Τετάρτη, 4 Ιανουαρίου, 2023
Προκλήσεις για τη Δύση αλλά και ευκαιρίες, βλέπουν οι αναλυτές.
Ήταν 14 Φεβρουαρίου του 1945 όταν ο πρόεδρος των ΗΠΑ Φραγκλίνος Ντελάνο Ρούσβελτ συνάντησε τον Σαουδάραβα βασιλιά Αμπντούλ Αζίζ Ιμπν Σαούντ πάνω στο αμερικανικό πολεμικό πλοίο USS Quincy στη Διώρυγα του Σουέζ, σηματοδοτώντας έτσι την αρχή μιας από τις πιο σημαντικές γεωπολιτικές συμμαχίες των τελευταίων 70 ετών.
Οι καιροί αλλάζουν, ωστόσο, και το 2023 μπορεί να το θυμόμαστε ως το έτος κατά το οποίο εκείνη η μεγάλη συμφωνία θα αρχίσει να αλλάζει με φόντο τη διαμόρφωση μιας νέας παγκόσμιας ενεργειακή τάξης πραγμάτων μεταξύ Κίνας και Μέσης Ανατολής, γράφει η Rana Foroohar στους Financial Times.
H Κίνα αγοράζει εδώ και αρκετό καιρό, στο δικό της νόμισμα, αυξανόμενες ποσότητες πετρελαίου και υγροποιημένου φυσικού αερίου από το Ιράν, τη Βενεζουέλα, τη Ρωσία και μέρη της Αφρικής. Ωστόσο, η συνάντηση που είχε ο πρόεδρος της Κίνας Σι Τζινπίνγκ με τους ηγέτες της Σαουδικής Αραβίας και του Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου τον περασμένο Δεκέμβριο σηματοδότησε «τη γέννηση του πετρογουάν» όπως αναφέρει ο Zoltan Pozsar, αναλυτής της Credit Suisse.
Σύμφωνα με τον Pozsar, «η Κίνα θέλει να ξαναγράψει τους κανόνες της παγκόσμιας αγοράς ενέργειας» στο πλαίσιο μιας ευρύτερης προσπάθειας που ως στόχο έχει την αποδολαριοποίηση (de-dollarisation) των χωρών της ομάδας BRIC (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα) και άλλων μερών του κόσμου, ενάντια στη δυτική εργαλειοποίηση (weaponisation) των συναλλαγματικών αποθεμάτων σε δολάριο που διαθέτουν πολλές χώρες.
Τι σημαίνει αυτό στην πράξη; Καταρχάς, ότι πολύ μεγαλύτερο μέρος του διεθνούς εμπορίου πετρελαίου θα γίνεται στο εξής σε ρενμινμπί ή γουάν, όπως σημειώνει η Rana Foroohar στην ανάλυσή της για τους FT.
Ο Σι Τζινπίνγκ ανακοίνωσε ότι τα επόμενα τρία με πέντε χρόνια η Κίνα όχι μόνο θα αυξήσει δραματικά τις εισαγωγές της από τις χώρες του Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου αλλά και θα συνεργαστεί παράλληλα μαζί τους και προς την κατεύθυνση μιας «πολυδιάστατης ενεργειακής συνεργασίας».
Σε αυτό το πλαίσιο θα μπορούσαν ενδεχομένως να προωθηθούν κοινά πρότζεκτ έρευνας και παραγωγής σε μέρη όπως είναι η Θάλασσα της Νότιας Κίνας καθώς και επενδύσεις σε διυλιστήρια, χημικά και πλαστικά. Η ελπίδα του Πεκίνου είναι όλα αυτά να πληρώνονται σε γουάν στο Χρηματιστήριο Πετρελαίου και Φυσικού Αερίου της Σαγκάης ήδη από το 2025, όπως σημειώνει η Rana Foroohar στους FT υπογραμμίζοντας μάλιστα ότι κάτι τέτοιο θα αποτελούσε τεράστια αλλαγή για το παγκόσμιο εμπόριο ενέργειας.
Η Ρωσία, το Ιράν και η Βενεζουέλα, που μαζί έχουν περίπου το 40% των επιβεβαιωμένων αποθεμάτων πετρελαίου στον κόσμο, πωλούν πετρέλαιο στην Κίνα με μεγάλη έκπτωση. Οι χώρες του Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου έχουν άλλο ένα 40% των αποδεδειγμένων αποθεμάτων. Το υπόλοιπο 20% βρίσκεται στη βόρεια και στη δυτική Αφρική και στην Ινδονησία.
Όσοι εκφράζουν αμφιβολίες για την άνοδο του «πετρογουάν» υποστηρίζουν ότι η Κίνα δεν εμπνέει την ίδια εμπιστοσύνη που εμπνέουν διεθνώς οι ΗΠΑ αναφορικά με το κράτος δικαίου, τα συναλλαγματικά διαθέσιμα κ.ά. πράγμα που αποτρέπει πολλές χώρες από το να θέλουν να κάνουν μπίζνες σε γουάν. Ωστόσο, στην αγορά πετρελαίου ήδη κυριαρχούν χώρες που έχουν περισσότερα κοινά με την Κίνα (τουλάχιστον σε ό,τι έχει να κάνει με τις πολιτικές τους οικονομίες) παρά με τις ΗΠΑ, όπως σημειώνει η Rana Foroohar στους FT, ενώ παράλληλα οι Κινέζοι έχουν επιχειρήσει να προσφέρουν και κάτι που ομοιάζει σε πρόσθετο οικονομικό δίχτυ ασφαλείας καθιστώντας το ρενμινμπί μετατρέψιμο σε χρυσό στα χρηματιστήρια χρυσού της Σαγκάης και του Χονγκ Κονγκ.
Αν και αυτό από μόνο του δεν μπορεί να κάνει το ρενμινμπί υποκατάστατο του δολαρίου ως αποθεματικό νόμισμα, ωστόσο τα «πετρογουάν» έχουν σημαντικές οικονομικές και χρηματοοικονομικές επιπτώσεις για τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής και τους επενδυτές, σύμφωνα με τους FT.
Η προοπτική της φθηνής ενέργειας προσελκύει ήδη δυτικές βιομηχανίες στην Κίνα. Για του λόγο αληθές, αρκεί μια ματιά στην πρόσφατη κίνηση της γερμανικής BASF που συρρίκνωσε το κεντρικό εργοστάσιό της στο Λούντβιγκσχαφεν και μετέφερε μέρος των δραστηριοτήτων της στην Κίνα (Zhanjiang).
Τα «Petropolitics» συνοδεύονται, βέβαια, και από οικονομικούς κινδύνους. Υπενθυμίζεται ότι η – μέσα από από εμπορικές τράπεζες των ΗΠΑ – ανακύκλωση πετροδολαρίων από χώρες πλούσιες σε πετρέλαιο σε αναδυόμενες αγορές όπως του Μεξικού, της Βραζιλίας, της Αργεντινής, του Ζαΐρ, της Τουρκίας κ.ά. επρόκειτο να οδηγήσει τις αναδυόμενες αγορές σε αρκετές κρίσεις χρέους από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 και έπειτα.
Τα πετροδολάρια επιτάχυναν, επίσης, τη δημιουργία μιας περισσότερο κερδοσκοπικής, τροφοδοτούμενης με χρέος (debt-fuelled) οικονομίας στις ΗΠΑ, καθώς τράπεζες «πλούσιες» σε μετρητά δημιουργούσαν κάθε είδους νέες οικονομικές «καινοτομίες» και η εισροή ξένων κεφαλαίων επέτρεπε στις ΗΠΑ να διατηρούν μεγαλύτερο έλλειμμα.
Εκεινή η τάση μπορεί τώρα να αρχίσει να αντιστρέφεται, σύμφωνα με την ανάλυση της Rana Foroohar στους FT. Ήδη, υπάρχουν λιγότεροι ξένοι αγοραστές για τα ομόλογα των ΗΠΑ. Εάν το πετρογουάν απογειωνόταν, αυτό θα τροφοδοτούσε τη φωτιά της αποδολαριοποίησης (de-dollarisation). Ο κινεζικός έλεγχος περισσοτέρων ενεργειακών αποθεμάτων και των προϊόντων που προέρχονται από αυτά θα μπορούσε, επίσης, να γίνει νέος σημαντικός παράγοντας πληθωρισμού στη Δύση.
Τι πρέπει να κάνουν οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής και οι διευθύνοντες των επιχειρήσεων; «Αν ήμουν διευθύνων σύμβουλος μιας πολυεθνικής εταιρείας», γράφει η Rana Foroohar στους FT, «θα προσπαθούσα τώρα να συγκεντρώσω περιφερειακά και τοπικά (regionalise and localise) όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής». «Θα έδινα, επίσης, μεγαλύτερο βάρος στην καθετοποίηση (vertical integration) προκειμένου να αντισταθμίσω τον αυξημένο πληθωρισμό από τις αλυσίδες εφοδιασμού.
«Αν ήμουν υπεύθυνος χάραξης πολιτικής στις ΗΠΑ», συνεχίζει η ίδια, «θα αναζητούσα τρόπους να αυξήσω τη σχιστολιθική παραγωγή στη Βόρεια Αμερική βραχυπρόθεσμα – μεσοπρόθεσμα (και θα πουλούσα στους Ευρωπαίους με έκπτωση), επιταχύνοντας παράλληλα την πράσινη μετάβαση. «Η άνοδος του πετρογουάν θα πρέπει να αποτελέσει κίνητρο τόσο για τις ΗΠΑ όσο και για την Ευρώπη να απομακρυνθούν από τα ορυκτά καύσιμα όσο πιο γρήγορα μπορούν», σύμφωνα με την αρθρογράφο των FT.
Πηγή: FT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου