Δευτέρα, 27 Μαρτίου, 2023
Ρουμπίνα Σπάθη
H κατάρρευση της Credit Suisse και η εξαγορά της από τη UBS φέρνουν ξανά στο φως παλαιά σκάνδαλα και πλήττουν τη χώρα.
«Αυτό που γνωρίσαμε τις τελευταίες ημέρες αποδεικνύει πως το χρηματοπιστωτικό κέντρο της Ελβετίας έχει πάψει να είναι η ισχύς της και έχει εξελιχθεί σε πρόβλημα». Η δήλωση ανήκει στον Σεντρίκ Βέρμουθ, εκ των προέδρων του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της Ελβετίας και δεν είναι η μοναδική που αναφέρεται στην πραγματικότητα πίσω από την κατάρρευση της Credit Suisse. Ελβετοί πολιτικοί και δημοσιογράφοι αποτύπωσαν τις τελευταίες ημέρες με περισσή πικρία στις δηλώσεις τους την παρακμή του τραπεζικού τομέα μιας χώρας που έγινε συνώνυμο των τραπεζών. Κι αυτό γιατί η δεύτερη σε μέγεθος τράπεζα της Ελβετίας, η Credit Suisse, που κατέρρευσε προ ημερών υπό το βάρος των αμαρτιών της και εξαγοράστηκε από την εξίσου αμαρτωλή και πρώτη σε μέγεθος ελβετική τράπεζα, τη UBS, είναι ίσως περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη συνυφασμένη με το γόητρο της χώρας. Είναι η τράπεζα που ίδρυσε το 1856 ο Αλφρεντ Εσερ, ιδρυτής της σύγχρονης Ελβετίας, όταν θέλησε να χρηματοδοτήσει τη μετατροπή της από μια σχετικά φτωχή και υπανάπτυκτη χώρα οπισθοδρομικών χωρικών σε μια από τις πλέον προηγμένες οικονομίες του κόσμου.
Ελβετοί πολιτικοί και δημοσιογράφοι αποτυπώνουν με δηλώσεις τους την παρακμή του τραπεζικού τομέα μιας χώρας που έγινε συνώνυμο των τραπεζών.
Η ηχηρή εξαγορά φαίνεται πως απομάκρυνε, προς το παρόν τουλάχιστον, τον κίνδυνο μιας νέας παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης που θα μπορούσε να προκαλέσει η μετάδοση των προβλημάτων της Credit Suisse σε άλλες τράπεζες. Γιατί σε αντίθεση με τις περιφερειακές αμερικανικές τράπεζες που κατέρρεαν τις ίδιες ημέρες, η Credit Suisse ήταν συστημική τράπεζα και θα μπορούσε να συμπαρασύρει στην πτώση της τμήματα του ευρωπαϊκού ή ενδεχομένως και του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος. Η εξαγορά της, όμως, έριξε περισσότερο φως από ποτέ στις αμαρτίες της και θύμισε στη διεθνή κοινή γνώμη πολλά απ’ όσα τη σπίλωσαν, με αποτέλεσμα να χάσει την εμπιστοσύνη των πελατών της και μαζί με αυτήν και τις ιλιγγιώδεις καταθέσεις τους. Ανάμεσά τους την καταδίκη στελέχους της σε πέντε χρόνια κάθειρξη το 2018 επειδή είχε πλαστογραφήσει τις υπογραφές πελατών της τράπεζας για να στοιχηματίσει ριψοκίνδυνα με τα χρήματά τους χωρίς την άδειά τους και τελικά να προκαλέσει ζημίες ύψους τουλάχιστον 150 εκατ. δολ. Οπως και την παραίτηση του τότε διευθύνοντος συμβούλου Τιντζάν Τιάμ, δύο χρόνια αργότερα, έπειτα από ένα αδιανόητο σκάνδαλο «κατασκοπείας», όπως επέλεξαν να χαρακτηρίσουν τα διεθνή ΜΜΕ την εντολή που έδωσε ανώτερο στέλεχος της τράπεζας σε ιδιωτικούς ερευνητές να παρακολουθούν ένα άλλο υψηλόβαθμο στέλεχός της.
Αλλά και την καταδίκη της τράπεζας τον Ιούνιο του 2022 επειδή στο χρονικό διάστημα από το 2004 έως το 2008 είχε επιτρέψει τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και συγκεκριμένα χρημάτων μιας συμμορίας Βουλγάρων που διακινούσε κοκαΐνη. Οπως και τις διαρροές πληροφοριών για λογαριασμούς 30.000 πελατών της ανά τον κόσμο, ανάμεσα στους οποίους συγκαταλέγονται ένας διακινητής γυναικών στις Φιλιππίνες, ένα στέλεχος του χρηματιστηρίου του Χονγκ Κονγκ που βρισκόταν στη φυλακή για δωροδοκία, ένας δισεκατομμυριούχος ηθικός αυτουργός της δολοφονίας μιας δημοφιλούς Λιβανέζας τραγουδίστριας και στελέχη της κρατικής εταιρείας πετρελαίου της Βενεζουέλας που την είχαν καταληστέψει, όπως και διεφθαρμένοι πολιτικοί από την Αίγυπτο μέχρι την Ουκρανία.
Η γέννηση ενός «τέρατος»
Οσοι βλέπουν την κατάρρευση της Credit Suisse και την εξαγορά της από τη UBS ως ένα είδος νέμεσης, θα πρέπει να θυμηθούν πως δεν ήταν μόνο η δεύτερη τράπεζα της Ελβετίας το προβληματικό παιδί του τραπεζικού κλάδου της. Δεν έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που το πρόβλημα της Ελβετίας δεν ήταν ακόμη η Credit Suisse, αλλά η UBS.
Η πρώτη σε μέγεθος τράπεζα της Ελβετίας βρέθηκε στη δίνη της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008, καθώς είχε επιδιώξει την επέκτασή της στην αμερικανική αγορά με ριψοκίνδυνες και τοξικές επενδύσεις. Τη διέσωσε τότε η κεντρική τράπεζα της Ελβετίας προσφέροντας εγγυήσεις ύψους 54 δισ. δολ. για την κάλυψη μη εξυπηρετούμενων χρεών.
Και βέβαια η UBS επέλεξε στη συνέχεια να συμμορφωθεί και να επικεντρωθεί κυρίως στον τομέα της διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων των πλουσιότερων ανθρώπων του κόσμου. Ουσιαστικά στράφηκε εν ολίγοις σε μια δραστηριότητα εξαιρετικά προσοδοφόρα και όχι ριψοκίνδυνη.
Μετά το πρόσφατο deal προκύπτει ένας τραπεζικός κολοσσός με ενεργητικό 1,5 τρισ. ελβετικών φράγκων, που θα είναι σε θέση να εκβιάσει την κυβέρνηση της χώρας.
Σε αντίθεση, βέβαια, με την Credit Suisse που επλήγη οικονομικά όχι μόνο από τα σκάνδαλα και τις ατασθαλίες της αλλά και από τις τοξικές και άστοχες τοποθετήσεις της. Ανάμεσά τους ήταν οι επενδύσεις της στη βρετανική χρηματοπιστωτική Greensill και προπαντός στο σκοτεινό fund Archegos που κατέρρευσαν, με αποτέλεσμα να προκαλέσουν στην ελβετική τράπεζα ζημίες ύψους 5,5 δισ. δολ. στις αρχές του 2021. Το αποτέλεσμα όσων μεσολάβησαν τις τελευταίες ημέρες και της εξαγοράς της Credit Suisse από τη UBS είναι η δημιουργία ενός τραπεζικού γίγαντα, που όπως επισήμαναν πολιτικοί, δημοσιογράφοι και αναλυτές θα είναι σε θέση να εκβιάσει την κυβέρνηση της χώρας ως «πολύ μεγάλη για να αφεθεί να καταρρεύσει». Η γερμανόφωνη ελβετική εφημερίδα Neue Zurcher Zeitung υποδέχθηκε την εξαγορά της Credit Suisse από τη UBS σχολιάζοντας ότι «το ζόμπι πέθανε, αλλά γεννήθηκε ένα τέρας».
Ο τραπεζικός κολοσσός που προκύπτει από τη συγχώνευση των δύο τραπεζών θα έχει ενεργητικό 1,5 τρισ. ελβετικών φράγκων, δηλαδή διπλάσιο από το ΑΕΠ της Ελβετίας που το περασμένο έτος έφθασε στα 771 δισ. ελβετικά φράγκα. Και προπαντός θα κατέχει όχι απλώς δεσπόζουσα θέση στην ελβετική αγορά χρηματοπιστωτικών, αλλά ένα είδος μονοπωλίου εξαιτίας του συντριπτικού μεγέθους του. Οπως σχολίασε ο Σεντρίκ Βέρμουθ, εκ των προέδρων του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος αναφερόμενος στο μέγεθος της UBS, «είναι τεράστιος ο κίνδυνος να χρησιμοποιήσει το μονοπώλιό της ώστε να εκβιάζει την κυβέρνηση και να της υπαγορεύει τις ρυθμίσεις της προτίμησής της».
Στη Σιγκαπούρη αυτές τις ημέρες ανοίγουν σαμπάνιες
Ισως με κάποια δόση υπερβολής ο Οκτάβιο Μαρέντζι, διευθύνων σύμβουλος της συμβουλευτικής επί χρηματοπιστωτικών Opimas, προέβλεψε πως έπειτα απ’ όσα είδαν τελευταία το φως της δημοσιότητας για τα πτώματα που έχει θάψει στον κήπο του ο τραπεζικός κλάδος της Ελβετίας, «ο κόσμος θα τη βλέπει πλέον ως τη Δημοκρατία της Χρηματοπιστωτικής Μπανανίας». Δεν είναι, ωστόσο, η πρώτη φορά που σπιλώνεται η χώρα του φθίνοντος τραπεζικού απορρήτου, καθώς έχει κατηγορηθεί ότι αρνήθηκε να επιστρέψει τις περιουσίες των Εβραίων στους απογόνους των θυμάτων του Ολοκαυτώματος. Και ότι με αυτές τις περιουσίες διόγκωσε τον τραπεζικό κλάδο της.
Το «κούρεμα» των ομολόγων, οι πιέσεις για το τραπεζικό απόρρητο και ο εντεινόμενος ανταγωνισμός με άλλους χρηματοπιστωτικούς πόλους.
Το πρόβλημα για την Ελβετία, όμως, είναι η ανησυχία που επικρατεί πλέον πως το αποτέλεσμα της κρίσης της Credit Suisse θα είναι να χάσει η χώρα την αξιοπιστία της ως χρηματοπιστωτικό κέντρο φημισμένο για τη σταθερότητά του. Εν μέρει και επειδή «κουρεύτηκαν» τα ομόλογα ΑΤ1 καταλαμβάνοντας εξαπίνης τους πιστωτές της Credit Suisse. Οι τράπεζες της Ελβετίας διαχειρίζονται συνολικά περιουσιακά στοιχεία ύψους 2,6 τρισ. δολ., σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη της Deloitte. Η Ελβετία είναι, έτσι, το μεγαλύτερο χρηματοπιστωτικό κέντρο του κόσμου, που επισκιάζει τόσο τις ΗΠΑ όσο και τη Βρετανία.
Αντιμετωπίζει, όμως, τον εντεινόμενο ανταγωνισμό άλλων χρηματοπιστωτικών κέντρων, όπως του Λουξεμβούργου και ιδιαιτέρως της Σιγκαπούρης που ενισχύεται σημαντικά τα τελευταία χρόνια. Μιλώντας μάλιστα στο Reuters, ο Αρτούρο Μπρις, καθηγητής Χρηματοοικονομικών στο Διεθνές Ινστιτούτο IMD της Λωζάννης, τόνισε πως «τα τραπεζικά στελέχη της Σιγκαπούρης θα ανοίγουν σαμπάνιες αυτές τις ημέρες». Για την Ελβετία η απώλεια του κύρους της ως χρηματοπιστωτικού κέντρου αποτελεί υπαρξιακή απειλή. Το ίδιο το οικονομικό μοντέλο της βασίζεται στη διαχείριση και ασφάλιση του πλούτου των πλουσιότερων ανθρώπων του κόσμου. Μετά το κούρεμα των ομολόγων ΑΤ1, οι επενδυτές ενδέχεται να το ξανασκεφθούν και να προτιμήσουν άλλα χρηματοπιστωτικά κέντρα.
Μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση η Ελβετία δέχεται, άλλωστε, επίμονες πιέσεις για να βάλει νερό στο κρασί της ακόμη και στο διαβόητο τραπεζικό απόρρητο. Ο λόγος για την πολιτική που ισχύει εδώ και περισσότερο από 80 χρόνια και ουσιαστικά έχει ορίσει ως ποινικό αδίκημα τη δημοσιοποίηση πληροφοριών για τους πελάτες των τραπεζών της και τους λογαριασμούς τους. Και τώρα υφίσταται ακόμη μεγαλύτερες πιέσεις για να εγκαταλείψει μια άλλη μακροχρόνια πολιτική της, τη λεγόμενη «ουδετερότητα», και να πάρει θέση στο πλευρό της Δύσης απέναντι στη Ρωσία σε σχέση με τον πόλεμο στην Ουκρανία. Ολα αυτά ίσως προοιωνίζονται δύσκολες μέρες για τις τράπεζές της. Και η Ελβετία είναι οι τράπεζές της. Εντάξει, και οι σοκολάτες και τα ρολόγια. Αλλά προπαντός οι τράπεζές της.
Οκτάβιο Μαρέντζι
«Εγινε σκόνη η φήμη της ως χώρας με συνετή διοίκηση στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και αξιόπιστη εποπτεία και ρυθμιστικό πλαίσιο, αλλά ακόμη και η φήμη της ως ανιαρής σε ό,τι αφορά τις επενδύσεις». Ηταν η διαπίστωση του Οκτάβιο Μαρέντζι, διευθύνοντος συμβούλου της συμβουλευτικής εταιρείας Opimas LLC.
17 δισ. δολ. θα είναι η αξία των ομολόγων ΑΤ1 που θα διαγραφούν.
Κ. Κέλερ-Σούτερ
Απηχώντας σε μεγάλο βαθμό τη γενικότερη εντύπωση για την Credit Suisse, η Ελβετίδα υπουργός Οικονομικών δήλωσε πως η κυβέρνηση «λυπάται για το ότι η τράπεζα, που υπήρξε πρότυπο χρηματοπιστωτικού ιδρύματος στην Ελβετία, κατάφερε να φθάσει σε αυτή την κατάσταση».
107,9 δισ. δολάρια η ρευστότητα που προσφέρει στη UBS η Τράπεζα της Ελβετίας.
Αξελ Λίμαν
Για τον πρόεδρο της Credit Suisse η ημέρα της εξαγοράς της από τη UBS ήταν «μια ιστορική, θλιβερή και γεμάτη προκλήσεις ημέρα για την τράπεζα, για την Ελβετία και για τις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου