Η Θεσσαλονίκη διανύει δύσκολες ώρες.
Τις πιο δύσκολες της μεταπολεμικής της ιστορίας ακόμα και από εκείνες του καταστροφικού σεισμού το 1978. Τότε ο εχθρός χτύπησε συντριπτικά μεν αλλά για κάποια δευτερόλεπτα. Τώρα, τούτος εδώ, αόρατος, πλήττει την πόλη ανελέητα και σε όλα τα επίπεδα, επί μέρες, εβδομάδες, ίσως συνεχίσει να το κάνει και για μήνες ακόμα.
Η Θεσσαλονίκη βρίσκεται στο μάτι του κυκλώνα. «Γιατί όμως η Θεσσαλονίκη;».
Έχουν δοθεί απαντήσεις επ’ αυτού και ερμηνείες τις οποίες ανάλογα κατά πως τον βολεύει, πολιτικά κυρίως, υιοθετεί ο κάθε ένας.
Πέραν του γενικότερου εφησυχασμού και της ψευδαίσθησης ότι ο ιός δεν θα επιστρέψει, υπήρξαν, υπό την ανοχή αρχών και κοινωνίας, γεγονότα που λειτούργησαν ως πυροκροτητές για την έκρηξη κρουσμάτων.
Τα συζητάν(μ)ε εκ των υστέρων όλοι στην πόλη, αλλά ίσως είναι αργά, ο εχθρός έχει εγκατασταθεί για τα καλά και δύσκολα, όπως δείχνουν οι καθημερινές μετρήσεις, θα εκδιωχθεί. Αναφέρουμε επιγραμματικά:
Έκαναν στραβά μάτια -αρχές και ποδοσφαιρικοί παράγοντες- όταν ο φίλαθλος «λαός» οργάνωνε συγκέντρωση και πορεία χιλιάδων νεαρών στο κέντρο της πόλης εν μέσω κορωνοϊού.
Επετράπη (άλλοι λένε ότι επιβλήθηκε από την τοπική εκκλησιαστική ηγεσία) η δοξολογία, ανήμερα του πολιούχου Αγίου Δημητρίου, στον ομώνυμο ναό με την συμμετοχή εκατοντάδων πιστών, δεκάδων ιερέων και μητροπολιτών, που πόζαραν δίχως μάσκα-ίσως για να αποδείξουν ότι ο ιός δεν μπαίνει στις εκκλησίες- και μερικές μέρες μετά παπάδες και δεσποτάδες έπεφταν στο κρεβάτι με κορωνοϊό.
Ένας εκ των συμμετεχόντων μάλιστα, μητροπολίτης, φέρεται να απέκρυπτε ότι ήταν φορέας για να μην «κάνει κακό στην εκκλησία».
Προκρίθηκε η λειτουργία της αγοράς στο εορταστικό πενθήμερο, με πιέσεις και «παρακλήσεις» τοπικών παραγόντων για λήψη μέτρων αφού περάσει η 28η Οκτωβρίου και μετά.
Και γέμισαν εκείνες τις μέρες τα καφέ και τα ουζερί του κέντρου και της παραλιακής με τολμηρούς ή αδαείς από όλη τη Μακεδονία, που έσπευσαν να προλάβουνένα «μεγάλο πάρτι» προτού έρθει το αναπόφευκτο lockdown.
Η «ιερή αγελάδα» της απίστευτα υπερτροφικής στην Θεσσαλονίκη εστίασης έπρεπε να ταϊστεί με κάθε τίμημα έστω και αν αυτό αφορούσε την δημόσια υγεία και πολλά λέγονται επ’ αυτού. Με αυτά και πολλά άλλα η Θεσσαλονίκη έφτασε στη σημερινή τραγική θέση.
Ποιος ευθύνεται για το ότι η πόλη δεν έβγαλε «άμυνα» στον επιτιθέμενο εχθρό; Είναι μόνο οι κυβερνώντες, που ολιγώρησαν, κυρίως ως προς την ενίσχυση των υποδομών υγείας, αλλά και στο ότι δεν κατέβασαν, ως όφειλαν, αντιστεκόμενοι στις όποιες πιέσεις της αγοράς, εγκαίρως «κεπέγκια;».
Έχει, βεβαίως, η κεντρική εξουσία τις ευθύνες της και καλώς της αποδίδονται αλλά μήπως έχει τις δικές της και η ηγεσία της πόλης;
Εκ πρώτης όψεως το ερώτημα φαίνεται να απαντάται (εύκολα) με ερώτηση του τύπου «σαν τι δηλαδή θα μπορούσε να κάνει;».
Να μπει μπροστά.
Να δώσει τη δική της μάχη για να πειστούν οι πολίτες να υπακούσουν, να συστρατευθούν στην κοινή προσπάθεια. Και αν χρειαστεί να υψώσει φωνή. Χρέος της είναι να βρει τους τρόπους με τους οποίους θα επικοινωνήσει και θα ευαισθητοποιήσει και θα ενεργοποιήσει τους πολίτες.
Το έπραξε με επιτυχία πριν δυο χρόνια όταν ξεσήκωσε την τοπική κοινωνία για τον περιβόητο από βορρά «εχθρό», για το Μακεδονικό, ας το κάνει και τώρα που ο πραγματικός εχθρός, έχει αλώσει ήδη την πόλη και την απειλεί με καταστροφή.
Το αντιλαμβανόμαστε όλοι μας: αν η κοινωνία δεν σταματήσει να παράγει με γεωμετρική πρόοδο ασθενείς και να τους στέλνει στα νοσοκομεία, όσες ΜΕΘ και να φτιάξουμε δεν πρόκειται να μας φτάσουν.
Ο πόλεμος διεξάγεται σε δύο μέτωπα: το ένα στα νοσοκομεία και το άλλο στην κοινωνία. Όσο μειώνονται τα κρούσματα στον πληθυσμό τόσο πιο αποτελεσματική θα είναι η και μάχη γιατρών και νοσοκόμων.
Αυτή θα είναι η μέγιστη συνεισφορά και βοήθεια όλων ημών των απέξω σε εκείνους που μάχονται στο πρώτο χαράκωμα.
Από αυτή την προσπάθεια αφύπνισης της κοινωνίας δεν πρέπει να απουσιάζει η ελίτ της πόλης, πολιτική, θρησκευτική, επιχειρηματική, δημοτική, πνευματική, μιντιακή-που μέχρι τώρα δείχνει να μην έχει κάνει διακριτή και αισθητή την παρουσία της.
Δεν είναι ώρα να υπερισχύσουν συντεχνιακά συμφέροντα. Δεν επιτρέπεται η υστερόβουλη σιωπή. Δεν βοηθούν οι κατάρες και οι αντιπολιτευτικές κραυγές, που θα ακουστούν όταν έρθει η ώρα – κανείς από τους ταγούς της δεν πρέπει να βγάλει την ουρά του απέξω, ούτε να κρυφτεί στο λαγούμι του.
Η πόλη πρέπει να αισθανθεί ότι διαθέτει στη δύσκολη μάχη ηγεσία, ικανή να την καθοδηγήσει για να βγει από το «πηγάδι». Το έχει ανάγκη, ο φόβος έχει φωλιάσει στις ψυχές των ανθρώπων.
Δεν γνωρίζω να υπήρξαν πρωτοβουλίες, πέρα από μια ακατάσχετη εκφορά καταγγελτικού λόγου.
Οι πάντες έχουν άποψη και τρέχουν να την καταθέσουν στις τηλεοπτικές κάμερες για το πόσες ΜΕΘ χρειάζεται το κάθε νοσοκομείο, αν θα πρέπει ή όχι οι νοσοκόμες να ενταχθούν στα βαρέα και ανθυγιεινά ή αν επιβάλλεται να γίνουν «εδώ και τώρα» προσλήψεις στην δημόσια υγεία, κ.α.
Και την ίδια ώρα στην παραλία η παραδοσιακή βόλτα πάει σύννεφο με τους μισούς περιπατητές, με το «Νο 6» στο χέρι να σουλατσάρουν, να «αθλούνται» με την μάσκα κάτω από το πηγούνι, ή και δίχως αυτή.
Δεν αρκούν οι κατάρες εναντίον της κεντρικής εξουσίας.
Είναι ώρες ευθύνης για όλους στην Θεσσαλονίκη και πρωτίστως της ηγεσίας της αν θέλει να μην της χρεωθεί, όταν περάσει αυτή η φουρτούνα, το (κατά Αυγουστίνο Καντιώτη) «εμετρήθης εζυγίσθης και ευρέθης ελλιπής». Αλλά και της ίδιας της κοινωνίας και του καθενός ξεχωριστά.
Αλλιώς, δεν θα κάνουμε όχι μόνο Χριστούγεννα, αλλά ούτε Πάσχα και καλοκαίρι, και πολλοί συνάνθρωποί μας, δυστυχώς, δεν θα γιορτάσουν ποτέ πια.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου