Δευτέρα, 3 Αυγούστου, 2020
Ο Αλεξάντρ Σολζενίτσιν υπήρξε ο σημαντικότερος και δημοφιλέστερος λογοτέχνης της Σοβιετικής Ένωσης μεταπολεμικά. Δεινός επικριτής του σοβιετικού καθεστώτος και του κομμουνισμού, βοήθησε στην αποκάλυψη των καταναγκαστικών στρατοπέδων εργασίας, γνωστών ως Γκουλάγκ, με το πιο γνωστό του έργο «Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ». Το 1970 τιμήθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας.
Ο Αλεξάντρ Ισάγεβιτς Σολζενίτσιν γεννήθηκε στην πόλη Κισλοφότσκ της τότε Σοβιετικής Ομόσπονδης Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Ρωσίας στις 11 Δεκεμβρίου 1918. Καταγόταν από οικογένεια Κοζάκων διανοουμένων και ανατράφηκε από την μητέρα του, επειδή ο πατέρας του είχε σκοτωθεί σε δυστύχημα πριν από την γέννησή του. «Η μητέρα ήξερε καλά γαλλικά και αγγλικά. Είχε επίσης μάθει στενογραφία και δακτυλογράφηση. Αλλά δεν την έπαιρναν ποτέ σε καλοπληρωμένες δουλειές, επειδή δεν είχε προλεταριακή καταγωγή. Αυτό την υποχρέωνε να αναζητά συμπληρωματική εργασία το βράδυ και να κάνει τις δουλειές του σπιτιού τη νύχτα χωρίς ποτέ να κοιμάται αρκετά. Καθώς κρύωνε τακτικά, έπαθε φυματίωση και πέθανε στα 49 της χρόνια» είχε αποκαλύψει σε μια του συνέντευξη..
Σπούδασε μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο του Ροστόφ και λογοτεχνία δι’ αλληλογραφίας στο Πανεπιστήμιο της Μόσχας. Επιστρατεύθηκε και πολέμησε κατά την διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου φθάνοντας ως τον βαθμό του λοχαγού του πυροβολικού.
Η αντικαθεστωτική του δράση ξεκίνησε το 1945, όταν συνελήφθη, γιατί σε μια επιστολή του ασκούσε κριτική στον Στάλιν. Τα επόμενα οκτώ χρόνια έζησε έγκλειστος σε φυλακές και στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας και κατόπιν άλλα τρία χρόνια σε εκτόπιση. Έπειτα από την αποκατάστασή του το 1956, του επιτράπηκε να εγκατασταθεί στο Ριαζάν της κεντρικής Ρωσίας, όπου άρχισε να διδάσκει μαθηματικά και να ασχολείται με την λογοτεχνία.
Μετά την χαλάρωση των περιορισμών στην πολιτιστική δημιουργία, που επέφερε η αποσταλινοποίηση στις αρχές τής δεκαετίας του ’60, ο Σολζενίτσιν δημοσίευσε στη λογοτεχνική επιθεώρηση «Νόβι Μιρ» («Νέος Κόσμος») την νουβέλα «Μια μέρα από την ζωή του Ιβάν Ντενίσοβιτς». Το έργο αυτό, που περιγράφει μια τυπική μέρα από την ζωή ενός εγκλείστου σε στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας την περίοδο του σταλινικού καθεστώτος, κατέκτησε το σοβιετικό κοινό και ο συγγραφέας του έγινε εν μια νυκτί διάσημος.
Η περίοδος της επίσημης αναγνώρισής του υπήρξε σύντομη. Έπειτα από την πτώση τού Νικίτα Χρουστσόφ το 1964, επιβλήθηκαν εκ νέου περιορισμοί στην καλλιτεχνική δημιουργία. Στην αρχή ο Σολζενίτσιν υπήρξε στόχος εντεινόμενων επικρίσεων και κατόπιν ανοιχτών παρενοχλήσεων από τις αρχές, γιατί εξέφραζε ανοιχτά την αντίθεσή του στις καταπιεστικές κυβερνητικές πολιτικές.
Η περίοδος της επίσημης αναγνώρισής του υπήρξε σύντομη. Έπειτα από την πτώση τού Νικίτα Χρουστσόφ το 1964, επιβλήθηκαν εκ νέου περιορισμοί στην καλλιτεχνική δημιουργία. Στην αρχή ο Σολζενίτσιν υπήρξε στόχος εντεινόμενων επικρίσεων και κατόπιν ανοιχτών παρενοχλήσεων από τις αρχές, γιατί εξέφραζε ανοιχτά την αντίθεσή του στις καταπιεστικές κυβερνητικές πολιτικές.
Έπειτα από την έκδοση μιας συλλογής διηγημάτων του το 1963, του απαγορεύθηκε να δημοσιεύει.Στο εξής εξέδιδε τα έργα του στο εξωτερικό ή με την μέθοδο του «σαμιζντάτ» (ιδιωτική ιδιόχειρη έκδοση, η οποία κυκλοφορούσε μυστικά από τις αρχές). Τα επόμενα χρόνια εκδόθηκαν σημαντικά μυθιστορήματά του στο εξωτερικό, χάρη στα οποία η φήμη του εδραιώθηκε διεθνώς.
Στο μυθιστόρημά του με τίτλο «Στον πρώτο κύκλο» (1968), πιθανώς το καλύτερό του, αναφέρεται έμμεσα στις εμπειρίες του από την περίοδο κατά την οποία εργάστηκε ως μαθηματικός στο ερευνητικό ινστιτούτο μιας φυλακής. Περιγράφει τις αντιδράσεις έγκλειστων επιστημόνων που εργάζονται σ’ ένα ερευνητικό κέντρο της μυστικής αστυνομίας και έπρεπε να αποφασίσουν αν θα συνεργαστούν με τις αρχές, ώστε να παραμείνουν στο ερευνητικό κέντρο της φυλακής, ή να αρνηθούν, με αποτέλεσμα να επιστρέφουν στα στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας.
Το μυθιστόρημά του «Πτέρυγα καρκινοπαθών» (1968) ήταν εμπνευσμένο από την περίθαλψή του σε νοσοκομείο και την θεραπεία του από προχωρημένο καρκίνο του δέρματος, από τον οποίο διαπιστώθηκε ότι έπασχε κατά την διάρκεια τής αναγκαστικής εκτόπισής του στο Καζακστάν στα μέσα τής δεκαετίας του ’50. Ο κεντρικός ήρωας τού έργου, όπως και στην περίπτωση τού Σολζενίτσιν, είχε μόλις αποφυλακιστεί από στρατόπεδο εργασίας.
Το 1970 του απονεμήθηκε το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Ο Σολζενίτσιν αρνήθηκε να μεταβεί στην Στοκχόλμη για την τελετή απονομής, επειδή φοβήθηκε ότι η κυβέρνηση δεν θα του επέτρεπε την είσοδο στην χώρα κατά την επιστροφή του.
Το επόμενο μυθιστόρημά του που εκδόθηκε στο εξωτερικό είχε τίτλο «Αύγουστος 1914» (1971). Ήταν ένα ιστορικό μυθιστόρημα με θέμα την συντριπτική νίκη της Γερμανίας κατά της Ρωσίας στην Μάχη τού Τάνενμπεργκ, κατά την διάρκεια του Α Παγκοσμίου Πολέμου. Το έργο επικεντρώνεται στους χαρακτήρες διαφόρων προσώπων στις γραμμές τής καταδικασμένης στρατιάς του στρατηγού Σαμσόνοφ και έμμεσα αναφέρεται στις αδυναμίες του τσαρικού καθεστώτος, που οδήγησαν στην κατάρρευσή του με την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917.
Τον Δεκέμβριο του 1973 εκδόθηκε στο Παρίσι το πρώτο μέρος του μυθιστορήματος «Το αρχιπέλαγος Γκουλάγκ», αφού προηγουμένως ένα αντίγραφο τού χειρογράφου είχε κατασχεθεί στην Σοβιετική Ένωση από την KGB. Η λέξη Γκουλάγκ ήταν αρκτικόλεξο της επίσημης ονομασίας τού σοβιετικού συστήματος φυλακών και στρατοπέδων εργασίας. Η αγγλική έκδοση τού έργου ολοκληρώθηκε σε τρεις τόμους το 1978.
Πρόθεση του συγγραφέα ήταν να συνθέσει ένα λογοτεχνικό ιστορικό του τεράστιου συστήματος φυλακών και στρατοπέδων εργασίας που δημιουργήθηκε λίγο μετά την κατάληψη τής εξουσίας από τους Μπολσεβίκους (1917) και επεκτάθηκε ευρύτατα κατά την διάρκεια τής εξουσίας τού Στάλιν(1924-1953).
Σε διάφορα τμήματα τού έργου αυτού ο Σολζενίτσιν περιγράφει τις μεθόδους σύλληψης, ανάκρισης, καταδίκης, μεταφοράς και φυλάκισης των θυμάτων του συστήματος Γκουλάγκ που εφάρμοζαν οι σοβιετικές αρχές επί τέσσερις δεκαετίες.
Το έργο αποτελεί ένα μείγμα ιστοριογραφίας, αυτοβιογραφικής αφήγησης και καταγραφής προσωπικών μαρτυριών άλλων εγκλείστων.
Το έργο αποτελεί ένα μείγμα ιστοριογραφίας, αυτοβιογραφικής αφήγησης και καταγραφής προσωπικών μαρτυριών άλλων εγκλείστων.
Με την έκδοση τού πρώτου τόμου, ο Σολζενίτσιν υπέστη αμέσως σφοδρές επιθέσεις από τον σοβιετικό Τύπο. Παρά το μεγάλο ενδιαφέρον της Δύσης για την τύχη του, συνελήφθη με την κατηγορία τής προδοσίας στις 2 Φεβρουαρίου 1974 και την επομένη απελάθηκε από την Σοβιετική Ένωση. Λίγο αργότερα, εγκαταστάθηκε στην Ελβετία και τον Δεκέμβριο τού ίδιου χρόνου παρέλαβε το Νόμπελ, με καθυστέρηση τεσσάρων ετών.
Τον επόμενο χρόνο εξέδωσε ένα μυθιστόρημα – μαρτυρία με τίτλο «Ο Λένιν στην Ζυρίχη: Κεφάλαια». Αργότερα εγκαταστάθηκε σε ένα απομονωμένο κτήμα στο Βερμόντ των ΗΠΑ. Το 1980 εξέδωσε μια περιγραφή τής λογοτεχνικής ζωής στην Σοβιετική Ένωση με τίτλο «Το μοσχάρι κουτούλησε στην βελανιδιά», καθώς και μια ανάλυση των εσφαλμένων αντιλήψεων που είχε διαπιστώσει ότι επικρατούσαν στην Αμερική σχετικά με την Ρωσία, με τίτλο «Ο θανάσιμος κίνδυνος».
Στις προτάσεις του για ένα εναλλακτικό καθεστώς στην Σοβιετική Ένωση, ο Σολζενίτσιν διαφωνούσε με την έμφαση που έδιναν οι Δυτικοί στις αξίες τής δημοκρατίας και τής ατομικής ελευθερίας και υποστήριζε ότι έπρεπε να εγκαθιδρυθεί ένα φιλάνθρωπο αυταρχικό καθεστώς βασισμένο στις χριστιανικές αξίες τής ρωσικής παράδοσης.
Το 1978 σε διάλεξή του στο Χάρβαρντ υπογράμμισε ότι η Δύση έκανε πάντα το λάθος να μετράει τους άλλους πολιτισμούς σύμφωνα με τα δικά της πρότυπα. Θεωρούσε πως οι χώρες του δυτικού κόσμου είχαν χάσει την «κοινωνική γενναιότητά» τους. Ο ίδιος μπορεί να κατηγορούσε τη Σοβιετική Ένωση επειδή στερούσε από το λαό τα νομικά του δικαιώματα, όμως κατηγορούσε αντίστοιχα και τη Δύση ότι τον καταπίεζε μέσω των υπερβολικών νομοθετικών ρυθμίσεων.
Το 1994 επέστρεψε στη Ρωσία, μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ. Το 2007 τιμήθηκε με το βραβείο του ρωσικού κράτους για τα «εξαιρετικά επιτεύγματά του στον ανθρωπιστικό τομέα» από τον πρόεδρο της Ρωσίας, Βλαντιμίρ Πούτιν, τον οποίο θαύμαζε απεριόριστα, επειδή αποκατέστησε το κύρος της Ρωσίας και ότι με την διακυβέρνησή του η χώρα «ανακάλυψε ξανά το τι σημαίνει να είσαι Ρώσος».
Σε ερώτηση για τη διακυβέρνηση του Πούτιν σε σύγκριση με τους προκατόχους του Γέλτσιν και Γκορμπατσόφ έχει πει στο γερμανικό περιοδικό «Ντερ Σπίγκελ»: «Η διακυβέρνηση του Γκορμπατσόφ ήταν πολιτικώς απίστευτα αφελής, άπειρη και ανεύθυνη προς τη χώρα. Δεν ήταν διακυβέρνηση, αλλά απερίσκεπτη απάρνηση της εξουσίας. Αλλά ας είμαστε ξεκάθαροι ότι ήταν ο Γκορμπατσόφ, και όχι ο Γέλτσιν, όπως πολλοί ισχυρίζονται, ο οποίος πρώτος έδωσε ελευθερία λόγου και κινήσεως στους πολίτες της χώρας[...]Η περίοδος του Γέλτσιν χαρακτηρίζεται από μία όχι λιγότερο ανεύθυνη συμπεριφορά προς τη ζωή του λαού, αλλά με άλλους τρόπους. Στη βιασύνη του να έχει ιδιωτική, αντί για κρατική, ιδιοκτησία όσο το δυνατόν γρηγορότερα, ο Γέλτσιν ξεκίνησε μία μαζική, πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων εκποίηση της εθνικής περιουσίας».
Ο Αλεξάντρ Σολζενίτσιν πέθανε στις 3 Αυγούστου 2008 στην Μόσχα, σε ηλικία 89 ετών. Από τους δύο γάμους του είχε αποκτήσει τρία παιδιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου