Σάββατο, 27 Μαρτίου, 2021
Λόρδος Βύρων
Ο 6ος Βαρόνος Μπάιρον (22 Ιανουαρίου 1788 – 7 Απριλίου 1824), γνωστός στην Ελλάδα ως Λόρδος Βύρων (αγγλικά George Gordon Byron, 6th Baron Byron, Lord Byron), ήταν Άγγλος αριστοκράτης, ποιητής, πολιτικός, Φιλέλληνας και μια από τις σημαντικότερες μορφές του ρομαντισμού. Θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους Βρετανούς ποιητές και παραμένει ακόμα και σήμερα δημοφιλής. Από το πλούσιο έργο του ξεχωρίζουν τα μακροσκελή ποιήματα Don Juan («Δον Ζουάν») και Childe Harold's Pilgrimage («Το προσκύνημα του Τσάιλντ Χάρολντ»).
Υπήρξε εξαιρετικά διάσημος και επιτυχημένος ως ποιητής, αλλά και ιδιαίτερα αμφιλεγόμενη προσωπικότητα στην Αγγλία, ζώντας άστατη οικονομική και ερωτική ζωή. Ταξίδεψε σε πολλά μέρη στην Ευρώπη, ιδιαίτερα στην Ιταλία, όπου έζησε για επτά χρόνια σε πόλεις όπως η Βενετία, η Ραβένα και η Πίζα. Κατά την παραμονή του στην Ιταλία, δέχτηκε πολλές φορές επισκέψεις από τον φίλο του και έτερο ποιητή Πέρσι Σέλλεϋ (Percy Bysshe Shelley)[38].
Αργότερα συνέδεσε το όνομα του με την στήριξη των επαναστατικών κινημάτων σε Ιταλία και Ελλάδα, και πέθανε στο πλευρό των Ελλήνων επαναστατών στο Μεσολόγγι, σε ηλικία μόλις 36 χρόνων, μετά από υψηλό πυρετό που ανέπτυξε.
Θεωρείται από τους πλέον σημαντικούς Άγγλους λογοτέχνες του 19ου αιώνα, ενώ στην Ελλάδα είναι μια από τις πιο αναγνωρίσιμες μορφές της Επανάστασης του 1821 και εθνικός ευεργέτης. Η ζωή του υπήρξε γεμάτη σκάνδαλα, οικονομικά και ερωτικά, με αποκορύφωμα τη φημολογούμενη ερωτική σχέση του με την ετεροθαλή αδελφή του. Η μόνη νόμιμη κόρη του υπήρξε η Άντα Λάβλεϊς (Ada Lovelace), η οποία θεωρείται η πρώτη προγραμματίστρια, γνωστή για τη συμβολή της στη δημιουργία της Αναλυτικής μηχανής του Τσαρλς Μπάμπατζ (Charles Babbage). Στα μη νόμιμα τέκνα του ανήκει η Αλέγκρα Μπάιρον (Allegra Byron), η οποία πέθανε σε μικρή ηλικία, ενώ φήμες θέλουν να απέκτησε και μια κόρη, την Ελίζαμπεθ Μέντορα Λη (Elizabeth Medora Leigh) από την ετεροθαλή αδελφή του.
Ζωή στην Αγγλία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Γεννήθηκε στο Λονδίνο στις 22 Ιανουαρίου 1788. Ήταν γιος του πλοιάρχου του αγγλικού Βασιλικού Ναυτικού, Τζον Μπάιρον (Captain John "Mad Jack" Byron), και της δεύτερης συζύγου του, Κάθριν Γκόρντον (Catherine Gordon). Ανήκε σε αριστοκρατική οικογένεια, από την πλευρά της μητέρας του, το γένος Γκόρντον, και ήταν απόγονος του βασιλιά της Αγγλίας Εδουάρδου Γ'. Οι γονείς του είχαν χωρίσει όμως πριν καν εκείνος γεννηθεί. Ο μεν πατέρας του είχε διαφύγει στη Γαλλία λόγω χρεών, η δε μητέρα του, προσπαθώντας να αποφύγει τους πιστωτές, συνόδευσε αρχικά τον σύζυγό της στη Γαλλία το 1786, αλλά επέστρεψε στην Αγγλία στα τέλη του 1787 για να γεννήσει τον γιο της σε αγγλικό έδαφος. Ξόδεψε μεγάλο μέρος της δικής της περιουσίας για την αποπληρωμή των χρεών αυτών.
Ο Λόρδος Βύρων γεννήθηκε χωλός (στη δεξιά κνήμη) και τα πρώτα χρόνια διέμενε με τη μητέρα του στο Αμπερντήν της Σκωτίας, μάλλον φτωχικά, όπου και έμαθε και τα πρώτα του γράμματα. Στις 19 Μαΐου 1798 πέθανε ο αδελφός του παππού του, από τον πατέρα του, Ουίλιαμ Μπάιρον, γνωστός ως «ο μοχθηρός Λόρδος», και έτσι ο δεκαετής νεαρός, ο οποίος ήταν πρώτος στη σειρά διαδοχής, κληρονόμησε τον τίτλο του Βαρόνου Μπάιρον.
Τα πρώτα ποιήματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Όταν δεν βρισκόταν στο σχολείο ή το κολέγιο, ο Βύρων ζούσε με τη μητέρα του στο Σάουθγουελ του Νότιγχαμσαϊρ στην κεντρική Αγγλία.[39] Κατά τη διαμονή του εκεί δημιούργησε διάφορες φιλίες καθώς και έγραψε τα πρώτα του θεατρικά έργα για την ψυχαγωγία της τοπικής κοινότητας. Οι φίλοι του τον παρότρυναν να ασχοληθεί με την ποίηση. Έτσι ο Βύρων έγραψε τα πρώτα του ποιήματα σε ηλικία 17 ετών, τα οποία έγιναν γνωστά ως τα Fugitive Pieces (μτφ. φυγαδευμένα κομμάτια).[40] Ο ερωτισμός των γραπτών αυτών όμως σύντομα έγινε αντικείμενο έριδας με κάποια από τα μέλη της κοινότητας και έτσι καταστραφήκαν πριν διαδοθούν ευρέως.[41]
Η πρώτη ποιητική συλλογή του, Hours of Idleness (μτφ. ώρες απραξίας), στην οποία περιέχονταν πολλά από τα αρχικά ποιήματα του Βύρωνα καθώς και πιο πρόσφατες συνθέσεις, δέχτηκε έντονη -και ανώνυμη- κριτική από το λογοτεχνικό περιοδικό Edinburgh Review, το οποίο κατείχε σημαντική θέση στα λογοτεχνικά δρώμενα της εποχής. Ως απάντηση, ο Βύρων έγραψε το πρώτο σατιρικό του έργο, English Bards and Scotch Reviewers (μτφ. Άγγλοι βάρδοι και Σκοτσέζοι κριτικοί) (1809), το οποίο δημοσίευσε αρχικά ανώνυμα. Πολύ γρήγορα όμως η ταυτότητα του ποιητή αποκαλύφθηκε και οι αντιδράσεις ήταν έντονες, με αποκορύφωμα μια πρόσκληση σε μονομαχία. Με τον καιρό όμως έγινε μόδα, και για κάποιους ήταν ένα είδος τιμής, να βρίσκονται στο στόχαστρο της πένας του Βύρωνα.
Αναγνώριση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο Βύρων συνέχισε να γράφει ποιήματα, με το Childe Harold's Pilgrimage (Tο προσκύνημα του Τσάιλντ Χάρολντ) να εκδίδεται το 1812 και να γνωρίζει εξαιρετικά μεγάλη δημοφιλία, κάτι που τον έκανε περιζήτητο και διασημότητα της εποχής.[42][43][44] Ο Βύρων φαίνεται να εκπλάγηκε από την εξέλιξη αυτή, και κατά τα δικά του λεγόμενα, απλώς έτυχε μια μέρα να ξυπνήσει και να ανακαλύψει πως είναι διάσημος.[45] Η πρώτη έκδοση με 500 αντίτυπα εξαντλήθηκε μέσα σ' ένα τριήμερο, και ακολούθησαν έξι ακόμα εκδόσεις μέσα σ' έναν μήνα. Παράλληλα όμως, ασχολούμενος με την πολιτική, εκφώνησε τον πρώτο του λόγο στη Βουλή των Λόρδων περί ενός νομοσχεδίου που θέσπιζε αυστηρότατες ποινές για τους υπαίτιους των ταραχών που είχαν ξεσπάσει στο Νότιγχαμ μετά την εισαγωγή μηχανών κατασκευής καλτσών, συντασσόμενος με τους φιλελεύθερους. Ο λόγος του εκείνος προκάλεσε ιδιαίτερη εντύπωση, και έσπευσαν πολλοί να τον συγχαρούν. Ο δεύτερος λόγος του μετά από δύο μήνες περί της χειραφέτησης των καθολικών "Παπιστών" δεν ήταν τόσο αξιόλογος, αλλά ούτε και ο τρίτος του, που εκφώνησε στη 1 Ιουνίου.
Τα επόμενα του ποιήματα επικεντρώθηκαν σε θέματα από την Ανατολή στη συλλογή με τίτλο Oriental Tales (Ανατολίτικες ιστορίες) όπου περιέχονταν τα ποιήματα The Giaour (Ο γκιαούρης), The Bride of Abydos (Η νύφη της Αβύδου), The Corsair (Ο Κουρσάρος), η Lara (Λάρα), και το The Siege of Corinth (Η πολιορκία της Κορίνθου).
Σε γενικές γραμμές ήταν ιδιαίτερα σπάταλος και καθόλου φειδωλός οικονομικά, έτσι με τον καιρό συσωρεύτηκαν χρέη για τα οποία οι πιστωτές του τον αναζητούσαν συνεχώς προς αποπληρωμή.[39] Συνέπεια των χρεών του, αλλά και της καταδίωξης του από πρώην ερωμένες, ο Βύρων βρήκε την ευκαιρία να ξεκινήσει την μεγάλη Ευρωπαϊκή περιοδεία του ταξιδεύοντας σε διάφορες χώρες της Ευρώπης,[46] όπως έκαναν κατά τα πρότυπα της εποχής οι νεαροί Άγγλοι ευγενείς μετά την ενηλικίωση τους. Με τους Ναπολεόντιους πολέμους να βρίσκονται σε εξέλιξη, αναγκάστηκε να αποφύγει αρκετές χώρες της βόρειας και κεντρικής Ευρώπης, και έτσι κατέληξε στις χώρες της Μεσογείου.[47] Σύμφωνα με κάποια αλληλογραφία που διασώζεται μεταξύ του Βύρωνα και φίλων του στην Αγγλία, ένα από τα κίνητρα του ήταν και η εμπειρία του ομοφυλοφιλικού έρωτα, κάτι που πιθανώς θα ξεσήκωνε μεγάλα πάθη στην Αγγλία όπου και ήταν πλέον διάσημος.[48] Ωστόσο το ενδιαφέρον του για την ανατολική Μεσόγειο πήγαζε και από τις ιστορίες που είχε διαβάσει ως παιδί για την μακρινή γη του Λεβάντε, τις περιοχές των Οθωμανών και των Περσών, και τους μυστικιστές Σούφι.[49]
Ευρωπαϊκή περιοδεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Στις 2 Ιουλίου του 1809 ο Βύρων αποπλέοντας από το Πλύμουθ μαζί με τον φίλο του Τζον Χόμπχαουζ (John Cam Hobhouse) και κάποιους υπηρέτες, φθάνει αρχικά στη Λισαβόνα και από εκεί παραπλέοντας το Γιβραλτάρ φθάνει στη Μάλτα, όπου και παραμένει για μικρό διάστημα. Τον Σεπτέμβριο, επιβαίνοντας στο αγγλικό πολεμικό «Σπάιντερ», αντίκρισε για λίγο, για πρώτη φορά, την πόλη όπου 14 χρόνια μετά θα άφηνε την τελευταία του πνοή. Τελικά αποβιβάστηκε στην Πρέβεζα. Από εκεί, επιθυμώντας συνάντηση με τον Αλή Πασά, μετέβη στα Ιωάννινα. Φθάνοντας όμως εκεί και μαθαίνοντας ότι εκείνος βρίσκεται στο Τεπελένι, μετά τριήμερη παραμονή, αποφάσισε να μεταβεί στο Τεπελένι, όπου φθάνοντας μετά από εννέα ημέρες έγινε δεκτός από τον Αλή Πασά, ο οποίος τον φιλοξένησε στο σαράι του. Τις εντυπώσεις του από εκείνη την βάρβαρη αίγλη της φιλοξενίας, τις αποτύπωσε ο Βύρων στο φημισμένο ποίημά του «Το προσκύνημα του Τσάιλντ Χάρολντ» (Childe Harold's Pilgrimage, Cantos I & II, 1812).[50][51] Από εκεί, επιστρέφοντας μέσω Ιωαννίνων στην Πρέβεζα, απέπλευσε για την Πάτρα, πλην όμως λόγω μεγάλης θαλασσοταραχής αναγκάσθηκε να επιστρέψει. Τελικά αλλάζοντας δρομολόγιο, διέσχισε μαζί με τους συντρόφους του την Ακαρνανία φθάνοντας στο Μεσολόγγι απ' όπου και πήγε στην Πάτρα, και από εκεί μέσω Βοστίτσας (Αιγίου), έφθασε στην Ιτέα, απ' όπου μέσω Αράχωβας, Λιβαδειάς και Φυλής έφθασε στην Αθήνα το βράδυ των Χριστουγέννων του 1809, καταλύοντας στην οικία της αδελφής του Έλληνα υποπρόξενου της Αγγλίας.
Κατά τη διάρκεια της τρίμηνης παραμονής του στην Αθήνα, ο Βύρων επισκέφθηκε τις πιο ιστορικές τοποθεσίες της Αττικής, ενώ παράλληλα ερωτεύτηκε σχεδόν παράφορα την Τερέζα Μακρή, την μόλις 12χρονη κόρη του Άγγλου προξένου Προκόπιου Μακρή, στην οποία αφιέρωσε και το ποίημά του «Κόρη των Αθηνών» (Maid of Athens, Ere We Part, 1809).
Στις 4 Απριλίου 1810 ο κυβερνήτης του αγγλικού δίκροτου «Πυλάδης» (ship-sloop Pylades, κατασκευής του 1794) που ναυλοχούσε στον Πειραιά προσκάλεσε τον Βύρωνα και τον φίλο του Χόμπχαουζ για ένα ταξίδι μέχρι τη Σμύρνη. Έτσι ο Βύρων αποδεχθείς την πρόσκληση σε λίγες ημέρες έφθασε στη Σμύρνη, παραμένοντας εκεί λίγες ημέρες. Στις 11 Μαρτίου αναχώρησε με την αγγλική φρεγάτα «Σαλσέτ» (Salsette) για την Κωνσταντινούπολη. Κατά την αναμονή άδειας διέλευσης από τα Δαρδανέλια ο Βύρων επανέλαβε το εγχείρημα του μυθικού Λέανδρου, διασχίζοντας τα στενά κολυμπώντας από την αρχαία Άβυδο της Ευρωπαϊκής ακτής προς τη Σηστό της Ασιατικής (3 Μαΐου 1810), μαζί με τον Έκενχεντ (Lieutenant Ekenhead) του πληρώματος της φρεγάτας, άθλο για τον οποίο και δικαιολογημένα θα υπερηφανεύεται στο υπόλοιπο της ζωής του. Τελικά έφθασε στην Κωνσταντινούπολη στις 13 Μαΐου, όπου και παρέμεινε για δύο μήνες. Στη συνέχεια συνόδευσε τον Άγγλο πρέσβη στον αποχαιρετιστήριο λόγο του, καθώς και στην επιστροφή του με το ίδιο πλοίο στην Αγγλία. Όμως κατά την επιστροφή, καθώς προσέγγισε η φρεγάτα στη Κέα, ο Βύρων αποβιβάστηκε, από όπου και επέστρεψε στην Αθήνα, αυτή τη φορά μόνος του, και κατέλυσε στη τότε Μονή των Φραγκισκανών (Μονή Καπουτσίνων των Αθηνών), δίπλα στο Μνημείο του Λυσικράτη. Κατά την υπόλοιπη δεκάμηνη παραμονή του στην Ελλάδα ο Βύρων, με ορμητήριο εκδρομών την παραπάνω Μονή, επισκέφθηκε πολλά μέρη κυρίως της Πελοποννήσου. Στη διάρκεια δε κάποιας εκδρομής του στο Σούνιο, κινδύνεψε να συλληφθεί όμηρος από Μανιάτες πειρατές. Μεταβαίνοντας λίγες ημέρες μετά στην Πάτρα, προσβλήθηκε από ελονοσία και, όπως αφηγήθηκε ο ίδιος, διασώθηκε χάρη στους Αλβανούς υπηρέτες του, που τρομοκράτησαν τους ιατρούς του λέγοντάς τους πως θα τους αποκεφάλιζαν αν ο κύριός τους δεν θεραπευόταν.
Στις 11 Απριλίου 1811 ο Λόρδος Βύρων επιβιβάστηκε για Μάλτα, σε ένα πλοίο που μετέφερε ένα μέρος φορτίου των μαρμάρων του Παρθενώνα που είχε αφαιρέσει ο λόρδος Έλγιν. Ο Βύρων ήταν ανοιχτά και ιδιαίτερα ενοχλημένος με την αφαίρεση των γλυπτών του Παρθενώνα από τον Έλγιν, και αντέδρασε με θυμό όταν κατά την ξενάγηση του στο μνημείο είδε να λείπουν τα τρίγλυφα και οι μετώπες. Αργότερα έγραψε ένα ποίημα, την "Κατάρα της Αθηνάς" (The Curse of Minerva), κατηγορώντας τις πράξεις του Έλγιν.
Φθάνοντας στη Μάλτα προσβλήθηκε και πάλι από ελονοσία, οπότε και αποφάσισε την επιστροφή του στην Αγγλία. Έτσι επιβαίνοντας στις 3 Ιουλίου στην αγγλική φρεγάτα "Βολάζ" (HMS Volage) επέστρεψε στο Πόρτσμουθ στις 17 Ιουλίου.[52][53][54]
Γάμος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Κατά την επόμενη διετία ο Λόρδος Βύρων ήταν πλέον ένας επιτυχημένος ποιητής, ωραίος ως Άδωνις, ευπατρίδης, σχετικά πλούσιος, αλλά και περιφρονητής της κρατούσας κοινωνικής ηθικής. Έχοντας μεγάλη επιτυχία μεταξύ των γυναικών, που όπως ο ίδιος υποστήριζε, «υπέστην περισσότερες αρπαγές απ΄ οποιονδήποτε άλλον από την εποχή του Τρωικού πολέμου», αφιερώνοντας όμως πολύ χρόνο για να συνθέτει τα νέα του ποιήματα όπως "Ο Γκιαούρης" (The Giaour (1813)), "Η Νύμφη της Αβύδου" (The Bride of Abydos (1813)), "Ο Κουρσάρος" (The Corsair (1814)), "Ο Λάρα" (Lara, A Tale (1814)), η "Παριζίνα" (Parisina (1816)), η "Πολιορκία της Κορίνθου" (The Siege of Corinth (1816)) κ.ά. που όλα χρονολογούνται στην ίδια περίοδο, αν και κάποια εξ αυτών δημοσιεύτηκαν αργότερα. Την ίδια ταχύτητα με τη συγγραφή είχαν και οι πωλήσεις τους, συγκεκριμένα το ποίημα "Ο Κουρσάρος" που τυπώθηκε σε 14.000 αντίτυπα εξαντλήθηκε μέσα σε μία μόνο ημέρα. Γενικά οι πωλήσεις αυτών των ποιημάτων του επέφεραν τεράστια κέρδη, παρέχοντάς του τη δυνατότητα πλουσιότερης ζωής, δημιουργώντας όμως νέα μεγάλα χρέη για την αντιμετώπιση των οποίων θεώρησε μοναδική διέξοδο τον γάμο.
Φημολογούνταν πως παλαιότερα διατηρούσε ερωτική σχέση με την αριστοκράτισσα και μέλος της καλής κοινωνίας Κάρολιν Λαμπ (Caroline Lamb) -από αυτήν απέκτησε και τον περίφημο χαρακτηρισμό Mad, Bad, and Dangerous to know (τρελός, κακός, και επικίνδυνη γνωριμία)-, ενώ αντίστοιχες φήμες κυκλοφορούν και για τις ερωτικές σχέσεις που διατηρούσε με την ετεροθαλή αδερφή του την Ωγκούστα Λη, με την οποία πιθανώς είχε ήδη μια κόρη που είχε γεννηθεί το 1814. Παντρεύτηκε τελικά την ευγενή Άννα Ισαβέλλα Μίλμπανκ στις 2 Ιανουαρίου του 1815, και η κόρη που απέκτησαν ως ζεύγος πλέον ονομάστηκε Άντα -αργότερα η Άντα αποτέλεσε σημαντική φυσιογνωμία των γλωσσών προγραμματισμού ως η πρώτη προγραμματίστρια εργαζόμενη στην αναλυτική μηχανή του Τσαρλς Μπάμπατζ-. Τα οικονομικά όμως του Βύρωνα δεν βελτιώθηκαν, και σε συνδυασμό με την εξ αυτών στενοχώρια, με την άκρατη οινοποσία με τους φίλους του και με τους περιορισμούς του οικογενειακού βίου η συμπεριφορά του απέναντι στη σύζυγό του κατέστη ολέθρια. Στις 15 Ιανουαρίου του 1816 η σύζυγός του μετέβη με την κόρη τους στο πατρικό της κτήμα, προκειμένου να μη δει την κατάσχεση των επίπλων τους, στέλνοντας όμως καθ' οδόν ένα τρυφερό γράμμα στον Βύρωνα. Λίγες όμως ημέρες αργότερα ο Βύρων έλαβε γράμμα από τον πεθερό του ότι η σύζυγός του δεν θα επανερχόταν πλέον κοντά του. Με περίπου ίδιο περιεχόμενο ακολούθησε και επιστολή της ίδιας της Ανναμπέλας, και ακολούθησε ο χωρισμός.
Τελικά όταν επήλθε επίσημα το διαζύγιο του ζευγαριού στις 21 Απριλίου του 1816, η δημοτικότητα του Βύρωνα άρχισε να μειώνεται, ενώ διάφορες φήμες άρχισαν να διαδίδονται μέχρι και για ομοφυλοφιλικές τάσεις, ειδικά μετά από μια φραστική επίθεση που έκανε κατά της αντιβασιλείας, που θεωρήθηκε ιδιαίτερα προσβλητική. Δεν αποκλείεται βέβαια οι φήμες αυτές εναντίον του να ήταν κατευθυνόμενες, για πολιτικούς λόγους, υπήρχαν όμως και βάσιμοι λόγοι για να γίνουν πιστευτές. Κατόπιν αυτών, η παραμονή του πλέον στην Αγγλία κατέστη αδύνατος, περιορίζοντας τις δημόσιες εμφανίσεις του, γεγονός που τον ανάγκασε να την εγκαταλείψει, λόγω της κατακραυγής της Βρετανικής κοινωνίας.
Ο Βύρων μετά από τον χωρισμό του με την Ωγκούστα και το παιδί του, και με τα οικονομικά χρέη και τις πολλές ερωμένες να τον καταδιώκουν, αναγκάστηκε να φύγει από την Αγγλία τον Απρίλιο του 1816. Δεν επρόκειτο να επιστρέψει ποτέ πίσω πλέον.[44]
Ελβετία και Ιταλία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Στις 25 Απριλίου του 1816 επιβιβάσθηκε σε πλοίο με μεγάλη συνοδεία, και μέσω Οστάνδης εγκαταστάθηκε αρχικά στις Βρυξέλλες του Βελγίου και από εκεί επισκεπτόμενος το πεδίο της μάχης του Βατερλώ κατέληξε στη Γενεύη της Ελβετίας όπου και διέμεινε μερικούς μήνες συναντώντας τον εξόριστο εκεί από την Αγγλία ποιητή Πέρσυ Σέλλεϋ και με την μέλουσα σύζυγο του Μαίρη Σέλλεϋ, ποιητή και συγγραφέα αντίστοιχα σημαντικά έργων (Οζυμανδίας του Πέρσυ Σέλλεϋ, και Φράνκενστάιν της Μαίρης Σέλλεϋ) με τους οποίους και ανέπτυξε ιδιαίτερη φιλία, ενώ φαίνεται πως η προσωπικότητα του Βύρωνα ενέπνευσε τον γιατρό του στην Ελβετία, Τζον Ουίλλιαμ Πολιντόρι, να βασίσει τον κεντρικό χαρακτήρα της ιστορίας του με τίτλο The Vampyre (το βαμπίρ) (πρόδρομος της βαμπιρικής λογοτεχνίας) σε ένα από τα γραπτά του Βύρωνα με τίτλο Fragment of a Novel.
Στη συνέχεια μετέβη στην Ιταλία, όπου υποστήριξε ενεργά το φιλελεύθερο κίνημα των Ιταλών καρμπονάρων στον πόλεμο τους για ανεξαρτησία έναντι των Αυστριακών. Εκεί ταξίδεψε σε διάφορες ιταλικές πόλεις όπως η Ρώμη, η Ραβέννα, και η Πίζα. Η Πίζα ήταν και η τοποθεσία όπου έγραψε το διάσημο μυθιστόρημα του με τον τίτλο Δον Ζουάν. Τελικά κατέληξε στη Γένοβα, όπου το 1822 τον επισκέφτηκε αντιπροσωπεία των Ελλήνων επαναστατών ζητώντας την υποστήριξη του, καθώς ήταν πλέον γνώριμος ως υποστηρικτής της αυτοδιάθεσης των λαών, κατά το παράδειγμα της ιταλικής αυτοδιάθεσης έναντι της Αυστρίας. Αποδέχτηκε το αίτημα της αντιπροσωπείας, και ξεκίνησε τις προετοιμασίες για το ταξίδι του στην Ελλάδα, αναχωρώντας το 1823 με το πλοιάριο Ηρακλής προς την Κεφαλλονιά.[55][56]
Ελλάδα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Το 1823 κατευθύνεται, ύστερα από παρότρυνση της Φιλελληνικής Επιτροπής του Λονδίνου, προς την Ελλάδα, σταματώντας στην Κεφαλλονιά, όπου παρέμεινε για έξι μήνες στην οικία του κόμη Δελαδέτσιμα, φίλου του Μαυροκορδάτου. Τελικά, αν και αρχικός προορισμός του ήταν ο Μοριάς, εγκαθίσταται στο Μεσολόγγι, όπου έρχεται σε επαφή με τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, τον οποίο και υποστηρίζει οικονομικά. Εν τω μεταξύ, έχει σχηματίσει ιδιωτικό στρατό από 40 Σουλιώτες, υπό τους Δράκο, Τζαβέλλα και Φωτομάρα. Διατηρούσε αλληλογραφία με Άγγλους επιχειρηματίες όπως ο Σάμουελ Μπαρφ για την οικονομική ενίσχυση των επαναστατών,[57] και ήταν από τους πρώτους που συνειδητοποίησαν τις καταστροφικές συνέπειες που θα είχε το δάνειο στην περίπτωση που αυτό χρησιμοποιείτο όχι για εθνικούς σκοπούς, αλλά για πολιτικές διαμάχες.
Απεβίωσε στις 19 Απριλίου του 1824 στο Μεσολόγγι, ύστερα από πυρετό. Το πένθος για τον θάνατό του ήταν γενικό καθώς ο Διονύσιος Σολωμός συνέθεσε μακρά ωδή στη μνήμη του («Ωδή εις τον θάνατο του Λόρδου Μπάιρον»). Προς εκδήλωση του πένθους στο Μεσολόγγι ρίχτηκαν 37 κανονιοβολισμοί από την ανατολή του ηλίου, μία κάθε λεπτό, καθώς ήταν τότε μόνο 37 ετών.
Ένας από τους στενούς φίλους του Βύρωνα στο Μεσολόγγι ήταν ο επίσης σπουδαίος φιλέλληνας Αμερικανός ιατρός, από τη Βοστόνη (Boston, Massachusetts), Σαμουήλ Γκρίντλευ Χάου (Samuel Gridley Howe, 1801-1878), ο οποίος στην Ελληνική Επανάσταση του 1821, νεαρός τότε μόλις απόφοιτος του Πανεπιστημίου, είχε έλθει στην Ελλάδα και για έξι χρόνια πρόσφερε εθελοντικά τις ιατρικές του υπηρεσίες στους Έλληνες αγωνιστές.
Μετά τον θάνατο του Λόρδου Βύρωνα ο Χάου κράτησε ως κειμήλιο της φιλίας το αγγλικό κράνος - περικεφαλαία του Βύρωνα, το οποίο αργότερα, το 1925, το έφερε στην Ελλάδα η μικρότερη κόρη από τα 6 παιδιά του Σαμουήλ Χάου, η Μοντ Χάου (Maud Howe, 1855–1948, Αμερικανίδα συγγραφέας τιμημένη με το βραβείο Πούλιτζερ, παντρεμένη με τον Άγγλο διακοσμητή/ζωγράφο John Elliott), και το δώρισε στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο της Αθήνας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου