Τετάρτη, 24 Φεβρουαρίου, 2021
Μία από τις πιο σημαντικές αλλαγές στην ατζέντα των ΗΠΑ είναι η ανάδειξη της κλιματικής κρίσης ως άμεσης προτεραιότητας της χώρας. Τα κυβερνητικά διατάγματα του προέδρου Μπάιντεν για το κλίμα επέτρεψαν σε όλους να αναπνεύσουν με ανακούφιση μετά μία τετραετία. Αποτελούν ένα ηχηρό μήνυμα προς την παγκόσμια κοινότητα για τις προθέσεις της κυβέρνησης: η Αμερική επιστρέφει στο παιχνίδι.
Για να μπορέσουν να κάνουν μια αποτελεσματική κίνηση στο πλαίσιο των παγκόσμιων πρωτοβουλιών, οι ΗΠΑ πρέπει να ξεπεράσουν τις προηγούμενες προσδοκίες. Με την τοποθέτηση του Τζον Κέρι ως ειδικού απεσταλμένου της χώρας για το κλίμα, ο πρόεδρος Μπάιντεν θέλει να αποδείξει την αξιοπιστία των ΗΠΑ στην καταπολέμηση της υπερθέρμανσης του πλανήτη. Ο Κέρι, πρώην υπουργός Εξωτερικών, ήταν διαμεσολαβητής στις διαπραγματεύσεις της συνόδου του Παρισιού για το κλίμα το 2015. Σε δηλώσεις του στο BBC τόνισε πως έχει χαθεί ήδη ένα πολύ σημαντικό χρονικό διάστημα εξαιτίας της πολιτικής του Τραμπ, ο οποίος «δεν πίστευε στην κλιματική κρίση».
Ο τέως πρόεδρος Τραμπ, με την έναρξη της θητείας του, απέσυρε τις ΗΠΑ από τη Συμφωνία του Παρισιού με τη δικαιολογία πως επέτρεπε σε Κίνα και Ινδία, τις δύο χώρες με τις υψηλότερες εκπομπές ρύπων, να καταναλώνουν ελεύθερες ορυκτά καύσιμα. Κατά τον ίδιο η κλιματική αλλαγή είναι μια «απάτη».
Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τις υποσχέσεις του για μια «ενεργειακά αυτόνομη» Αμερική που αγγίζουν τα όρια του φανταστικού, δημιούργησε ένα ντόμινο αρνητικών μεταρρυθμίσεων: σταθμούς παραγωγής ενέργειας μέσω καύσης άνθρακα και εκπομπές μεθανίου, παροπλισμό της επιστημονικής κοινότητας που επικεντρώνεται στην έρευνα για το κλίμα, καθώς και παροχή μεγάλων τμημάτων δημόσιας γης για την εκμετάλλευση πετρελαίου και φυσικού αερίου.
Το αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής ήταν η οπισθοδρόμηση των ΗΠΑ κατά τέσσερα χρόνια στη «μάχη του κλίματος».
Σύμφωνα με τον ανεξάρτητο πάροχο δεδομένων Rhodium Group, οι σημαντικές ανατροπές της πολιτικής για το κλίμα από την κυβέρνηση Τραμπ θα μπορούσαν να προσθέσουν 1,8 γιγατόνους διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα έως το 2035. Αυτός ο σωρευτικός αντίκτυπος ισοδυναμεί με σχεδόν το ένα τρίτο όλων των εκπομπών των ΗΠΑ το 2019.
Η κυβέρνηση Τραμπ κατάφερε μέσα σε μία τετραετία να διακόψει τις κυβερνητικές μελέτες σχετικά με το κλίμα, μείωσε την επιρροή της επιστημονικής κοινότητας στις αποφάσεις και σε ορισμένες περιπτώσεις άσκησε ακόμη και πίεση στους ερευνητές να μη μιλούν δημόσια για την ίδια τους την έρευνα.
Η πολιτική ηγεσία αμφισβήτησε και απαξίωσε τα επιστημονικά ευρήματα που σχετίζονται με το περιβάλλον και τη δημόσια υγεία, καθώς βρίσκονταν σε αντίθεση με τα συμφέροντα των βιομηχανιών εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων.
Η Σύνοδος Κορυφής για το κλίμα, που πρόκειται να φιλοξενηθεί στις ΗΠΑ στις 22 Απριλίου (Ημέρα της Γης), είναι η ύστατη ευκαιρία για τις εξαιρετικά διαιρεμένες μέχρι πρότινος ΗΠΑ να παρουσιάσουν τους στόχους τους. Η εθνική σύμβουλος του Μπάιντεν για το κλίμα, Τζίνα Μακάρθι, δήλωσε τον Ιανουάριο ότι εκείνη είναι πρωταρχικά υπεύθυνη για την επίβλεψη της κυβερνητικής προσπάθειας να καταρτίσει τις δεσμεύσεις της για τη μείωση των εκπομπών έως το 2030, πριν από τη Σύνοδο Κορυφής.
Οι στόχοι που αναμένεται να ανακοινωθούν δεν πρέπει μόνο να στοχεύουν στη διόρθωση της πολιτικής Τραμπ, αλλά και να υπερβαίνουν τις προσδοκίες παλαιότερων ετών, με σοβαρές επενδύσεις στις επιχειρήσεις και την τεχνολογία «πράσινης» ενέργειας, καθώς και την προώθηση προγραμμάτων έρευνας και αξιοποίησης ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Παράλληλα, θα πρέπει να παρασχεθούν ξανά στην επιστημονική κοινότητα το κεφάλαιο και η υποστήριξη που απαιτείται για να γίνουν οι ΗΠΑ πρωτοπόρες στην έρευνα και στον αγώνα για το κλίμα.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου