Κυριακή, 4/4/21
Όπως αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η Pρόεδρος του Τμήματος Μουσικών Σπουδών, Σχολής Μουσικής και Οπτικοακουστικών Τεχνών, καθηγήτρια του Ιονίου Πανεπιστημίου Αναστασία Σιώψη, «ο Μάντζαρος, συνθέτης, θεωρητικός και δάσκαλος των περισσοτέρων επτανησίων συνθετών της εποχής του, υπήρξε στενός φίλος του εθνικού ποιητή Σολωμού από το 1828, έτος που ο ποιητής μετακόμισε στην Κέρκυρα. Τα πρώτα εικοσιτέσσερα μέτρα από τη μουσική που συνέθεσε ο Μάντζαρος για τον "Ύμνο εις την ελευθερίαν" του Σολωμού, τα οποία έγιναν ο Εθνικός Ύμνος της Ελλάδας, αποτύπωσαν και αποθανάτισαν τα ονόματά τους στην ιστορία του ελληνικού λαού. Ο Μάντζαρος πίστευε ότι η ποιητική γλώσσα του Σολωμού ήταν ιδιαίτερα μουσική, εκφρασμένη μέσα από ένα ουσιαστικά μουσικό πνεύμα. Ο Σολωμός συχνά αντάλλασσε ιδέες με τον Μάντζαρο για τη σχέση μουσικής και ποίησης και υπήρξε αμοιβαία επίδραση στη διαμόρφωση αντίστοιχων αισθητικών αντιλήψεων αμφοτέρων» επισημαίνει η κ. Σιώψη.
Τα 24 μέτρα της μουσικής του Εθνικού Ύμνου είναι μια μόνο από τις διαδοχικές μελοποιήσεις του «Ύμνου εις την Ελευθερίαν» του Σολωμού από τον Μάντζαρο, όλες για τετράφωνη ανδρική χορωδία και πιάνο.
Ο Κώστας Ζερβόπουλος, ο οποίος εκπόνησε διδακτορική διατριβή στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών του Ιονίου Πανεπιστημίου για το θέμα αυτό, έχει εντοπίσει και μελετήσει τις εξής μελοποιήσεις με τη σειρά που αναφέρει ο ίδιος στο ΑΠΕ-ΜΠΕ:
«Η "πρώτη" μελοποίηση έγινε το (1828-1829), ίσως αρχές 1830. Διασώζεται κυρίως στη μοναδική έντυπη έκδοση του έργου Clayton & Co, Λονδίνο, 1873. Αποτελείται από 24, ομοφωνικής υφής, μέρη. Τα πρώτα μέτρα του 1ου μέρους, χωρίς την πιανιστική εισαγωγή και με κάποιες απλουστεύσεις, καθιερώθηκαν ως ο ελληνικός εθνικός ύμνος. Η "πρώτη" μελοποίηση γράφτηκε σε ύφος "λαϊκό και απλό", προκειμένου να διαδοθεί το σολωμικό ποίημα σε ευρύτερα στρώματα του ελληνικού πληθυσμού και να κρατηθεί ψηλά το εθνικό φρόνημα των Ελλήνων στα δύσκολα εκείνα χρόνια του διαφαινόμενου τέλους του εθνικού αγώνα και της σύστασης του ελληνικού κράτους.
Η "Ενδιάμεση μελοποίηση" έγινε το 1844. Διασώζεται κυρίως στο αφιερωμένο στον "Όθωνα" χειρόγραφο (Μουσείο Μπενάκη) και στο "γερμανικό" χειρόγραφο (Βιβλιοθήκη Μουσείου Μπενάκη), το οποίο αποτελεί πιστό -εν πολλοίς- αντίγραφο του προηγούμενου. Αποτελείται από 39 μη αριθμημένα μέρη. Ο Όθωνας, "ευαρεστούμενος" απένειμε στο συνθέτη τον Αργυρό Σταυρό των Ιπποτών του Βασιλικού Τάγματος του Σωτήρος.
"Πολυφωνική" μελοποίηση: Πρόκειται για την πιο ενδιαφέρουσα, από όλες τις μελοποιήσεις του Ύμνου. Η πρώτη γραφή της ολοκληρώθηκε στα 1831, ενώ με τις διάφορες αναθεωρήσεις της, διακρίνονται, τουλάχιστον πέντε, ασχολούνταν ακόμη ίσως και μέχρι το 1865. Τα περισσότερα από τα 46 μέρη της μελοποίησης, στην τελική της εκδοχή, είναι "πολυφωνικής" υφής. Στις 25-3-2021 μεταδόθηκε διαδικτυακά από το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών (υπάρχει στο Youtube) η εξαιρετική ερμηνεία του έργου από το ΜΕΙΖΟΝ ensemble (Διεύθυνση Αγαθάγγελος Γεωργακάτος, πιανιστική συνοδεία Στάθης Σούλης, Μουσικολογική επιμέλεια Κώστας Ζερβόπουλος).
Μέρη "παραγγελίας Μπότσαρη" (Υπουργός Στρατιωτικών επί Όθωνα). Τα σχετιζόμενα με τον Ύμνο μέρη αυτής, είναι: μελοποιημένες στροφές του Ύμνου σε ρυθμό "passo doppio", δύο εμβατήρια, δύο ξεχωριστές μελοποιήσεις των στροφών 83-86 και οι δύο πρώτες στροφές του Ύμνου Εις το θάνατο του Λορδ Μπάϊρον.
Μεμονωμένα μέρη: Εντοπίστηκαν, επίσης, μια μελοποίηση των στροφών 80-86, μια άλλη των στροφών 83-84 και δύο φούγκες.
Η επίσημη (de jure) καθιέρωση του σημερινού ελληνικού εθνικού ύμνου έγινε με Βασιλικό Διάταγμα, που υπέγραψε ο Βασιλιάς των Ελλήνων Γεώργιος Α' στην Κέρκυρα, στις 28 Ιουνίου 1865 (οι ημερομηνίες, με το παλαιό ημερολόγιο), ύστερα από πρόταση του "επί των Ναυτικών" υπουργού Δημητρίου Μπουντούρη, στο οποίο, μεταξύ άλλων, αναφέρει: "Ο παρά του εθνικού Μουσικοδιδασκάλου Κυρίου Μαντζάρου τονισθείς ύμνος εις την ελευθερίαν του αοιδίμου ποιητού Σολομού, θέλει παιανίζεσθαι κατά πάσας τας ναυτικάς παρατάξεις, ήτοι ανύψωσιν και χαιρετισμόν σημαίας κτλ. θεωρούμενος ως επίσημον εθνικόν άσμα"».
«Αξίζει να αναφερθεί ότι το Τμήμα Μουσικών Σπουδών του Ιονίου Πανεπιστημίου από την πρώτη στιγμή της δραστηριοποίησής του στην Κέρκυρα έθεσε ως ερευνητική προτεραιότητα την προβολή της έντεχνης μουσικής της Επτανήσου ξεκινώντας από την περίοδο της Αναγέννησης και φτάνοντας μέχρι σήμερα. Οι ερευνητικές δραστηριότητες του Τμήματος σχετικά με τη μουσική των Επτανήσων και γενικότερα του ελληνικού χώρου συντονίζονται και υλοποιούνται μέσω του Εργαστηρίου Ελληνικής Μουσικής. Διευθυντής του Εργαστηρίου είναι ο αναπληρωτής καθηγητής Κώστας Καρδάμης. Το Εργαστήριο έχει υποστηρίξει μεγάλο αριθμό διατριβών για Επτανήσιους και μη μουσουργούς ο Καρρέρ, ο Σαμάρας, ο Παπαϊωάννου, ο Χρήστου κα, ενώ μέσω συνεδρίων, εκδόσεων, ηχογραφήσεων, αρχειακών συλλογών και ημερίδων προβάλλει και ενεργά διευκολύνει την έρευνα στους παραπάνω τομείς» καταλήγει η πρόεδρος του Τμήματος Μουσικών Σπουδών, Σχολής Μουσικής και Οπτικοακουστικών Τεχνών, Καθηγήτρια του Ιονίου Πανεπιστημίου, Αναστασία Σιώψη.
Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου