Δευτέρα, 30 Αυγούστου, 2021
Του Θεοδώρου Καλμούκου
Η έδρα του αείμνηστου Νώντα ήταν η πόλη Σάλεμ της Μασαχουσέτης αν κι είχε εστιατόρια ταχείας εξυπηρετήσεως και σε άλλες πολλές πόλεις, όπως το Λιν, το Πίμποντι, το Γούμπερν, το Ριβίερ, με το όνομα «Bill & Bob’s Roast Beef». Μια εποχή έφτασε να έχει μέχρι και 17.
Ξεκίνησε μικρό και φτωχό παιδί, κοπέλι στη δική του ντοπιολαλιά, από την Κρήτη, ήλθε στην Αμερική κι από το πλύσιμο των πιάτων αναδείχθηκε σε επιφανή επιχειρηματία, οικογενειάρχη, αγαπημένο σύζυγο, στοργικό πατέρα και παππού, φιλάνθρωπο και φιλόθεο, έχοντας βοηθήσει δεκάδες ομογενών να αποκτήσουν τις δικές τους επιχειρήσεις.
Ο «Εθνικός Κήρυκας» είχε αφιερώσει το «Περιοδικό» του Σαββατοκύριακου 12-13 Οκτωβρίου 2013 στον αείμνηστο Νώντα Λαγκωνάκη.
Μπαίνοντας στο γραφείο του αντίκριζες μία τεράστια φωτογραφία του χωριού του Πλάτη στο Οροπέδιο Λασιθίου που πάνω της είχε καρφιτσώσει διακήρυξη του συντοπίτη του Νίκου Καζαντζάκη «Δεν φοβάμαι τίποτε, δεν ελπίζω τίποτε, είμαι λεύτερος». Δίπλα είχε τοποθετήσει μία φωτογραφία του Ελευθέριου Βενιζέλου.
Όταν του είπα πως «χαίρομαι που σε βλέπω, μια χαρά είσαι», απάντησε με χιούμορ, πως «τον περασμένο χειμώνα πέθανα λίγο, αλλά ξαναγύρισα πάλι πίσω για να συνεχίσω, δεν έχω τελειώσει ακόμα, έχουμε τα κοπέλια (εννοώντας τα εγγόνια του) να καμαρώσω να τελειώνουν τα πανεπιστήμια, γι’ αυτό παρακάλεσα το μεγάλο αφεντικό εκεί ψηλά να με αφήσει να είμαι εδώ μαζί τους». Είχε πει ακόμα πως «δεν ξέρω πολλά γράμματα, θεολογίες και προσευχές, αλλά του ανοίγω την καρδιά μου και του μιλώ του Θεού και πρέπει να σας πω ότι μ’ ακούει, δεν με άφησε ποτέ, δεν έχω παράπονο».
Του άρεσαν πολύ τα γράμματα, η σπουδή, η μόρφωση, αλλά όπως είχε πει «τελείωσα το σχολείο με το ζόρι διότι ήταν η γερμανική κατοχή και μέχρι να πάω στο σχολείο ήμουν εννιά χρονών. Ο πατέρας μου ήταν στρατιώτης στην Αλβανία κι εγώ ήμουν έξι χρονών. Είμαστε τέσσερα αδέλφια εγώ ήμουν ο μεγαλύτερος κι ανέλαβα έξι χρονών καθήκοντα φροντίδας, τα καθήκοντα του πατέρα. Θυμάμαι όταν γεννήθηκε η αδελφή μου η Φωτεινή ήταν χειμώνας, είχε χιόνια κι ο παππούς μου μου είχε κάνει κάτι παντόφλες από μία σανίδα και λίγο πανί από πάνω και πήγαινα στα βουνά κι έκοβα τα πρινάρια και τα έφερνα και έτρωγαν οι κατσίκες που δεν μπορούσαν να βγουν έξω. Τελείωσα το Δημοτικό σχολείο 15 χρονών, ήθελα να πάω στο Γυμνάσιο αλλά είχαν τελειώσει πολλά παιδιά από το Γυμνάσιο και δούλευαν στις πατάτες. Κι είπα γιατί να πάω στο Γυμνάσιο και να χάσω τόσο καιρό αφού εδώ θα είμαι πάλι εργάτης; Πήγα εργάτης κάτω στην πεδιάδα και δούλευα στο μάζεμα των ελιών, κι εκεί γνώρισα και την γυναίκα μου η οποία ήταν 13 χρονών κι εγώ 16. Με συμπαθούσε, την συμπαθούσα αλλά δεν ήξερε κανείς τίποτε, ούτε της είχα πει τίποτε, ήμασταν μικρά παιδιά. Οταν περνούσα από μία εκκλησία την Αγκάρανθο που ο Πατριάρχης Θεόδωρος της Αλεξάνδρειας ήταν ηγούμενος, έλεγα Παναγιά μου βοήθα όταν μεγαλώσω να την πάρω αυτή την κοπέλα και κάποια μέρα αν κάνω λεφτά θα ζωγραφίσω όλη την εκκλησία μέσα. Όταν ήλθα εδώ το πρώτο που έκανα ήταν αυτό».
Κι έτσι το 1961 μόλις που είχαν αρχίσει τα αεροπλάνα και πετούσαν από την Ελλάδα προς την Αμερική, ο Νώντας ήλθε στη Βοστώνη και μια μέρα της είπε «ξέρω ότι μ’ αγαπάς και σ’ αγαπώ, λοιπόν έλα να τελειώνουμε» και την 1η Οκτωβρίου παντρεύτηκαν στον ιερό ναό του Αγίου Γεωργίου του Λιν.
Ηταν μόνος του στο γάμο, δεν είχαν έλθει ούτε οι γονείς, ούτε τα αδέλφια του, διότι δεν υπήρχαν χρήματα να τους φέρει. Είχε πει «αφού να σκεφτείτε και το αεροπορικό εισιτήριο που ήλθα το χρωστούσα και με πήρε δύο χρόνια για να μαζέψω τα λεφτά και να το ξεχρεώσω». Εργάζονταν και οι δυο τους σκληρά. Είχε αναφέρει ότι «η Αδαμαντία δούλευε σ’ ένα εργοστάσιο στο Λιν που έκανε σακάκια του στρατού, κι εγώ δούλευα σ’ ένα παπουτσίδικο στο Λιν και τα βράδια στο εστιατόριο του κουνιάδου μου όπου έπλυνα πιάτα.
Ετσι κυλούσε η ζωή μέχρι το 1967. Είχα περάσει από εδώ, έφαγα ένα ροστ μπιφ σάντουιτς και είδα ότι οι εργάτες δεν χτυπούσαν τις παραγγελίες και τις εισπράξεις στο ταμείο, τον έκλεβαν τον ιδιοκτήτη. Είπα της Αδαμαντίας πως αυτό το μέρος θα πουληθεί. Ρώτησα ποιος το είχε και πήγα μια μέρα στο Λίνγουεϊ και αντάμωσα τον Μπιλ Εργνουντ αυτόν που όριζε τα εστιατόρια ‘Bill & Bob’s’ και του είπα ότι έμαθα ότι πουλάς το μαγαζί στο Σάλεμ. Μου είπε ναι σκέπτομαι να το πουλήσω. Ο γιος του ήταν στον πόλεμο του Βιετνάμ όπου είχε τραυματιστεί κι εκείνος είχε πάθει κατάθλιψη. Ισα-ίσα που μπόρεσα να του εξηγήσω ότι ήθελα να το αγοράσω. Αυτός με είδε έτσι μετανάστη χωρίς να γνωρίζω πολλά πράγματα, ούτε τη γλώσσα, και είπε άντε ας το πουλήσω να του πάρω τα λεφτά κι αυτός δεν θα κάνει δουλειές, δεν θα μπορεί να το πληρώσει και θα το πάρουμε πίσω. Αλλά τα πράγματα ήλθαν τα κάτω πάνω που λένε, διότι τότε το μαγαζί έκανε την εβδομάδα 2.500 και μόλις το πήραμε την πρώτη εβδομάδα κιόλας έκανε 4.000, κι από τότε μέχρι το 1990 ανέβαινε συνέχεια το μαγαζί. Ηταν ένα μικρό μέρος σαν γκαράζ μ’ ένα παραθυράκι κι έδινα τα σάντουιτς».
Υπηρέτησε επί πολλά χρόνια στο κοινοτικό συμβούλιο του Αγίου Γεωργίου του Λιν.
Συνδεόταν με πολύχρονη γνωριμία και φιλία με τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη. Είχε πει πως «τον γνώρισα όταν ήμουν στρατιώτης στο Μαράτι, ερχόταν για μπάνιο, πήγαινα κι εγώ και ψαρεύαμε κι όταν πιάναμε τα ψάρια, την αθερίνα, τα βάζαμε κατευθείαν στο τηγάνι».
«Είμαι ευχαριστημένος από τη ζωή μου. Απλώς θα ήθελα να ήμουν πιο ξύπνιος να μην με εκμεταλλεύονται πολλοί» είχε πει. Στην ερώτηση «θα θέλατε να είχατε σπουδάσει;», είχε απαντήσει «πάρα πολύ, θα ήθελα να είχα σπουδάσει δάσκαλος ,να διδάσκω στα παιδιά το σωστό και το ίσιο. Από εκεί ξεκινούν όλα, από το σχολείο κι από το σπίτι».
ΕΘΝΙΚΟΣ ΚΗΡΥΞ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου