Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης (Ραμοβούνι, Μεσσηνία, 3 Απριλίου 1770 - Αθήνα, 4 Φεβρουαρίου 1843) ήταν Έλληνας αρχιστράτηγος και ηγετική μορφή της Επανάστασης του 1821, οπλαρχηγός, πληρεξούσιος, Σύμβουλος της Επικρατείας. Απέκτησε το προσωνύμιο Γέρος του Μοριά. Μετά θάνατον τιμήθηκε από την Ελληνική Πολιτεία με τον βαθμό του Στρατάρχη.
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης καταγόταν από φημισμένη οικογένεια. Το επώνυμο της οικογένειάς του αρχικά ήταν Τζεργίνης, όπως αναφέρει ο ίδιος στα απομνημονεύματά του, και στη Μεσσηνία ευρίσκοντο 60 οικογένειες με το ίδιο επώνυμο.[4]
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, στα υπαγορευμένα απομνημονεύματά του, δίνει σημαντικά στοιχεία για την ιστορία της οικογένειάς του πριν από αυτόν. Το αρχικό επώνυμό της ήταν Τζεργίνης. Στη συνέχεια ο Δήμος Τζεργίνης, που έζησε την εποχή της Βενετοκρατίας στην Πελοπόννησο (1685-1715), ονομάστηκε Μπότσικας (από τον οικισμό Καλύβια [μαντριά] Κότσικα> στονΤουρκολέκα Αρκαδίας). Ο γιος του Δήμου, Γιάννης, ήταν ο πρώτος της γενιάς του που υιοθέτησε το όνομα Κολοκοτρώνης. Κατά την οικογενειακή παράδοση ο Γιάννης ονομάστηκε αρχικά «Μπιθεγκούρας» (από προσωνύμιο που του αποδόθηκε από κάποιον Αρβανίτη, στα αρβανίτικα σημαίνει: αυτός που έχει δυνατά οπίσθια) και έμεινε στον ίδιο το όνομα «Κολοκοτρώνης», που είναι η ακριβής μετάφραση του αρχικού προσωνυμίου.[5] Ο Κολοκοτρώνης γεννήθηκε στο Ραμοβούνι της Μεσσηνίας, αν και η οικογένειά του ζούσε στο Λιμποβίσι Αρκαδίας και πέρασε τα παιδικά του χρόνια στον πύργο της Καστάνιτσας στη Μάνη. Τον πατέρα του τον έβλεπε πολύ σπάνια.Το όνομα Θεόδωρος ήταν καινούργιο στη γενιά του. Του το έδωσαν προς τιμήν του Ρώσου αξιωματικού Θεόδωρου Ορλώφ (Фёдор Григорьевич Орлов) ο οποίος κατά τη διάρκεια του της Ορλωφικής επανάστασης είχε γίνει πολύ αγαπητός, εξιστορώντας συνεχώς στους πληθυσμούς την αρχαία ελληνική δόξα. Τον βάφτισε ο Ιωάννης Παλαμήδης από τη Στεμνίτσα, πατέρας του Ρήγα Παλαμήδη.[6] Ο πατέρας του Θεόδωρου, Κωνσταντής Κολοκοτρώνης, πήρε μέρος στην ένοπλη εξέγερση των Ορλοφικών η οποία υποκινήθηκε από την Αικατερίνη Β΄ της Ρωσίας το 1770 και σκοτώθηκε μαζί με δύο αδελφούς και τον φημισμένο Παναγιώταρο στον πύργο της Καστάνιτσας από τους Τούρκους.
Από μικρός, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης ακολούθησε τον πατέρα του στις διάφορες περιπέτειές του. Σε ηλικία μόλις 15 ετών το 1785 μετακόμισε με τη μητέρα και τα αδέρφια του στο χωριό Άκοβος όπου ζούσε ο θείος του Αναγνώστης. Διορίστηκε αρματωλός εναντίον των κλεφτών που λυμαίνονταν την περιφέρεια του Λεονταρίου. Πέντε χρόνια αργότερα το 1790 παντρεύεται στον Άκοβο την κόρη προεστού του Ακόβου, Αικατερίνη Καρούτσου. Στον Άκοβο έζησε τα επόμενα 7 μέχρι το 1797 χρόνια σαν οικογενειάρχης και νοικοκύρης, απέκτησε κτήματα, σπίτι και περιουσία. Επίσης εκεί γεννήθηκαν τα πρώτα παιδιά του. Η δράση του Κολοκοτρώνη σιγά-σιγά απλώθηκε, μαζί με τη φήμη του, σ' όλη την Πελοπόννησο. Το 1802 είχε γίνει τόσο επικίνδυνος στους κατακτητές, ώστε ο βοεβόδας της Πάτρας πέτυχε να εκδοθεί σουλτανικό φιρμάνι που τον καταδίκαζε σε θάνατο και ανάθετε την εκτέλεση στους προεστούς, οι οποίοι αν δεν κατόρθωναν να τον σκοτώσουν θα εκτελούνταν οι ίδιοι.
Έχοντας αποκτήσει πείρα και στη θάλασσα ως κουρσάρος, το 1805 ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης πήρε μέρος στις ναυτικές επιχειρήσεις του ρωσικού στόλου κατά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο. Τον Ιανουάριο του 1806 και ενώ βρισκόταν στην Πελοπόννησο βγήκε διάταγμα δίωξής του. Αποτέλεσμα αυτού ήταν να ακολουθήσει πολύμηνη περιπετειώδης και δραματική καταδίωξή του από τους Τούρκους σε πολλά χωριά και πόλεις της Πελοποννήσου.[εκκρεμεί παραπομπή] Όταν οι κάτοικοι των Βερβένων αρνήθηκαν να συνδράμουν τους καταδιωκόμενους κλέφτες, αυτοί κατέστρεψαν το χωριό. Ο Κολοκοτρώνης αναφέρει το γεγονός στη Διήγησή του: «ἐστείλαμεν εἰς τὰ Βέρβενα νὰ μᾶς στείλῃ ψωμὶ καὶ ζωοτροφίας, καὶ αὐτοὶ μᾶς ἀποκρίθησαν: ἔχομε βόλια καὶ μπαροῦτι, καὶ ἐπήγαμε καὶ τοὺς 'χαλάσαμε.».[7] Κατάφερε τελικά, μαχόμενος, να διαφύγει με πλοιάριο, φεύγοντας από περιοχή στα δυτικά του Λακωνικού κόλπου και περνώντας στα ρωσοκρατούμενα Κύθηρα με ενδιάμεση στάση στην Ελαφόνησο λόγω κακοκαιρίας. Από το 1810 υπηρέτησε στο ελληνικό στρατιωτικό σώμα του αγγλικού στρατού στη Ζάκυνθο, όπου γρήγορα διακρίθηκε για τη δράση του εναντίον των Γάλλων και έφτασε στο βαθμό του ταγματάρχη.
Γράμμα του Κολοκοτρώνη στον Πλαπούτα (10 Ιουνίου 1822). Η εξάρτυση, τα όπλα και προσωπικά αντικείμενα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη Το 1818 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και τον Ιανουάριο του 1821 ξαναγύρισε στη Μάνη όπου άρχισε να προετοιμάζει την Επανάσταση στην Πελοπόννησο γνωρίζοντας ότι η ημέρα έναρξης ήταν η 25 Μαρτίου[8]. Βρέθηκε στην Καλαμάτα κατά την αναίμακτη κατάληψη της πόλης στις 23 Μαρτίου 1821 υπό τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη και την πομπώδη δοξολογία. Την επομένη κινήθηκε προς την Μεγαλόπολη με τον Νικηταρά και την 25η Μαρτίου το πρωί βρίσκονταν στον Κάμπο της Καρύταινας ή της Μεγαλόπολης. Ο Κολοκοτρώνης έμεινε στο χωριό Τετέμπεη ενώ ο Νικηταράς στα «πίσω χωριά» ή Σιαμπάζικα. Είχε οριστεί στις 25 Μαρτίου να βρίσκονται όλοι οι οπλαρχηγοί στις επαρχίες τους ώστε να κηρυχθεί η Επανάσταση, όπως και έγινε.[9]
Πρωταγωνίστησε σε πολλές στρατιωτικές επιχειρήσεις του Αγώνα, όπως στη νίκη στο Βαλτέτσι (13 Μαΐου 1821), στην άλωση της Τριπολιτσάς (23 Σεπτεμβρίου 1821), στην καταστροφή της στρατιάς του Δράμαλη στα Δερβενάκια (26 Ιουλίου 1822), όπου διέσωσε τον Αγώνα στην Πελοπόννησο, αφού πρυτάνευσαν η ευφυΐα και η τόλμη του στρατηγικού του νου. Οι επιτυχίες αυτές τον ανέδειξαν σε αρχιστράτηγο της Πελοποννήσου. Στη διάρκεια του Εμφυλίου πολέμου, πολλές φορές[εκκρεμεί παραπομπή] προσπάθησε να αμβλύνει τις αντιθέσεις ανάμεσα στους αντιπάλους, αλλά παρόλα αυτά δεν απέφυγε τη ρήξη. Μετά από ένοπλες συγκρούσεις, ο ίδιος και ο γιος του συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν στο Ναύπλιο.
Αξιοσημείωτη είναι η αναφορά του Κολοκοτρώνη στα απομνημονεύματά του σχετικά με την κατάληψη της Τριπολιτσάς:
Όταν έμβηκα εις την Τριπολιτσά, με έδειξαν τον Πλάτανο εις το παζάρι όπου εκρέμαγαν τους Έλληνας. Αναστέναξα και είπα: «Άιντε, πόσοι από το σόγι μου και από το έθνος μου εκρεμάσθηκαν εκεί», διέταξα και το έκοψαν.
Ο Σουλτάνος ζήτησε τη βοήθεια της Αιγύπτου για να καταστείλει την Επανάσταση, οπότε ο γιος του Μεχμέτ Αλή και διάδοχος του αιγυπτιακού θρόνου Ιμπραήμ αποβιβάστηκε το 1825 στην Πελοπόννησο. Η Σφακτηρία και το Ναβαρίνο έπεσαν στα χέρια των Αιγυπτίων και τότε ο Κολοκοτρώνης αποφυλακίστηκε για να αντιμετωπίσει τον Ιμπραήμ μαζί με τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη. Χωρίς πολυάριθμο στρατό ξεκίνησε και πάλι τον κλεφτοπόλεμο, που διήρκεσε ως το 1828, όταν στην Ελλάδα έφτασε το στράτευμα του στρατηγού Μεζόν με εντολή του Καρόλου Ι´ της Γαλλίας για να διασώσει την Ελλάδα από τα αιγυπτιακά στρατεύματα (η Γαλλική Εκστρατεία του Μωριά).
Η Γ' Εθνοσυνέλευση Ερμιόνης ονομάζεται Εθνοσυνέλευση με μέρος από τους πληρεξούσιους της Ελλάδας, η οποία έγινε από τις 18 Ιανουαρίου 1827 μέχρι τις 17 Μαρτίου 1827 στην Ερμιόνη Αργολίδας [1] [2]. Ο Κολοκοτρώνης συμμετείχε ως πληρεξούσιος στην τελευταία, τη ΙΖ' Συνεδρίαση της 17 Μαρτίου 1827.
Αξίζει να τονιστεί η στρατηγική φυσιογνωμία του Κολοκοτρώνη, καθώς διοικούσε τα στρατεύματα με ιδιοφυή τρόπο, χρησιμοποιώντας τις τακτικές του κλεφτοπολέμου, ώστε να μπορεί να αντεπεξέρχεται το στράτευμα στην αριθμητική υπεροχή του αντιπάλου. Ενδεικτικό της δυσκολίας του αγώνα του 1821 είναι το παρακάτω απόσπασμα από τα απομνημονεύματα του:
O Ιμπραΐμης μου επαράγγειλε μια φορά διατί δεν στέκω να πολεμήσωμεν (κατά μέτωπον). Εγώ του αποκρίθηκα, ας πάρη πεντακόσιους, χίλιους, και παίρνω και εγώ άλλους τόσους, και τότε πολεμούμε, ή αν θέλη ας έλθη και να μονομαχήσωμεν οι δύο. Αυτός δεν με αποκρίθηκε εις κανένα. Και αν ήθελε το δεχθή το έκαμνα με όλην την καρδιάν, διότι έλεγα αν χανόμουν, ας πήγαινα, αν τον χαλούσα, εγλύτωνα το έθνος μου.
Επίσης μεγάλη σημασία έδινε στην καταστροφή των πόρων (τροφές/ζωοτροφές) του αντιπάλου, καθώς και στην εξασφάλιση τροφής για το στράτευμα του. Αναγνώρισε πολλές φορές το έργο και τη σημασία των Ελλήνων κτηνοτρόφων, οι οποίοι εξασφάλιζαν με τα χιλιάδες ζώα τους τροφή για την υποστήριξη των μαχητών και γενικά της Επανάστασης.
Ως το τέλος της Επανάστασης, ο Κολοκοτρώνης συνέχισε να διαδραματίζει ενεργό ρόλο στα στρατιωτικά και πολιτικά πράγματα της εποχής.
Ο Κολοκοτρώνης στη νεκρική κλίνη. Υπήρξε ένθερμος οπαδός της πολιτικής του Καποδίστρια και πρωτοστάτησε στα γεγονότα για την ενθρόνιση του Όθωνα[εκκρεμεί παραπομπή].
Το 1832, μην αναγνωρίζοντας τη διοικητική επιτροπή[ασαφές], είχε προχωρήσει σε δημοπρασία την παραγωγή από τις εθνικές γαίες καθώς και ζήτησε την κατακράτηση της δεκάτης, ενώ είχε την εξουσία στην ύπαιθρο.[10]
Το 1833, όμως, οι διαφωνίες[ασαφές] του με την Αντιβασιλεία τον οδήγησαν, μαζί με άλλους αγωνιστές, πάλι στις φυλακές της Ακροναυπλίας στο Ναύπλιο με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας. Έτσι, στις 25 Μαΐου 1834, μαζί με τον Πλαπούτα, καταδικάστηκε σε θάνατο. Έλαβε χάρη μετά την ενηλικίωση του Όθωνα το 1835, οπότε και ονομάστηκε στρατηγός και έλαβε το αξίωμα του «Συμβούλου της Επικρατείας». Στα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Κολοκοτρώνης υπαγόρευσε στον Γεώργιο Τερτσέτη τα «Απομνημονεύματά» του, που κυκλοφόρησαν το 1851 με τον τίτλο Διήγησις συμβάντων της ελληνικής φυλής από τα 1770 έως τα 1836 και τα οποία αποτελούν πολύτιμη πηγή για την Ελληνική Επανάσταση. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης πέθανε στις 4 Φεβρουαρίου 1843 το πρωί, από εγκεφαλικό επεισόδιο, έχοντας επιστρέψει από γλέντι στα βασιλικά ανάκτορα, όπου τα τελευταία χρόνια ήταν υπασπιστής του Όθωνα.[11][12][13]
Το ταφικό μνημείο του Κολοκοτρώνη στο Α΄ Νεκροταφείο της Αθήνας Ο Κολοκοτρώνης κηδεύτηκε με κάθε επισημότητα στην Αθήνα. Το φέρετρο με το νεκρό του ακολούθησε πομπή χιλιάδων λαού σε μια κατανυκτική διαδρομή που διήλθε από τις οδούς Ερμού και Αιόλου για να καταλήξει στον –τότε- Μητροπολιτικό Ναό της Αγίας Ειρήνης, όπου και τελέσθηκε η νεκρώσιμη ακολουθία. Γύρω του βρίσκονταν όλοι οι εναπομείναντες εν ζωή συμπολεμιστές του, όπως οι Γεώργιος Κουντουριώτης, Τζαβέλας, Δημήτρης Πλαπούτας, Ρήγας Παλαμήδης, Μακρυγιάννης, Γιατράκος, Δεληγιάννης κ.α. Στα πόδια του είχε εναποτεθεί μια τουρκική σημαία για να συμβολίζει τις μεγάλες του νίκες επί των Οθωμανών καθόλη τη διάρκεια της επανάστασης. Συντετριμμένοι παρακολούθησαν την τελετή οι δυο γιοι του «Γέρου του Μωριά», ο Γενναίος και ο Κολίνος που αναλύθηκαν σε λυγμούς τη στιγμή που εκφωνούνταν οι επικήδειοι λόγοι, ενώ ο δεύτερος έχασε και τις αισθήσεις του[14].
Σημείο αναφοράς της ομιλίας του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη στη Πνύκα (1838) αποτελεί το παρακάτω απόσπασμα:
Όταν αποφασήσαμε να κάμομε την Επανάσταση, δεν εσυλογισθήκαμε, ούτε πόσοι είμεθα, ούτε πως δεν έχομε άρματα, ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις, ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε: «Που πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιταροκάραβα βατσέλα;», αλλά , ως μία βροχή, έπεσε σε όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας, και όλοι, και οι κληρικοί, και οι προεστοί, και οι καπεταναίοι, και οι πεπαιδευμένοι, και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις αυτό το σκοπό και εκάμαμε την Επανάσταση.
Οι Τούρκοι κυνήγησαν την οικογένειά του, η οποία αναγκάστηκε να φύγει από τον πύργο -Ο Θεόδωρος ήταν τότε δέκα χρόνων-και να βρει καταφύγιο στη Μηλιά της Μάνης.Ο Κολοκοτρώνης ήταν παντρεμένος από το 1790 με την Αικατερίνη Καρούτσου, κόρη του προεστού και Μορόγιαννη του Άκοβου, Δημητρίου Καρούτσου[15]. Παιδιά του με την Αικατερίνη ήταν ο Γενναίος (Ιωάννης), που έγινε στρατιωτικός και μετέπειτα πρωθυπουργός, ο Κωνσταντίνος, ο Πάνος, που δολοφονήθηκε το 1824, και η Ελένη, σύζυγος του Νικήτα Δικαίου. Ο Κολοκοτρώνης είχε έναν ακόμη γιο τον επίσης Πάνο Κολοκοτρώνη που τον απέκτησε εκτός γάμου με τη Μαργαρίτα Βελισσάρη, κόρη του Αγγελή Βελισσάρη.[16] Έγινε αξιωματικός και διοικητής της σχολής Ευελπίδων.
Ο Κολοκοτρώνης σε έργο του λαϊκού ζωγράφου Θεόφιλου με πρότυπο πίνακα του Πέτερ φον Ες (1933). Μουσείο Θεόφιλου. Η κοινή αποδοχή που είχε αποκτήσει ο Κολοκοτρώνης χάρη στις στρατηγικές του ικανότητες κατά τα πρώτα έτη της Επανάστασης και κυρίως με τη νίκη του επί του Δράμαλη το 1822 εφθάρη τα επόμενα χρόνια με την εμπλοκή του στις εμφύλιες συγκρούσεις και την ανάδειξή του στα κατοπινά χρόνια ως ηγετικής μορφής μίας από τις αντιπαρατιθέμενες μερίδες στην Ελλάδα, έως ότου η αμνήστευσή του από τον Όθωνα και η ένταξή του στο βασιλικό περιβάλλον σήμαναν την καταπράυνση των χρόνιων αυτών αντιπαλοτήτων.[17] Στον κύκλο του Κολοκοτρώνη βρίσκονταν αρκετοί συγγραφείς, όπως ο Αμβρόσιος Φραντζής, ο Φωτάκος κ.ά, αποκαλούμενοι υποτιμητικά «Κολοκοτρωνιστές» από τους επικριτές του, που συνέγραψαν την ιστορία της επανάστασης αποδίδοντας πρωταγωνιστικό ρόλο στον Κολοκοτρώνη, ο οποίος, ωστόσο, βρέθηκε στο στόχαστρο των επικρίσεων των προκρίτων που ασχολήθηκαν με την καταγραφή των επαναστατικών γεγονότων.[18] Ήδη στα μέσα του 19ου με τη συμβολή κυρίως του Τερτσέτη και άλλων, που διέσωσαν ανέκδοτα περιστατικά του βίου του, είχε αρχίσει να σχηματίζεται μια εικόνα για τον Κολοκοτρώνη με βασικά χαρακτηριστικά τη λαϊκή σοφία και πονηριά, που εμπεδώθηκε το υπόλοιπο του αιώνα σε πλήθος εκθειαστικών βιογραφιών και άλλων αφηγήσεων για την Επανάσταση.[19] Παράλληλα, η μορφή του Κολοκοτρώνη ξεκίνησε να θεωρείται προσωποποίηση του ελληνικού έθνους, με βάση τη μυθική εικόνα που ο ίδιος είχε παρουσιάσει στη Διήγησή του ως ακατάπαυστα αντιστεκόμενου στην οθωμανική εξουσία, που υιοθετούσε μια ηρωική αντίληψη της κλέφτικης δράσης και των κινήτρων του, εξέλιξη που αντικατοπτρίστηκε στον εξωραϊσμό των διαδεδομένων απεικονίσεών του.[20]
Η κοινή αυτή αποδοχή του Κολοκοτρώνη διαταράχθηκε το Μεσοπόλεμο, όταν ο Γιάννης Βλαχογιάννης επαναδιατύπωσε τις κατηγορίες των Ρουμελιωτών κατά των Μοραϊτών κλεφτών, αλλά μόνο πρόσκαιρα, χάρη στην αφηρωιστική απολογητική υπέρ του Κολοκοτρώνη από Πελοποννήσιους λογίους και στην ευρεία διάδοση της μυθιστορηματικής βιογραφίας του Σπύρου Μελά, Ο Γέρος του Μωριά, του 1931.[21] Η υιοθέτηση διαφορετικών στάσεων από τον Κολοκοτρώνη σε διάφορες στιγμές της ζωής του απέναντι στη βασιλεία, τους ξένους και τους κοτζαμπάσηδες επέτρεψε την κατά περίπτωση ιδεολογική επίκλησή του.[22] Η στρατευμένη, μη ακαδημαϊκή αριστερή ιστοριογραφία υιοθέτησε το πορτραίτο του Κολοκοτρώνη που είχε φιλοτεχνηθεί από την παραδοσιακή ιστοριογραφία τροποποιώντας το σε εκείνο του ανυπότακτου λαϊκού αγωνιστή, ιδίως τα χρόνια της αντίστασης και του εμφυλίου πολέμου, και κατά τη μετεμφυλιακή περίοδο της δίωξης των κομμουνιστών του διωκόμενου για τις σχέσεις με τη Ρωσία.[23]
Η μορφή του Κολοκοτρώνη έχει χρησιμοποιηθεί ευρέως στην Ελλάδα σε νομίσματα, στην εκπαίδευση και στο χώρο της τέχνης, αλλά και για την ονοματοδοσία διαφόρων τοποσήμων και έχει αποτυπωθεί σε πολλές ελληνικές πόλεις σε προτομές και ανδριάντες, οι πιο γνωστοί από τους οποίους είναι οι ορειχάλκινοι έφιπποι ανδριάντες του, που φιλοτεχνήθηκαν από το Λάζαρο Σώχο και ανεγέρθηκαν στην Αθήνα και στο Ναύπλιο το 1901 και το 1904 αντίστοιχα.[24] Σε ψηφοφορία που οργάνωσε ο τηλεοπτικός σταθμός ΣΚΑΪ για την ανάδειξη του «μεγαλύτερου Έλληνα» το 2008, ο Κολοκοτρώνης ήρθε τρίτος σε ψήφους, επιβεβαιώνοντας την εθνική απήχηση της προσωπικότητάς του.[25]