκαιριακά και πέρασε ένα διάστημα κατασκευάζοντας πισίνες στο Λος Άντζελες. Κάποιοι φίλοι με διασυνδέσεις στον χώρο του σινεμά τού πρότειναν να δοκιμάσει την τύχη του ως ηθοποιός, καθώς το παρουσιαστικό του, αν μη τι άλλο, ταίριαζε στα χολιγουντιανά πρότυπα. Οι πρώτες του οντισιόν υπήρξαν απογοητευτικές. Ο Ίστγουντ ήταν αδέξιος, χωρίς φαντασία, ακατέργαστος. Πέρασαν χρόνια χωρίς ιδιαίτερη πρόοδο και, ακόμα και όταν κέρδισε κάποιους μικρούς ρόλους, η παρουσία του πέρασε απαρατήρητη. Ήταν έτοιμος να τα παρατήσει, όταν του προτάθηκε ανέλπιστα ένας ρόλος στην τηλεοπτική σειρά «Rawhide», χάρη στην οποία απέκτησε μια μικρή φήμη σε εθνικό επίπεδο. Αν και δεν ήταν πια μικρός, βρισκόταν επί της ουσίας στο ξεκίνημα της καριέρας του όταν δέχτηκε το τηλεφώνημα του Σέρτζιο Λεόνε.
Η παρουσία του στην «τριλογία των δολαρίων» τον έκανε περιζήτητο, έπαιξε σε μερικά γουέστερν ακόμα, σε κάποιες πολεμικές ταινίες («Όπου τολμούν οι αετοί»), για να φτάσουμε στο 1971, μια χρονιά που αποτέλεσε έναν νέο σταθμό για τον Ίστγουντ, καθώς συνέβησαν δύο γεγονότα, προς διαφορετική κατεύθυνση το καθένα, αλλά εξίσου επιδραστικά για την καριέρα του. Το πρώτο ήταν το σκηνοθετικό του ντεμπούτο με το ψυχολογικό θρίλερ «Play Misty for me», ικανοποιώντας έτσι την επιθυμία του να βρεθεί πίσω από την κάμερα και να δουλέψει με τον δικό του τρόπο. Το δεύτερο γεγονός ήταν ότι υποδύθηκε για πρώτη φορά τον επιθεωρητή Κάλαχαν (ακολούθησαν άλλες τέσσερις), δημιουργώντας τον μύθο του «Dirty Harry».
«ΕΜΠΡΟΣ, ΦΤΙΑΞΕ ΜΟΥ ΤΗ ΜΕΡΑ»
Στον ρόλο του Κάλαχαν παρατηρούμε τη μετεξέλιξη του χαρακτήρα του Ανθρώπου Χωρίς Όνομα: ο «βρόμικος» επιθεωρητής του Σαν Φρανσίσκο είναι αμοραλιστής και κυνικός, υπακούει μόνο στο ένστικτό του και παρατηρεί με απάθεια τη βία που προκαλεί στο όνομα μιας υποκειμενικής δικαιοσύνης. Η εμφάνιση αυτού του νέου προτύπου προκάλεσε συζήτηση και προβληματισμό: για ορισμένους σινεκριτικούς, ο χαρακτήρας του Κάλαχαν διέθετε τα χαρακτηριστικά μιας φασιστικής προσωπικότητας. Την ίδια στιγμή, ο Ίστγουντ υποστήριξε την υποψηφιότητα του Ρίτσαρντ Νίξον, αποτελώντας μία από τις εξαιρέσεις στον καλλιτεχνικό χώρο της εποχής που ήταν (ή υποτίθεται ότι ήταν) πιο προοδευτικός. Και έτσι η εικόνα του που άρχισε να διαμορφώνεται ήταν αυτή του συντηρητικού ρεπουμπλικάνου και συγχρόνως ενός ηθοποιού μεσαίων κυβικών και συγκεκριμένων δεξιοτήτων που διαπρέπει σε ταινίες δράσης χωρίς περιεχόμενο. Παρ’ όλα αυτά, το «Dirty Harry» υπήρξε ένας εισπρακτικός θρίαμβος και οι ταινίες με τον επιθεωρητή Κάλαχαν που ακολούθησαν γέμισαν δύο δεκαετίες, στις οποίες ο Ίστγουντ έγινε ο πιο ακριβοπληρωμένος ηθοποιός στον κόσμο.
Το 1986 αποφάσισε να πολιτευτεί και εξελέγη πανηγυρικά δήμαρχος της μικρής κοινότητας του Καρμέλ στην Καλιφόρνια, όπου ζει μέχρι σήμερα, ενώ μεταξύ αστείου και σοβαρού αρκετός κόσμος τον παρότρυνε να κυνηγήσει ακόμα και την προεδρία της χώρας. Έτσι κι αλλιώς, οι ΗΠΑ είχαν ήδη έναν πρόεδρο-ηθοποιό τη δεκαετία του ’80, τον Ρόναλντ Ρίγκαν, ο οποίος μάλιστα σε μια δημόσια ομιλία του είχε χρησιμοποιήσει μια ατάκα του επιθεωρητή Κάλαχαν, το περίφημο «εμπρός, φτιάξε μου τη μέρα». Η συζήτηση περί προεδρίας τον διασκέδαζε, όπως παραδέχτηκε στους New York Times το 1985, αλλά δεν εξελίχθηκε ποτέ σε τίποτα παραπάνω.
Όλα αυτά, πάντως, επισκίασαν την παράλληλη καριέρα του Ίστγουντ ως σκηνοθέτη. Ελάχιστοι θυμούνται σήμερα ότι τα χρόνια εκείνα γύρισε ορισμένες καλές ταινίες, όπως τα γλυκόπικρα «Στον δρόμο για το Νάσβιλ» και «Μπρόνκο Μπίλι» ή αργότερα το «Μπερντ», μια θαυμάσια βιογραφία του αγαπημένου του τζαζίστα Τσάρλι Πάρκερ. Φυσικά, δεν σταμάτησε να ασχολείται με τη μυθολογία της Άγριας Δύσης σκηνοθετώντας τα «Περιπλανώμενος πιστολέρο», «Εκδικητής εκτός νόμου», «Σιωπηλός καβαλάρης» και τελικά το αριστούργημά του «Οι Ασυγχώρητοι» (1992), ένα από τα πιο σπουδαία γουέστερν όλων των εποχών. Απέσπασε τέσσερα Όσκαρ, μεταξύ των οποίων αυτά της καλύτερης ταινίας και σκηνοθεσίας, και ο κόσμος του κινηματογράφου άρχισε επιτέλους να τον αντιμετωπίζει λίγο πιο σοβαρά.
Είχε πια μπει στην έβδομη δεκαετία της ζωής του, και η καριέρα του έμοιαζε να έχει φτάσει σε μια κορυφή. Για τον Ίστγουντ, όμως, απλώς ξεκινούσε ένας καινούργιος κύκλος, που μάλιστα αποδείχτηκε ο πιο δημιουργικός. Μετά τον θρίαμβο των «Ασυγχώρητων» σκηνοθέτησε άλλες 22 ταινίες. Σχεδόν όλες αξιόλογες, ορισμένες εξ αυτών εξαιρετικές. Να θυμίσω απλώς τις ταινίες-ακτινογραφίες της σύγχρονης Αμερικής, «Σκοτεινό ποτάμι», «Million Dollar Baby» (για το οποίο κέρδισε άλλα δύο Όσκαρ) και «Gran Torino», τα πολεμικά/αντιπολεμικά έπη για τον Β΄ Παγκόσμιο, «Οι σημαίες των προγόνων μας» και «Γράμματα από το Ίβο Τζίμα», αλλά και το «Ελεύθερος σκοπευτής» για τον πόλεμο του Ιράκ, ενώ ασχολήθηκε και με βιογραφίες ή αληθινές ιστορίες, όπως τα «Ανίκητος», «J. Edgar», «Sully» ή ακόμα και το περσινό «Η μπαλάντα του Ρίτσαρντ Τζούελ».
ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΧΩΡΙΣ ΟΝΟΜΑ
Η γενιά του έβγαλε καλύτερους ηθοποιούς και καλύτερους σκηνοθέτες – ως σκηνοθέτης, πάντως, υπήρξε κατ’ αναλογία πολύ σημαντικότερος. Ωστόσο δεν υπάρχει κανένας που να έχει υπηρετήσει συγχρόνως και τους δύο ρόλους με τέτοια συνέπεια μέχρι την ηλικία των 90 ετών. Ο Ίστγουντ σήμερα είναι η ζωντανή ιστορία του αμερικανικού κινηματογράφου, συνδέοντας το παρόν με τα ασπρόμαυρα φιλμ των ’50s, σε μια καριέρα εξίμισι δεκαετιών. Η κληρονομιά του στο σινεμά και στην ποπ κουλτούρα είναι αδιαμφισβήτητη, αν και δεν έπαψε ποτέ ως προσωπικότητα να θεωρείται αμφιλεγόμενος.
Για αρκετό κόσμο το σινεμά του εξελίχθηκε σε προπαγάνδα υπέρ μιας λευκής Αμερικής. Οι ταινίες του έχουν πράγματι έναν ιδιαίτερο πατριωτισμό, αλλά αυτή είναι μια επιφανειακή ανάγνωση. Περισσότερο θολώνουν την κρίση μας κάποιες δημόσιες τοποθετήσεις του. Για παράδειγμα, σε μια συνέντευξή του στο Esquire, υπερασπίστηκε τον Ντόναλντ Τραμπ λέγοντας ότι όλα αυτά που του καταλογίζονται ως ρατσιστικά σχόλια δεν θεωρούνταν ρατσιστικά τον καιρό που μεγάλωνε ο ίδιος. Σχολίασε επίσης ότι η σημερινή γενιά είναι πολύ μαλθακή και ότι έχει βαρεθεί την πολιτική ορθότητα.
Παρ' όλα αυτά, πριν από λίγο καιρό, δήλωσε ότι θα υποστηρίξει τον Μπλούμπεργκ στις ερχόμενες εκλογές, έναν δημοκρατικό υποψήφιο – ο Μπλούμπεργκ εν τω μεταξύ αποσύρθηκε, αλλά δεν έχει σημασία. Σημασία έχει ότι ο Ίστγουντ δεν υπήρξε ποτέ ένας παραδοσιακός ρεπουμπλικάνος. Κάποια στιγμή αυτοπροσδιορίστηκε ως φιλελεύθερος. Πάντα καταδίκαζε την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ και την εμπλοκή της χώρας σε πολέμους χωρίς νόημα, ήταν επίσης υπέρ ενός σοβαρού ελέγχου της οπλοκατοχής, ενώ τάχθηκε και υπέρ των γάμων των ομοφυλοφίλων - «απλώς πρέπει να δώσουμε στον καθένα την ευκαιρία να ζήσει τη ζωή που θέλει», είπε πριν από περίπου μία δεκαετία στο GQ. Σε προσωπικό επίπεδο, ο ίδιος έζησε τη ζωή που ήθελε: έκανε επτά παιδιά με πέντε διαφορετικές γυναίκες.
Ο Ίστγουντ πιστεύει ακριβώς αυτό: ότι ο καθένας επιλέγει έναν τρόπο για να ζήσει, φτιάχνει τη μοίρα του όπως νομίζει. Η ζωή είναι ένας αγώνας επιβίωσης χωρίς ξεκάθαρους κανόνες. Μπορούμε να εντοπίσουμε την κοσμοθεωρία του παρατηρώντας έναν έναν τους χαρακτήρες των ταινιών του. Μπορούμε απλώς να κοιτάξουμε τον ίδιο. Ασυμβίβαστος, γεμάτος αντιφάσεις, με καλές και κακές στιγμές, ακολούθησε τη ζωή εκεί που τον πήγε και έγινε ένας ήρωας για τον εαυτό του, ένας μοναχικός καουμπόης, ο Άνθρωπος Χωρίς Όνομα, που τελικά έχει όνομα – τον λένε Κλιντ Ίστγουντ. ■
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Η ζωή, οι ταινίες και οι απόψεις του μοναχικού καουμπόη του Χόλιγουντ, που κλείνει τα 90 του χρόνια.Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, ο Σέρτζιο Λεόνε δυσκολεύτηκε πολύ να βρει τον πρωταγωνιστή του μετέπειτα θρυλικού σπαγγέτι γουέστερν «Για μια χούφτα δολάρια». Ο ένας μετά τον άλλο οι ηθοποιοί που προσέγγιζε αρνούνταν τον ρόλο, είτε επειδή δεν τους άρεσε το σενάριο, είτε επειδή η αμοιβή τους θα ήταν χαμηλή, είτε επειδή τα γυρίσματα θα γίνονταν στην Ευρώπη. Ο τελευταίος που αρνήθηκε ήταν ο Ρίτσαρντ Χάρισον, ο οποίος όμως πρότεινε στην παραγωγή έναν ψηλό τύπο που έπαιζε ήδη τον καουμπόη σε μια σειρά της αμερικανικής τηλεόρασης, ο οποίος εκτός των άλλων θα ήταν και οικονομικός. Πράγματι, ο Κλιντ Ίστγουντ, γιατί περί αυτού επρόκειτο, πληρώθηκε 15.000 δολάρια για να υποδυθεί τον περίφημο Άνθρωπο Χωρίς Όνομα. Κάποια χρόνια αργότερα ο Χάρισον σχολίασε ότι το να αρνηθεί τον ρόλο και να προτείνει τον Ίστγουντ ήταν η μεγαλύτερη συνεισφορά του στον κινηματογράφο.
O Κλιντ Ίστγουντ έχει μόλις κλείσει τα 26 του χρόνια και παλεύει να βρει μια θέση στο Χόλιγουντ - από τότε είχε μια αδυναμία στα όπλα, αν και πάντα υποστήριζε ότι πρέπει να γίνεται αυστηρός έλεγχος στις άδειες οπλοκατοχής. © Michael Ochs/ Getty Images/ Ideal Image
Ο Ίστγουντ είχε πια κλείσει τα τριάντα του, είχε κουραστεί από τον άχρωμο τηλεοπτικό του ρόλο, αλλά, όπως είπε κάποτε στο Rolling Stone, ο βασικός λόγος που αποδέχτηκε την πρόσκληση του Λεόνε ήταν επειδή του δινόταν η ευκαιρία να ταξιδέψει για πρώτη φορά στην Ευρώπη. Η συνέχεια είναι γνωστή. Η ταινία αντιμετωπίστηκε ως κάτι ανάμεσα σε παρωδία των κλασικών γουέστερν και αναβίωση του είδους, ακροβάτησε ανάμεσα στο καλτ και τη δημιουργία ενός νέου κανόνα, ενώ η αμηχανία των κριτικών δεν εμπόδισε το κοινό από το να τη λατρέψει. Ο Ίστγουντ πρωταγωνίστησε και στις επόμενες δύο ταινίες του Λεόνε («Μονομαχία στο Ελ Πάσο» και «Ο καλός, ο κακός και ο άσχημος»), που συμπλήρωσαν την «τριλογία των δολαρίων», χάρη στην οποία καθιερώθηκε ως σταρ παγκόσμιας εμβέλειας. Μέσα από την ερμηνεία του εμφανίστηκε ένας νέου είδους καουμπόης με αντιηρωικά στοιχεία και τους δικούς του ηθικούς κώδικες. Τότε δεν μπορούσε να το γνωρίζει κανένας, αλλά σήμερα καταλαβαίνουμε ότι ο Ίστγουντ υποδύθηκε εν πολλοίς τον εαυτό του.
ΕΝΑΣ ΝΑΥΑΓΟΣΩΣΤΗΣ ΣΤΟ ΧΟΛΙΓΟΥΝΤ
Γεννήθηκε πριν από 90 χρόνια, στις 31 Μαΐου του 1930, στο Σαν Φρανσίσκο· παιδί του Κραχ, πέρασε τα παιδικά του χρόνια μετακινούμενος και αλλάζοντας σχολεία, καθώς ο πατέρας του έβρισκε διάφορες προχειροδουλειές κατά μήκος της δυτικής ακτής. Υπήρξε μέτριος μαθητής (είναι αδιευκρίνιστο αν πήρε τελικά το απολυτήριο του λυκείου), προτιμούσε τις βόλτες, τα τζαζ κλαμπ, έμαθε πιάνο και ονειρεύτηκε να γίνει μουσικός. Αφού ενηλικιώθηκε, δούλεψε για το χαρτζιλίκι του σε δεκάδες διαφορετικά πόστα, άλλοτε ως δασοφύλακας ή αχθοφόρος και συχνά ως ναυαγοσώστης - καθότι ικανός κολυμβητής, γλίτωσε τον πόλεμο της Κορέας και πέρασε τη θητεία του ως εκπαιδευτής κολύμβησης σε μια βάση στην Καλιφόρνια. Και πάλι, πάντως, κινδύνευσε να χάσει τη ζωή του. Σε μια δοκιμαστική πτήση, το στρατιωτικό αεροσκάφος όπου επέβαινε έπεσε στον ωκεανό και χρειάστηκε να κολυμπήσει τρία μίλια μαζί με τον πιλότο μέχρι να φτάσουν στην ακτή, εξαντλημένοι αλλά παραδόξως χωρίς κανένα τραύμα.
Αφού απολύθηκε από τον στρατό, συνέχισε να δουλεύει ευκαιριακά και πέρασε ένα διάστημα κατασκευάζοντας πισίνες στο Λος Άντζελες. Κάποιοι φίλοι με διασυνδέσεις στον χώρο του σινεμά τού πρότειναν να δοκιμάσει την τύχη του ως ηθοποιός, καθώς το παρουσιαστικό του, αν μη τι άλλο, ταίριαζε στα χολιγουντιανά πρότυπα. Οι πρώτες του οντισιόν υπήρξαν απογοητευτικές. Ο Ίστγουντ ήταν αδέξιος, χωρίς φαντασία, ακατέργαστος. Πέρασαν χρόνια χωρίς ιδιαίτερη πρόοδο και, ακόμα και όταν κέρδισε κάποιους μικρούς ρόλους, η παρουσία του πέρασε απαρατήρητη. Ήταν έτοιμος να τα παρατήσει, όταν του προτάθηκε ανέλπιστα ένας ρόλος στην τηλεοπτική σειρά «Rawhide», χάρη στην οποία απέκτησε μια μικρή φήμη σε εθνικό επίπεδο. Αν και δεν ήταν πια μικρός, βρισκόταν επί της ουσίας στο ξεκίνημα της καριέρας του όταν δέχτηκε το τηλεφώνημα του Σέρτζιο Λεόνε.
Νεαρός σταρ της τηλεοπτικής σειράς «Rawhide» σε γυρίσματα το 1961. Η πρώτη από τις δεκάδες φορές που φόρεσε το κοστούμι του καουμπόη. © Sunset Boulevard/ Getty Images/ Ideal Image
Η παρουσία του στην «τριλογία των δολαρίων» τον έκανε περιζήτητο, έπαιξε σε μερικά γουέστερν ακόμα, σε κάποιες πολεμικές ταινίες («Όπου τολμούν οι αετοί»), για να φτάσουμε στο 1971, μια χρονιά που αποτέλεσε έναν νέο σταθμό για τον Ίστγουντ, καθώς συνέβησαν δύο γεγονότα, προς διαφορετική κατεύθυνση το καθένα, αλλά εξίσου επιδραστικά για την καριέρα του. Το πρώτο ήταν το σκηνοθετικό του ντεμπούτο με το ψυχολογικό θρίλερ «Play Misty for me», ικανοποιώντας έτσι την επιθυμία του να βρεθεί πίσω από την κάμερα και να δουλέψει με τον δικό του τρόπο. Το δεύτερο γεγονός ήταν ότι υποδύθηκε για πρώτη φορά τον επιθεωρητή Κάλαχαν (ακολούθησαν άλλες τέσσερις), δημιουργώντας τον μύθο του «Dirty Harry».«ΕΜΠΡΟΣ, ΦΤΙΑΞΕ ΜΟΥ ΤΗ ΜΕΡΑ»
Στον ρόλο του Κάλαχαν παρατηρούμε τη μετεξέλιξη του χαρακτήρα του Ανθρώπου Χωρίς Όνομα: ο «βρόμικος» επιθεωρητής του Σαν Φρανσίσκο είναι αμοραλιστής και κυνικός, υπακούει μόνο στο ένστικτό του και παρατηρεί με απάθεια τη βία που προκαλεί στο όνομα μιας υποκειμενικής δικαιοσύνης. Η εμφάνιση αυτού του νέου προτύπου προκάλεσε συζήτηση και προβληματισμό: για ορισμένους σινεκριτικούς, ο χαρακτήρας του Κάλαχαν διέθετε τα χαρακτηριστικά μιας φασιστικής προσωπικότητας. Την ίδια στιγμή, ο Ίστγουντ υποστήριξε την υποψηφιότητα του Ρίτσαρντ Νίξον, αποτελώντας μία από τις εξαιρέσεις στον καλλιτεχνικό χώρο της εποχής που ήταν (ή υποτίθεται ότι ήταν) πιο προοδευτικός. Και έτσι η εικόνα του που άρχισε να διαμορφώνεται ήταν αυτή του συντηρητικού ρεπουμπλικάνου και συγχρόνως ενός ηθοποιού μεσαίων κυβικών και συγκεκριμένων δεξιοτήτων που διαπρέπει σε ταινίες δράσης χωρίς περιεχόμενο. Παρ’ όλα αυτά, το «Dirty Harry» υπήρξε ένας εισπρακτικός θρίαμβος και οι ταινίες με τον επιθεωρητή Κάλαχαν που ακολούθησαν γέμισαν δύο δεκαετίες, στις οποίες ο Ίστγουντ έγινε ο πιο ακριβοπληρωμένος ηθοποιός στον κόσμο.
Το 1986 εξελέγη δήμαρχος της κοινότητας του Καρμέλ στην Καλιφόρνια, όπου έχει ζήσει το μεγαλύτερο μέρος της ενήλικης ζωής του. © Sunset Boulevard/ Getty Images/ Ideal Image
Το 1986 αποφάσισε να πολιτευτεί και εξελέγη πανηγυρικά δήμαρχος της μικρής κοινότητας του Καρμέλ στην Καλιφόρνια, όπου ζει μέχρι σήμερα, ενώ μεταξύ αστείου και σοβαρού αρκετός κόσμος τον παρότρυνε να κυνηγήσει ακόμα και την προεδρία της χώρας. Έτσι κι αλλιώς, οι ΗΠΑ είχαν ήδη έναν πρόεδρο-ηθοποιό τη δεκαετία του ’80, τον Ρόναλντ Ρίγκαν, ο οποίος μάλιστα σε μια δημόσια ομιλία του είχε χρησιμοποιήσει μια ατάκα του επιθεωρητή Κάλαχαν, το περίφημο «εμπρός, φτιάξε μου τη μέρα». Η συζήτηση περί προεδρίας τον διασκέδαζε, όπως παραδέχτηκε στους New York Times το 1985, αλλά δεν εξελίχθηκε ποτέ σε τίποτα παραπάνω.Όλα αυτά, πάντως, επισκίασαν την παράλληλη καριέρα του Ίστγουντ ως σκηνοθέτη. Ελάχιστοι θυμούνται σήμερα ότι τα χρόνια εκείνα γύρισε ορισμένες καλές ταινίες, όπως τα γλυκόπικρα «Στον δρόμο για το Νάσβιλ» και «Μπρόνκο Μπίλι» ή αργότερα το «Μπερντ», μια θαυμάσια βιογραφία του αγαπημένου του τζαζίστα Τσάρλι Πάρκερ. Φυσικά, δεν σταμάτησε να ασχολείται με τη μυθολογία της Άγριας Δύσης σκηνοθετώντας τα «Περιπλανώμενος πιστολέρο», «Εκδικητής εκτός νόμου», «Σιωπηλός καβαλάρης» και τελικά το αριστούργημά του «Οι Ασυγχώρητοι» (1992), ένα από τα πιο σπουδαία γουέστερν όλων των εποχών. Απέσπασε τέσσερα Όσκαρ, μεταξύ των οποίων αυτά της καλύτερης ταινίας και σκηνοθεσίας, και ο κόσμος του κινηματογράφου άρχισε επιτέλους να τον αντιμετωπίζει λίγο πιο σοβαρά.
Είχε πια μπει στην έβδομη δεκαετία της ζωής του, και η καριέρα του έμοιαζε να έχει φτάσει σε μια κορυφή. Για τον Ίστγουντ, όμως, απλώς ξεκινούσε ένας καινούργιος κύκλος, που μάλιστα αποδείχτηκε ο πιο δημιουργικός. Μετά τον θρίαμβο των «Ασυγχώρητων» σκηνοθέτησε άλλες 22 ταινίες. Σχεδόν όλες αξιόλογες, ορισμένες εξ αυτών εξαιρετικές. Να θυμίσω απλώς τις ταινίες-ακτινογραφίες της σύγχρονης Αμερικής, «Σκοτεινό ποτάμι», «Million Dollar Baby» (για το οποίο κέρδισε άλλα δύο Όσκαρ) και «Gran Torino», τα πολεμικά/αντιπολεμικά έπη για τον Β΄ Παγκόσμιο, «Οι σημαίες των προγόνων μας» και «Γράμματα από το Ίβο Τζίμα», αλλά και το «Ελεύθερος σκοπευτής» για τον πόλεμο του Ιράκ, ενώ ασχολήθηκε και με βιογραφίες ή αληθινές ιστορίες, όπως τα «Ανίκητος», «J. Edgar», «Sully» ή ακόμα και το περσινό «Η μπαλάντα του Ρίτσαρντ Τζούελ».
ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΧΩΡΙΣ ΟΝΟΜΑ
Η γενιά του έβγαλε καλύτερους ηθοποιούς και καλύτερους σκηνοθέτες – ως σκηνοθέτης, πάντως, υπήρξε κατ’ αναλογία πολύ σημαντικότερος. Ωστόσο δεν υπάρχει κανένας που να έχει υπηρετήσει συγχρόνως και τους δύο ρόλους με τέτοια συνέπεια μέχρι την ηλικία των 90 ετών. Ο Ίστγουντ σήμερα είναι η ζωντανή ιστορία του αμερικανικού κινηματογράφου, συνδέοντας το παρόν με τα ασπρόμαυρα φιλμ των ’50s, σε μια καριέρα εξίμισι δεκαετιών. Η κληρονομιά του στο σινεμά και στην ποπ κουλτούρα είναι αδιαμφισβήτητη, αν και δεν έπαψε ποτέ ως προσωπικότητα να θεωρείται αμφιλεγόμενος.
Για αρκετό κόσμο το σινεμά του εξελίχθηκε σε προπαγάνδα υπέρ μιας λευκής Αμερικής. Οι ταινίες του έχουν πράγματι έναν ιδιαίτερο πατριωτισμό, αλλά αυτή είναι μια επιφανειακή ανάγνωση. Περισσότερο θολώνουν την κρίση μας κάποιες δημόσιες τοποθετήσεις του. Για παράδειγμα, σε μια συνέντευξή του στο Esquire, υπερασπίστηκε τον Ντόναλντ Τραμπ λέγοντας ότι όλα αυτά που του καταλογίζονται ως ρατσιστικά σχόλια δεν θεωρούνταν ρατσιστικά τον καιρό που μεγάλωνε ο ίδιος. Σχολίασε επίσης ότι η σημερινή γενιά είναι πολύ μαλθακή και ότι έχει βαρεθεί την πολιτική ορθότητα.
Με τον Κέβιν Κόστνερ στα γυρίσματα της ταινίας «Ένας τέλειος κόσμος» το 1993. © Murray Close/ Getty Images/ Ideal Image
Παρ' όλα αυτά, πριν από λίγο καιρό, δήλωσε ότι θα υποστηρίξει τον Μπλούμπεργκ στις ερχόμενες εκλογές, έναν δημοκρατικό υποψήφιο – ο Μπλούμπεργκ εν τω μεταξύ αποσύρθηκε, αλλά δεν έχει σημασία. Σημασία έχει ότι ο Ίστγουντ δεν υπήρξε ποτέ ένας παραδοσιακός ρεπουμπλικάνος. Κάποια στιγμή αυτοπροσδιορίστηκε ως φιλελεύθερος. Πάντα καταδίκαζε την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ και την εμπλοκή της χώρας σε πολέμους χωρίς νόημα, ήταν επίσης υπέρ ενός σοβαρού ελέγχου της οπλοκατοχής, ενώ τάχθηκε και υπέρ των γάμων των ομοφυλοφίλων - «απλώς πρέπει να δώσουμε στον καθένα την ευκαιρία να ζήσει τη ζωή που θέλει», είπε πριν από περίπου μία δεκαετία στο GQ. Σε προσωπικό επίπεδο, ο ίδιος έζησε τη ζωή που ήθελε: έκανε επτά παιδιά με πέντε διαφορετικές γυναίκες.
Ο Ίστγουντ πιστεύει ακριβώς αυτό: ότι ο καθένας επιλέγει έναν τρόπο για να ζήσει, φτιάχνει τη μοίρα του όπως νομίζει. Η ζωή είναι ένας αγώνας επιβίωσης χωρίς ξεκάθαρους κανόνες. Μπορούμε να εντοπίσουμε την κοσμοθεωρία του παρατηρώντας έναν έναν τους χαρακτήρες των ταινιών του. Μπορούμε απλώς να κοιτάξουμε τον ίδιο. Ασυμβίβαστος, γεμάτος αντιφάσεις, με καλές και κακές στιγμές, ακολούθησε τη ζωή εκεί που τον πήγε και έγινε ένας ήρωας για τον εαυτό του, ένας μοναχικός καουμπόης, ο Άνθρωπος Χωρίς Όνομα, που τελικά έχει όνομα – τον λένε Κλιντ Ίστγουντ. ■
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου