Τετάρτη, 24 Μαρτίου, 2021
Ιωάννης Καποδίστριας | |
---|---|
Ο Ιωάννης Καποδίστριας | |
Κυβερνήτης της Ελλάδος | |
Περίοδος 26 Ιανουαρίου 1828 [1] – 9 Οκτωβρίου (27 Σεπτεμβρίου) 1831 | |
Πρωθυπουργός | Κυβέρνηση Ιωάννη Καποδίστρια |
Προκάτοχος | Αντικυβερνητική Επιτροπή |
Διάδοχος | Διοικητική Επιτροπή της Ελλάδος 1831 |
Υπουργός Εξωτερικών της Ρωσικής Αυτοκρατορίας | |
Περίοδος 1815 – 1822 | |
Μονάρχης | Αλέξανδρος Α΄ |
Προκάτοχος | Νικολάι Ρουμυάντσεφ |
Διάδοχος | Καρλ Νέσελροντ |
Προσωπικά στοιχεία | |
Γέννηση | 10 Φεβρουαρίου 1776, Κέρκυρα, Δημοκρατία της Βενετίας |
Θάνατος | 9 Οκτωβρίου 1831 (55 ετών), Ναύπλιο |
Εθνικότητα | Έλληνας |
Υπηκοότητα | Ρωσική Αυτοκρατορία και Ελλάδα |
Πολιτικό κόμμα | Ρωσικό κόμμα |
Σπουδές | Πανεπιστήμιο της Πάδοβας |
Επάγγελμα | πολιτικός διπλωμάτης ιατρός |
Βραβεύσεις | Τάγμα του Λευκού Αετού (1818) Τάγμα της Αγίας Άννης, Β΄ Τάξη Τάγμα του Αγίου Βλαδίμηρου, Α΄ Τάξη Τάγμα του Αγίου Αλεξάνδρου Νιέφσκι τάγμα του Αγίου Ανδρέα Λεγεώνα της Τιμής (1819) τάγμα του Ελέφαντα Τάγμα του Μαύρου Αετού |
Υπογραφή | |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Κόμης Ιωάννης Καποδίστριας (ρωσικά: граф Иоанн Каподистрия, ιταλικά: Giovanni Capodistria[2]) (Κέρκυρα, 10 Φεβρουαρίου 1776 – Ναύπλιο, π.ημ. 27 Σεπτεμβρίου / ν.ημ. 9 Οκτωβρίου 1831) ήταν Έλληνας διπλωμάτης και πολιτικός. Διετέλεσε υπουργός Εξωτερικών της Ρωσικής Αυτοκρατορίας και αργότερα πρώτος Κυβερνήτης του νέου ελληνικού κράτους κατά τη μεταβατική περίοδο κατά την οποία η χώρα τελούσε υπό την προστασία των Μεγάλων Δυνάμεων.
Καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια με πολιτική παράδοση, γι' αυτό και αναμείχθηκε με την πολιτική ήδη από το 1803 οπότε και διορίστηκε γραμματέας της επικράτειας της Ιονίου Πολιτείας. Με την κατάληψη των Επτανήσων από τους Γάλλους αποσύρθηκε και εντάχθηκε στη ρωσική διπλωματική υπηρεσία. Εκεί ανέλαβε σημαντικές θέσεις καταφέρνοντας να αναδειχθεί σε υπουργό Εξωτερικών της Ρωσικής Αυτοκρατορίας από το 1815 έως το 1822, οπότε και υποχρεώθηκε σε παραίτηση λόγω της Επανάστασης του 1821. Στις 14 Απριλίου 1827 η Εθνική Συνέλευση της Τροιζήνας τον εξέλεξε με επταετή θητεία πρώτο κυβερνήτη της Ελλάδας, θέση από την οποία ήρθε σε τριβή με τους τοπικούς αξιωματούχους με αποτέλεσμα τη δολοφονία του στις 9 Οκτωβρίου 1831, στο Ναύπλιο, από τον αδελφό και τον γιο του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, σε αντίποινα της φυλάκισης του τελευταίου.
Ως κυβερνήτης ανακήρυξε την ίδρυση της Ελληνικής Πολιτείας και προώθησε σημαντικές μεταρρυθμίσεις για την αναδιοργάνωση της κρατικής μηχανής, καθώς και για τη θέσπιση του νομικού πλαισίου της νέας πολιτείας. Επίσης, αναδιοργάνωσε τις ένοπλες δυνάμεις σε τακτικά σώματα υπό ενιαία διοίκηση. Προσπάθησε και πέτυχε παράλληλα την επέκταση των συνόρων του νέου κράτους και την κατοχύρωση της ελληνικής ανεξαρτησίας.
Πρώιμα χρόνια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Γεννήθηκε στην Κέρκυρα στις 10 Φεβρουαρίου του 1776 και ήταν το έκτο παιδί[α] του Αντωνίου - Μαρία Καποδίστρια, δικηγόρου (σπουδασμένου στην Πάντοβα) στο επάγγελμα, και της Αδαμαντίας (Διαμαντίνας) Γονέμη, κόρης αριστοκρατικής οικογένειας με καταγωγή από την Κύπρο.[3] Καταγόταν από παλιά κερκυραϊκή οικογένεια και συγκεκριμένα από τους Καποδίστρια της Συνοικίας των Τειχών (de la contrada delle mura). Η καταγωγή των Καποδίστρια ήταν από το ακρωτήριο Ίστρια της Αδριατικής (Capo d'Istria), ενώ κατ' άλλους από τη Βενετία. Το αρχικό της όνομα ήταν Βιττόρι, ενώ πρώτος ονομάστηκε Καποδίστριας ο Βίκτωρ Βιττόρι που κατέφυγε το 1373 στην Κέρκυρα για πολιτικούς λόγους. Το 1477 η οικογένεια αναφέρεται στην Χρυσή Βίβλο (Libro d'oro) των ευγενών της νήσου, ως καθολική.[4] Όλοι οι απόγονοι του Νικολάου και Αντωνίου Καποδίστρια είχαν το δικαίωμα να φέρουν τον τίτλο του κόμητος, τίτλος που τους είχε απονείμει ο Κάρολος Εμμανουήλ Β΄, δούκας της Σαβοΐας, το 1689.[β] Η αναγνώριση του τίτλου από τη Δημοκρατία της Βενετίας πραγματοποιήθηκε μόλις την 1η Ιουλίου 1796. Η οικογένεια Γονέμη ήταν γραμμένη στη Χρυσή Βίβλο από το 1606. Ανάδοχός του ήταν ο Κώστας Αδάμης.
Φοίτησε στο μοναστήρι της Αγίας Ιουστίνης της Γαρίτσας, όπου έμαθε Λατινικά, Ιταλικά και Γαλλικά και στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στη Βενετία. Την περίοδο 1795–1797 σπούδασε Ιατρική στο πανεπιστήμιο ("Πανδιδακτήριο") της Πάντοβα[5][6]. Στις 12 Απριλίου 1799 διορίστηκε, από τον ναύαρχο Καντίρ, διευθυντής του οθωμανικού νοσοκομείου.[εκκρεμεί παραπομπή]
Ιόνιος Πολιτεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η πρώτη ανάμειξή του με την πολιτική σκηνή της Ιονίου Πολιτείας πραγματοποιήθηκε τον Απρίλιο του 1801, όταν και κλήθηκε να αντικαταστήσει τον πατέρα του, Αντώνιο - Μαρία Καποδίστρια, στην αποστολή που είχε αναλάβει μαζί με τον Νικόλαο Σιγούρο για την αποκατάσταση της τάξης στην Κεφαλονιά. Στις 27 Απριλίου 1801 αποβιβάστηκε μαζί με τον Σιγούρο στην Κεφαλονιά και με την ιδιότητα των αυτοκρατορικών επιτρόπων έπαυσαν τις τοπικές αρχές αναλαμβάνοντας οι ίδιοι προσωπικά την διοίκησή του νησιού. Στις αρχές Σεπτεμβρίου, και αφού είχε αποκατασταθεί πλήρως η τάξη, επέστρεψαν στην Κέρκυρα. Έναν χρόνο αργότερα συμμετέχει στην ίδρυση του Εθνικού Ιατρικού Συλλόγου, του οποίου διετέλεσε γραμματέας, ενώ τον Οκτώβριο του ίδιου έτους κλήθηκε να μεταβεί, για άλλη μια φορά, στην Κεφαλονιά προκειμένου να αποκαταστήσει την ομαλότητα.
Τον Απρίλιο του 1803 αναλαμβάνει την θέση του γραμματέα του κράτους στο τμήμα εξωτερικών υποθέσεων έχοντας ως αρμοδιότητα την αλληλογραφία με τους επιτετραμμένους της Δημοκρατίας στο εξωτερικό.[γ] Στις 24 Νοεμβρίου εκφώνησε εκ μέρους της Γερουσίας τον επικήδειο του Σπυρίδωνος Γεωργίου Θεοτόκη, προέδρου της Επτανησιακής Γερουσίας. Τον Μάρτιο του 1804 τιμήθηκε με τον βαθμό του κρατικού συμβούλου 6ου βαθμού από τον Τσάρο Αλέξανδρο.[7] Τον Μάιο του 1805, ύστερα από πρόταση του Ρώσου πληρεξούσιου, η Γερουσία εξέλεξε δεκαμελή επιτροπή, στην οποία συμπεριλαμβανόταν και ο Ιωάννης Καποδίστριας, προκειμένου να συντάξει έκθεση με τις διατάξεις του συντάγματος που θα έπρεπε να αναθεωρηθούν. Η έκθεση παραδόθηκε τον επόμενο χρόνο και οι μεταρρυθμίσεις εγκρίθηκαν λίγους μήνες αργότερα. Τον Μάιο του 1806 έληξε η θητεία του ως γραμματέα του κράτους και τον επόμενο μήνα ανέλαβε τη διεύθυνση της δημόσιας σχολής της Δημοκρατίας, που είχε ιδρυθεί με δική του πρωτοβουλία.
Στις εκλογές του 1806 ο Ιωάννης Καποδίστριας εξελέγη όγδοος σε ψήφους στην Κέρκυρα. Ο Καποδίστριας διατηρούσε άριστες σχέσεις με τον Ρώσο πληρεξούσιο Γεώργιο Δ. Μοτσενίγο, του οποίου ήταν προστατευόμενος. Εξελέγη γραμματέας της Γερουσίας και στη συνέχεια γραμματέας και εισηγητής της επιτροπής που θα συνέτασσε το σχέδιο του νέου συντάγματος.[8] Από τη θέση αυτή ήρθε σε διαφωνία με τον Ρώσο πληρεξούσιο, καθώς οι αλλαγές που πρότεινε ο πρώτος ήταν κατά πολύ πιο φιλελεύθερες σε σχέση με αυτές της ρωσικής αυλής. Παρ' όλα αυτά και μπροστά στο αδιέξοδο που δημιουργήθηκε ο Καποδίστριας εισηγήθηκε στη γερουσία την ψήφιση του συντάγματος με το επιχείρημα ότι κανένα άλλο σύνταγμα δεν είχε εγκριθεί και ότι μόνο αυτό που είχε προτείνει ο Μοτσενίγος θα τύγχανε έγκρισης από τη ρωσική αυλή.
Στις 2 Ιουνίου 1807 η γερουσία τον διόρισε έκτακτο επίτροπο στην Αγία Μαύρα (Λευκάδα) με ουσιαστικό σκοπό την άμυνα του νησιού από τους Οθωμανούς.[8] Ουσιαστικά βρισκόταν υπό τις διαταγές του Ρώσου στρατηγού, ανήκε δηλαδή στη ρωσική υπηρεσία. Μαζί με τον Καποδίστρια έφτασαν 300 Ρώσοι στρατιώτες, καθώς και ο μητροπολίτης Άρτας Ιγνάτιος. Υπό την προστασία των Ρώσων συνεργάστηκε με τους αρματολούς, οργανώνοντας μάλιστα και την περίφημη μυστική συνέλευση των κλεφτοαρματολών όπου συμμετείχαν όλοι οι οπλαρχηγοί που είχαν καταφύγει στη Λευκάδα (Βαρνακιώτης, Μπουκουβάλας, Μπότσαρης).[9] Στη συνέλευση αυτή, ο Καποδίστριας αναγνώρισε τον Αντώνη Κατσαντώνη ως γενικό αρχηγό των κλεφτών στη Δυτική Ελλάδα. Όμως η συνθήκη του Τιλσίτ που συνομολογήθηκε μεταξύ Ρώσων και Γάλλων επανέφερε το παλαιό καθεστώς, με αποτέλεσμα ο Καποδίστριας να ανακληθεί πίσω στην Κέρκυρα και οι Έλληνες οπλαρχηγοί να απομονωθούν, παρά τις ρητές οδηγίες του προς τη Γερουσία με τις οποίες συμβούλευε το σώμα να κρατήσει ανεκτική στάση απέναντι στους κλέφτες, έτσι ώστε οι τελευταίοι αφενός να φθείρουν τα στρατεύματα του Αλή Πασά και αφετέρου να τον κρατούν μακριά από τη Λευκάδα.[10]
Αν και ο Γάλλος στρατηγός Μπερτιέ (Berthier) του προσέφερε αξιώματα, ο Καποδίστριας αρνήθηκε να τα δεχτεί προσμένοντας κάποια καλύτερη πρόταση από τη Ρωσία, με τους αξιωματούχους της οποίας διατηρούσε άριστες σχέσεις.[5]
Διπλωματική σταδιοδρομία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η πρόταση που περίμενε από τη Ρωσία ήρθε τον Μάιο του 1808, όταν ο κόμης Νικόλαος Πέτροβιτς Ρουμιάντσεφ, επικεφαλής του Υπουργείου Εξωτερικών της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, του έστειλε επιστολή με την οποία, αφού του ανακοίνωνε ότι τιμήθηκε με τον τίτλο του ιππότη Β' Τάξεως του τάγματος της Αγίας Άννας, τον προσκαλούσε στην Αγία Πετρούπολη, όπου έφτασε τον Ιανουάριο του επόμενου έτους. Τελικώς διορίστηκε στο Υπουργείο Εξωτερικών ως κρατικός σύμβουλος. Αφού παρέμεινε για δύο χρόνια στην Αγία Πετρούπολη, διορίστηκε στις 20 Αυγούστου 1811 ακόλουθος στην πρεσβεία της Βιέννης, θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι τον Μάιο του 1812. Επόμενος σταθμός στην πορεία του ήταν το Βουκουρέστι, όπου διορίστηκε ως αξιωματούχος με πολιτικά καθήκοντα στη στρατιά του Δούναβη.[5] Εκεί συνδέθηκε με τον ναύαρχο Τσιτσαγκώφ, του οποίου έγινε σύμβουλος και διευθυντής του διπλωματικού του γραφείου.[11] Για τις υπηρεσίες του αυτές τιμήθηκε με τον βαθμό του κρατικού συμβούλου εν ενεργεία. Την ίδια εποχή ο ναύαρχος Τσιτσαγκώφ αντικαταστάθηκε λόγω δυσμένειας από τον στρατηγό Μπάρκλει ντε Τόλλυ (Barclay de Tolly) χωρίς όμως αυτό να επηρεάσει τον Καποδίστρια, στον οποίο απονεμήθηκε το παράσημο Γ' Τάξεως του Αγίου Βλαδίμηρου. Τον Οκτώβριο του 1813 παρασημοφορήθηκε από τον Τσάρο με τον Μεγαλόσταυρο της Αγίας Άννας.
Η άνοδος του Καποδίστρια στη ρωσική αυτοκρατορική Αυλή επιβεβαιώθηκε με τον διορισμό του πρώτου από τον Τσάρο Αλέξανδρο ως μυστικού απεσταλμένου στην Ελβετία με σκοπό να προσεταιριστεί την φιλικά προσκείμενη προς την Γαλλία κυβέρνηση. Εκτός από τον Καποδίστρια, διορίστηκε και ο βαρόνος Λεμπτσέλτερν (Lebzeltern), εκ μέρους της αυστριακής πλευράς, καθώς η αποστολή ήταν κοινή.[12] Παρόλα αυτά οι σκοποί δεν ήταν ακριβώς ίδιοι, καθώς οι Ρώσοι ενδιαφέρονταν να εξασφαλίσουν την ουδετερότητα και την ανεξαρτησία της Ελβετίας, ενώ οι Αυστριακοί να εγκαθιδρύσουν φίλα προσκείμενη κυβέρνηση και να εξασφαλίσουν άδεια διέλευσης των αυστριακών στρατευμάτων από την ελβετική επικράτεια. Ο Λεμπτσέλτερν εργάστηκε μυστικά υπό τις οδηγίες του Μέτερνιχ προκειμένου να επιτύχει τους σκοπούς του. Στις 20 Δεκεμβρίου 1813 κάλεσε τον Καποδίστρια και του ζήτησε να υπογράψει διακοίνωση, με την οποία τα συμμαχικά στρατεύματα θα επιτρεπόταν να εισέλθουν στην ελβετική επικράτεια μέχρι να εξασφαλίσουν τα εδάφη που η Γαλλία είχε αποσπάσει από την Ελβετία. Ο Καποδίστριας, αντιλαμβανόμενος ότι η διακοίνωση ήταν έργο της αυστριακής κυβέρνησης, αρνήθηκε να την υπογράψει, αλλά λίγο αργότερα άλλαξε γνώμη.[13] Αφού την υπέγραψε εκ μέρους της ρωσικής πλευράς, αποχώρησε για τη Βάδη, όπου βρισκόταν το στρατηγείο του Τσάρου. Ο τελευταίος περίμενε ότι ο Καποδίστριας δεν θα είχε υπογράψει τη διακοίνωση. Εξεπλάγη, όμως, όταν ο νεαρός διπλωμάτης του ανέφερε ότι έπραξε το αντίθετο. Σύμφωνα με τον Καποδίστρια, η ανακοίνωση της διακοίνωσης και η εισβολή του αυστριακού στρατού στην Ελβετία, θα είχαν ως αποτέλεσμα τον διχασμό των κατοίκων και παράλληλα να παρουσιαστούν οι Αυστριακοί ως υποκινητές πραξικοπήματος. Συνέστησε μάλιστα στον Τσάρο να ζητήσει την αποκήρυξη της διακοίνωσης, μιας και οι Αυστριακοί δε θα μπορούσαν να επικαλεστούν την υπογραφή του μυστικού πράκτορά τους, πράγμα το οποίο και έγινε. Το αποτέλεσμα των διπλωματικών κινήσεων του Καποδίστρια ήταν οι Αυστριακοί να χάσουν κάθε έρεισμα στην Ελβετία, η οποία εξασφάλισε την ουδετερότητα και την ανεξαρτησία της.[13]
Οι διπλωματικές εξελίξεις στη Ζυρίχη συνεχίζονταν χωρίς όμως κάποιο συγκεκριμένο αποτέλεσμα, αφού τα ομόσπονδα κράτη της Ελβετίας διαφωνούσαν μεταξύ τους. Ο Τσάρος Αλέξανδρος διόρισε τον Καποδίστρια έκτακτο απεσταλμένο του και πληρεξούσιο υπουργό για την Ελβετία. Από τη θέση αυτή έφτιαξε το ελβετικό Σύνταγμα και συνεισέφερε με προσωπικά προσχέδια στο ελβετικό πολιτειακό σύστημα το οποίο προέβλεπε αυτόνομα κρατίδια (καντόνια) ως μέλη της ελβετικής ομοσπονδίας. Συγκεκριμένα, απέστειλε υπόμνημα προς τον πρόεδρο της Δίαιτας (βουλής) με τα βασικά στοιχεία που θα έπρεπε να περιέχει το Σύνταγμα. Πράγματι, κατά το μεγαλύτερο μέρος του, το υπόμνημα ακολουθήθηκε. Η συμμετοχή της Γενεύης στο νέο αυτό κρατίδιο ήταν καθαρά δική του πρωτοβουλία.[14] Ανέλαβε και έφτιαξε δηλαδή ένα νέο ομοσπονδιακό πολιτειακό σύστημα που ένωσε επιτυχώς τα διάφορα καντόνια. Θεωρείται πάντα ο πρώτος επίτιμος πολίτης της Ελβετίας[εκκρεμεί παραπομπή].
Στη συνέχεια πήγε στο Παρίσι προκειμένου να συνομιλήσει με τον Τσάρο για το θέμα των Επτανήσων, δίχως όμως να λάβει κάποια διαβεβαίωση.[14] Μία ημέρα πριν την αναχώρησή του από τη Ρωσία, διορίστηκε υπουργός Εξωτερικών, δίπλα στον Νέσελροντ[15].Κατά την παραμονή του παρασημοφορήθηκε με τον Σταυρό β΄ τάξεως, του Αγίου Βλαδίμηρου. Στις αρχές Σεπτεμβρίου πραγματοποιήθηκε το Συνέδριο της Βιέννης, συνέδριο σταθμός για την ευρωπαϊκή ιστορία, στο οποίο συμμετείχε ως μέλος της ρωσικής αντιπροσωπείας. Στα τέλη του 1814 διορίστηκε αντιπρόσωπος της Ρωσίας στις επίσημες συνεδριάσεις της Επιτροπής των Πέντε, ενώ τιμήθηκε με τον Μεγαλόσταυρο του Λεοπόλδου και τον Μεγαλόσταυρο του Ερυθρού Αετού, από τον βασιλιά της Αυστροουγγαρίας και της Πρωσίας αντίστοιχα. Η παρουσία του Καποδίστρια στη Βιέννη πρέπει να θεωρείται καταλυτική, καθώς με τις συμβουλές του επηρέαζε αποφασιστικά τον Τσάρο. Κατά τον ιππότη φον Γκεντς, σύμβουλο του Μέτερνιχ, η τελική πράξη του συνεδρίου που υπογράφηκε τον Μάιο του 1815 ήταν δημιούργημα του Καποδίστρια και του ιδίου.[16]
Το 1815 ίδρυσε τη Φιλόμουσο εταιρεία μαζί με τον μητροπολίτη Ιγνάτιο, τον Άνθιμο Γαζή, τον Στούρτζα κ.α. Σκοπός της ήταν να βοηθήσει νεαρούς Έλληνες να σπουδάσουν. Τα μέλη της ήταν με το πλευρό των Ρώσων γι΄ αυτό και η αυστριακή αστυνομία παρακολουθούσε τις δραστηριότητές της.[17] Με την είσοδο των συμμαχικών δυνάμεων στο Παρίσι μετά τη μάχη του Βατερλώ, ο Καποδίστριας ανέλαβε την εκπροσώπηση της Ρωσίας στην ομώνυμη συνδιάσκεψη, όπου προσπάθησε να επιβάλει τις ρωσικές απόψεις, επιτυγχάνοντας την ακεραιότητα της Γαλλίας και την επιβολή συνταγματικής διακυβέρνησης στα Επτάνησα. Με δική του παρέμβαση πέτυχε η Ιόνιος Πολιτεία να αποκτήσει τα βασικά χαρακτηριστικά κράτους δηλαδή σύνταγμα, ένοπλες δυνάμεις, εκλεγμένη κυβέρνηση και σημαία. Η συνθήκη της 5ης Νοεμβρίου 1815 αποτελεί μια από τις σημαντικότερες επιτυχίες στην προσωπική διαδρομή του Καποδίστρια.
Μετά τη συνδιάσκεψη των Παρισίων, ο Τσάρος διόρισε τον Καποδίστρια γραμματέα επί των Εξωτερικών Υποθέσεων. Ήδη από το 1814 ο Τσάρος Αλέξανδρος είχε αποφασίσει να αφήσει κενή τη θέση του υπουργού Εξωτερικών και να χειριστεί μόνος του την εξωτερική πολιτική, διορίζοντας όμως ως γραμματέα του επί των Εξωτερικών Υποθέσεων τον Νέσελροντ. Τον επόμενο χρόνο (1815) διόρισε και δεύτερο γραμματέα, αυτή τη φορά τον Καποδίστρια. [δ] Αυτός εξήγησε στον τσάρο ότι αυτή η θέση θα τον έφερνε σε δύσκολη θέση, καθώς οι συμπατριώτες του Επτανήσιοι και οι άλλοι Έλληνες θα περίμεναν μεγάλη βοήθεια από αυτόν (τον Καποδίστρια), κάτι που πιθανά θα δημιουργούσε δυσπιστία στην Αγγλία και τις άλλες δυνάμεις, ενώ ταυτόχρονα ο ίδιος δεν μπορούσε να αποξενωθεί από την ιδιαίτερη πατρίδα του. Ο τσάρος επέμενε στην άποψή του, λέγοντας ότι αυτό θα ήταν ωφέλιμο και για τους Έλληνες, και υπέγραψε το διάταγμα που το διόριζε Γραμματέα της Επικρατείας επί των Εξωτερικών (Secretaire d' Etat).[19] Ο Νέσελροντ είχε χάσει την αυτοκρατορική εύνοια από καιρό, οπότε ουσιαστικός διαχειριστής των εξωτερικών υποθέσεων ήταν ο Καποδίστριας, ο οποίος συμβούλευε τον Τσάρο για όλα τα θέματα. Ως γραμματέας πλέον επί των εξωτερικών, ο Καποδίστριας συμμετείχε στο συνέδριο του Άαχεν και στη διάσκεψη του Κάρλσμπαντ. Μετά το τέλος των διπλωματικών του υποχρεώσεων ζήτησε και έλαβε άδεια για να ταξιδέψει στην πατρίδα του, την Κέρκυρα. Μετά από παραμονή δύο μηνών αναχώρησε για την Ιταλία και στη συνέχεια για το Λονδίνο, όπου έτυχε ψυχρής υποδοχής. Στις συζητήσεις του με τους Άγγλους αξιωματούχους σχετικά με το ζήτημα των Ιονίων νήσων δε βρήκε ανταπόκριση με αποτέλεσμα να αποχωρήσει άπρακτος για την Αγία Πετρούπολη.
Το 1820 και 1821 συμμετείχε στα συνέδρια του Τροππάου και του Λάιμπαχ. Στα δύο αυτά συνέδρια ο Τσάρος Αλέξανδρος, επηρεασμένος από τον Μέτερνιχ, ακολούθησε την πολιτική της Αυστρίας παραμερίζοντας σε μεγάλο βαθμό τον Καποδίστρια. Στο συνέδριο του Λάιμπαχ ήρθε η είδηση για την εξέγερση του Αλέξανδρου Υψηλάντη και την επανάσταση στη Μολδοβλαχία[ε]. Ο Υψηλάντης μάλιστα απέστειλε επιστολή στον Τσάρο ζητώντας του τη βοήθειά του. Η απάντηση του Τσάρου ήταν η επίσημη καταδίκη της Επανάστασης, η απόταξη του Αλ.Υψηλάντη[22] και η άδεια εισόδου του οθωμανικού στρατού στις Ηγεμονίες,[23] μέτρα που στον Υψηλάντη ειδικά ανακοινώθηκαν με επιστολή γραμμένη και υπογεγραμμένη από τον Καποδίστρια.[24] Παρ' όλα αυτά, ο Καποδίστριας μυστικά πίεζε τον Τσάρο να ταχθεί υπέρ των Ελλήνων. Στο δε συνέδριο έδωσε πραγματική μάχη για να μην αποσταλεί βοήθεια προς την Οθωμανική Αυτοκρατορία και οι ξένες δυνάμεις να κρατήσουν αυστηρή ουδετερότητα. Σε αυτό το πλαίσιο κινήσεων εξηγείται και το τελεσίγραφο που επέδωσε ο Ρώσος πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη στον Σουλτάνο ύστερα από τον απαγχονισμό του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄ και τις σφαγές των Ελλήνων.[25] Η διαφωνία μεταξύ Τσάρου και Καποδίστρια δεν άργησε να εκδηλωθεί. Ο δεύτερος υποστήριζε την ανάληψη μονομερούς ενέργειας κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ενώ ο πρώτος ενδιαφερόταν μόνο για τη στάση του Λονδίνου. Από τα τέλη του 1821 ο Καποδίστριας είχε χάσει την αυτοκρατορική εύνοια και στις αρχές του 1822 ο Τσάρος αποφάσισε να αφαιρέσει τη διαχείριση του ανατολικού ζητήματος από τον Καποδίστρια. Το Φεβρουάριο του 1822 ο Τσάρος απέστειλε στη Βιέννη, εν αγνοία του Καποδίστρια, τον Τατίτσεφ με εντολές να εξουσιοδοτήσει τον Μέτερνιχ να διαπραγματευθεί για λογαριασμό της Ρωσίας με την Υψηλή Πύλη.[26] Λίγες μέρες πριν ο Αυστριακός πρεσβευτής είχε παραπονεθεί στον Τσάρο ότι ο Καποδίστριας επίτηδες συκοφαντούσε τον Αυτοκράτορα της Αυστρίας στον Τσάρο προκειμένου να επιτύχει τους σκοπούς του σχετικά με το ανατολικό ζήτημα.
Ο παραγκωνισμός του στην αυλή από τον Νέσελροντ και η συνεχής διαφωνία του με τον Τσάρο τον ανάγκασαν να ζητήσει ιδιαίτερη ακρόαση από τον τελευταίο. Σε αυτή του ανακοίνωσε τη διαφωνία του σχετικά με τη νέα εξωτερική πολιτική. Απότοκος της συζήτησης αυτής ήταν η παραχώρηση άδειας για λόγους υγείας στον Καποδίστρια.[26] Ο Τσάρος απέφυγε να τον απομακρύνει από την θέση του υπουργού Εξωτερικών για να μη γίνει γνωστή η διαφωνία τους. Στις 19 Αυγούστου 1822 αναχώρησε από την Αγία Πετρούπολη, αφού πρώτα παραιτήθηκε από τη ρωσική κυβέρνηση, και λίγους μήνες αργότερα εγκαταστάθηκε στη Γενεύη, όπου έχαιρε ιδιαίτερης εκτίμησης, προκειμένου να βοηθήσει την Ελληνική Επανάσταση. Εκεί συναναστρεφόταν με τον γνωστό τραπεζίτη Εϋνάρδο και έκανε τα πάντα για την επαναστατημένη Ελλάδα ενισχύοντας τον φιλελληνισμό. Παράλληλα, πραγματοποιούσε επαφές με διακεκριμένες προσωπικότητες, όπως τον Στράτφορντ Κάνινγκ (Stratford Canning), ξάδελφο του πρωθυπουργού της Μεγάλης Βρετανίας Γεώργιου Κάνινγκ και πρεσβευτή της στην Κωνσταντινούπολη κ.α.
Ο Καποδίστριας και η Επανάσταση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο Καποδίστριας ανήκε, τουλάχιστον τυπικά και επισήμως, σ’ εκείνους που πίστευαν ότι δεν είχε έρθει ακόμη η ώρα, δεν είχαν ωριμάσει δηλαδή οι συνθήκες, για την απελευθέρωση των Ελλήνων. Όπως αφηγείται ο ίδιος, το 1818, οι Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος και Πανταζόγλου «προσεπάθησαν να μοι αποδείξουν ότι η διατήρησις της μετά των Τούρκων ειρήνης ήτο αδύνατος, και ότι, ως Έλληνες, ήσαν ανυπόμονοι να μάθουν ότι τα ρωσικά στρατεύματα ήσαν έτοιμα να διαβούν τον Προύθον». Η απάντησή του ήταν ότι από την ημέρα της ελευθερίας «η κοινή ημών πατρίς ευρίσκεται ακόμη μακράν».[27] Η άρνησή του προς τον Γαλάτη ν’ αναλάβει την αρχή της Φιλικής Εταιρείας μπορεί ν’ αποδοθεί στο ότι το άτομο εκείνο δεν του ενέπνευσε καμιάν εμπιστοσύνη και στο υπόμνημά του ο ίδιος χαρακτηρίζει τον Γαλάτη "τυχοδιώκτη".[28] Αλλά και προς τον Ξάνθο η ίδια άρνηση και τα ίδια περίπου λόγια : ν’ αποτραπούν «διά παντός τρόπου οι Έλληνες από των ολεθρίων τούτων βουλευμάτων».[29] Προσπάθησε τέλος να συγκρατήσει τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, λέγοντάς του τη γνώμη του για τους Εταιριστές : «ωθούν την Ελλάδα προς τον όλεθρον … ελεεινοί … αφαιρούντες νυν το χρήμα των αφελών ψυχών … προφυλαχθήτε από τοιούτους άνδρας».[30] Κι όταν ο Υψηλάντης προχώρησε στην κήρυξη της Επανάστασης, ο Καποδίστριας τον κατηγόρησε ότι με τις «ανόητες προκηρύξεις του» ενίσχυε τις κατηγορίες περί ιακωβινισμού που εκτοξεύονταν από Μέτερνιχ και άλλους.[31] Βέβαια, όταν πια δεν υπήρχε δρόμος επιστροφής, «ηγωνίσθη εκ παντός τρόπου να πείση τον αυτοκράτορα [Αλέξανδρο] εις άμεσον πολεμικήν παρέμβασιν».[29]
Κυβερνήτης της Ελλάδας: Ελληνική Πολιτεία 1828–1832[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Την ιδέα να κληθεί ο Καποδίστριας ως κυβερνήτης της Ελλάδας την είχε διατυπώσει πρώτος ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος στην από 27-10-1821 επιστολή του προς τον Δημήτριο Υψηλάντη.[32] Ο Υψηλάντης επίσης υπέγραψε πρόσκληση του Καποδίστρια το 1822 και ο Πετρόμπεης το 1824.[33] Τελικά, στις 30 Μαρτίου 1827, στη Γ΄ Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας, εκλέχθηκε Κυβερνήτης της Ελλάδας με θητεία επτά ετών. Σύμφωνα με τις αποφάσεις της συνέλευσης, ο Κυβερνήτης θα δεσμευόταν από το Σύνταγμα της Επιδαύρου, έτσι όπως θα αναθεωρείτο από τη Συνέλευση. Σημαντικό ρόλο[34] στην κλήση του Καποδίστρια στην Ελλάδα διαδραμάτισε και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, αρχηγός του Αγγλικού κόμματος τότε, αν και αρχικά ήταν κατά της εκλογής του.[35] Άλλαξε όμως γνώμη στη συνέχεια και ήταν αυτός που υφήρπασε την έγκριση του Άγγλου μοιράρχου Χάμιλτον,[36] που είχε και τη σύμφωνη γνώμη του Στράτφορντ Κάνινγκ.[37] Παρά ταύτα η εκλογή του θεωρήθηκε ως ήττα της αγγλικής εξωτερικής πολιτικής και νίκη της Ρωσίας.[38] Και είναι γεγονός ότι μεταξύ Καποδίστρια και Αγγλίας υπήρχε αμοιβαία δυσπιστία.
Πριν δεχθεί την πρόταση που του έγινε, επισκέφθηκε την Αγία Πετρούπολη προκειμένου να αποδεσμευθεί επισήμως από την υπηρεσία του Τσάρου. Στη συνέχεια κατευθύνθηκε προς το Λονδίνο, όπου έφτασε σε ατυχή συγκυρία, δεδομένου ότι την επομένη της άφιξής του κηδευόταν ο Τζωρτζ Κάνινγκ. Η υποδοχή που του έγινε εκεί ήταν τουλάχιστον ψυχρή.[ζ] Ύστερα από σύντομη παραμονή στο Παρίσι, όπου έγινε θερμά δεκτός, αναχώρησε για την Αγκώνα, όπου έφτασε στις 8 Νοεμβρίου. Εκεί θα τον παρελάμβανε αγγλικό πλοίο να τον μεταφέρει στην Ελλάδα. Παρέμεινε όμως εκεί για 49 μέρες και κατόπιν το πλοίο που τον παρέλαβε στις 26 Δεκεμβρίου, η κορβέτα Wolf του βρετανικού ναυτικού, στην οποία επιβιβάστηκε μαζί με τη συνοδεία του (γραμματείς Μπιτό και Μπετάν, Σταμάτης Βούλγαρης, Ιωάννης Δόμπολης κι ένας υπηρέτης ονόματι Μπρούνο[41]) έπλευσε προς την Κέρυρα, όπου μετά από συνεννόηση με τους Άγγλους, ο Καποδίστριας θα πήγαινε να προσκυνήσει τους τάφους των προγόνων του. Στα ανοικτά της Κέρκυρας, ωστόσο, κατά παράβαση της συμφωνίας, ο Καποδίστριας υποχρεώθηκε να μεταφερθεί στο αγγλικό πολεμικό πλοίο Warspite 74, το οποίο τον μετέφερε στην Μάλτα, όπου συναντήθηκε με τον ναύαρχο Κόδριγκτον για να τον ενημερώσει για τις διαθέσεις της πολιτικής της Αγγλίας, που στο μεταξύ, μετά τον θάνατο του Κάνιγκ, είχε μετατοπιστεί σε λιγότερο φιλελληνικές θέσεις. Ο Κόδριγκτον του είπε χαρακτηριστικά πως ενδιαφέρεται μόνο για τα συμφέροντα της χώρας του.[η]
Ο Καποδίστριας απέπλευσε επιτέλους από τη Μάλτα για την Ελλάδα στις 14 Ιανουαρίου, με το προαναφερθέν βρετανικό πολεμικό πλοίο, με συνοδεία δύο ακόμη πολεμικών πλοίων, ενός γαλλικού κι ενός ρωσικού.[42] Αυτή η ιδιότυπη συμπεριφορά (πολιτικό καθαρτήριο) των Άγγλων απέναντι στον κυβερνήτη της Ελλάδας σκοπό είχε να καταστήσει σαφές ότι η Αγγλία δεν θα δεχόταν καμία προσπάθεια του Καποδίστρια για επέκταση των συνόρων του νεοπαγούς κράτους και θα έπρεπε να αρκεστεί σε αυτά που καθόριζε η Συνθήκη της 6ης Ιουλίου, δηλαδή αυτονομία και όχι ανεξαρτησία και σύνορα που καθόριζε η γραμμή Αχελώου-Μαλιακού, καθώς και να αποστασιοποιηθεί ("αποστειρωθεί") από την εξωτερική πολιτική της Ρωσίας ως πρώην υπουργός εξωτερικών αυτής.[43]
Στις 18 Ιανουαρίου 1828, δέκα μήνες μετά την απόφαση της Γ' Εθνοσυνέλευσης της Τροιζήνας, έφτασε στο Ναύπλιο,[44] όπου έτυχε ενθουσιώδους υποδοχής και τέσσερις μέρες αργότερα στην Αίγινα, πρώτη πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους.[45] Σύμφωνα με τον Κασομούλη “ενύκτωσε, και η νυξ της 11ης Ιανουαρίου (18 Ιανουαρίου Π.Η. στο Ναύπλιο) απέρασεν με ευφροσύνη όλου του λαού και μελαγχολίαν μόνον μερικών προκρίτων αριστοκρατών”.[46]
Αποφασίστηκε το Ναύπλιο να ξαναγίνει πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους και έδρα της κυβέρνησης. Τη στιγμή της άφιξής του σχεδόν όλη η Πελοπόνησος και η Στερεά Ελλάδα είχε ξαναπέσει στα χέρια των Οθωμανών και των Αιγυπτίων, ενώ μεταξύ των Ελλήνων συνεχίζονταν οι εμφύλιες διαμάχες (π.χ. μεταξύ των δύο φρουράρχων του Ναυπλίου Φωτομάρα και Γρίβα).
Εσωτερική πολιτική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Στο εσωτερικό της χώρας, με τον ερχομό του, ο Καποδίστριας είχε να αντιμετωπίσει τα εχθρικά στρατεύματα, την πειρατεία, τους ανύπαρκτους θεσμούς, τη διάλυση του στρατού, τις εμφύλιες διαμάχες, καθώς και την κακή οικονομική κατάσταση της χώρας. Μια από τις βασικές προϋποθέσεις που έθεσε για να αναλάβει την ηγεσία του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, καθώς ο ίδιος υπήρξε θιασώτης του δόγματος της πεφωτισμένης δεσποτείας[47] ήταν η αναστολή του Συντάγματος και η διάλυση της Βουλής, όροι που τελικώς έγιναν αποδεκτοί. Στη θέση της Βουλής δημιούργησε το «Πανελλήνιον», γνωμοδοτικό όργανο αποτελούμενο από 27 μέλη με συμβουλευτικό χαρακτήρα, σώμα Γερουσίας, ενώ τη διακυβέρνηση ανέλαβε η Κεντρική Γραμματεία, είδος υπουργικού συμβουλίου διοικούμενου από τον ίδιο. Επίσης, χώρισε τη χώρα σε διοικητικές περιφέρειες. Αρχικά είχε δεσμευθεί για τη διενέργεια εκλογών τον Απρίλιο του 1828, στη συνέχεια όμως προχώρησε στην αναβολή τους, λόγω της χαώδους κατάστασης που επικρατούσε στο εσωτερικό. Όταν αυτές διεξήχθησαν, διατυπώθηκαν βάσιμες κατηγορίες για νοθεία. Αν και κυβερνήτης, ο Καποδίστριας εξελέγη σε 36 περιφέρειες[48], γεγονός που προκάλεσε την οργή των συνεργατών του, ένας εκ των οποίων, ο Σπυρίδων Τρικούπης, παραιτήθηκε για τον λόγο αυτό από πληρεξούσιος και αναχώρησε για την Ύδρα.[49] Ιδιαίτερη μέριμνα επέδειξε και για τη δημιουργία δικαστηρίων θεσπίζοντας και κώδικα πολιτικής δικονομίας, υιοθετώντας προσωρινά την βυζαντινή Εξάβιβλο του Αρμενόπουλου.
Μία από τις πρώτες του κινήσεις ήταν η καταστολή της πειρατείας, έργο το οποίο ανέλαβε με επιτυχία ο Ανδρέας Μιαούλης.[50] Παράλληλα, προχώρησε στην αναδιοργάνωση των Ενόπλων Δυνάμεων, μετατρέποντας βαθμιαία τα άτακτα στρατεύματα σε τακτικό στρατό,[51] και υπάγοντας τον στόλο στην ουσιαστική δικαιοδοσία της Κυβέρνησης, δεδομένου ότι μέχρι τότε τα πλοία ήταν ιδιοκτησία των καραβοκυραίων. Με αυτόν τον τρόπο προσπάθησε να προστατέψει τα σύνορα και να μειώσει την επιρροή των μέχρι τότε τοπαρχών («μίαν ευχήν διαβιβάζουσί μοι αι επαρχίαι, την διά παντός απαλλαγήν αυτών από της τυραννίας των προυχόντων και των οπλαρχηγών»).[52] Στην προσπάθεια αναδιοργάνωσης του στρατού περιλαμβάνεται και η ίδρυση της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων. Ίδρυσε Εθνικό Νομισματοκοπείο και καθιέρωσε τον φοίνικα ως εθνικό νόμισμα, αντικαθιστώντας το τουρκικό γρόσι. Όσον αφορά στην εκπαίδευση, κατασκεύασε νέα σχολεία, εισήγαγε τη μέθοδο του αλληλοδιδακτικού σχολείου, ίδρυσε εκκλησιαστική σχολή στον Πόρο, καθώς και το Ορφανοτροφείο Αίγινας, σε μια προσπάθεια να οργανώσει το σχεδόν ανύπαρκτο εκπαιδευτικό σύστημα. Δεν ίδρυσε όμως πανεπιστήμιο, καθώς θεωρούσε ότι έπρεπε να υπάρξουν πρώτα απόφοιτοι μέσης εκπαίδευσης. Στο πρόβλημα της διανομής της εθνικής γης ο Καποδίστριας δεν κατάφερε να βρει λύση κι έτσι εκατομμύρια στρέμματα παρέμειναν στους μεγαλοϊδιοκτήτες (κοτζαμπάσηδες και Εκκλησία). Μερίμνησε επίσης για τον επανασχεδιασμό και την ανοικοδόμηση των κατεστραμένων ελληνικών πόλεων, όπως το Ναύπλιο, το Άργος, το Μεσολόγγι και η Πάτρα, όπου έστειλε τον Κερκυραίο αρχιτέκτονα Σταμάτη Βούλγαρη. Σημαντική ήταν και η συμβολή του στο εμπόριο με την παραχώρηση δανείων στους νησιώτες για την αγορά πλοίων και την κατασκευή ναυπηγείων στον Πόρο και το Ναύπλιο. Τον Οκτώβριο του 1829 ίδρυσε το πρώτο αρχαιολογικό μουσείο στην Αίγινα.
Όσον αφορά στην ελληνική οικονομία, ο Καποδίστριας επέδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη γεωργία, βασική πηγή πλούτου της Ελλάδας. Ίδρυσε τη Γεωργική Σχολή της Τίρυνθας (διευθυντής της οποίας ανέλαβε ο Θανάσης Βάγιας) και ενθάρρυνε την καλλιέργεια της πατάτας,[53] για την οποία είχαν ήδη γίνει κάποιες ενέργειες τα προηγούμενα χρόνια.[54] Ωστόσο η ανέκδοτη ιστορία σχετικά με το τέχνασμα του Καποδίστρια έχει άλλη προέλευση: λέγεται ότι το τέχνασμα αυτό το εφάρμοσε στη χώρα του ο Φρειδερίκος Β΄ της Πρωσσίας το 1774.[55]
Επίσης, προσπαθώντας να ενισχύσει την ελληνική οικονομία, ο Καποδίστριας ίδρυσε την Εθνική Χρηματιστική Τράπεζα, η οποία όμως απέτυχε είτε γιατί, κατά μία άποψη, το δημόσιο εκμεταλλευόταν χωρίς όρους τα χρήματα των καταθέσεων,[56] είτε εξαιτίας της αντίθεσης των προυχόντων προς το καποδιστριακό καθεστώς και της έλλειψης εμπιστοσύνης προς τον νέο αυτό θεσμό.[53]
Αν και δημιούργησε ελληνικό και γαλλικό τυπογραφείο στην Αίγινα, πραγματοποίησε διώξεις εναντίον του Τύπου. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι οι περιπτώσεις των εφημερίδων Ανεξάρτητος, Ηώς και Απόλλων, που είτε έκλεισαν λόγω αντικυβερνητικών θέσεων είτε οι εκδότες τους διώχθηκαν. Σφοδρή κριτική υπήρξε και για την τοποθέτηση των δύο αδελφών του, Βιάρου και Αυγουστίνου, στις δύο κορυφαίες θέσεις του αρχιναυάρχου και αρχιστράτηγου αντίστοιχα. Κατά γενική ομολογία, και οι δύο θεωρούντο ακατάλληλοι για τις θέσεις αυτές, ενώ κάποιοι ιστορικοί φτάνουν στο σημείο να θεωρούν ότι έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην πτώση του κυβερνήτη[εκκρεμεί παραπομπή].
Εξωτερική πολιτική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ερχόμενος στην Ελλάδα, ο Καποδίστριας δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένος με το πρωτόκολλο της 18ης Νοεμβρίου 1828 που έθετε τον Μοριά και τις Κυκλάδες υπό την προσωρινή εγγύηση των Συμμάχων. Με τον φόβο ότι οι Άγγλοι θα περιόριζαν την Ελλάδα σε αυτά τα σύνορα, οργάνωσε τακτικό στρατό συνεχίζοντας τον πόλεμο με την Οθωμανική Αυτοκρατορία στη Στερεά Ελλάδα με στρατηγούς τον αδερφό του Αυγουστίνο Καποδίστρια, τον Ρίτσαρντ Τσωρτς και τον Δημήτριο Υψηλάντη. Στις εκκλήσεις του ναύαρχου Μάλκολμ και του νέου πρέσβη Ντόκινς να αποσύρει τις ελληνικές δυνάμεις στη Πελοπόννησο, αρνήθηκε να υπακούσει.[57] Το Σεπτέμβριο του 1828, στο συνέδριο του Πόρου, οι πρέσβεις των τριών δυνάμεων συμφώνησαν αρχικά να περιληφθούν και η Κρήτη και η Σάμος στο νέο ελληνικό κράτος, κάτι που τελικώς δεν έγινε λόγω αντίστασης της αγγλικής κυβέρνησης.[58] Ο Καποδίστριας είχε στήριξει επίσης τις δύο ανεπιτυχείς εκστρατείες ελληνικού στρατού και φιλελλήνων σε Χίο και Κρήτη, οι οποίες όμως δεν έφεραν το επιθυμητό αποτέλεσμα.
Με τη νικηφόρα Μάχη της Πέτρας το Σεπτέμβριο του 1829, τερματίστηκαν τα πολεμικά γεγονότα της επανάστασης και εξασφαλίστηκε η ελληνική κυριαρχία στη Στερεά Ελλάδα, ενώ με τη γαλλική συνδρομή η Πελοπόννησος εκαθαρίστηκε απ'τα στρατεύματα του Ιμπραήμ. Το πρωτόκολλο του Λονδίνου (1829) αναγνωρίζε ως σύνορα της Ελλάδας τη γραμμή Παγασητικού – Αμβρακικού, αλλά όχι ελληνική ανεξαρτησία, αντίθετα αυτονομία με καταβολή φόρου υποτελείας στον Σουλτάνο.
Όσον αφορά στην επιλογή του ηγεμόνα, ο Καποδίστριας πρότεινε τον Λεοπόλδο του Σαξ-Κόμπουργκ (Saxe-Coburg), ο οποίος όμως παραιτήθηκε από τη διεκδίκηση του θρόνου λόγω διαφωνιών για τα σύνορα. Αρκετοί ιστορικοί θεωρούν ότι ο Καποδίστριας επίτηδες απομάκρυνε τον Λεοπόλδο από τον θρόνο,[59] ενώ άλλοι υποστηρίζουν ότι δεν αντιτάχθηκε[60][61] στον ερχομό του. Γεγονός όμως είναι ότι όσοι ζητούσαν να έλθει ο Λεοπόλδος αντιμετώπισαν έντονη κυβερνητική δυσμένεια.[62] Παράλληλα οι ελληνικές επιχειρήσεις στη Στερεά Ελλάδα συνεχίζονταν, καθώς και η προέλαση των Ρώσων προς την Κωνσταντινούπολη (Ρωσοτουρκικός Πόλεμος (1828-1829)).
Ανήσυχη από τις επιτυχίες της Ελλάδας και της Ρωσίας η Μεγάλη Βρετανία έσπευσε να συμφωνήσει στη συνοριακή γραμμή Άρτας - Βόλου και το σημαντικότερο στην ανεξαρτησία. Μετά από διαπραγματεύσεις υπογράφηκε το πρωτόκολλο του Λονδίνου, με το οποίο αναγνωριζόταν η ανεξαρτησία της Ελλάδας, η οποία θα εκτεινόταν νότια της συνοριακής γραμμής που όριζαν οι ποταμοί Αχελώος και Σπερχειός, αφήνοντας εκτός Αιτωλία και Ακαρνανία. Ο Καποδίστριας συμφωνεί με την ανεξαρτησία, αλλά αντιδρά στα ζητήματα της εκκένωσης περιοχών απ'τον ελληνικό στρατό και στο ζήτημα του ξένου κληρονομικού μονάρχη. Το Σεπτέμβριο του 1831 (13 μέρες πριν τη δολοφονία του), με το νέο Πρωτόκολλο του Λονδίνου, αλλάζει οριστικά προς το συμφέρον της Ελλάδας η συνοριακή γραμμή.
Κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησής του, ο Καποδίστριας λόγω της ισχνής οικονομικής κατάστασης του κράτους επιχείρησε να συνάψει δάνειο με τράπεζες του εξωτερικού, προσπάθεια που δεν ευοδώθηκε λόγω των αντιδράσεων της Μεγάλης Βρετανίας. Παρόλα αυτά η Ρωσία και η Γαλλία ανέλαβαν να ενισχύσουν οικονομικά την Ελλάδα, ενώ ιδιαίτερη φροντίδα επέδειξε ο Τσάρος, αποστέλλοντας 3.750.000 γαλλικά φράγκα.
Ως κυβερνήτης ο Καποδίστριας αρνήθηκε να δεχθεί μισθό, όπως επίσης αρνήθηκε χρηματική αποζημίωση από τον Τσάρο για να μην κατηγορηθεί από τους αντιπάλους του για μεροληψία απέναντι στη Ρωσία, ενώ διέθεσε όλη του την περιουσία για τους σκοπούς του κράτους.[63]
Αντιπολίτευση και δολοφονία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Πέραν των πιεστικότατων οικονομικών, κοινωνικών και διπλωματικών προβλημάτων, ο Καποδίστριας είχε να αντιμετωπίσει δύο σημαντικά εμπόδια στην πολιτική του για την οικοδόμηση του νεοπαγούς ελλαδικού κράτους: πρώτον την εχθρότητα της Γαλλίας (μετά το 1830) και της Αγγλίας, τα γεωστρατηγικά συμφέροντα των οποίων στην Ανατολική Μεσόγειο κινδύνευαν από την προοπτική δημιουργίας ενός νέου και δυναμικού ναυτικού και εμπορικού κράτους έξω από τον έλεγχό τους ή, χειρότερα, υπό την επιρροή της Ρωσίαςˑ δεύτερον, τους φατριασμούς και τα τοπικιστικά, οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα των κοτζαμπάσηδων, Φαναριωτών και πλοιοκτητών, οι οποίοι και επεδίωκαν διατήρηση των προνομίων και συμμετοχή στη νομή της εξουσίας. Εν τέλει ο συνδυασμός των παραπάνω παραγόντων προετοίμασε το έδαφος και οδήγησε στην πολιτική και φυσική εξόντωση του πρώτου Κυβερνήτη της Ελλάδας στις 9 Οκτωβρίου 1831 (27 Σεπτεμβρίου 1831 με το Ιουλιανό ημερολόγιο).
Προκειμένου να διαχειρισθεί αποτελεσματικά την τραγική οικονομική και κοινωνική κατάσταση του νέου κράτους, ο Καποδίστριας προέκρινε ένα συγκεντρωτικό μοντέλο εξουσίας, ώστε να διατηρήσει άμεσα τον πολιτικό έλεγχο. Την αντιπολίτευση κατά του Καποδίστρια απάρτιζαν οι παραμερισμένοι από την εξουσία κοτζαμπάσηδες και πλοιοκτήτες. Ο συγκεντρωτισμός που επέδειξε ο Καποδίστριας παραμερίζοντας τις τοπικές αρχές και διορίζοντας σε θέσεις κλειδιά τα δύο αδέλφια του, Αυγουστίνο και Βιάρο Καποδίστρια, τον οδήγησαν σε σύγκρουση με τις προαναφερθείσες ομάδες συμφερόντων. Οι πολιτικοί του αντίπαλοι τον κατηγορούσαν για δεσποτισμό, καθώς δεν δεχόταν να παρουσιάσει συνταγματικό χάρτη, ενώ καθυστερούσε τη διενέργεια εθνοσυνέλευσης. Ο ίδιος, απαντώντας στις αιτιάσεις έκανε λόγο για άλλες προτεραιότητες, όπως η ίδρυση σχολείων (αλληλοδιδακτικά, τεχνικές σχολές) και διανομή καλλιεργήσιμων γαιών στους φτωχούς ακτήμονες. Με τον τρόπο αυτό (παιδεία και εξασφάλιση πόρων), πίστευε πως οι Έλληνες θα απαλλάσονταν από τη δουλεία της εκμετάλλευσης των λίγων και θα καθίσταντο έτοιμοι να απολαύσουν πλήρη, πολιτικά δικαιώματα[64]. Κέντρο του αντικαποδιστριακού αγώνα έγινε η Ύδρα, έδρα των πλοιοκτητών και πιο συγκεκριμένα της οικογένειας Κουντουριώτη που είχε με το μέρος της τους αγωνιστές Μιαούλη, Σαχτούρη, Τομπάζη, Κριεζήδες. Βασικός λόγος για την αντίδραση των Υδραίων πλοικτητών ήταν η απαίτηση τους για την «άνευ αναβολής» καταβολή αποζημιώσεων για τις μεγάλες ζημιές και απώλειες των πλοίων τους κατά τη διάρκεια της Επανάστασης. Αναγνώριζοντας αμέσως το δίκαιο αίτημα, ο Κάποδίστριας υποσχέθηκε ότι μόλις θα βελτιώνονταν τα οικονομικά της χώρας, η Ύδρα θα έπαιρνε «το μερίδιόν της καθ’ όσον το δίκαιον απαιτούσε». Οι Υδραίοι, όμως, απαιτούσαν την άμεση καταβολή αυτών των αποζημιώσεων, πράγμα που ήταν αδύνατον λόγω της οικτρής οικονομικής κατάστασης του κράτους. Στην Ύδρα, επιπλέον, κατέφυγαν ο ηγέτης του Αγγλικού κόμματος, Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, και οι Σπυρίδων Τρικούπης, Αναστάσιος Πολυζωίδης και Αλέξανδρος Σούτσος, έχοντας την ηθική συμπαράσταση του φιλογάλλου Κοραή. Όργανο της αντιπολιτευτικής αυτής ομάδας ήταν η εφημερίδα Απόλλων του Πολυζωίδη. Η Γαλλία και η Αγγλία, θεωρώντας τον Καποδίστρια ως φίλα προσκείμενο στη Ρωσία, ενθάρρυναν τους αντιπολιτευόμενους.[65]
Την 14η Ιουλίου 1831, οι Μιαούλης και Κριεζής με 200 Υδραίους στρατιώτες κατέλαβαν τον ναύσταθμο στον Πόρο επειδή έμαθαν ότι ο στόλος ήταν έτοιμος να κινηθεί κατά της Ύδρας.[66] Αμέσως έσπευσαν οι αντιπρέσβεις των τριών Μεγάλων Δυνάμεων προκειμένου να διαπραγματευθούν. Οι Άγγλοι και οι Γάλλοι, αιφνιδιάζοντας τους εξεγερμένους, τάχθηκαν υπέρ της νόμιμης κυβέρνησης και απαίτησαν την παράδοση των επαναστατών. Έτσι, ο αγγλικός, ο γαλλικός και ο ρωσικός στόλος είχαν αποκλείσει τα λιμάνια του Πόρου και της Ύδρας ώστε να μην επιτραπεί η ένωση των στόλων των επαναστατών. Ο ελλιμενισμένος εθνικός στόλος στον Πόρο ήταν υπό την αρχηγία πλέον του Μιαούλη, ενώ μια μικρή μοίρα, υπό την αρχηγία του Κωνσταντίνου Κανάρη, δε δέχθηκε να υπακούσει στους επαναστάτες. Και ενώ ο Άγγλος και ο Γάλλος ναύαρχος, κωλυσιεργώντας, έπλευσαν προς το Ναύπλιο για να συσκεφθούν με τους αντιπρέσβεις,[67] ο Ρώσος ναύαρχος Ρίκορντ ανέλαβε να εφαρμόσει, μόνος αυτός, τις οδηγίες του Καποδίστρια. Απέκλεισε τους αντάρτες, ήρθε σε προστριβές μαζί τους, τίναξε στον αέρα τη «Νήσο των Σπετσών», αιχμαλώτισε ένα ακόμη πλοίο[68] και τελικά εξώθησε τον Μιαούλη στο «μεγαλουργόν έγκλημα».[69] Το πρωί της 1ης Αυγούστου 1831 ο Μιαούλης, όπως είχε προειδοποιήσει τον Ρίκορντ, ανατίναξε δύο από τα πιο σύγχρονα τότε πλοία του ελληνικού ναυτικού, τη φρεγάτα «Ελλάς» και την κορβέτα «Ύδρα». Ο Δ. Χοϊδάς, σε επιστολή του προς τον Αυγουστίνο Καποδίστρια, από την Τρίπολη, στις 10 Αυγούστου 1831, ανάμεσα σε πολλές άλλες σημαντικές πληροφορίες για την τραγική κατάσταση που επικρατούσε σε όλη τη χώρα, έγραφε πως οι Υδραίοι έλεγαν ότι «την φρεγάδαν (Ελλάς) την έκαυσαν δι' αδείας του πρέσβεως της Αγγλίας, όστις τους υπεσχέθη ότι τους δίδει άλλην» και η αστυνομία του Ναυπλίου είχε πληροφορίες «ότι οι δύο πρέσβεις (Αγγλίας και Γαλλίας) έλαβαν μέρος με τους Υδραίους και ότι έγραψαν εις τον Ρίκορδ να παύσει από τας κατ’ αυτών εχθροπραξίας του έως ότου να έλθει ο παρά των τριών δυνάμεων απεστελλόμενος πληρεξούσιος, όστις είναι ο ναύαρχος Άγγλος, της μοίρας του Αιγαίου πελάγους …». Και πρόσθετε ότι στην Ύδρα είχαν καταφθάσει «δύο πλοία γαλλικόν και αγγλικόν … και οι δύο ναύαρχοι (ο Άγγλος και ο Γάλλος) με τρόπον προσφέρουσι βοηθήματα εις την Ύδραν και τους λέγουσι να επιμένουν εις τον σκοπόν των και να μη φοβώνται διόλου, διότι επιτυγχάνουσι το ποθούμενον …».[70]
Ο ίδιος ο Καποδίστριας είχε γνώση για τους σχεδιασμούς των συγκεκριμένων ξένων δυνάμεων εναντίον του. Στις 31 Ιουλίου 1831, σε επιστολή του προς τον Γάλλο ναύαρχο Lalande, που υπηρετούσε στην Ελλάδα, του αποκάλυψε ότι γνώριζε όλες τις δολοπλοκίες των Άγγλων και των Γάλλων: «Εγώ δε, και τις δολοπλοκίες όλων σας τις εγνώριζα, αλλά έκρινα ότι δεν έπρεπε με κανένα τρόπο να κόψω το νήμα της συνεργασίας μαζί σας, γιατί έδινα προτεραιότητα στην ανόρθωση και στην ανασυγκρότηση της Ελλάδος. Αν έκοβα τις σχέσεις με τις λεγόμενες «προστάτιδες» Δυνάμεις, τούτο θα ήταν εις βάρος της Ελλάδος και δεν ήθελα με κανένα τρόπο να προσθέσω βάρος και στη συνείδησή μου. Και άφησα τα πράγματα να λαλήσουν μόνα τους …».[71] Στις 14 Σεπτεμβρίου 1831, έστειλε στον Έλληνα πρέσβη στο Παρίσι, πρίγκηπα Α. Σούτσο, επιστολή με την οποία διαμαρτύρεται με αγανάκτηση και του ζητά να προβεί σε σχετικά διαβήματα στη γαλλική κυβέρνηση, για την πρωτοφανή και ανεπίτρεπτη ανάμιξη των Γάλλων και των Άγγλων αξιωματικών στις φοβερές αντικυβερνητικές ενέργειες της Ύδρας και της Μάνης και για την απροκάλυπτη σύμπραξη και τη βοήθειά τους προς τους ταραχοποιούς.[71]
Ήδη από το προηγούμενο έτος, το 1830, είχε ξεσπάσει ανταρσία στη Μάνη υπό την ηγεσία του Τζανή Μαυρομιχάλη, αδελφού του Πετρόμπεη. Ο τελευταίος ετέθη σε περιορισμό στο Ναύπλιο, ζήτησε να πάει στη Μάνη για να την ησυχάσει, το αίτημά του δεν έγινε δεκτό, αποπειράθηκε να διαφύγει με αγγλικό πλοίο, συνελήφθη και φυλακίστηκε.[72] Βαρέως φέροντες τη μεταχείριση αυτή του αρχηγού της οικογενείας τους, και μέσα στο τεταμένο και από τα γεγονότα του Πόρου κλίμα, οι Κωνσταντίνος και Γεώργιος Μαυρομιχάλης, αδελφός και γιος του Πετρόμπεη αντίστοιχα, εφάρμοσαν το μανιάτικο έθιμο της βεντέτας. Το πρωί της 27ης Σεπτεμβρίου 1831 με το Ιουλιανό ημερολόγιο (δηλαδή στις 9 Οκτωβρίου 1831), έξω από την εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνος, πυροβόλησαν και μαχαίρωσαν θανάσιμα τον κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια, καθώς πήγαινε να παρακολουθήσει την κυριακάτικη θεία λειτουργία. Τον Καποδίστρια συνόδευε ο Κρητικός μονόχειρας σωματοφύλακάς του Γεώργιος Κοζώνης, ο οποίος πυροβόλησε τον Κωνσταντίνο Μαυρομιχάλη. Τον τελευταίο τον αποτελείωσε ο όχλος, το δε πτώμα του πετάχθηκε στο λιμάνι. Ο ετοιμοθάνατος κυβερνήτης μεταφέρθηκε από τον κόσμο σε παρακείμενο φαρμακείο, όπου εξέπνευσε. Προηγουμένως όμως, εξετάσθηκε επί τόπου από το γιατρό και προσωπικό φίλο του θανόντα Σπύρο Καρβελά, που συνέταξε τη σχετική έκθεση η οποία περιέχεται σε ιστορικό ντοκουμέντο[73]. Σύμφωνα με αυτήν, ο θάνατος του Κυβερνήτη προήλθε από τραύματα στην ινιακή χώρα και στη δεξιά κοιλιακή χώρα. Ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης κατέφυγε στη γαλλική πρεσβεία, από όπου και παραδόθηκε στις αρχές για να δικαστεί, ύστερα από την επιμονή του πλήθους που είχε συγκεντρωθεί και απειλούσε να κάψει την πρεσβεία.[74] Τελικώς καταδικάστηκε σε θάνατο και τουφεκίστηκε λίγες μέρες αργότερα. Ο τραγικός θάνατος του Καποδίστρια βύθισε σε θλίψη τον γεωργικό πληθυσμό, ενώ αντίθετα στην Ύδρα δέχτηκαν την είδηση με πανηγυρισμούς.[75]
Έχει υποστηριχθεί ότι καταλυτικό ρόλο στη δολοφονία του διαδραμάτισαν οι ξένες δυνάμεις.[76] Είναι χαρακτηριστικό ότι, παρά την παρέλευση τόσο μεγάλου χρονικού διαστήματος, ο φάκελος για τη δολοφονία του Καποδίστρια στα αρχεία του βρετανικού Υπουργείου Εξωτερικών παρέμενε, τουλάχιστον έως το Σεπτέμβριο του 2014, ακόμη απόρρητος.[77] Στον σχεδιασμό της συνομωσίας φαίνεται πως πρωτοστάτησε ο Γάλλος στρατηγός Gerard, διοικητής τότε του τακτικού στρατού που επιχείρησε να οργανώσει ο ίδιος ο Καποδίστριας. Δύο ολόκληρους μήνες πριν από τη δολοφονία, οι αξιωματικοί του γαλλικού εκστρατευτικού σώματος στην Πελοπόννησο, στις μεταξύ τους συζητήσεις, δεν αμφέβαλλαν καθόλου ότι πλησίαζε η ημέρα της δολοφονίας, ή απλώς της ανατροπής του Κυβερνήτη.[78] Κατά τον Γιάννη Κορδάτο, η οικονομική κρίση, και η απόρριψη των αγγλικών και γαλλικών οικονομικών προτάσεων εκ μέρους του, οδήγησαν τις δύο τελευταίες «προστάτιδες δυνάμεις» να οργανώσουν τη δολοφονία του ρωσόφιλου Καποδίστρια, χρησιμοποιώντας τους Υδραίους και τους Μανιάτες.[79] Κατά τον Β. Κρεμμυδά, που μελέτησε το αρχειακό υλικό της υπόθεσης, κύριο ρόλο έπαιξε η Γαλλία, ενώ ελάχιστες είναι οι ενδείξεις ότι αναμίχθηκε η Βρετανία. Η τελευταία ενδεχομένως γνώριζε τη συνωμοσία αλλά δεν παρενέβη να την εμποδίσει. Κατά τον Κρεμμυδά, δεν υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις για ανάμιξη της Ύδρας στη συνωμοσία.[80]
Από τους δολοφόνους, ο Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης λίγο πριν πεθάνει από την πιστολιά του φρουρού του Καποδίστρια, ζητώντας έλεος είπε στους αστυνομικούς: «Δεν φταίω εγώ στρατιώται, άλλοι με έβαλαν».[81] Ο σύγχρονος με τα γεγονότα, ιστορικός και αγωνιστής Νικόλαος Κασομούλης, αναφέρει ότι ο έτερος εκτελεστής του Κυβερνήτη, Γεώργιος Μαυρομιχάλης, κατέφυγε στο σπίτι του πρέσβη της Γαλλίας βαρώνου Ρουάν, δηλώνοντάς του: «Σκοτώσαμε τον τύραννο. Μπιστευόμαστε την τιμή της Γαλλίας. Να τα άρματά μας».[81]
Ο Γάλλος πρέσβης παρέσχε άσυλο στον Γεώργιο Μαυρομιχάλη κι αρνήθηκε να τον παραδώσει, ζητώντας ένταλμα σύλληψης. Πάντως, υπό την απειλή του εξεγερμένου λαού που είχε περικυκλώσει την πρεσβεία, ο Ρουάν αναγκάστηκε να παραδώσει τον Γεώργιο Μαυρομιχάλη στις αρχές. Αξιοσημείωτη είναι, επίσης, η στάση του πρέσβη της Αγγλίας ο οποίος, αμέσως μετά την δολοφονία του Καποδίστρια, ζήτησε να ληφθούν αυστηρά μέτρα κατά του εξεγερμένου λαού, ακόμη και καταστολή με τη χρήση όπλων, απειλώντας την τριμελή προσωρινή Διοικητική επιτροπή (που απαρτιζόταν από τους Αυγουστίνο Καποδίστρια, Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και Ιωάννη Κωλέττη), ακόμη και με αποχώρηση και διακοπή των διπλωματικών σχέσεων. Αρκετά αργότερα, το 1840, ο ίδιος ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, ακούγοντας κάποιον να κατηγορεί τον Καποδίστρια, φέρεται να είπε τούτα τα λόγια: «Δεν μετράς καλά φιλόσοφε …. Ανάθεμα στους Αγγλογάλλους που ήσαν η αιτία κι εγώ έχασα τους δικούς μου, και το Έθνος έναν άνθρωπο που δε θα τονε ματαβρεί, και το αίμα του με παιδεύει ως τώρα …».[82] Για τη δολοφονία του Καποδίστρια, ο Ελβετός φιλέλληνας, φίλος του Καποδίστρια και ευεργέτης της επανάστασης, Ι.Γ. Εϋνάρδος είπε: «Όστις δολοφόνησε τον Καποδίστρια, δολοφόνησε την πατρίδα του. Ο θάνατός του είναι συμφορά για την Ελλάδα και δυστύχημα ευρωπαϊκόν».
Μετά τη δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια τη θέση του κυβερνήτη ανέλαβε ο αδελφός του Αυγουστίνος Καποδίστριας, ως πρόεδρος της προαναφερθείσας Διοικητικής Επιτροπής που διόρισε η Γερουσία, όμως παραιτήθηκε στις 28 Μαρτίου 1832. Τη σορό του Καποδίστρια την μετέφερε ο αδελφός του στην Κέρκυρα, όπου και ενταφιάστηκε στη Μονή Πλατυτέρας.[83]
Σχέση με τη Δούκισσα της Πλακεντίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Στα ταξίδια του ως υπουργός του τσάρου της Ρωσίας ο Ιωάννης Καποδίστριας γνώρισε την Δούκισσα της Πλακεντίας (Σοφί ντε Μπαρμπουά - Λεμπρέν). Η Δούκισσα της Πλακεντίας ως φιλέλληνας γοητεύτηκε από τις ιδέες του Καποδίστρια για την Ελλάδα, ενώ ζήτησε από τον ίδιο να της μάθει ελληνικά. Η Δούκισσα βοήθησε οικονομικά τον αγώνα ανασύστασης της Ελλάδας μετά την Επανάσταση και συνδέθηκε στενά με τον Καποδίστρια. Λίγο μετά την εκλογή του ως Κυβερνήτης της Ελλάδας, ο Καποδίστριας έστειλε στην Κέρκυρα ένα από τα καλύτερα πλοία του νεοσύστατου κράτους για να μεταφέρει στο Ναύπλιο τη Δούκισσα και την κόρη της, Ελίζα. Γνωστή είναι η αρνητική άποψη του αδερφού του, Αυγουστίνου, για τη σχέση του Ιωάννη με τη Δούκισσα. Πολλοί θεωρούσαν τη Σοφί ντε Μπαρμπουά - Λεμπρέν μία ιδιαίτερα χειριστική γυναίκα που εμπλεκόταν στα κρατικά ζητήματα. Αργότερα, έγινε γνωστό ότι η Δούκισσα είχε κρυφή σχέση με τον Ηλία Κατσάκο - Μαυρομιχάλη. Όταν ξέσπασε η στάση των Μαυρομιχαλαίων στη Μάνη, ο Καποδίστριας διέταξε μέλη της οικογένειας Μαυρομιχάλη σε κατ'οίκον περιορισμό, ανάμεσα τους και ο Κατσάκος. Σύμφωνα με πληροφορίες της εποχής, η Δούκισσα της Πλακεντίας είχε πληρώσει τους φρουρούς ώστε να καταφέρει ο Κατσάκος να αποδράσει. Ο Καποδίστριας πεπεισμένος για την κρυφή της σχέση με τον Κατσάκο, διώχνει τον Μάιο του 1831 τη Δούκισσα και την κόρη της από το Ναύπλιο. Αυτές μετέβησαν στη Γαλλία όπου η Δούκισσα διένειμε φυλλάδια εναντίον της πολιτικής του Καποδίστρια και υπερασπιζόταν τους Μαυρομιχαλαίους, μετέπειτα δολοφόνους του. Πολλοί είναι αυτοί που θεωρούν τη Δούκισσα της Πλακεντίας μία από τους βασικούς υποκινητές της δολοφονίας του Καποδίστρια. [84][85][86][87]
Σχέση με τη Ρωξάνδρα Στούρτζα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η Ρωξάνδρα Στούρτζα (1786 - 1844) ήταν Κυρία επι των Τιμών στην τσαρική αυλή και αδελφή του Αλέξανδρου Στούρτζα, διπλωμάτη και στενού συνεργάτη του Καποδίστρια. Ο Καποδίστριας συνδέθηκε με αυτή ερωτικά και μάλιστα, σύμφωνα με κάποιους ιστορικούς, της έκανε πρόταση γάμου το 1814, την οποία όμως απέρριψε με την αιτιολογία ότι η μητέρα της τον προόριζε για την αδελφή της Ελένη.[88] Η Ρωξάνδρα ήταν φιλέλλην και και δραστήριο μέλος της Φιλόμουσης Εταιρείας Βιέννης που ίδρυσε ο Καποδίστριας. Η μεταξύ τους αλληλογραφία συνεχίστηκε μέχρι και τη δολοφονία του.Το τελευταίο γράμμα της προς τον Ιωάννη Καποδίστρια έφτασε στο Ναύπλιο αφού αυτός είχε πεθάνει. Όταν εκείνη πληροφορήθηκε τη δολοφονία του υπέστη νευρικό κλονισμό.[83]
Κριτική και τιμές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Σχετικά με την προσωπικότητα του Καποδίστρια έχουν εκφραστεί από τους ιστορικούς αντικρουόμενες απόψεις. Από τους παλαιότερους, ο κόμης Γκομπινώ τον συγκαταλέγει στους τρεις μεγαλύτερους διπλωμάτες της εποχής μαζί με τον Μέτερνιχ και τον Ταλλεϋράνδο, και ο Χέρτσμπεργκ αναφέρει ότι ήταν διπλωμάτης δεξιώτατος[89], ο Γιάννης Κορδάτος τον χαρακτηρίζει τυφλό όργανο των Ρώσων, ενώ ο Καρλ Μαρξ τον χαρακτηρίζει πολιτικά ανυπόληπτο.[50] Ο Σπυρίδων Τρικούπης, στενός συνεργάτης του Καποδίστρια, εκφράζεται μεν θετικά, δεν παραλείπει όμως να τον κατηγορήσει για την κατάλυση του Συντάγματος.[89]
Από τους νεότερους ιστορικούς, ο Τάσος Βουρνάς εκφράζεται θετικά ως προς το έργο του Καποδίστρια, όπως και οι Παύλος Καρολίδης και Διονύσιος Κόκκινος, ένας από τους φανατικότερους υποστηρικτές του.[50][89] Με την άποψη ότι ο Καποδίστριας ήταν απλά όργανο των Ρώσων διαφωνεί και ο Ντάγκλας Ντέικιν.[60] Ο Σπυρίδων Μαρκεζίνης χαρακτηρίζει το έργο του αξιόλογο αλλά όχι αξιέπαινο.[89] Σε γενικές γραμμές οι περισσότεροι ιστορικοί θεωρούν σημαντικό το έργο του Καποδίστρια, χωρίς να παραλείπουν να αναφέρουν όμως την αυταρχικότητα με την οποία άσκησε την εξουσία. Η φιλοπατρία του αναγνωρίζεται από σχεδόν όλους τους ιστορικούς.[50][89] Σχετικά με τη φιλοπατρία του, ο Τάκης Σταματόπουλος συμπεραίνει πώς «για να είμαστε δίκαιοι δεν μπορούμε να αρνηθούμε την αγαθή πρόθεσή του, την καταπληχτική και φιλότιμη εργατικότητά του να δημιουργήσει κράτος από το χάος».[90] Σύμφωνα με τη μαρξιστική ανάλυση του Γιάννη Μηλιού[91], η διακυβέρνηση από τον Καποδίστρια ήταν το αποτέλεσμα μιας «καταστροφικής ισορροπίας» μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων που γέννησε την αναγκαιότητα του βοναπαρτισμού. Κατά τον ίδιο, «δεν επρόκειτο ούτε για το αποτέλεσμα του συμβιβασμού της αστικής τάξης με τους (ανύπαρκτους άλλωστε) φεουδάρχες, ούτε για τη «βούληση» των Μεγάλων Δυνάμεων, αλλά για την κρίση και το κενό ηγεμονίας, το οποίο καλύφθηκε φυσικά με «έκτακτο» τρόπο». Ο ιστορικός Βασίλης Κρεμμυδάς αναφέρει[92] πως καλλιεργήθηκε ένας μύθος από τους απολογητές της διακυβέρνησής του για να αιτιολογήσουν την αυταρχικότητά του ότι δήθεν ήθελε να καταργήσει τις οπισθοδρομικές τοπικές εξουσίες υπέρ μιας κεντρικής, εθνικής εξουσίας. Ισχυρίζεται πως ήταν εκ πεποιθήσεως θιασώτης της πεφωτισμένης δεσποτείας και ανέλαβε την εξουσία μόνο όταν είχε εξασφαλίσει την επιβολή μιας τέτοιας μορφής διακυβέρνησης, «στη λογική του, τα περί φιλελεύθερων και δημοκρατικών Συνταγμάτων και πολιτευμάτων, εκλεγμένης Βουλής κ.λπ. δε χωρούσαν.» Συνεχίζει πως φόβος διακατείχε τον Κυβερνήτη απέναντι σε όλους πάνω κάτω τους πρωταγωνιστές της απελευθέρωσης ακόμη και τον Θ. Κολοκοτρώνη. Εντάσσει τη δολοφονία του στο πλαίσιο μιας παρατεταμένης αναντιστοιχίας των νέων, με τα καλά και τα κακά τους, κοινωνικών σχέσεων μετά το 1821 με την αυταρχική πολιτική εξουσία στο πλαίσιο της πεφωτισμένης δεσποτείας.
Είχε τιμηθεί πλείστες φορές από τον Τσάρο Αλέξανδρο και είχε ανακηρυχθεί επίτιμος δημότης του καντονιού Βω με πρωτεύουσα τη Λωζάνη. Σήμερα πολλοί δρόμοι και πλατείες φέρουν το όνομά του. Ο Κρατικός Αερολιμένας Κερκύρας ονομάζεται «Ιωάννης Καποδίστριας», ενώ από το 1911, κατόπιν επιθυμίας του ευεργέτη Ιωάννη Δόμπολη, το Εθνικό Πανεπιστήμιο Αθηνών μετονομάστηκε σε «Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών» και στα Προπύλαια μάλιστα υπάρχει ανδριάντας του. Επίσης, η μορφή του Καποδίστρια απεικονίζεται στο κέρμα των 20 λεπτών (υπομονάδα του ευρώ) της ελληνικής έκδοσης, όπως και στο χαρτονόμισμα των 500 δραχμών (1983 - 2001). «Ιωάννης Καποδίστριας» (ή Σχέδιο Καποδίστρια) ονομάζεται και το πρόγραμμα σχετικά με τις μεταρρυθμίσεις στην τοπική αυτοδιοίκηση που ξεκίνησε με πρωτοβουλία της κυβέρνησης Σημίτη.[93] Στις 21 Σεπτεμβρίου 2009 πραγματοποιήθηκαν τα αποκαλυπτήρια προτομής του Καποδίστρια στη Λωζάννη της Ελβετίας, παρουσία της Ελβετίδας υπουργού Εξωτερικών Μισελίν Καλμί - Ρέι και του Ρώσου ομολόγου της Σεργκέι Λαβρόφ.[94] Ανδριάντας υπάρχει επίσης στην κεντρική πλατεία της πόλης Κάπο ντ' Ίστρια (σημερινό Κόπερ) της Σλοβενίας.[95] Πιθανολογείται[θ] ότι ήταν τέκτονας.
Στο εξοχικό της οικογένειας Καποδίστρια, το οποίο δωρήθηκε από τη δισέγγονη του Γεωργίου Καποδίστρια, αδελφού του κυβερνήτη, Μαρία Δεσσύλα - Καποδίστρια, στη θέση Κουκουρίτσα της Κέρκυρας, λειτουργεί το Μουσείο Ιωάννη Καποδίστρια, όπου φυλάσσονται κειμήλια της οικογένειας και προσωπικά του αντικείμενα. Στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, στην Αθήνα, φιλοξενούνται επίσης προσωπικά αντικείμενα του Κυβερνήτη, καθώς και το γραφείο του.[63]
Επιπλέον, την 24η Φεβρουαρίου 2007, στην Κέρκυρα, οι Δήμοι Κερκυραίων, Αίγινας, Ναυπλίου (Ελλάδα), Αμμόχωστου (Κύπρος) και Koper-Capodistria (Σλοβενία) αποφάσισαν και συνέστησαν το Δίκτυο Πόλεων «Ιωάννης Καποδίστριας». Το παραπάνω δίκτυο συγκροτήθηκε από τις πόλεις ή χώρες στις οποίες έζησε και έδρασε ο Ιωάννης Καποδίστριας και στόχος του είναι η προαγωγή της προσωπικότητας και του έργου του Κυβερνήτη τόσο σε τοπικό, όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
- ↑ Συνολικά ο Αντώνιος - Μαρία Καποδίστριας και η Διαμαντίνα Γονέμη απέκτησαν έξι αγόρια και τέσσερα κορίτσια: τον Βιάρο Καποδίστρια, που πέθανε σχεδόν αμέσως, την Στέλλα Καποδίστρια, σύζυγο Πολυλά, την Ευφροσύνη Καποδίστρια, μοναχή, την Ευφημία Καποδίστρια, μοναχή, τον Βιάρο Καποδίστρια, τον Ιωάννη Καποδίστρια, τον Αυγουστίνο Καποδίστρια, την Μαρία Καποδίστρια, σύζυγο Ροδοστάμου, τον Βίκτωρα Καποδίστρια και τον Γεώργιο Καποδίστρια.
- ↑ Ο Κάρολος Εμμανουήλ Β΄ είχε πεθάνει ήδη από το 1675, γεγονός που καθιστά αδύνατο να παραχώρησε τίτλο ευγενείας στους Καποδίστρια το 1689, δεκατέσσερα χρόνια δηλαδή μετά τον θάνατό του. Το λάθος αυτό δεν έγινε αντιληπτό από κανέναν μέχρι το 1968, οπότε και το επισήμανε ο Ricaldone. Έρευνες στα ιστορικά αρχεία του οίκου της Σαβοΐας δεν κατέστησαν δυνατή την εύρεση κάποιου στοιχείου σχετικά με την παραχώρηση τίτλου ευγενίας στους Καποδίστρια. Πιθανόν είναι είτε να πρόκειται για λάθος στο έγγραφο είτε ο τίτλος να μην παραχωρήθηκε ποτέ.
- ↑ Από πολλούς ιστορικούς αναφέρεται ως υπουργός επί των εξωτερικών. Κάτι τέτοιο πρέπει να θεωρείται λάθος καθώς την εκτελεστική εξουσία ασκούσε η γερουσία της Δημοκρατίας.
- ↑ Η θέση του γραμματέα, ελλείψει υπουργικής θέσης, αντιστοιχούσε με αυτή του υπουργού εξωτερικών. Επίσημα ο Καποδίστριας δεν περιβλήθηκε με το αξίωμα του υπουργού εξωτερικών το 1815.[18]
- ↑ Η πρώτη επαφή του Καποδίστρια με την Φιλική Εταιρεία είχε γίνει το 1817 στην Πετρούπολη. Είχε προηγηθεί μια επιστολή του Νικολάου Γαλάτη προς τον Κόμη. Στη συνέχεια πραγματοποιήθηκε συνάντηση μεταξύ τους. Το τι ελέχθη δεν είναι γνωστό με απόλυτη ακρίβεια, σύμφωνα όμως με τον ιστορικό Ελευθέριο Μωραϊτίνη Πατριαρχέα, ο Καποδίστριας στην αυτοβιογραφία του παραποιεί την αλήθεια.[20] Η αποστολή του Γαλάτη ήταν να μυήσει τον Καποδίστρια στη Φιλική Εταιρεία και να του προτείνει την αρχηγία αυτής, σκοπός όμως που δεν επετεύχθη. Η δε παρουσία του στην πόλη τελικώς ενόχλησε τους Ρώσους, οι οποίοι αφού τον συνέλαβαν και τον ανέκριναν, τον έδιωξαν από την Αγία Πετρούπολη. Την πρόταση επανέλαβε και ο Εμμανουήλ Ξάνθος χωρίς πάλι επιτυχία.[21]
- ↑ Βλ. σχετικά Μαρκεζίνης, σελ. 41. – – Κατά τον Σπυρίδωνα Τρικούπη, ο ίδιος ο Καποδίστριας του διηγήθηκε (Ο κυβερνήτης μοι διηγήθη το ανέκδοτον τούτο) ότι, μετά πολυήμερη αναμονή, ειδοποιήθηκε να μεταβεί στον πύργο του Ουίνδσορ για να συναντήσει τον Γεώργιο Δ΄. Οδηγήθηκε στην πινακοθήκη του πύργου, όπου υπήρχε και η δική του προσωπογραφία από τον Thomas Lawrence, και μετά από ώρα πολλή μπήκε ο βασιλιάς, μόνος και πρόχειρα ντυμένος, κι άρχισε να βλέπει τους πίνακες. Ο Καποδίστριας περίμενε όρθιος κι ακίνητος, ο Γεώργιος πλησίασε και με έκπληξη δήθεν του είπε στα γαλλικά : «Α, εδώ είστε, κύριε κόμη! Χαίρομαι που σας βλέπω». Και έφυγε κοιτάζοντας πάντα πίνακες!.[39]
Κατά τον Γρηγόριο Δαφνή η συγκεκριμένη πληροφορία δεν επαληθεύεται από την ειδική στήλη της εφημερίδας "Times". Ο Δαφνής δε θεωρεί ότι ο Τρικούπης κάνει κάποιο λάθος λέγοντας πως ίσως ο κυβερνήτης να του μίλησε για τη συνάντηση που είχε με τον Γεώργιο Δ΄ το 1819.[40] - ↑ Ο Κόδριγκτον του είπε: «Δεν είμαι φιλάνθρωπος, ούτε παντάπασι φιλέλλην. Δεν εκτιμώ ιδιαιτέρως τους Έλληνας, ούτε τους Τούρκους. Δεν έχω προσωπικήν συμπάθειαν προς τους μεν, ούτε προς τους δε. Συντάσσομαι και υπερασπίζομαι ολοψύχως μόνον τα συμφέροντα της Αυτοκρατορίας μου» (Ρούσσος, τόμος Αʹ, σελ. 53).
- ↑ Η περίοδος 1798 έως 1800, θεωρείται από τους βιογράφους του ιδιαιτέρως σκοτεινή. Ίσως τότε να εντάχθηκε σε κάποια Τεκτονική Στοά, όπως αυτή του Φοίνικος στην Κέρκυρα, ή του Αστέρος της Ανατολής της Ζακύνθου. Αν και συχνά η Τεκτονική βιβλιογραφία τον παρουσιάζει ως ενεργό μέλος κάποιας Στοάς, ισχυρές αποδείξεις δεν έχουν προκύψει, παρά το γεγονός ότι ισχυροί φίλοι του, όπως ο Α. Δάνδολος, ήταν γνωστοί τέκτονες, και η υπογραφή του είχε τα χαρακτηριστικά μασονικής υπογραφής. Η μόνη ίσως ένδειξη είναι αυτή που έλαβε ο ερευνητής Π. Κρητικός από τη Μεγάλη Στοά της Ελβετίας Alpina το 1965, ότι δηλαδή ο Καποδίστριας ήταν μέλος της Στοάς Modestie της Ζυρίχης.[96] Πάντως στα ρωσικά αρχεία υπάρχει επιστολή του Καποδίστρια προς τον καθηγητή Κωνσταντίνο Βαρδαλάχο, όπου ο πρώτος από την Αγία Πετρούπολη , στις 4/16 Ιανουαρίου 1819, παρακαλεί τον δεύτερο στην Οδησσό να διαψεύδει κάθε πληροφορία ή φήμη ότι ο Καποδίστριας ήταν μέλος ή συμπαθούσε τις μυστικές οργανώσεις.[97]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου