Τρίτη, 2 Νοεμβρίου, 2021
Εξαιρετικά δύσκολη από οικονομικής αλλά και πολιτικής άποψης χαρακτηρίζουν οι οικονομολόγοι την πιθανότητα συμφωνίας σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ενωσης για την αλλαγή των κανόνων για το όριο του χρέους στο 60% του ΑΕΠ και του ελλείμματος στο 3% του ΑΕΠ, στο πλαίσιο του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, ένα ντιμπέιτ που έχει ήδη ξεκινήσει σχετικά με το νέο δημοσιονομικό τοπίο έπειτα από την αναστολή των κριτηρίων αυτών που επέβαλε η πανδημία.
Την περασμένη εβδομάδα ο εκτελεστικός αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Βάλντις Ντομπρόβσκις έδωσε το σχετικό στίγμα άλλωστε, καθώς εμφανίστηκε αρνητικός σε οποιαδήποτε αύξηση του 60% και «έδειξε» προς την κατεύθυνση αλλαγών του τρόπου μείωσης του χρέους, όπως του κανόνα που αφορά την ετήσια μείωση κατά 1/20 της διαφοράς μεταξύ του επιπέδου του χρέους και του ορίου του 60%. Αφορμή για τα παραπάνω ήταν η πρόταση των τεσσάρων οικονομολόγων του ESM, ενός στελέχους του ΔΝΤ και της Τραπέζης της Ελλάδος για αύξηση του ορίου του χρέους στο 100% του ΑΕΠ, χωρίς αλλαγή στον κανόνα του 1/20 καθώς και σε αυτόν για το έλλειμμα.
Μιλώντας στην «Κ» ο Ολιβιέ Μπλανσάρ του Peterson Institute for International Economics, πρώην επικεφαλής οικονομολόγος του ΔΝΤ, επισημαίνει πως αυτό που είναι σημαντικό είναι να δοθεί περισσότερο βάρος στο έλλειμμα παρά στο χρέος. Ετσι, η αύξηση του ορίου του χρέους στο 100% με τη διατήρηση του στόχου του ελλείμματος στο 3% θα αποτελέσει μια ελάχιστη βελτίωση και θα έχει χαθεί μια μεγάλη ευκαιρία για την Ε.Ε., ενώ η διατήρηση του κανόνα του 1/20 θα είναι ένα τεράστιο λάθος. «Σε ένα περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων, η εξυπηρέτηση του χρέους και όχι το επίπεδό του είναι αυτό στο οποίο πρέπει να επικεντρωθούμε», τονίζει, προσθέτοντάς πως αυτό που πρέπει να γίνει σε επίπεδο Ε.Ε. είναι η υποστήριξη δημοσιονομικών προτύπων αντί των δημοσιονομικών κανόνων, οι αξιολογήσεις να γίνονται ανά χώρα με ανάλυση της βιωσιμότητας χρέους και να γίνουν δεκτά υψηλότερα επίπεδα χρέους, τουλάχιστον μεσοπρόθεσμα.
Ετσι κι αλλιώς, όπως σχολιάζουν και άλλοι οικονομολόγοι στην «Κ», είναι δύσκολο να οριστεί ένα ενιαίο ποσοστό που να είναι κατάλληλο για κάθε χώρα, ενώ πολιτικά θα ήταν δύσκολο να αλλάξει το πρωτόκολλο της Συνθήκης της Ε.Ε. «Η αλλαγή του ορίου χρέους του 60% είναι εξαιρετικά απίθανη. Το ίδιο ισχύει και με το όριο του ελλείμματος του 3% –αυτό κατοχυρώνεται στις Συνθήκες της Ε.Ε. και θα απαιτούσε ομοφωνία μεταξύ των χωρών, έγκριση από τα εθνικά κοινοβούλια– και σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμη και δημοψήφισμα, κάτι που θα ήταν δύσκολο να επιτευχθεί», όπως σημειώνει στην «Κ» ο οικονομολόγος της HSBC, Φάμπιο Μπαλμπόνι.
Πάντως, σχεδόν οι μισές χώρες δεν αναμένεται να παραβιάσουν το όριο του 60%, οπότε κατά τους οικονομολόγους δεν υπάρχει «βάση» για την αλλαγή του. Παράλληλα, το όριο του 1/20 στην πραγματικότητα δεν ισχύει, οπότε η αλλαγή του δεν αποτελεί κάτι ουσιαστικό. «Ακόμη και μετά την ύφεση που προκάλεσε η πανδημία και την αύξηση του δημόσιου χρέους, 13 χώρες της Ε.Ε. αναμένεται να έχουν λιγότερο από 60% δημόσιο χρέος και άλλες έξι χώρες κάτω από 80%, γεγονός που υποδηλώνει ότι δεν είναι αδύνατο να επιτευχθεί αυτός ο στόχος», όπως σημειώνει στην «Κ» o Ζολτ Ντάρβας, οικονομολόγος, senior fellow στο think tank Bruegel.
Οσον αφορά τον κανόνα του 1/20, ένα πρόβλημα είναι ότι είναι «μηχανικός», δεν λαμβάνει υπόψη τις οικονομικές συνθήκες που αντιμετωπίζει η χώρα, όπως προσθέτει. «Αυτός ο κανόνας αγνοούνταν πάντα την τελευταία δεκαετία, επειδή οι χώρες που τον παραβίασαν (Βέλγιο και Ιταλία) προχώρησαν στην εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων», εξηγεί ο κ. Ντάρβας και εκτιμά πως περίπου οι μισές χώρες της Ε.Ε. θα παραβιάσουν τον κανόνα του 1/20 από το 2023. Ωστόσο, αυτές οι παραβιάσεις μπορούν να αγνοηθούν ξανά, επειδή η Κομισιόν εκτίμησε ότι όλες οι προτάσεις διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων των σχεδίων ανάκαμψης και ανθεκτικότητας είναι πολύ καλές.
Αυτό που θα ήταν προς τη σωστή κατεύθυνση και το οποίο θα μπορούσε ενδεχομένως να αποτελέσει μια λύση, κατά τον επικεφαλής οικονομολόγο της Barclays Φιλίπ Γκουντίν, είναι η εφαρμογή ενός κανόνα σχετικά με τις δαπάνες. «Είναι σίγουρα πιο σχετικός και πιθανότατα σε αυτό θα επικεντρωθούν τα κράτη-μέλη όταν διαπραγματευτούν τους τρόπους μεταρρύθμισης του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης».
Η συζήτηση μπορεί επίσης να επηρεαστεί και από το σχήμα που θα έχει η κυβέρνηση στη Γερμανία, προσθέτει ο κ. Γκουντίν. Από τις διερευνητικές συνομιλίες φαίνεται πως ο συνασπισμός της γερμανικής κυβέρνησης θα μπορούσε να αποφασίσει να χρηματοδοτήσει δημόσιες επενδύσεις αφιερωμένες στην πράσινη ανάπτυξη και στην ψηφιακή μετάβαση, μέσω ειδικού οχήματος που θα αντλεί χρέος για λογαριασμό της γερμανικής κρατικής τράπεζας KfW ή άλλης δημόσιας οντότητας, με εγγύηση της ομοσπονδιακής κυβέρνησης. Αυτό θα μπορούσε να υιοθετηθεί σε επίπεδο Ε.Ε. και είναι στην πραγματικότητα λίγο πολύ αυτό που γίνεται με το Ταμείο Ανάκαμψης. Ετσι, δεν χρειάζεται πραγματικά να αλλάξουν πολύ οι υφιστάμενοι κανόνες της Ε.Ε.
Η λύση που προτείνει ο κ. Ντάρβας του Bruegel είναι η διατήρηση του 60% ως πολύ μακροπρόθεσμου στόχου, να τεθούν οι στόχοι χρέους για κάθε χώρα για τα επόμενα πέντε χρόνια βάσει ανάλυσης βιωσιμότητας και να ρυθμιστούν ξανά στη συνέχεια, εστιάζοντας στην πορεία των δημοσίων δαπανών.
Κατά τον κ. Μπαλμπόνι της HSBC, οι προσαρμογές στους κανονισμούς, καθώς απαιτούν μόνο πλειοψηφία μεταξύ των χωρών, είναι πιο εφικτές, όπως τροποποιήσεις στον ρυθμό μείωσης του χρέους (για παράδειγμα, λαμβάνοντας υπόψη τον αντίκτυπο της πανδημίας στους δείκτες χρέους και στα διαφορετικά επίπεδα χρέους ανά χώρα) καθώς και η αύξηση της σημασίας της αξιολόγησης της συμμόρφωσης με τον κανόνα των δαπανών.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου